Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1476 / 2010    (Α Ποιν. Διακ., ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαγωγή εγγράφων.




Περίληψη:
Απάτη και υπεξαγωγή εγγράφων, ορθή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και επαρκής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1476/2010 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δημήτριο Τίγγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα και Χριστόφορο Κοσμίδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 6η Ιουλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως της 4377/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Διονυσίου Σιούτα (ΑΜ ΔΣΑ 9082).
Με συγκατηγορουμένους τους α) ... και β) ....
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφαση, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30-12-2009 αίτηση αναιρέσεως, που καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 445/2010.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, που κατατέθηκε στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση την 30-12-2009, υποβάλλεται για τον κατηγορούμενο από συνήγορο με ειδική πληρεξουσιότητα και στρέφεται κατά της 4377/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ την 22-3-2010. Επομένως, έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (ΚΠοινΔ 465 παρ.1, 473 παρ.1 και 3, 474, 505 παρ.1, 509 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής.
2.
Από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά α) τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, β) τα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα εν λόγω περιστατικά και γ) οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, που για το σκοπό αυτό θεωρείται ότι αποτελούν ενιαίο σύνολο. Κατ' άρθρο 211Α ΚΠοινΔ, όμως, για την καταδίκη του κατηγορουμένου δεν είναι αρκετή μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη. Ακόμη, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν αυτό δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι αποδεικνύονται, στη διάταξη που εφαρμόζει. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον με τον ισχυρισμό αυτό πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, στο άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ ορίζεται ότι "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται... αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Και στο άρθρο 222 ΠΚ ορίζεται ότι "Όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος... ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοσή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών". Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση ως προς τον αναιρεσείοντα, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που είχαν τεθεί υπ' όψη του και που κατ' είδος προσδιορίζονται, δέχθηκε μεταξύ άλλων και τα εξής ουσιώδη: Ότι, κατά μήνα Αύγουστο του έτους 2002, ο μηνυτής ... ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "... ΟΕ", η οποία αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα χρηματοδότησης από τράπεζες, διότι είχε καταχωρηθεί ως αφερέγγυα στο διατραπεζικό, ηλεκτρονικό σύστημα "Τειρεσίας". Ότι ο αναιρεσείων, επωφελούμενος από τη δύσκολη θέση του μηνυτή, παρέστησε σ' αυτόν ότι ο ίδιος είχε τρόπο να μεσολαβήσει και να επιτύχει τη διαγραφή της εν λόγω εταιρίας από το σύστημα "Τειρεσίας", εάν ο μηνυτής δεχόταν να του καταβάλει σε μετρητά το ποσό των 25.000 ευρώ. Ότι η παράσταση αυτή ήταν ψευδής, διότι καμιά σχετική δυνατότητα δεν είχε ο αναιρεσείων, αλλά ο μηνυτής πείσθηκε σ' αυτήν και κατέβαλε στον αναιρεσείοντα το ποσό των 25.000 ευρώ. Ότι ο αναιρεσείων, που ούτε είχε τη δυνατότητα να προβεί ούτε και προέβη σε κάποια ενέργεια για να εξαλείψει τη δυσμενή εικόνα της ως άνω εταιρίας, ωφελήθηκε παρανόμως κατά το ποσό των 25.000 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του μηνυτή, που είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Ότι παράλληλα, ο αναιρεσείων προθυμοποιήθηκε να εφοδιάσει το μηνυτή με μετρητά, παίρνοντας στην κατοχή του επιταγές ευκολίας, τις οποίες διέθετε ο τελευταίος. Ότι προς το σκοπό ατό, ο μηνυτής παρέδωσε τον αναιρεσείοντα τέσσερις επιταγές, προκειμένου να λάβει τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στη συνολική αξία τους (περίπου 48.000 ευρώ), με τη συμφωνία να του επιστραφούν όταν ο ίδιος θα ήταν σε θέση να αποδώσει στον αναιρεσείοντα το ποσό που θα έπαιρνε. Ότι ο αναιρεσείων έλαβε τις επιταγές, αλλά δεν έδωσε τα αντίστοιχα χρήματα στο μηνυτή και όταν ο τελευταίος ζήτησε να πάρει πίσω τις επιταγές, ο αναιρεσείων δεν τις επέστρεψε, αλλά παρέδωσε τη μία εξ αυτών στους συγκατηγορουμένους του (που δεν είναι διάδικοι στην αναιρετική δίκη) και τις υπόλοιπες σε πρόσωπα που δεν αποκαλύφθηκαν. Ότι με τον τρόπο αυτό ο αναιρεσείων είχε σκοπό να βλάψει και πράγματι έβλαψε το μηνυτή, ο οποίος απώλεσε τις επιταγές χωρίς να διευκολυνθεί οικονομικά εξ αυτών. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για απάτη και υπεξαγωγή εγγράφων και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή 2 ετών και 3 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική. Με τα όσα δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την κατά νόμο πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εξέθεσε χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, που στοιχειοθετεί αντικειμενικά και υποκειμενικά τις ως άνω πράξεις και εφάρμοσε σωστά τις ουσιαστικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Και ακόμη, για τις ουσιαστικές παραδοχές του δεν αξιολόγησε κάποια κατάθεση ή απολογία συγκατηγορουμένου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αφού ούτε μεταξύ των εγγράφων που διαβάσθηκαν στο ακροατήριο συγκαταλέγεται τέτοια ούτε ενώπιον του δικαστηρίου απολογήθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι δεν είχαν φυσική παρουσία, διότι εκπροσωπήθηκαν νομίμως από εξουσιοδοτημένο συνήγορο. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες των άρθρων 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος προβάλλονται απαραδέκτως, διότι με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας.
3.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και μετά την παραίτηση του αναιρεσείοντος από τον πρώτο λόγο, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη και ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων (ΚΠοινΔ 583 παρ.1). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-12-2009 αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., περί αναιρέσεως της 4377/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 22α Ιουλίου 2010. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 5η Αυγούστου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή