Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2288 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ποινή συνολική, Πλαστογραφία, Λαθρεμπορία, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για χρήση νοθευμένου εγγράφου και για λαθρεμπορία (ενέργεια κατά τον τελωνισμό οχήματος, που αποσκοπούσε να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο των από αυτό εισπρακτέων φόρων - άρθρο 115 § 1 β Ν. 2960/2001) και απόρριψη λόγου αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Ανάγνωση εγγράφου χωρίς να προβληθεί αντίρρηση και απόρριψη του λόγου αναιρέσεως για σχετική ακυρότητα της διαδικασία στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται να δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο και το συνήγορό του επί της συνολικής ποινής.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2288/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σκαλίμη, περί αναιρέσεως της 67/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 471/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 §1 του ΠΚ, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά δε την §2 του ίδιου άρθρου, με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει του χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι καθιερώνονται δύο αυτοτελή εγκλήματα, δηλαδή ένα της πλαστογραφίας και άλλο της χρήσης πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, ότι η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου όταν τελείται από τον πλαστογράφο παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και καθίσταται επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και ότι αυτοτέλεια της χρήσης υπάρχει, είτε αυτή έγινε από τρίτο είτε από τον πλαστογράφο, όταν όμως για οποιονδήποτε λόγο η πλαστογραφία μένει ατιμώρητη. Η χρήση δε του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από το δράστη της πλαστογραφίας ή άλλον στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν αυτός καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτο και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς και να απαιτείται να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη και στη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποιήθηκε είναι πλαστό ή νοθευμένο και σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου αυτού άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, είναι δηλαδή σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 155 §1β του ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", "λαθρεμπορία είναι και οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ` αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας συνίσταται και στην οποιαδήποτε ενέργεια (πλην των περιπτώσεων των §§1α και 2 του ίδιου νόμου για τις οποίες δεν πρόκειται στην κρινόμενη υπόθεση) που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ` αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα. Τέτοια ενέργεια είναι και η υποβολή, κατά τον τελωνισμό των εισαγομένων εμπορευμάτων, πλαστών στοιχείων. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα που εισάγει είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την παραπάνω έννοια, καθώς και στη θέληση να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο εισαγωγικό δασμό, φόρο, τέλος ή δικαίωμα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 157 §1α του ίδιου νόμου, "η κατά το άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα λαθρεμπορία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Εάν όμως το αντικείμενο της λαθρεμπορίας δεν έχει σημαντική αξία και προορίζεται για ατομική χρήση ή ανάλωση του υπαίτιου, το ελάχιστο όριο της ποινής μειώνεται στο ένα έκτο". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 67/2009 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα χρήσης νοθευμένου εγγράφου και λαθρεμπορίας και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 16 μηνών, την οποία ανέστειλε για 3 έτη. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος προέβη την 16.12.2002 στη ... στον τελωνισμό ενός φορτηγού αυτοκινήτου, μάρκας ... τύπου ... με αριθμό πλαισίου ..., το οποίο είχε αγοράσει ο ίδιος και είχε εισαγάγει από την .... Για τις ανάγκες του τελωνισμού υπέβαλε προς το αρμόδιο Τελωνείο ... την υπ' αριθ. ... ειδική δήλωση, συνοδευόμενη με τον υπ' αριθ. ... τίτλο κυριότητας εκδόσεως από το κράτος προελεύσεως, δηλαδή της .... Ωστόσο αυτός ο τίτλος ήταν νοθευμένος ως προς τα εξής κρίσιμα για την ταυτότητα του αυτοκινήτου στοιχεία του: α] ως προς το μέγιστο μικτό βάρος του οχήματος το οποίο από 3500 kg είχε μεταβληθεί σε 4600 kg, β] ως προς το μέγιστο βάρος του άξονα [1], το οποίο από 1650 kg είχε μεταβληθεί σε 1850 kg και γ] ως προς το μέγιστο βάρος του άξονα [2], το οποίο από 2300 kg, είχε μεταβληθεί σε 2800 kg. Δεν είναι γνωστός εκείνος που διέπραξε τη νόθευση, αν δηλαδή είναι κάποιος εκτελωνιστής, άλλος τρίτος κ.λπ. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος, όταν παρέλαβε το αυτοκίνητο που αγόρασε, καθώς και τον τίτλο κυριότητας που το συνόδευε γνώριζε πολύ καλά περί της νοθεύσεως, διότι η νόθευση έγινε ακριβώς για να εξυπηρετηθούν τα σχέδιά του να επιτύχει έναν εκτελωνισμό με μικρότερο φόρο και συγκεκριμένο μικρότερο τέλος ταξινόμησης. Δηλαδή ο κατηγορούμενος ήταν ο μόνος που ωφελούνταν από τη νόθευση των ανωτέρω στοιχείων του τίτλου. Έτσι λοιπόν όταν εν γνώσει των ανωτέρω προσήγαγε προς εκτελωνισμό το όχημά του και παρέδωσε τον τίτλο κυριότητας στα αρμόδια τελωνειακά όργανα ο τίτλος ήταν νοθευμένος πλην των άλλων στοιχείων και ως προς το μέγιστο μικτό βάρος του οχήματος, το οποίο από 3500 kg είχε μεταβληθεί σε 4.600 kg. Με τη μεθόδευση αυτή ο κατηγορούμενος αποσκοπούσε να πετύχει τον τελωνισμό του οχήματος με χρέωση μειωμένου φόρου και δη τέλους ταξινόμησης. Ο μειωμένος φόρος ανέρχονταν σε ποσοστό 6,5 % επί της τιμολογιακής αξίας του αυτοκινήτου (24.240 HFL ή 11.613 € η τελική φορολογητέα αξία). Ο κανονικός φόρος που θα πλήρωνε, δηλαδή για όχημα μικτού βάρους έως 3500 kg, ανερχόταν σε ποσοστό 33,8 % επί της αξίας αυτής. Αποτέλεσμα της ενέργειάς του ήταν να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από χρηματικό ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ των δύο φόρων. Τελικά πέτυχε το σκοπό του αφού το εν λόγω όχημα φορολογήθηκε με 754,85 Ευρώ (11.613 € Χ 6,5%), αντί να φορολογηθεί με χρηματικό ποσό 3.925,19 Ευρώ (11.613 Χ 33,8%), με αποτέλεσμα το Ελληνικό Δημόσιο να απολέσει τη διαφορά, δηλαδή φόρο ποσού 3.170,34 Ευρώ. Μετά τον τελωνισμό ο κατηγορούμενος μεταβίβασε το ανωτέρω όχημα στον ανύποπτο Ψ, κάτοικο ..., και την 2.6.2003 το εν λόγω αυτοκίνητο έλαβε την πρώτη άδεια κυκλοφορίας με αριθμό .... Η νόθευση διαπιστώθηκε κατά τον ετήσιο τεχνικό έλεγχο του αυτοκινήτου τον Ιανουάριο 2005 και διαπιστώθηκε από την Επιτροπή Επιθεώρησης. Μετά από έρευνα του Τελωνείου ... μέσω της Ιντερπόλ Ολλανδίας, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που παρέσχε και η εταιρία ..., προέκυψε και η νόθευση του τίτλου κυριότητας. Επομένως, ο κατηγορούμενος τέλεσε τα αποδιδόμενα σ' αυτόν αδικήματα της χρήσεως του νοθευμένου τίτλου κυριότητας και λαθρεμπορίας και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών, όπως στο διατακτικό".
Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερόμενα περιστατικά στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 §§1,2 του ΠΚ και155 §1β και157 §1α του ν. 2960/2001, τις οποίες και εφάρμοσε. Ειδικότερα, το Δικαστήριο εκθέτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτός (αναιρεσείων) κατέθεσε στο Τελωνείο ..., κατά τον τελωνισμό του ως άνω φορτηγού αυτοκινήτου, ως δικαιολογητικό τον αναφερόμενο τίτλο κυριότητας ..., γνωρίζοντας ότι ήταν πλαστός (νοθευμένος), αφού ήταν ο μόνος που ωφελείτο από τη νόθευση των στοιχείων του τίτλου, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους του Τελωνείου ως προς το βάρος του οχήματος, γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, και προσδιορίζεται με σαφήνεια ο τρόπος τέλεσης της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας, ήτοι η ενέργεια στην οποία προέβη ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος (κατάθεση του παραπάνω νοθευμένου τίτλου), η οποία αποσκοπούσε να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο των από αυτό εισπρακτέων φόρων από το εισαγόμενο όχημα, καθώς και το ποσό του φόρου που, εξαιτίας της ενέργειας αυτής, απώλεσε το Ελληνικό Δημόσιο. Η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων όταν παρέλαβε το αυτοκίνητο που αγόρασε, καθώς και τον τίτλο κυριότητας που το συνόδευε, γνώριζε πολύ καλά περί της νοθεύσεως, γιατί η νόθευση έγινε ακριβώς για να εξυπηρετηθούν τα σχέδιά του να επιτύχει έναν εκτελωνισμό με μικρότερο φόρο, δηλαδή αυτός ήταν ο μόνος που ωφελείτο από τη νόθευση των ειρημένων στοιχείων του τίτλου, θεμελιώνει γνώση του αναιρεσείοντος ως προς το ότι τελούσε το έγκλημα της λαθρεμπορίας. Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Οι μερικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 170 §2, 173 §1 και 174§1 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η ανάγνωση από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση του Εισαγγελέα εγγράφου που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο ή εγγράφου που αναφέρεται μεν, αλλά που, για κάποιο νόμιμο λόγο, δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί στη δίκη, χωρίς να αμφισβητηθεί η γνησιότητά του και χωρίς να αντιλέξει ο κατηγορούμενος στην ανάγνωσή του, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επιφέρει. Οποιαδήποτε δε σχετική ακυρότητα, εφόσον αναφέρεται σε πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, θα μπορούσε να προταθεί ωσότου εκδοθεί απόφαση στον τελευταίο βαθμό, διαφορετικά καλύπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας ανέγνωσε κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και "έγγραφο από Ιντερπόλ Ολλανδίας προς Ιντερπόλ Αθήνας" ως έγγραφο, χωρίς ουδεμία αντίρρηση να προβάλει ο εκπροσωπών τότε τον αναιρεσείοντα συνήγορός του στην ανάγνωσή του, ούτε να προτείνει οποιαδήποτε ακυρότητα της ανάγνωσης του εγγράφου αυτού μέχρι να εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Εντεύθεν και ο σχετικός δεύτερος, από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Β' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι "οι πληροφορίες είναι μόνο για αστυνομική χρήση" και ότι "για κάθε πληροφορία που χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί από τις δικαστικές αρχές της χώρας σας θα πρέπει να υποβληθεί αίτημα δικαστικής συνδρομής" και, επομένως, αφού δεν έχει ακολουθηθεί η διαδικασία της δικαστικής συνδρομής, το έγγραφο δεν έπρεπε να αναγνωσθεί με αποτέλεσμα να επέλθει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369 παρ.1, 3 και 371 παρ.3 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι, αφού κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, ακολουθεί αμέσως συζήτηση για την ποινή που πρέπει να επιβληθεί, οπότε, με ποινή απόλυτης ακυρότητας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα και τους λοιπούς διαδίκους και τελευταία στον κατηγορούμενο και το συνήγορό του, χωρίς να απαιτείται να δοθεί σ' αυτούς και πάλι ο λόγος επί της τυχόν συνολικής ποινής, αφού μία και μόνον απόφαση περί ποινής εκδίδεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 67/2009 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, μετά την κήρυξη του αναιρεσείοντος ενόχου χρήσης νοθευμένου εγγράφου και λαθρεμπορίας, δόθηκε ο λόγος στην Εισαγγελέα, προκειμένου να προτείνει για τις επιβλητέες ποινές, η οποία πρότεινε να επιβληθεί στον αναιρεσείοντα φυλάκιση οκτώ (8) μηνών για την πρώτη πράξη και δώδεκα (12) μηνών για τη δεύτερη πράξη, καθώς και να επιβληθεί μια συνολική ποινή φυλάκισης (χωρίς να την καθορίζει). Ακολούθως, έλαβε το λόγο ο συνήγορος που εκπροσώπησε στη δίκη τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, ο οποίος ζήτησε "το ελάχιστο της ποινής, επιμέρους και συνολικής". Στη συνέχεια, εκδόθηκε η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα φυλάκιση έξι (6) μηνών για την πρώτη πράξη και δώδεκα (12) μηνών για τη δεύτερη πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαέξι (16) μηνών, χωρίς να δοθεί εκ νέου ο λόγος στην Εισαγγελέα ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής. Εξ αυτού, όμως, δεν προκλήθηκε ακυρότητα, αφού δεν ήταν απαραίτητο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να δοθεί εκ νέου ο λόγος στην Εισαγγελέα επί της συνολικής ποινής. Επομένως, ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ τρίτος λόγος της αιτήσεως, για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω ελλείψεως ακροάσεως (άρθρο 170 §2 ΚΠΔ), επειδή δεν δόθηκε ο λόγος στην Εισαγγελέα επί της επιβλητέας συνολικής ποινής, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί Με τον τέταρτο (τελευταίο) λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο της ουσίας υπερέβη την εξουσία του, γιατί, όπως προκύπτει από το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, του επέβαλε "συνολική ποινή φυλάκισης 16 μηνών, που αποτελείται από τη βαρύτερη ποινή φυλάκισης των 12 ετών που του επιβλήθηκε για τη δεύτερη πράξη...", ενώ η ποινή άνω των 5 ετών για μια πράξη αποτελεί κάθειρξη και όχι φυλάκιση, μπορούν δε να την επιβάλουν μόνο τα ΜΟΔ, τα ΜΟΕ και τα Εφετεία Κακουργημάτων, όχι και τα Εφετεία Πλημμελημάτων. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί, όπως αναφέρθηκε, στον αναιρεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 6 μηνών για την πράξη της χρήσης νοθευμένου εγγράφου και φυλακίσεως 12 μηνών για τη λαθρεμπορία και συνολική ποινή φυλακίσεως (12 + 4 = ) 16 μηνών, η δε αναγραφή στη διάταξη για τον καθορισμό συνολικής ποινής ότι "η συνολική ποινή αποτελείται από τη βαρύτερη ποινή φυλάκισης των δώδεκα (12) ετών ..." αντί του ορθού "μηνών" οφείλεται σε φανερή παραδρομή.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 4 Μαρτίου 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 2353/2009) αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ` αριθ. 67/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Νοεμβρίου 2009.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή