Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Υπεξαίρεση, Αρχαία.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση αιτήσεων. Άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση αρχαίου αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Υπεξαίρεση αντικειμένων κατά το Ν. 5153/1932 (όχι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας). Καταδικαστική απόφαση. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, νόμιμης βάσης και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απόρριψη ισχυρισμών για ελαφρυντικές περιστάσεις. Απόρριψη της αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης λόγω άσκησης από δικηγόρο που παρέστη στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αλλά δεν το αναφέρει στην αίτηση αναίρεσης, ούτε προσκόμισε εγκαίρως πληρεξούσιο για την άσκησή της.
Αριθμός 1358/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1. Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαλέρμπα και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο, περί αναιρέσεως της 2194 και 3739/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ3 και 2. Χ4 και πολιτικώς ενάγον το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Αγγελική Καστανά.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 8 Μαΐου 2009 και 20 Νοεμβρίου 2009 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1722/09.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά της υπ' αριθμ. 2194/2009 και 3739/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, οι καταδικασθέντες συγκατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, άσκησαν τις από 8-5-2009 και 20-11-2009 αιτήσεις αναίρεσης αντίστοιχα, με τις οποίες ζητούν την αναίρεση της ως άνω απόφασης. Οι ανωτέρω κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειες και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό της άσκησης αυτών και στη συνέχεια το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 42 §2 εδάφ. β' και γ', 96 §2, 462, 465 §§1 και 2 εδάφ. α' και 476 §1 του ΚΠΔ προκύπτουν, εκτός άλλων και εξής: α) ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο (όπως είναι και η αναίρεση) που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 §2 του ίδιου Κώδικα (απλή έγγραφη δήλωση του εντολέα και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής αυτού από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο), β) το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του, προσαρτάται στη σχετική έκθεση, γ) το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως που παρέχεται σ' εκείνον που καταδικάσθηκε μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση, στην περίπτωση, όμως, αυτή στη σχετική έκθεση ή δήλωση περί ασκήσεως του ένδικου μέσου πρέπει να αναφέρεται η ιδιότητα αυτή και δ) αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε χωρίς εντολή ή χωρίς να τηρήσει τις ως άνω διατάξεις, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη, από 20 Νοεμβρίου 2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ2 κατά της υπ' αρ. 2194/2009 και 3739/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 23-11-2009 από τον δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο του Χρίστου, με την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος Χ2, χωρίς να προσαρτάται το σχετικό πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του στη δήλωση αναιρέσεως. Έτσι, όμως, η αίτηση αναιρέσεως χωρίς την τήρηση της εν λόγω διατυπώσεως, είναι απαράδεκτη και ως εκ τούτου απορριπτέα για το λόγο αυτό. Η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται εκ του ότι ο ως άνω συνήγορος ήταν ο παραστάς συνήγορος του αναιρεσείοντος κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής διότι η ιδιότητα αυτή έπρεπε να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ώστε να επικαλείται τεκμαιρόμενη πληρεξουσιότητα (ΑΠ 724/2007).
Συνεπώς η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 ΚΠΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν. 5351/1932 "περί αρχαιοτήτων, σαφώς προκύπτει ότι όλα τα αρχαία κινητά και ακίνητα πράγματα που βρίσκονται στον Ελληνικό χώρο (δημόσια ή ιδιωτικά κτήματα, ποταμούς, λίμνες, θάλασσα κλπ) από των αρχαιοτάτων χρόνων και εφεξής είναι ιδιοκτησία του Κράτους. Ως αρχαία λογίζονται όλα ανεξαιρέτως τα έργα αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, γραφικής και οποιασδήποτε καθόλου τέχνης, όπως εξειδικεύονται λεπτομερώς στο άρθρο 2 του νόμου αυτού. Και τα αντικείμενα τα αναγόμενα στους πρώιμους χρόνους του Χριστιανικού και του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, δεν εξαιρούνται των ορισμών του νόμου. Έτσι, ειδικότερα, με τις ως άνω διατάξεις καθορίζεται η έννοια του "αρχαίου" που ανήκει στο Κράτος, αφενός μεν από το είδος αυτού και αφετέρου από τον τύπο της προελεύσεως και την εποχή στην οποίαν χρονολογείται η κατασκευή του, η οποία δυνατόν να ανάγεται από το απώτατο παρελθόν και να εξικνείται μέχρι την περίοδο του μεσαιωνικού Ελληνισμού, που έχει σαν κατάληξη, κατά την κοινώς γνωστή ιστορική οριοθέτηση, την κατά το έτος 1453 επελθούσα άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Και είναι, βέβαια, αλήθεια, ότι με άλλους νόμους όπως οι 401/1914 (άρθρα 4, 5, 6), 2674/1921 (άρθρα 6, 8 και 9), 216/1943 (αρθρ. 14) και 1469/1950 (αρθρ. 1 επ.) και τα, από άλλες μεταγενέστερες εποχές μέχρι του 1830, κατάλοιπα αντικείμενα ή εικόνες, που έχουν πολιτιστική σημασία, σύμφωνα με σχετικό χαρακτηρισμό που γίνεται με πράξη του Υπουργού Παιδείας και ήδη του Υπουργού Πολιτισμού, αποτέλεσαν και αποτελούν αντικείμενο μέριμνας προς τον σκοπό της συντηρήσεως τους ή της ματαιώσεως της εξαγωγής τους στην αλλοδαπή, πλην όμως αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν αρχαία κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 5351/1932 που προαναφέρθηκε, εφόσον έχουν φιλοτεχνηθεί μετά το 1453 (Ολ.ΑΠ 407/1972). Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η, με οποιοδήποτε τρόπο και προς τον σκοπό παρανόμου ιδιοποιήσεως, αφαίρεση των αντικειμένων αυτών από την κατοχή του Δημοσίου, συνιστά κλοπή που τιμωρείται είτε κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 372 του ΠΚ είτε ως διακεκριμένη περίπτωση κλοπής, εάν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής του άρθρου 374 του ίδιου Κώδικα. Οι περί κλοπής διατάξεις, εφόσον αυτή αναφέρεται σε αντικείμενα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του άνω νόμου, δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού, ο οποίος δεν περιέχει αντίθετη ρύθμιση, ούτε αποκλείεται η εφαρμογή αυτών από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ίδιου νόμου οι οποίες, απλώς, επιβάλλουν την υποχρέωση και, σε περίπτωση παραλείψεως, απαγγέλλουν ποινή σε εκείνο που με οποιονδήποτε τρόπο έγινε κάτοχος αρχαίων να προβεί σε δήλωση κατοχής, χωρίς εκ τούτου να έπεται ότι ο κατά τις τελευταίες διατάξεις κάτοχος δεν μπορεί να είναι υποκείμενο της πράξης της κλοπής. Εις επίρρωση τούτων, ο νεότερος Ν. 3028/2002 στη διάταξη του άρθρου 53, έχει πλέον ρητούς ορισμούς για την κλοπή αρχαίων μνημείων. Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 46 εδαφ. α' του ίδιου Ν. 5351/1932, εκείνος ο οποίος χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργείου Παιδείας και χωρίς ειδοποίηση της αρμόδιας αρχαιολογικής αρχής ενεργεί ανασκαφές σε δικό του ή ξένο κτήμα για ανεύρεση αρχαιοτήτων, τιμωρείται με φυλάκιση ενός μηνός έως δύο ετών, κατά δε το άρθρο 49 εδαφ. α' αυτός που με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει αρχαία τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή 500 έως 10.000 δραχμών, σε ιδιαίτερα δε βαριές περιστάσεις με φυλάκιση μέχρι πέντε ετών και χρηματική ποινή 2.000 έως 20.000 δραχμών. Τέλος κατά το άρθρο 374 περ. δ' του ΠΚ, η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως, για τη συνδρομή της άνω επιβαρυντικής περιστάσεως απαιτείται η ένωση δύο ή περισσοτέρων προσώπων με σκοπό τη διάπραξη απροσδιόριστης σειράς κλοπών ή ληστειών, κατ' εξακολούθηση ή όχι, γνώση καθενός από αυτούς ότι είναι ενωμένοι για τον ανωτέρω σκοπό και θέληση για τη διάπραξη κλοπών ή ληστειών. Ακόμη, κατά το άρθρο 98 §1 του ΠΚ αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 §1 του ίδιου Κώδικα, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και καθεμία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης. Για την στοιχειοθέτηση περαιτέρω της άμεσης συνέργειας, απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 46 §1 εδ.β' ΠΚ, δόλος, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό, εν γνώσει του ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως και παροχή της συνδρομής αυτής και την εκτέλεση της πράξεως, συνδεομένης προς αυτή κατά τρόπο ώστε χωρίς τη βοήθεια του αμέσου συνεργού, δεν θα ήταν δυνατή η διάπραξη με βεβαιότητα του εγκλήματος με τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί.
Έλλειψη της από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ1 αυτά κατ' επιλογή όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Η κατά τα άνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι και εκείνοι που ορισμένως και σαφώς προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητος καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, εφόσον παραδεκτά προβάλλεται, με τη κατάθεση και προφορική ανάπτυξη αυτού (Ολ.ΑΠ 2/2005), διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος μνημονευόμενων αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Μετά από πληροφορίες που περιήλθαν στο Τμήμα Διώξεως Αρχαιοκαπηλίας της ΕΛ.ΑΣ. ότι ο γνωστός στις αρχές αυτές από προηγούμενη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας κατηγορούμενος Χ3, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα καφετέριας στην πλατεία ..., θα μεσολαβούσε για να πωληθεί από τον κατηγορούμενο Χ2 ένα αρχαίο χρυσό στεφάνι που κατείχε ο τελευταίος, αστυνομικά όργανα από του τέλους του μηνός Ιανουαρίου 2002, έθεσαν τον κατηγορούμενο Χ3 και όσους ύποπτους συναντούσε υπό παρακολούθηση επί μία περίπου εβδομάδα, κατά τη διάρκεια της οποίας διαπίστωσαν ότι ο κατηγορούμενος αυτός είχε επανειλημμένες συναντήσεις και συνομιλίες στο ανωτέρω κατάστημα του με τους συγκατηγορουμένους του Χ2 και Χ4, ότι στη συνέχεια αυτός έφευγε από το κατάστημα της καφετέριας και πήγαινε στην πλατεία ... στο ..., όπου συναντούσε σε καφενείο και συνομιλούσε με τον κατηγορούμενο Χ5, ο οποίος μετά τις επαφές του αυτές πήγαινε σε κατάστημα Προ-Πο απέναντι από τα Δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων, όπου συναντούσε και συνομιλούσε με τον κατηγορούμενο Χ1. Κατόπιν των διαπιστώσεων αυτών, τα αστυνομικά όργανα που βεβαιώθηκαν ότι η πληροφορία που είχαν ήταν αληθής, εμφανίστηκαν μαζί με ένα συνεργάτη τους στον κατηγορούμενο Χ1 χωρίς να αποκαλύψουν την ιδιότητά τους και προσποιήθηκαν ότι ενδιαφέρονται για να αγοράσουν το αρχαίο χρυσό στεφάνι που ήταν προς πώληση. Ο Χ1 ενημέρωσε τον Χ5 και αυτός δια του Χ4 τους Χ3 και Χ2, ότι βρέθηκε αγοραστής για το αρχαίο στεφάνι και ακολούθως ορίστηκε η συνάντηση του Χ1 και των υποψήφιων αγοραστών με τους πωλητές του αρχαίου στεφανιού τις πρωινές ώρες της 7-2-2002 στην καφετέρια "..." στην πλατεία ..., προκειμένου οι υποψήφιοι αγοραστές να δουν το αρχαίο χρυσό στεφάνι και να διαπραγματευθούν την αγοραπωλησία του. Πράγματι, το πρωί της εν λόγω ημέρας, ο κατηγορούμενος Χ2, οδηγώντας την υπ' αριθμ. ... μοτοσυκλέττα του και έχοντας μαζί του το αρχαίο χρυσό στεφάνι παρέλαβε από την καφετέρια του τον Χ3 και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία ... . Κατά την πορεία τους αυτή ο κατηγορούμενος Χ4 είχε τηλεφωνική συνομιλία με χρήση κινητών τηλεφώνων με τον Χ3 και όρισαν ως τόπο συναντήσεως το χώρο έξω από το κατάστημα "...", επίσης στην πλατεία ..., προκειμένου να του παραδώσουν το αρχαίο στεφάνι για να το επιδείξει στους υποψήφιους αγοραστές και να διαπραγματευθεί με αυτούς την πώληση του. Περί ώρα 10:30 ο Χ1 με τους δήθεν αγοραστές, δηλαδή τον μάρτυρα αστυφύλακα ΒΒ και τον συνεργάτη της αστυνομίας, πήγαν στην καφετέρια "...", όπου προσήλθε συνοδευόμενος από τον Χ5 και ο Χ4, ο οποίος δήλωσε προς τους ως άνω υποψήφιους αγοραστές ότι το τίμημα της πωλήσεως του αρχαίου χρυσού στεφανιού ανέρχεται σε 150.000.000 δραχμές και ότι αυτό το φέρνουν οι πωλητές που έρχονται με μοτοσυκλέττα και στη συνέχεια έφυγε από την καφετηρία "...", συνοδευόμενος και πάλι από τον Χ5, για να πάει να φέρει το αρχαίο στεφάνι στους δήθεν αγοραστές. Όταν οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι βγήκαν από την καφετέρια "...", ο μεν Χ5 παρέμεινε έξω απ' αυτήν, ο δε Χ4 έφυγε και πήγε έξω από το κατάστημα "..." της πλατείας ..., όπου τον περίμεναν με τη μοτοσυκλέττα οι συγκατηγορούμενοί του Χ3 και Χ2 και ο δεύτερος άνοιξε την μπαγαζιέρα της μοτοσυκλέττας και έβγαλε απ' αυτή και του παρέδωσε το αρχαίο στεφάνι, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε μπλε χάρτινη κασετίνα μέσα σε μία νάιλον σακκούλα, για να το επιδείξει στους ως άνω υποψήφιους αγοραστές και να διαπραγματευθεί την πώληση του για λογαριασμό του. Ο Χ4 παρέλαβε το αρχαίο στεφάνι και κατευθύνθηκε προς την καφετέρια "...", πριν όμως φθάσει στην καφετέρια "..." και ενώ βρισκόταν καθ' οδόν προς αυτή, επενέβησαν άλλα αστυνομικά όργανα που τον παρακολουθούσαν και τον συνέλαβαν και κατάσχεσαν στα χέρια του το αρχαίο στεφάνι, τα αστυνομικά δε όργανα που παρακολουθούσαν του κατηγορουμένους συνέλαβαν έξω από το κατάστημα "..." και τους κατηγορουμένους Χ3 και Χ2 και έξω από το κατάστημα "..." τον κατηγορούμενο Χ5, ενώ ειδοποιήθηκε και ο μάρτυρας αστυνομικός ΒΒ που βρισκόταν εντός της καφετέριας "..." και συνέλαβε και τον κατηγορούμενο Χ1, ο οποίος, ενόσω βρισκόταν μαζί με τον ως άνω μάρτυρα αστυνομικό εντός της καφετέριας "..." και περίμεναν να έρθει το αρχαίο στεφάνι, άνοιξε ένα "σακ βουαγιάζ" που έφερε μαζί του και επέδειξε στον φερόμενο ως αγοραστή μάρτυρα αστυνομικό και άλλα αρχαία αντικείμενα και τον ρώτησε αν ενδιαφέρεται για να τα αγοράσει και αυτά και μετά τη σύλληψή του, βρέθηκαν στο "σακ βουαγιάζ" που κατείχε και κατασχέθηκαν τα εξής αντικείμενα: 1) Χάλκινο σπειρωτό βραχιόλι, αξίας 4.402 ευρώ, 2) χάλκινος αναθηματικός τροχός, αξίας 1.467 ευρώ, 3) δύο χάλκινοι σφηκωτήρες, αξίας 2.347 ευρώ, 4) χάλκινος σωληνίσκος, αξίας 586 ευρώ, 5) κεφαλή χάλκινης περόνης, αξίας 440 ευρώ, 6) χάλκινη περόνη, αξίας 440 ευρώ 7) πώμα μικρού αμφορέα - περιάπτου, αξίας 146 ευρώ, 8) πέντε χάλκινα δακτυλίδια, αξίας 586 ευρώ, 9) χάλκινο αναθηματικό κάτοπτρο, αξίας 880 ευρώ, 10) απότμημα χάλκινο έλασμα, αξίας 14 ευρώ 11) μελαμβαφής οινοχόη, αξίας 1.760 ευρώ, 12) μελαμβαφής κώθωνας, αξίας 1.467 ευρώ, 13) ενσφράγιστη αγνύθα, αξίας 293 ευρώ, 14) μαρμάρινο κεφάλι κριού, αξίας 586 ευρώ, 15) κορινθιακός αρύβαλλος (πάνθηρας), αξίας 1.027 ευρώ, 16) κορινθιακός αρύβαλλος (φτερωτό άλογο), αξίας 1.467 ευρώ, 17) πήλινο ειδώλιο νέου, αξίας 586 ευρώ και 18) άλλο πήλινο ειδώλιο νέου, αξίας 880 ευρώ. Όπως βεβαιώνεται με το αναγνωσθέν από 4-3-2002 πρακτικό εκτιμήσεως κατασχεθέντων αρχαίων της νομίμως ορισθείσας προς τούτο Επιτροπής, το ως άνω χρυσό στεφάνι που προοριζόταν προς πώληση, το οποίο αποτελείτο από χοινικίδα (κυλινδρικό στέλεχος), που κατά τους μάρτυρες αρχαιολόγους ΓΓ και ΔΔ δεν ήταν αρχαία αλλά κατασκευασμένη και από φύλλα και καρπούς δρυός, που ήταν κατά τους ως άνω μάρτυρες αρχαιολόγους μετά βεβαιότητας αρχαία φύλλα και καρποί δρυός από αρχαίο στεφάνι και η κατασκευή τους ανάγεται στους υστεροελληνιστικούς χρόνους, δηλαδή στον 3° με 2° π.χ. αιώνα και ο τόπος προελεύσεως τους μπορεί να είναι οποιοδήποτε μέρος του αρχαίου Ελληνικού χώρου, δεδομένου ότι τέτοια χρυσά στεφάνια συνόδευαν τους νεκρούς σε όλο τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, εμπίπτει ως αντικείμενο στην κατά το άρθρο 2 του Κ.Ν. 5351/1932 έννοια του "αρχαίου" κινητού πράγματος και ανήκει ως εκ τούτου στο Ελληνικό Δημόσιο. Η εμπορική του αξία λαμβάνοντας υπόψη την αρχαιολογική του αξία, την κατάσταση διατηρήσεως και τις τρέχουσες τιμές αναλόγων έργων στην εγχώρια και ξένη αγορά, ανέρχεται σε 19.999.980 δραχμές, δηλαδή σε 58.694 ευρώ. Το αρχαίο αυτό αντικείμενο είχε περιέλθει στην κατοχή του κατηγορουμένου Χ2 με άγνωστο τρόπο τα μέσα Ιανουαρίου του έτους 2002 που προσπαθούσε μέσω των συγκατηγορούμενών του να βρει αγοραστή για να το πωλήσει και γνωρίζοντας ότι πρόκειται περί "αρχαίου" αντικειμένου που ανήκει στο Δημόσιο, το κράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα, αντί να το δηλώσει ως αρχαίο και να το παραδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο. Ο ισχυρισμός του ως άνω κατηγορουμένου ότι του είχε δώσει το αρχαίο χρυσό στεφάνι ο μάρτυρας ΕΕ από το έτος 1991 για να του εξοφλήσει ενοίκια που του χρωστούσε κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, αφού ο ίδιος ο μάρτυρας ΕΕ κατέθεσε ότι μίσθωνε διαμέρισμα από τον ΑΑ, αδελφό του κατηγορουμένου Χ2 και ότι όταν έφυγε από το μίσθιο δεν χρωστούσε κανένα μίσθωμα. Άλλωστε, η κατάθεση του μάρτυρα ΕΕ ότι αυτός έδωσε το αρχαίο στεφάνι στον ΑΑ κατά το έτος 1991, ενόψει του ότι ο μάρτυρας αυτός άλλα είχε καταθέσει προανακριτικά, κρίνεται αναξιόπιστη και δεν πείθει το Δικαστήριο. Την ιδιότητα του χρυσού στεφανιού ως "αρχαίου" που ανήκε στο Δημόσιο καθώς επίσης και ότι το είχε ιδιοποιηθεί παράνομα και προσπαθούσε να βρει αγοραστή για να το πωλήσει ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2 το γνώριζαν και όλοι οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, από τους οποίους μάλιστα ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ3 και τρίτος κατηγορούμενος Χ4, το είχαν δεχθεί και στην κατοχή τους από τον Χ2 με την εντολή του να το επιδείξουν στους υποψήφιους αγοραστές, ο πρώτος στο κατάστημα της καφετέριάς του στο ..., όπου το υπέδειξε σε άγνωστους υποψήφιους αγοραστές και το φωτογράφησε και ο δεύτερος στο Σύνταγμα για να το μεταφέρει στο "..." και να το επιδείξει κατά τα ανωτέρω στους φερόμενους αγοραστές, ενώ ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ1 διαμεσολάβησε προς εξεύρεση αγοραστή για το αρχαίο χρυσό στεφάνι και έφερε σε επαφή τα αστυνομικά όργανα, που εμφανίστηκαν σ' αυτόν ως υποψήφιοι αγοραστές, με τους ως άνω συγκατηγορούμενούς του, που παρουσιάστηκαν ως πωλητές του αρχαίου χρυσού στεφανιού. Εξάλλου, όπως βεβαιώνεται με το προαναφερθέν από 4-3-2002 πρακτικό εκτιμήσεως κατασχεθέντων αρχαίων της νομίμως ορισθείσας προς τούτο Επιτροπής που αναγνώστηκε, τα ως άνω 18 αντικείμενα που βρέθηκαν εντός "σακ βουαγιάζ" στην κατοχή του πέμπτου κατηγορούμενου Χ1, αποτελούσαν αρχαία κινητά πράγματα έργα τέχνης, με τόπο προελεύσεως και χρόνο κατασκευής των μεν χάλκινων το βορειοελλαδικό χώρο από του 8ου π.χ. αιώνα μέχρι των αρχών και μέσων των ελληνιστικών χρόνων, των δε πήλινων την περιοχή της ... και της ... κατά τους αχαϊκούς και κλασικούς χρόνους και γι' αυτό εμπίπτουν ως αντικείμενα στην κατά το άρθρο 2 του Κ.Ν. 5351/1932 έννοια των "αρχαίων" κινητών πραγμάτων και ανήκουν ως εκ τούτου στο Ελληνικό Δημόσιο. Η εμπορική τους αξία λαμβάνοντας υπόψη την αρχαιολογική τους αξία, την κατάσταση διατηρήσεως και τις τρέχουσες τιμές αναλόγων έργων στην εγχώρια και ξένη αγορά, ανέρχεται συνολικά σε 18.934 ευρώ, δηλαδή σε 6.451.760 δραχμές. Τα αρχαία αυτά αντικείμενα είχαν περιέλθει στην κατοχή του κατηγορουμένου Χ1 με άγνωστο τρόπο στις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2002, λίγο πριν προσπαθήσει να τα πωλήσει στους υποψήφιους αγοραστές του αρχαίου χρυσού στεφανίου και γνωρίζοντας ότι πρόκειται περί "αρχαίων" αντικειμένων που ανήκουν στο Δημόσιο, τα κράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, αντί να τα δηλώσει ως αρχαία και να τα παραδώσει στο Ελληνικό Δημόσιο. Ο ισχυρισμός του πέμπτου κατηγορουμένου Χ1 ότι το "σακ βουαγιάζ" με τα ως άνω αρχαία αντικείμενα δεν το κατείχε αυτός αλλά το έβαλαν οι αστυνομικοί για να τον ενοχοποιήσουν κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος και τούτο διότι ο ίδιος υπέγραψε στην αναγνωσθείσα από 7-2-2002 έκθεση σωματικής έρευνας και κατασχέσεως ότι το "σακ βουαγιάζ" με τα ως άνω αρχαία αντικείμενα βρέθηκε στην κατοχή του και κατασχέθηκε, παραδέχθηκε δε ότι υπέγραψε την ως άνω έκθεση σωματικής έρευνας και κατασχέσεως και όταν ρωτήθηκε σχετικά στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υποθέσεως. Κατ' ακολουθία, αφού ο ως άνω ισχυρισμός του πέμπτου κατηγορουμένου Χ1 κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, το αίτημα του να διαταχθεί η προσέλευση ως μαρτύρων του Αστυνόμου της ΓΑΔΑ ΣΤ και του Ταξίαρχου της Αστυνομίας ΖΖ, για τους οποίους ισχυρίζεται ότι αυτοί εξήφαναν την σκευωρία σε βάρος του με τα αρχαία αντικείμενα που βρέθηκαν στο "σακ βουαγιάζ", πρέπει να απορριφθεί ως παρελκυστικό της δίκης, αφενός μεν διότι ο Αστυνόμος ΣΤ έχει ήδη αποβιώσει (βλ. την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού ΒΒ στα πρακτικά), αφετέρου δε διότι ήδη με τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία κρίνεται αβάσιμος ο ως άνω υπερασπιστικός ισχυρισμός του πέμπτου κατηγορουμένου περί πλεκτάνης και σκευωρίας σε βάρος του από μέρους των ως άνω αστυνομικών και δεν χρειάζεται να προσέλθει ο Ταξίαρχος ΖΖ για να καταθέσει ως μάρτυρας. Έτσι, ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ... . Και 4) Ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ1, ενεργώντας με πρόθεση, στην ... και στις 7-2-2002, συνήργησε σε μεταβίβαση πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που προήλθε από αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και κατά τον ανωτέρω χρόνο, μετά από πρόταση των συγκατηγορουμένου του Χ4, δέχθηκε και διαμεσολάβησε προς εξεύρεση αγοραστή του προαναφερθέντος αρχαίου αντικειμένου, δηλαδή του χρυσού στεφανιού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας 19.999.980 δραχμών ή 58.693 ευρώ, το οποίο αυτός προόριζε προς πώληση για λογαριασμό του συγκατηγορουμένου του Χ2 και έφερε σε επαφή τον ως άνω συγκατηγορούμενό του Χ4 με τους εμφανισθέντες ως υποψήφιους αγοραστές αστυνομικούς, οι οποίοι ήταν άγνωστοι μεταξύ τους και συναντήθηκαν προς το σκοπό της πωλήσεως του ανωτέρω αρχαίου χρυσού στεφανιού στην πλατεία ..., όπου έκαναν τις σχετικές διαπραγματεύσεις, ενώ γνώριζε ότι το εν λόγω χρυσό στεφάνι ήταν "αρχαίο" κατά την έννοια του νόμου και ως εκ τούτου ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο και ότι το είχε υπεξαιρέσει ο πωλητής του. Επίσης, ο ίδιος κατηγορούμενος, στην ... και στις αρχές του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2002, ενεργώντας με πρόθεση, ιδιοποιήθηκε εξακολουθητικώς τα προαναφερθέντα δεκαοκτώ (18) αρχαία αντικείμενα, τα οποία είναι σπάνια, μοναδικά και αρχαιολογικής και εμπορικής αξίας που είναι ιδιαίτερα μεγάλη και που ανέρχεται συνολικά σε 6.451.760 δραχμές ή 18.934 ευρώ και τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο και κατά τον ανωτέρω χρόνο περιήλθαν αδικαιολόγητα στην κατοχή του τα προαναφερθέντα δεκαοκτώ (18) αρχαία αντικείμενα, τα οποία ιδιοποιήθηκε έχοντας σκοπό να τα πωλήσει σε τρίτους. Επομένως, ο πέμπτος κατηγορούμενος Χ1 πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των ως άνω αξιόποινων πράξεων. Όμως, ο τελευταίος αυτός κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της κατοχής των ως άνω δεκαοκτώ (18) αρχαίων αντικειμένων για την οποία κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε πρωτόδικα διότι η κατοχή αυτή απορροφάται από την υπεξαίρεση των αρχαίων αντικειμένων, αφού η κατοχή τους αποτελεί προτέρα αναγκαία πράξη προς τέλεση της υπεξαίρεσής τους ...". Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Χ1 του ότι: "Α) Στην ... και στις 7-2-2002 ενεργώντας με πρόθεση συνήργησε σε μεταβίβαση πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που προήλθε από αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο και κατά τον ανωτέρω χρόνο, μετά από πρόταση του συγκατηγορουμένου του Χ4, δέχθηκε και διαμεσολάβησε προς εξεύρεση αγοραστή αρχαίου αντικειμένου, δηλαδή ενός χρυσού στεφανιού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας 19.999.980 δραχμών ή 58.693 ευρώ, το οποίο αυτός προόριζε προς πώληση για λογαριασμό του συγκατηγορουμένου του Χ2 και έφερε σε επαφή τον ως άνω συγκατηγορούμενό του Χ4με τους εμφανισθέντες ως υποψήφιους αγοραστές αστυνομικούς, οι οποίοι ήταν άγνωστοι μεταξύ τους και συναντήθηκαν προς το σκοπό της πωλήσεως του ανωτέρω αρχαίου χρυσού στεφανιού στην πλατεία ..., όπου έκαναν τις σχετικές διαπραγματεύσεις, ενώ γνώριζε ότι το εν λόγω χρυσό στεφάνι ήταν "αρχαίο" κατά την έννοια του νόμου και ως εκ τούτου ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο και ότι το είχε υπεξαιρέσει ο πωλητής του.- Και Β) Στην ... και στις αρχές του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2002, ενεργώντας με πρόθεση, ιδιοποιήθηκε εξακολουθητικώς δεκαοκτώ (18) αρχαία αντικείμενα, τα οποία είναι σπάνια μοναδικά και αρχαιολογικής και εμπορικής αξίας που είναι ιδιαίτερα μεγάλη και που ανέρχεται συνολικά σε 6.451.760 δραχμές ή 18.934 ευρώ και τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο και κατά τον ανωτέρω χρόνο περιήλθαν αδικαιολόγητα στην κατοχή του δεκαοκτώ (18) αρχαία αντικείμενα και ειδικότερα τα εξής: 1) Χάλκινο σπειρωτό βραχιόλι, αξίας 4.402 ευρώ, 2) χάλκινος αναθηματικός τροχός, αξίας 1.467 ευρώ, 3) δύο χάλκινοι σφηκωτήρες, αξίας 2.347 ευρώ, 4) χάλκινος σωληνίσκος, αξίας 586 ευρώ, 5) κεφαλή χάλκινης περόνης, αξίας 440 ευρώ, 6) χάλκινη περόνη, αξίας 440 ευρώ 7) πώμα μικρού αμφορέα - περιάπτου, αξίας 146 ευρώ, 8) πέντε χάλκινα δακτυλίδια, αξίας 586 ευρώ, 9) χάλκινο αναθηματικό κάτοπτρο, αξίας 880 ευρώ, 10) απότμημα χάλκινο έλασμα, αξίας 14 ευρώ 11) μελαμβαφής οινοχόη, αξίας 1.760 ευρώ, 12) μελαμβαφής κώθωνας, αξίας 1.467 ευρώ, 13) ενσφράγιστη αγνύθα, αξίας 293 ευρώ, 14) μαρμάρινο κεφάλι κριού, αξίας 586 ευρώ, 15) κορινθιακός αρύβαλλος (πάνθηρας), αξίας 1.027 ευρώ, 16) κορινθιακός αρύβαλλος (φτερωτό άλογο), αξίας 1.467 ευρώ, 17) πήλινο ειδώλιο νέου, αξίας 586 ευρώ και 18) άλλο πήλινο ειδώλιο νέου, αξίας 880 ευρώ, τα οποία ιδιοποιήθηκε έχοντας σκοπό να τα πωλήσει σε τρίτους", και του επέβαλε με την παραδοχή ότι συντρέχει στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 §2ε του ΠΚ συνολική ποινή φυλάκισης δέκα οκτώ (18) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή, προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας, κατά το μέρος που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα και του επέβαλε την ως άνω ποινή, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 §1, 26 §1α, 27, 46 §1β, 84 §2ε, 94 §1 και 375 §1α του ΠΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 5351/1932 (ενόψει τέλεσης των εγκλημάτων το Φεβρουάριο του 2002), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες ων παρόντων κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε, εκτός των άλλων, στην καταδικαστική του κρίση για τον αναιρεσείοντα, ενώ δεν υπήρχε ανάγκη, κατά νόμο, να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ως προς την παραδοχή από το Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων που καταδικάσθηκε τόσο της άμεσης συνέργειάς του στην υπεξαίρεση του αρχαίου χρυσού στεφανιού όσο και της υπεξαίρεσης από τον ίδιο των 18 αρχαίων αντικειμένων, με ειδικότερη αναφορά περί χρησιμοποιήσεώς του δήθεν από την αστυνομία (Ταξίαρχο ΖΖ), πλήττουσες την αναιρετικώς ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Ακόμη με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβασίμους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί της συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου του, της ωθήσεως της πράξεώς του από μη ταπεινά αίτια και της ειλικρινούς μεταμέλειάς του (άρθρο 84 §2α, β και δ του ΠΚ), καθόσον ουδόλως αποδείχθηκαν τα απαιτούμενα κατά το νόμο περιστατικά για ουσιαστική ευδοκίμηση των λόγων ισχυρισμού (βλ. σελ. 66 της προσβαλλόμενης απόφασης). Επομένως, οι από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Χ1, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (τόσο ως προς την καταδίκη του όσο και ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του περί ελαφρυντικών περιστάσεων), για έλλειψη νόμιμης βάσης και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης παραδεκτός για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Χ1 και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 του ΚΠΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν αμφότεροι οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ. και 22 3693/1957).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 8 Μαΐου 2009 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., με την από 20 Νοεμβρίου 2009 αίτηση του Χ2, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2194/2009 και 3739/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Απορρίπτει αυτές, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την πρώτη αυτών και ως απαράδεκτη τη δεύτερη αυτών. και
Καταδικάζει καθένα των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, εκ τριακοσίων (300) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ