Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 66 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ανθρωποκτονία από πρόθεση.




Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος για ανθρωποκτονία με πρόθεση (ΠΚ άρθρ. 299 παρ. 1). Επίσης το Δικαστήριο της ουσίας αιτιολογημένα απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς: α) περί της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος καταστάσεως βρασμού ψυχικής ορμής (ΠΚ άρθρ. 299 παρ. 2) και β) περί ελαττωμένης ικανότητάς του προς καταλογισμό (άρθρ. 36 σε συνδ. με άρθρο 34 ΠΚ). Τέλος, το Δικαστήριο, που απέρριψε κατ’ ουσίαν τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ΄ ΠΚ, διέλαβε περί αυτού, πλεοναστικώς (ενόψει της αοριστίας του), ειδική αιτιολογία. Απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως.




Αριθμός 66/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ..... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές Αλικαρνασσού Κρήτης, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαριάννα Παπαδάκη, για αναίρεση της 268-271/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 30/2007.

Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 33 παρ. 1 Ν. 2172/1993, με το οποίο καταργήθηκε η ποινή του θανάτου, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής, με θετική ενέργεια ή με παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του πιο πάνω άρθρου του ΠΚ, προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την έννοια της διατάξεως απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή την επιβολή πρόσκαιρης αντί της ισόβιας καθείρξεως. Για την ύπαρξη του στοιχείου του βρασμού ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα της σταθμίσεως των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν από αυτήν, χωρίς να φθάνει μέχρι του σημείου ώστε να προκαλεί διατάραξη της συνειδήσεως, η οποία επιφέρει στέρηση της ικανότητας ή μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κατά τα άρθρα 34 και 36 του Π.Κ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 34 του Π.Κ. η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών λειτουργιών ή διαταράξεως της συνειδήσεως, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, κατά δε το άρθρο 36 παρ.1 του αυτού Κώδικα, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που) απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, υπό τον όρο νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνειδήσεως περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις, οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτής ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, δηλαδή να ενεργήσει λογικά, τότε η πράξη στην μεν πρώτη περίπτωση δεν καταλογίζεται στον πράξαντα, στη δε δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιόποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για τέλεση της πράξεως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε βρασμό ψυχικής ορμής ή για ανυπαρξία καταλογισμού ή ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό ή για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 268-271/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η .... (θύμα και θεία του κατηγορουμένου) κατοικούσε στη ζωή σε διώροφη οικία στην ...., την οποία, και όχι μόνον, είχε αποκτήσει από κληρονομιά του αποβιώσαντος το 1962 πατέρα της .... και δυνάμει της τελευταίας ισχύουσας .... δημόσιας διαθήκης του, νόμιμα δημοσιευθείσας. Δωμάτιο της εν λόγω οικίας είχε παραχωρήσει αυτή κατά χρήση στον αδελφό της και πατέρα του κατηγορουμένου, ...., μετά την αποφυλάκιση του για τη δολοφονία του πατέρα τους .... Τα δύο αδέλφια πολλές φορές φιλονικούσαν, εξ αιτίας αξιώσεων του αδελφού ..... στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα τους, ο οποίος (πατέρας τους) είχε αφήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στην κόρη του και θύμα ..... Η τελευταία δεν είχε δημιουργήσει οικογένεια (ήταν άγαμη), ενώ λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων της είχε νοσηλευτεί σε διάφορες ψυχιατρικές κλινικές, τελευταίως δε στην ψυχιατρική κλινική του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Σερρών από 1-3-01 έως 16-6-01, ότε εξελθούσα από αυτή επέστρεψε στην ως άνω οικία της, διαμένουσα έκτοτε μόνη, αφού ο αδελφός της είχε ήδη αποβιώσει κατά μήνα Μάιο του έτους 2001. Κατά το χρονικό διάστημα από της ως άνω εξόδου της από την ψυχιατρική κλινική (16-6-01) και μέχρι της ημεροχρονολογίας της δολοφονίας της (6-7-01) ο κατηγορούμενος για ανύπαρκτα κληρονομικά δικαιώματα του πατέρα του (στο σπίτι και στην λοιπή περιουσία) φιλονικούσε με αυτήν, γεγονός το οποίο ήταν γνωστό στους συγγενείς και γειτόνους. Την 6-7-01 και ώρα 17,00 περίπου, ο κατηγορούμενος, αναχωρώντας από καφενείο της περιοχής, όπου κατανάλωσε οινοπνευματώδη ποτά (μπύρες-ούζο), και έχων λάβει την απόφαση να σκοτώσει την θεία του, πιστεύοντας ότι έτσι θα λάβει την κληρονομιαία περιουσία της, και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, επισκέφθηκε αυτή στην οικία της, όπου την βρήκε να κάθεται στην βεράντα αυτής. Άρχισε να φιλονικεί πάλι μαζί της για το ίδιο θέμα και σε κάποια στιγμή της κατάφερε βίαια κτυπήματα στο κεφάλι, ίσως όχι μόνον με τα χέρια του, αλλά κτυπώντας το κεφάλι της και στο δάπεδο (όπως προκύπτει από το είδος των κακώσεων} προκαλώντας σ' αυτή κακώσεις της κεφαλής, του προσώπου και της μύτης, αλλά και συμπιεστικό κάταγμα των Α6-Α7 σπονδύλων, κάταγμα του θυρεοειδούς χόνδρου, κάταγμα του υοειδούς οστού, όπως οι κακώσεις αυτές περιγράφονται στην αναγνωσθείσα .... ιατροδικαστική έκθεση. Στο σημείο μάλιστα εκείνο της βεράντας, όπου κακοποιήθηκε το θύμα (στην άκρη αυτής και σε απόσταση 2,50 μέτρων από το σημείο απόληξης της τσιμεντένιας κλίμακας) βρέθηκε τεμάχιο τεχνητής οδοντοστοιχίας αυτής και ένα τεχνητό δόντι της (βλ. αναγνωσθείσα ως άνω έκθεση αυτοψίας και επισκόπηση σχεδιαγράμματος). Ακολούθως, ο κατηγορούμενος αποφράσσοντας τις εξωτερικές αεροφόρους οδούς του θύματος (το μεν στόμα τοποθετώντας στη στοματική κοιλότητα τεμάχια υφάσματος, τα οποία βρέθηκαν εκεί από τον μάρτυρα-γιατρό ...., Δ/ντή του Κέντρου Υγείας ..... τη δε μύτη προδήλως με το ένα χέρι του), αλλά και σφίγγοντας με το άλλο χέρι το λαιμό της, επέφερε το θάνατο αυτής από ασφυξία και στραγγαλισμό, όπως τούτο διαπιστώνεται στην προαναφερθείσα και αναγνωσθείσα ιατροδικαστική έκθεση, κατά την οποία "ο θάνατός της είναι ασφυκτικός με ευρήματα απόφραξης των εξωτερικών αεροφόρων οδών και στραγγαλισμός δια χειρός". Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, αφού μετέφερε-έσυρε το πτώμα εντός του δωματίου, όπου το θύμα διέμενε εν ζωή, το έθεσε στο υπάρχον κρεβάτι, όπου και ανευρέθη, το κάλυψε με κλινοσκεπάσματα, ο ίδιος δε, αφού κλείδωσε την πόρτα του δωματίου, παίρνοντας μαζί του το κλειδί, μετέβη στην ευρισκόμενη σε μικρή απόσταση οικία του, που διέμενε με την μητέρα του, και κατακλίθηκε. Την σκηνή της βιαιοπραγίας σε βάρος του θύματος την αντελήφθη η γειτόνισσα ....., που εξετάστηκε κατά τα άνω ως μάρτυρας, η οποία ειδοποίησε τον αδελφό του θύματος..... και τη σύζυγο του ...., οι οποίοι όταν προσέτρεξαν στην οικία του θύματος και διαπίστωσαν ότι το δωμάτιο στο οποίο έμενε ήταν κλειδωμένο και το θύμα δεν απαντούσε στις προσφωνήσεις τους, ειδοποίησαν το αστυνομικό τμήμα ..... άνδρες του οποίου, μεταξύ των οποίων και ο κατά τα άνω εξετασθείς μάρτυρας-αστυνομικός ...., παραβιάζοντας την κλειδωμένη πόρτα, ανεύραν το πτώμα στο κρεβάτι καλυμμένο με τα κλινοσκεπάσματα. Περί ώρα 22.00 περίπου της ίδιας ημέρας (6-7-01) ο κατηγορούμενος αναζητηθείς από την αστυνομία ως ύποπτος του εγκλήματος αυτού-από τις διηγήσεις της μάρτυρος ..... για τις βιαιοπραγίες του σε βάρος του θύματος-στην οικία του, συνελήφθη, αφού προηγουμένως ομολόγησε την εν λόγω πράξη του, προτείνοντας μάλιστα τα χέρια του στους αστυνομικούς για να του περάσουν τις χειροπέδες, ενώ τους υπέδειξε και το σημείο (κομοδίνο) που είχε τοποθετήσει το κλειδί της πόρτας του δωματίου του θύματος. Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του κατηγορουμένου, καθώς και το ότι αυτός προέβη στην τέλεση της πιο πάνω αναφερόμενης πράξεως του, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας-υπεράσπισης (σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και τα έγγραφα και την ψυχιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη), οι οποίοι δεν κατέθεσαν κάποιο περιστατικό που να δικαιολογεί αιφνίδια υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος ή πάθους του κατηγορουμένου που να προκλήθηκε από το θύμα, αλλά και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος μόλις έφθασε στο σπίτι του θύματος επιτέθηκε απρόκλητα και με βιαιότητα εναντίον του σκοτώνοντας αυτή με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, ενεργώντας με ταχύτητα και ψυχραιμία, κατά τρόπο προγραμματισμένο και προμελετημένο και με λογικούς υπολογισμούς προ, κατά και μετά την τέλεση της πράξης. Ο κατηγορούμενος βέβαια ισχυρίστηκε πρωτόδικα, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι έλαβε την απόφαση του και εκτέλεσε αυτή, ευρισκόμενος σε βρασμό ψυχικής ορμής, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται σειρά πραγματικών περιστατικών, όπως το γεγονός ότι σκότωσε τη θεία του στη βεράντα του σπιτιού της, απογευματινές ώρες, χωρίς τη χρήση όπλου, ότι δεν προσπάθησε να διαφύγει μετά την πράξη του, αλλά και διότι προηγουμένως το θύμα τον προσέβαλε απευθύνοντας σ' αυτόν την φράση "φύγε από το σπίτι μου, και εσύ αλήτης σαν τον πατέρα σου είσαι". Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι η απόφαση της εκτέλεσης της ανθρωποκτονίας λήφθηκε από τον κατηγορούμενο πριν την υλοποίησή της, η προμελέτη δε αποκλείει την ύπαρξη του βρασμού ψυχικής ορμής.
Αλλά και με την αντίθετη εκδοχή, ούτε το ότι σκότωσε αυτή στην βεράντα του σπιτιού της, χωρίς τη χρήση όπλου χωρίς να προσπαθήσει να διαφύγει, αποδεικνύουν από μόνα τους βρασμό ψυχικής ορμής, ούτε η συμπεριφορά του θύματος-και αληθής υποτιθεμένη έτσι όπως την παρουσιάζει κατηγορούμενος-ήταν τέτοια, ώστε να προκαλέσει σ' αυτόν αιφνίδια υπερδιέγερση συναισθήματος για να αποκλεισθεί η νηφάλια και λογική αντιμετώπισή του, ούτε και αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά την διάπραξη της ανθρωποκτονίας τελούσε σε αιφνίδια υπερένταση συναισθήματος εκδίκησης ή πάθους, συνεπεία της προσβολής που διατείνεται ότι του έγινε, ώστε να αποκλείεται η ήρεμη σκέψη και στάθμιση των αιτίων που ωθούν στην ανθρωποκτόνο πράξη ή συγκρατούν από αυτή (ΑΠ 219/2000 Ποιν.Δικ. 2001, 691). Επίσης, ο κατηγορούμενος πρωτοδίκως, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό του μειωμένου καταλογισμού (άρθρο 36 ΠΚ) α)λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών, οφειλομένης σε "αγχοκαταθλιπτική συνδρομή και υποκειμενικό μετατραυματικό σύνδρομο με διαταραχές συμπεριφοράς", συνεπεία των οποίων είχε χαρακτηρισθεί ανάπηρος με ψυχιατρικό νόσημα σε ποσοστό 50% και ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή με STEDON και MINITRAN και β) λόγω διατάραξης της συνείδησής του, οφειλομένης στην κατάσταση μέθης, που συνδυάστηκε με τη λήψη των παραπάνω φαρμάκων, συνεπεία των οποίων καταστάσεων μειώθηκε σημαντικά η ικανότητά του προς καταλογισμό. Μάλιστα λόγω της επικαλούμενης νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών, συνεπεία της οποίας μειώθηκε σημαντικά η ικανότητά του προς καταλογισμό, ζήτησε από το πρωτόδικο δικαστήριο τη διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, το αίτημά του όμως αυτό απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, έγινε όμως δεκτό με την παρεμπίπτουσα 279-281/04 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και διατάχθηκε η διενέργεια ψυχιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης από δύο ψυχιάτρους για την ψυχοδιανοητική υγεία του κατηγορουμένου τόσο κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεώς του (6-7-01) όσο και κατά τον χρόνο της έρευνάς τους. Οι διορισθέντες από τον Α' τακτικό Ανακριτή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ψυχίατροι ..... και ..... στην από 25-2-05 ψυχιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη τους που αναγνώστηκε και εκτιμάται ελεύθερα γνωμάτευσαν ότι "ο κατηγορούμενος παρουσιάζει διαταραχή της προσωπικότητας αντικοινωνικού τύπου, που μετά το ατύχημα το 1987 επιτάθηκε και παρουσιάστηκαν και καταθλιπτικά στοιχεία. Κατά την περίοδο της επίδικης πράξης, ο κατηγορούμενος λόγω των προαναφερθέντων είχε μειωμένη τη δυνατότητα να ελέγξει τα επιθετικά του συναισθήματα και συμπεριφορά, χωρίς όμως να μειώνεται η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται το άδικο των πράξεών. Η αναφερόμενη χρήση αλκοόλ δεν τον εμπόδιζε να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του, πιθανότατα όμως το αλκοόλ που κατανάλωσε-όπως ο ίδιος αναφέρει-να επέτεινε την ευερεθιστότητά του". Σύμφωνα λοιπόν με την πραγματογνωμοσύνη αυτή πρόκειται "για ένα άτομο με διαταραχή της προσωπικότητας αντικοινωνικού τύπου με μεταγενέστερα καταθλιπτικά στοιχεία",-και όχι βέβαια για ένα άτομο με νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών-συνεπεία δε των εν λόγω καταστάσεων, είχε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξεως, μειωμένη τη δυνατότητα να ελέγξει απλώς τα επιθετικά του συναισθήματα και τη συμπεριφορά του, χωρίς να μειώνεται η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται το άδικο των πράξεων του. Δηλαδή ο κατηγορούμενος, κατά τους πραγματογνώμονες, δεν είχε μειωμένη, και μάλιστα σημαντικά, την ικανότητα προς καταλογισμό κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξεως, αφού έπασχε από διαταραχή της προσωπικότητας με καταθλιπτικά στοιχεία, η οποία δεν του μείωσε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του.
Και είναι μεν γεγονός ότι ο κατηγορούμενος σε τροχαίο ατύχημα, επισυμβάν την 7-11-87 υπέστη βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση και άλλες σωματικές κακώσεις (πάρεση δεξιού βραχιονίου πλέγματος), συνεπεία των οποίων του χορηγήθηκε σύνταξη αναπηρίας (67% κοινής νόσου) από το ΙΚΑ και διαγνώστηκε μετέπειτα (το 1996) ότι έπασχε από ψυχική νόσο (αγχοκαταθλιπτική συνδρομή, αγχώδη καταθλιπτική νεύρωση) σε ποσοστό 50%" και του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή με λήψη STEDON και ΜIΝΙTRAN. Όμως, η κατάσταση αυτή της υγείας του που διαγνώστηκε το 1996 για το μετέπειτα, σημειωτέον, χρονικό διάστημα δεν βεβαιώνεται με κάποια άλλα ιατρικά πιστοποιητικά η πορεία της υγείας του-δεν διαπιστώθηκε από τους προαναφερθέντες ψυχιάτρους-πραγματογνώμονες, ούτε κατά τον χρόνο της εξέτασής του (Φεβρουάριος 2005), ούτε κατά τον χρόνο της τελέσεως της πράξεως.
Περαιτέρω και αναφορικά με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί μέθης, αποδείχθηκε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ότι ο κατηγορούμενος το μεσημέρι της ίδιας ημέρας (ώρα 14.00 περίπου) και πριν μεταβεί στο σπίτι της θείας του βρισκόταν σε καφενείο της περιοχής, στο οποίο βρίσκονταν και οι δύο ως άνω μάρτυρες κατηγορίας ....και ...., όπου κατανάλωσε με κείνους οινοπνευματώδη ποτά (μπύρες-ούζο). Όμως, δεν αποδείχθηκε ότι φεύγοντας ο κατηγορούμενος από εκεί, μετά δύο ώρες περίπου, ήταν σε κατάσταση μέθης. Κάτι τέτοιο δεν κατέθεσαν οι μάρτυρες αυτοί, ο ένας των οποίων μάλιστα ..... έκανε λόγο για ευθυμία του κατηγορουμένου και όχι για μέθη. Ενισχυτικό της άποψης αυτής (της ανυπαρξίας μέθης) είναι και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έφυγε από το καφενείο οδηγώντας το μοτοποδήλατό του μέχρι το σπίτι του θύματος που ήταν σε απόσταση 1500 μέτρων, χωρίς να υποστεί τροχαίο ατύχημα (να συγκρουσθεί με άλλο όχημα, ή να πέσει από το μοτοποδήλατό του, ή να προσκρούσει με αυτό σε σταθερό αντικείμενο). Δηλαδή όχι μόνο δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ, αλλά η όλη συμπεριφορά του προ, κατά και μετά την τέλεση της πράξης υποδηλώνει άτομο (που) ενεργεί με κανονική ψυχική κατάσταση και χωρίς να έχει διατάραξη συνείδησης.
Ούτε, επίσης, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος πριν την κατανάλωση των ποτών είχε λάβει τα φάρμακα STEDON και MINITRAN, που ελάμβανε τακτικώς κατά την υπόδειξη του γιατρού του, όπως ισχυρίζεται. Κανένας από τους εξετασθέντες μάρτυρες (κατηγορίας-υπεράσπισης) δεν κατέθεσε κάτι τέτοιο, ούτε και έγινε επίκληση-προσαγωγή σχετικής ιατρικής βεβαίωσης-συνταγολογίου για τη συνεχιζόμενη λήψη τους. Αλλά και με την αντίθετη εκδοχή (ότι αυτός έλαβε προηγουμένως τα φάρμακα αυτά και στη συνέχεια κατανάλωσε τα οινοπνευματώδη ποτά), δεν αποδείχθηκε ότι ο συνδυασμός αυτών των δύο (οινοπνευματώδη ποτά και λήψη φαρμάκων) του προκάλεσε διατάραξη της συνείδησης σε τέτοιο σημαντικό βαθμό που να του μείωσε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό. Οι ως άνω μάρτυρες που ήταν μαζί του στο καφενείο και έπιναν και αυτοί, φεύγοντας, πριν από τον κατηγορούμενο, δεν διαπίστωσαν τέτοια κατάσταση, ούτε οποιαδήποτε άλλη αντίδραση ή συμπεριφορά αυτού, δικαιολογούσα τη μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό, απλώς διαπίστωσαν ότι βρισκόταν σε ευθυμία, η οποία δεν τον επηρέασε να οδηγήσει με ασφάλεια το μοτοποδήλατό του επί 1500 μέτρα.
Επομένως, απορριπτόμενου και του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί μειωμένου καταλογισμού, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος ανθρωποκτονίας από πρόθεση (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ), χωρίς την επικαλούμενη ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2δ' ΠΚ, διότι δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά (αλλά ούτε και έγινε επίκληση τέτοιων περιστατικών Ολ. ΑΠ. 1198/90 ΠΧ 1990/1211), τα οποία να δείχνουν ότι ο κατηγορούμενος μεταμελήθηκε ειλικρινά για την πράξη του και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες αυτής, μόνο δε το γεγονός ότι αυτός δήλωσε ότι μετάνοιωσε για την πράξη του-με την οποία, σημειωτέον, ομολογεί ουσιαστικά μόνον ως προς τα κτυπήματα που κατάφερε στο θύμα, αρνούμενος ότι σκότωσε την θεία του-δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό αυτό". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, ..... για την ανωτέρω πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, την οποία αποφάσισε και εκτέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (άρθρο 299 παρ. 1 του ΠΚ) και όχι σε βρασμό ψυχικής ορμής, ούτε σε κατάσταση ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό (άρθρο 36 σε συνδ. προς το άρθρο 34 του ΠΚ), και, αφού απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως της από το άρθρο 84 παρ. 2 εδ. δ' του ΠΚ προβλεπόμενης ελαφρυντικής περιστάσεως, του επέβαλε ποινή ισόβιας καθείρξεως. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ. 1 και 299 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, έκθεση ψυχιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο με πλήρη αιτιολογία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί της συνδρομής στο πρόσωπό του καταστάσεως βρασμού ψυχικής ορμής (άρθρο 299 παρ. 2 ΠΚ), αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, "ο κατηγορούμενος την 6-7-2001 και ώρα 17.00 περίπου, αναχωρώντας από καφενείο της περιοχής ....όπου κατανάλωσε οινοπνευματώδη ποτά (μπύρες-ούζο), και έχων λάβει την απόφαση να σκοτώσει τη θεία του ....., πιστεύοντας ότι έτσι θα λάβει την κληρονομιαία περιουσία της, και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, επισκέφθηκε αυτή στην οικία της, όπου τη βρήκε να κάθεται στη βεράντα αυτής. Άρχισε να φιλονικεί πάλι μαζί της για το ίδιο θέμα και σε κάποια στιγμή της κατάφερε βίαια κτυπήματα στο κεφάλι, ίσως όχι μόνο με τα χέρια του, αλλά κτυπώντας το κεφάλι της και στο δάπεδο (όπως προκύπτει από το είδος των κακώσεων), προκαλώντας σ' αυτή κακώσεις της κεφαλής, του προσώπου, της μύτης..., όπως οι κακώσεις αυτές περιγράφονται στην .... ιατροδικαστική έκθεση..... Ακολούθως, ο κατηγορούμενος αποφράσσοντας τις εξωτερικές αεροφόρους οδούς του θύματος (το μεν στόμα τοποθετώντας στη στοματική κοιλότητα τεμάχια υφάσματος, τα οποία βρέθηκαν εκεί από το μάρτυρα - γιατρό ...., Δ/ντη του Κέντρου Υγείας ...., τη δε μύτη προδήλως με το ένα χέρι του), αλλά και σφίγγοντας με το άλλο χέρι το λαιμό της, επέφερε το θάνατο αυτής από ασφυξία και στραγγαλισμό.... Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του κατηγορουμένου, καθώς και το ότι αυτός προέβη στην τέλεση της πιο πάνω αναφερόμενης πράξεώς του, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας-υπεράσπισης (σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και τα έγγραφα και την ψυχιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη), οι οποίοι δεν κατέθεσαν κάποιο περιστατικό που να δικαιολογεί αιφνίδια υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος ή πάθους του κατηγορουμένου που να προκλήθηκε από το θύμα, αλλά και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος μόλις έφθασε στο σπίτι του θύματος επιτέθηκε απρόκλητα και με βιαιότητα εναντίον του, σκοτώνοντας αυτή (θεία του) με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, ενεργώντας με ταχύτητα και ψυχραιμία, κατά τρόπο προγραμματισμένο και προμελετημένο και με λογικούς υπολογισμούς προ, κατά και μετά την τέλεση της πράξης. Ο κατηγορούμενος βέβαια ισχυρίστηκε πρωτόδικα, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι έλαβε την απόφασή του και εκτέλεσε αυτή, ευρισκόμενος σε βρασμό ψυχικής ορμής, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται σειρά πραγματικών περιστατικών.... Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι η απόφαση της εκτέλεσης της ανθρωποκτονίας λήφθηκε από τον κατηγορούμενο πριν την υλοποίησή της, η προμελέτη δε αποκλείει την ύπαρξη του βρασμού ψυχικής ορμής....". Επίσης, το Δικαστήριο της ουσίας με πλήρη αιτιολογία απέρριψε και τον έτερο αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών του λειτουργιών και λόγω διαταράξεως της συνειδήσεώς του (άρθρο 36 του ΠΚ), αφού συγκεκριμένα δέχθηκε ότι οι διορισθέντες από τον Α' τακτικό Ανακριτή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ψυχίατροι .... και ...., για να διενεργήσουν ψυχιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη για τη ψυχοδιανοητική υγεία του κατηγορουμένου τόσο κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεώς του (6-7-2001), όσο και κατά το χρόνο της έρευνάς τους, στην αναγνωσθείσα από 25-2-2005 ψυχιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη τους γνωμάτευσαν ότι "ο κατηγορούμενος παρουσιάζει διαταραχή της προσωπικότητας αντικοινωνικού τύπου, που μετά το ατύχημα το 1987 επιτάθηκε και παρουσιάστηκαν και καταθλιπτικά στοιχεία. Κατά την περίοδο της επίδικης πράξης, ο κατηγορούμενος λόγω των προαναφερθέντων είχε μειωμένη τη δυνατότητα να ελέγξει τα επιθετικά του συναισθήματα και συμπεριφορά, χωρίς όμως να μειώνεται η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται το άδικο των πράξεων. Η αναφερόμενη χρήση αλκοόλ δεν τον εμπόδιζε να αντιληφθεί το άδικο των πράξεών του, πιθανότατα όμως το αλκοόλ που κατανάλωσε - όπως ο ίδιος αναφέρει - να επέτεινε την ευερεθιστότητά του". Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σε σχέση τόσο με την κατηγορία, όσο και με τους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στους πιο πάνω λόγους διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπο αυτού (αναιρεσείοντος) της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' ΠΚ. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός έτσι όπως είχε προβληθεί, με μόνη την αναφορά της σχετικής πιο πάνω διατάξεως και χωρίς τη μνεία συγκεκριμένων περιστατικών που τον θεμελίωναν, ήταν αόριστος και εντεύθεν απαράδεκτος και κατά συνέπεια το Μικτό Ορκωτό Εφετείο δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, να απαντήσει στον εν λόγω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει με την προσβαλλόμενη απόφαση την επ' αυτού απορριπτική κρίση του. Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως το Δικαστήριο της ουσίας, που απέρριψε κατ' ουσίαν τον ανωτέρω ισχυρισμό "γιατί δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά (αλλά ούτε και έγινε επίκληση τέτοιων περιστατικών Ολ. ΑΠ 1198/90 Π.Χρ. 1990/1211), τα οποία να δείχνουν ότι ο κατηγορούμενος μεταμελήθηκε ειλικρινά για την πράξη του και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες αυτής, μόνο δε το γεγονός ότι αυτός δήλωσε ότι μετάνοιωσε για την πράξη του- με την οποία, σημειωτέον, ομολογεί ουσιαστικά μόνον ως προς τα κτυπήματα που κατάφερε στο θύμα, αρνούμενος ότι σκότωσε την θεία του-, δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό αυτό", διέλαβε περί αυτού (πιο πάνω ισχυρισμού), πλεοναστικώς, ειδική αιτιολογία. Προς τούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του δεν προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπό του και της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ τρίτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη των άνω αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος εκ του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' και δ' ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14 Δεκεμβρίου 2006 αίτηση του ...., για αναίρεση της 268-271/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή