Θέμα
Ανάκληση μη οριστικής απόφασης.
Περίληψη:
Κατά το άρθρο 309 εδ. β Κ.Πολ.Δ., οι μη οριστικές αποφάσεις, όπως είναι και η από το 249 εδ. α παρ. α Κ.Πολ.Δ. μπορούν να ανακληθούν όχι με αυτοτελή αίτηση, αλλά μόνο όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης, όπως όταν εισάγεται κλήση για συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, γιατί μόνο στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση δίκης.
Αριθμός 926/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Μ. - Ζ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λιδωρίκη.
Της αναιρεσίβλητης: Χ. συζ. Χ. Κ., το γένος Μ. Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Όλγα Κοράκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/3/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 5/9/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 125/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 10/2013 του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Χίου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/4/2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/3/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 309 εδαφ β ΚΠολΔικ, οι μη οριστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και η από το άρθρο 249 εδ α περ α ΚΠολΔικ απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία διατάσσεται η αναστολή της συζήτησης της αγωγής ή της έφεσης και εντεύθεν η αναστολή της δίκης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα άλλη συναφής δίκη, που εκκρεμεί σε άλλο πολιτικό Δικαστήριο, μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, η οποία υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν, σε κάθε στάση της δίκης, από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε. Η αίτηση περί ανακλήσεως είναι παραδεκτή, μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης, όπως όταν εισάγεται κλήση για συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, γιατί μόνο στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση δίκης. Έτσι, αν η υπόθεση αναβλήθηκε από το δικαστήριο, η αίτηση ανάκλησης της αναβλητικής απόφασης που υποβλήθηκε ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ χωρίς στάση δίκης επί της ουσίας της υπόθεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τούτο δε γιατί, η ως άνω αίτηση (ακόμη και εάν ο διάδικος την ονόμασε αίτηση ανάκλησης ή κλήση ή κλήση για συζήτηση)δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει στάση δίκης, ούτε να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο προς έλεγχο της δικαστικής κρίσης της απόφασης, που διέταξε την αναστολή, αφού με την άνω διάταξη δεν σκοπήθηκε η εισαγωγή ενός νέου ενδίκου βοηθήματος. Η ανάκληση μη οριστικής απόφασης κατά τρόπο που αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 309 εδ β ΚΠολΔικ, συνιστά λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ 14 ΚΠολΔικ, ήτοι της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου, δεδομένου ότι η εισαγωγή της υποθέσεως, με κλήση, χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη. Πλην όμως κατά την ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ισχύει ο ανωτέρω περιορισμός της αυτοτελούς ανάκλησης, στις περιπτώσεις εκείνες, που με την μη οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή ή πρόκειται για περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης που η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας, η αίτηση ανάκλησης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και με την κλήση για κατ' ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί στάση δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της αναίρεσης, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι, παρά το νόμο, δε κήρυξε απαράδεκτη την από 16-2-2012 και με αριθμ. πραξ. καταθ. 4/6.3.2012 κλήση της αναιρεσίβλητης, με την οποία εκείνη αυτοτελώς και χωρίς να υφίσταται στάση δίκης ζήτησε την ανάκληση της υπ' αριθμ 223/2009 μη οριστικής απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε αναβληθεί "ανασταλεί" η συζήτηση της υπόθεσης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα προγενέστερα ασκηθείσα συναφής δίκη. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ 561 παρ 2 ΚΠολΔικ) ως προς την επίμαχη από 16-2-2012 κλήση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα : Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών Ι. Μ.-Ζ., στην από 5.9.2006 (με αριθμ. κατάθ 1786/2006) αγωγή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου, εξέθεσε ότι κατέστη κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άτυπης δωρεάς από τον πατέρα του Ι. Μ. το έτος 1960, του περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου, εμβαδού 1.606.515,50 τ.μ., που απεικονιζόταν στο συνημμένο στην αγωγή υπό στοιχ. Τ2 από μηνός Ιουνίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Α. Μ. και ότι το έτος 1990 η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη κατέλαβε και περιέφραξε ένα τμήμα εμβαδού 27.962,67 τ.μ. από το νοτιοανατολικό μέρος του μεγάλου ακινήτου, το οποίο τμήμα επίσης περιγραφόταν και απεικονιζόταν στο συνημμένο στην αγωγή τοπογραφικό, αποβάλλοντας τον από τη νομή του. Περαιτέρω, ο ενάγων - εκκαλών αναφερόμενος στην απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε με την υπ' αριθμ. 5/2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Χίου, με την οποία απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά, μεταξύ άλλων ιδιοκτησιών, για την κατασκευή περιφερειακού δρόμου, τρία τμήματα του εν λόγω ακινήτου του που περιγράφονταν αναλυτικά και απεικονίζονταν στο προαναφερθέν τοπογραφικό, τα οποία αποτελούν τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου του των 1.606.515,50 τ.μ. και περιλαμβάνονται στην έκταση των 27.962,67 τμ, που κατέλαβε η εναγομένη, εκτός από ένα τμήμα της υπ' αριθμ. 70 ιδιοκτησίας η οποία βρίσκεται εκτός αυτής αλλά εντός του ευρύτερου ακινήτου του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ν' αναγνωριστεί κύριος του ακινήτου των 27.962,679 τ.μ. που κατέχει η εναγομένη - εφεσίβλητη και να υποχρεωθεί η τελευταία να του το αποδώσει και να αναγνωριστεί, επίσης, κύριος των απαλλοτριωθεισών ιδιοκτησιών ΚΠ 67, 68 και 70 και δικαιούχος της αντίστοιχης αποζημίωσης. Συνάμα όμως και η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, Χ. Κ. είχε ασκήσει και αυτή κατά του προαναφερθέντος αντιδίκου της την από 13-3-2006 ( με αριθμ. κατάθ. 509/13-3-2006) αντίθετη αγωγή της, με την οποία αυτή ιστορούσε ότι είναι κυρία ενός ακινήτου εμβαδού 41.141 τ.μ. και κατά νεωτέρα καταμέτρηση 44.988,33 τ.μ., ότι το ακίνητο αυτό απέκτησε παράγωγα δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1989 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Χίου, Χρυσ. Αξιωτάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον αληθή κύριο πατέρα της, άλλως ότι κατέστη κυρία του ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, με την προσμέτρηση στο χρόνο νομής της, του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου της. Ότι με την υπ' αριθμ. 5/2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Χίου, απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά, μεταξύ άλλων ιδιοκτησιών, για την κατασκευή περιφερειακού δρόμου, τρία τμήματα του εν λόγω ακινήτου της, που αναφέρονταν στον κτηματολογικό πίνακα. Ότι κατά τη δίκη της αναγνώρισης δικαιούχων για τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα, παρενέβη ο εναγόμενος - εκκαλών, διεκδικώντας για τον εαυτό του την αποζημίωση που αναλογεί στις παραπάνω απαλλοτριωθείσες ιδιοκτησίες (67, 68 και 70 του ΚΠ,) και ως εκ τούτου το Δικαστήριο απέσχε να εκδώσει απόφαση αναγνώρισης δικαιούχων γι' αυτά, προκειμένου να κριθεί κατά την τακτική διαδικασία, το ζήτημα της κυριότητας των επίδικων ιδιοκτησιών. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε και αυτή, να αναγνωριστεί κυρία των τριών εδαφικών τμημάτων με αριθμούς ΚΠ 67, 68 και 70, που απαλλοτριώθηκαν και δικαιούχος της αναλογούσης σ' αυτά αποζημίωσης η οποία καθορίστηκε προσωρινά με την υπ' αριθμ. 9/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου. Οι αγωγές αυτές συνεκδικάστηκαν, αντιμωλία των διαδίκων στη δικάσιμο στις 2-5-2007 και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 125/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου, η οποία δέχθηκε την αγωγή της Χ. Κ. και αναγνώρισε αυτήν δικαιούχο της αποζημίωσης, που αναλογεί στις υπ' αριθμ. 67, 68 και 70 ιδιοκτησίες, ενώ απέρριψε την αγωγή του Ι. Μ. Ζ.. Κατά της απόφασης άσκησε ο ενάγων της παραπάνω αγωγής, εναγόμενος στην αγωγή της Χ. Κ. και ήδη εκκαλών, την από 11/1/2008 (με αριθ. κατάθ. 6/14-1-2008 ) έφεση, καθώς και τους από 15/102008 (με αριθμ. κατάθ. 6/20-10- 2008) και από 24/3/2009 (με αριθμ. κατάθ. 2/26-3-2009) πρόσθετους λόγους έφεσης, παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, την παραδοχή της αγωγής του και την απόρριψη της αγωγής της αντιδίκου του. Η έφεση αυτή, συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων στις 30-4-2009 και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 223/2009 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κατά μερική παραδοχή της έφεσης, έγινε τυπικά δεκτή η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίφθηκε ως αόριστη, η από 13-3-2006 (με αριθμ. κατάθ. 509/13-3-2006) αντίθετη αγωγή της Χ. Κ. και το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης όσον αφορά την από 5-9-2006 (με αριθμ. κατάθεσης 1786/2006) παραπάνω αγωγή του Ι. Μ.- Ζ., χωρίς να αποφασίσει οριστικά γι' αυτήν (για τη νομική φύση της απόφασης αυτής ως μη οριστικής, βλ. ΑΠ 137/83, Δ. 15.30) εωσότου, περατωθεί τελεσίδικα η δίκη, που είχε ανοιχθεί με την άσκηση της υπ' αριθμ. κατάθεσης 52/1984 αγωγής, δεχόμενη τον ισχυρισμό του παραπάνω, ότι μεγαλύτερο ακίνητο εμβαδού 1.000 στρεμμάτων στο οποίο περιλαμβάνεται και το ένδικο της κρινόμενης αγωγής του, αποτελεί αντικείμενο της δίκης που ανοίχθηκε με την υπ' αριθμ. κατάθ. 52/1984 αγωγή του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Βροντάδου κατά του τελευταίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 65/1988 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου, που δέχθηκε την αγωγή και μετά από άσκηση έφεσης εκ μέρους του, η υπ' αριθμ. 327/1990 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου , η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και στη συνέχεια, η υπ' αριθμ. 336/92 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, που διέταξε συμπλήρωση της προαναφερθείσας πραγματογνωμοσύνης, η οποία ακόμη ως σήμερα δεν έχει διεξαχθεί. Ήδη με την ένδικη από 16/2/2012 ( με αριθμ. κατάθ. 4/6-3-2012) κλήση της, η Χ. συζ. Χ. Κ., εναγομένη της παραπάνω αγωγής του I. Μ. - Ζ. και ήδη εφεσίβλητη, ζητεί την ανάκληση της προαναφερθείσας υπ' αριθμ. 223/2009 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και τη, στη συνέχεια, συζήτηση της από 11/1/2008 (με αριθ. κατάθ. 6/14-1-2008) έφεσης καθώς και των από 15/10/2008 ( με αριθμ. κατάθ. 6-20-10-2008) και από 24/3/2009 ( με αριθμ. κατάθ. 2/26-3-2009) προσθέτων λόγων έφεσης του ενάγοντος της από 5-9-2006 (με αριθμ. κατάθ. 1786/2006) αγωγής και ήδη εκκαλούντος για τους λόγους ότι: Α) Εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι η ένδικη υπόθεση αλλά και η αφορώσα την υπ' αριθμ. κατάθ. 52/1984 αγωγή, αφορούν το ίδιο ακίνητο και β) ότι η επιδικία μεταξύ του I. Ναού Αγίου Γεωργίου Βροντάδου και του καθ' ου η κλήση, εκκρεμεί ήδη 28 ολόκληρα χρόνια και δεν υπάρχει περίπτωση να τελειώσει , αφού οι διάδικοι δεν ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την περάτωση της δίκης , η δε αναμονή εκ μέρους της, στην έκδοση απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος της απόληψης της αποζημίωσης, δεδομένου ότι ήδη, με την υπ' αριθμ. 15/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου, ανεστάλη κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ η εκδίκαση της (νέας και ορισμένης πλέον) αγωγής της κατά του καθ'ου, μέχρι έκδοσης απόφασης επί της κρινόμενης υπόθεσης. Η ως άνω αίτηση. όσον αφορά το πρώτο σκέλος της είναι , σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης, απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι δεν μπορεί η αυτοτελώς υποβαλλόμενη αίτηση ανάκλησης μη οριστικής απόφασης, που εξαφάνισε την προσβαλλόμενη και η οποία χωρίς να αποφασίσει επί της ουσίας, ανέστειλε τη συζήτηση μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης σε άλλη συναφή δίκη, να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο ελέγχου της κρίσης της απόφασης που διέταξε την αναστολή, κρίση άλλωστε, η οποία στην ένδικη περίπτωση δεν προαποδεικνύεται και φανερά εσφαλμένη. Πλην, όμως, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της, η εν λόγω αίτηση είναι παραδεκτή, διότι πράγματι προέκυψε, ότι η επιδικία μεταξύ του Ιερού Ναού Αγίου Βροντάδου και του καθ'ου η κλήση, που δημιουργήθηκε με την υπ' αριθμ. κατάθ. 52/1984 αγωγή του Ιερού Ναού, εκκρεμεί ήδη 28 ολόκληρα χρόνια, μετά δε την έκδοση της υπ' αριθμ. 336/92 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, η οποία διέταξε συμπλήρωση της διενεργηθείσας με προγενέστερη απόφαση του πραγματογνωμοσύνης και μέχρι τις 13-8-2010, που ο ενάγων και ήδη εκκαλών υπέβαλε την με αριθμ. κατάθ. 2/13-8-2010 αίτηση του για αντικατάσταση πραγματογνώμονα, δεν έγινε ουδεμία πράξη από τους διορισθέντες πραγματογνώμονες, αλλά ούτε και από τους διαδίκους, που αδιαφόρησαν παντελώς για διάστημα 18 ολόκληρων ετών. Μάλιστα, ενώ η υπ' αριθμ. 223/2009 απόφαση με την οποία διατάχθηκε η αναστολή, δημοσιεύθηκε στις 31-8-2009, ο αιτών, ενάγων και εκκαλών, υπέβαλε αίτηση αντικατάστασης πραγματογνώμονα ένα χρόνο αργότερα και δη στις 13-8-2010, ενώ με την υπ' αριθμ. 10/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 14-1-2011, αντικαταστάθηκε ο ένας εκ των πραγματογνωμόνων, ο ενάγων - εκκαλών γνωστοποίησε το διορισμό του στις 14-6-2011 και από τότε έως σήμερα, δεν χώρησε όρκιση των πραγματογνωμόνων, ούτε προκύπτει ότι αυτοί προέβησαν σε κάποια ενέργεια για περάτωση αυτής. Η συνέχιση, λοιπόν, της επιδικίας και η εξ αυτής αναμονή εκ μέρους της εναγομένης - εφεσίβλητης , την οποία ουδεμία υπαιτιότητα βαρύνει για την καθυστέρηση αυτή, καθιστά μάταιη την αναμονή και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος της για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και έρευνας του δικαιώματος της απόληψης της αποζημίωσης, δεδομένου ότι ήδη με την υπ' αριθμ. 15/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου ανεστάλη, κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η εκδίκαση της αγωγής της κατά του καθ' ου, ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος για την απόληψη της αποζημίωσης μέχρι έκδοσης απόφασης επί της κρινόμενης υπόθεσης από το Δικαστήριο αυτό. Επομένως, πρέπει ν' ανακληθεί η προαναφερόμενη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ανακαλούμενης δε αυτής, παραδεκτά πλέον φέρονται προς συζήτηση και έκδοση απόφασης επί της ουσίας, η από 11.1.2008 (με αριθμ. Κατάθ. 6/14.1.2008) έφεση, καθώς και οι από 15.10.2008 (με αριθμ. Κατάθ. 6/20.10.2008) και από 23.4.2009 (με αριθμ. Κατάθ. 1786/2006) αγωγής του ήδη εκκαλούντος". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ορθά, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη έκρινε κατά ένα μέρος, και δη κατά εκείνο που δεν λειτουργούσε ως ένδικο βοήθημα, παραδεκτή την επίμαχη αίτηση ανακλήσεως μη οριστικής αποφάσεως, που υποβλήθηκε μαζί με κλήση για κατ' ουσίαν συζήτηση της υποθέσεως, η οποία δημιουργεί στάση δίκης και ανεκάλεσε την περί ης ο λόγος μη οριστική απόφαση, καθόσον η λόγω της διαταχθείσας αναστολής συνέχιση της επιδικίας προκαλούσε άσκοπη επιβράνδυση της εξελίξεως της δίκης και καθυστέρησης ικανοποίησης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Δεν συνέτρεχε λοιπόν περίπτωση κηρύξεως απαραδέκτου της επίμαχης κλήσης, μη στοιχειοθετουμένου του ερευνωμένου από τον αρ 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. μοναδικού αναιρετικού λόγου, ο οποίος, όπως και η έφεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ 1 του ΚΠολΔικ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ 2 του Ν. 4055/2012. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-4-2013 αίτηση του Ι. Μ.-Ζ. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 10/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατικής Έδρας Χίου).
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ