Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1658 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Υπεξαίρεση, Απόφαση αθωωτική.




Περίληψη:
Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για την απαλλακτική απόφαση του κατηγορουμένου για κακουργηματική υπεξαίρεση, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Δεν είναι απαραίτητο για την ταυτότητα του εγγράφου, που αναγνώσθηκε ο επί μέρους προσδιορισμός των στοιχείων του (χρόνος, τόπος έκδοσης, ποσό, εκδούσα Αρχή). Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει την αίτηση.




Αριθμός 1658/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως των 2792α και 2825/2009 αποφάσεων του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με κατηγορούμενο τον Χ, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Δαλιάνη.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, σύζ. ..., κάτοικος ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παναγιώτου. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 3/20-1-2010 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 129/2010.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το αρ. 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του αρ. 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του αρθ. 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της, από τα άρθρα. 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 τη ΕΣΔΑ (ν.δ 53/74), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από τον άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα ειδικότερα, αρκεί ο προσδιορισμός τους κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση του.
Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, είτε κατά την έκθεση των περιστατικών αυτών στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 2792α και 2825/2009 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, κήρυξε με αυτή αθώο τον κατηγορούμενο Χ της πράξεως της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, με την εξής κατά λέξη αιτιολογία. Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως και την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία "δεν απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της υπεξαιρέσεως, η οποία του αποδίδεται, γιατί δεν προέκυψαν σε βάρος του συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση αυτής, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθεί αυτός αθώος της πράξης αυτής. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα εξής:
Η μηνύτρια με συγγενικά της πρόσωπα διατηρούσαν στο ... επιχείρηση εμπορίας χαλιών, τα οποία αγόραζαν από διάφορες κυρίως Βελγικές εταιρείες και αφού τα εισήγαγαν στην Ελλάδα τα διέθεταν στους αθίγγανους οι οποίοι τα πωλούσαν λιανικώς. Η μηνύτρια εμπορευόταν είτε ιδίω ονόματι είτε επ' ονόματι άλλων προσώπων κατά περίπτωσιν και ποικιλοτρόπως, λόγω κακής πορείας των διαφόρων επιχειρήσεών της στην Ελλάδα, συνεπεία της οποίας εκηρύχθη και σε κατάσταση πτωχεύσεως. Ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας Μ ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα στο ... και μεσολαβούσε έναντι προμήθειας μεταξύ Ελλήνων εμπόρων και εργοστασίων ταπητουργίας στο ... για την πώληση χαλιών, εξ αιτίας δε της δραστηριότητάς του αυτής γνώρισε τη μηνύτρια με την οποία και ανέπτυξε ευρύτατη εμπορική συνεργασία. Ο Μ ήταν φίλος του διαμένοντος στο ... πατέρα του κατηγορουμένου και κατόπιν μεσολαβήσεώς του, συμφωνήθηκε χωρίς αρχική προσωπική επαφή με την ιδία μηνύτρια, τα χρήματα που θα απέστελλε η μηνύτρια και θα είχαν ως αποδέκτη τον Μ να κατατίθενται στον λογαριασμό του κατηγορουμένου. Έτσι η μηνύτρια κατέθεσε στον εν λόγω λογαριασμό σταδιακά το επίμαχο ποσό σε εκπλήρωση υποχρεώσεων της προς τον Μ. Ο τελευταίος σαφώς κατέθεσε στο ακροατήριο και από την κατάθεση του απεδείχθη ότι έλαβε από τον κατηγορούμενο τα επίμαχα ποσά, πράγμα το οποίον είχε άλλωστε βεβαιώσει και με την από 8-2-2001 ένορκη βεβαίωσή του, στην οποία βεβαιώνει ότι έλαβε από τον κατηγορούμενο τα ποσά αυτά, πράγμα που βεβαιώνει άλλωστε και ο ... με την από 9-2-3001 υπεύθυνη δήλωση του. Το ότι το ως άνω ποσό κατατίθετο από τη μηνύτρια στο λογαριασμό του κατηγορουμένου για την εξυπηρέτηση δοσοληψιών της με τον Μ επιβεβαιώνουν και οι μάρτυρες υπερασπίσεως και ιδίως ο ίδιος ο Μ. Είναι γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν προσκομίζει και αποδείξεις καταβολής του ποσού αυτού στον Μ, όμως είναι άξιον επισημάνσεως ότι το σύνολον της άνω συναλλαγής εγένετο αφ' ενός μεν μεταξύ προσώπων συνδεομένων με δεσμούς αμοιβαίου εμπορικού οφέλους, ταυτοχρόνως όμως και κατά παράβαση της τότε ισχυούσης αυστηρής νομοθεσίας περί προστασίας του εθνικού νομίσματος. Όμως τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ανατρέπουν τους ισχυρισμούς της μηνύτριας ότι το ως άνω ποσό δόθηκε στον κατηγορούμενο προκειμένου αυτός να το επενδύσει στο Χ.Α.Α. όταν μάλιστα α) αν και η συμφωνία αυτή αφορούσε ένα σημαντικό ποσό φέρεται να έγινε προφορικά, β) φέρεται να έγινε σε εποχή (1994) που οι αποδόσεις στο Χ.Α.Α. ήταν πολύ μικρότερες των επιτοκίων που χορηγούσαν οι Τράπεζες, και ήσαν ασήμαντες εν σχέσει προς τις αποδόσεις στο Χ,Α.Α. σε μεταγενέστερο χρόνο και πριν από την σύνταξη της μηνύσεως γ) ο κατηγορούμενος κατά ισχυρισμούς της μηνύτριας, παρά τον κίνδυνο που ενείχαν οι επενδύσεις αυτές, φέρεται να ανέλαβε να επιστρέψει στη μηνύτρια το ως άνω ποσό ανεξάρτητα από την πορεία της επένδυσης και δ) ότι κατά την κατάθεση των επί μέρους ποσών δεν αναγραφόταν στις σχετικές αποδείξεις η αιτιολογία τη κατάθεσης, ενώ υπήρχε η ένδειξη ότι τα ποσά κατατίθεντο για λογαριασμό του Μ, πράγμα που επιβεβαιώνει την ύπαρξη της ως άνω συνεργασίας και οικονομικών δοσοληψιών μεταξύ αυτού και της μηνύτριας και μάλιστα κατά παράβαση των περί προστασίας του εθνικού νομίσματος τότε ισχυόντων νόμων. Ο έτερος μάρτυρας κατηγορίας, ..., αθίγγανος, έμπορος χαλιών και πρόσωπο το οποίον είχε απόλυτη εμπιστοσύνη σε αυτήν και ακολουθούσε τις υποδείξεις της μηνύτριας προκειμένου να ανελιχθεί επαγγελματικώς, δεν έχει ιδία αντίληψη των συμφωνηθέντων μεταξύ του κατηγορουμένου, της μηνύτριας και του Μ, αλλά η γνώση του εξαντλείται στο ότι περιορίσθηκε να καταβάλει το ποσόν που η μηνύτρια τον συμβούλευσε στον λογαριασμό που αυτή του υπέδειξε, δηλαδή στον λογαριασμό του κατηγορουμένου στον οποίον αυτή με τον άνω τρόπο κατέβαλε τις οφειλές της προς τον Μ, χωρίς να γνωρίζει τις ιδιαίτερες μεταξύ τους συμφωνίες και αυτός, ο οποίος της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, απλώς ακολούθησε τις οδηγίες της, χωρίς να έχει σαφή και πραγματική γνώση ότι οι συναλλαγές αυτές αφορούσαν δοσοληψίες μεταξύ της μηνύτριας και του Μ για τις ανάγκες της εμπορίας της πρώτης και ότι η κατάθεση γινόταν μέσω του λογαριασμού του κατηγορουμένου επειδή η μηνύτρια λόγω κακής πορείας των εμπορικών της υποθέσεων στην Ελλάδα δεν μπορούσε να εξαγάγει επ' ονόματι της συνάλλαγμα για την αγορά χαλιών αλλά κατέθετε τα ποσά σε δραχμές στον λογαριασμό του κατηγορουμένου και ο τελευταίος παρέδιδε αντίστοιχο ποσόν σε ξένο συνάλλαγμα στον Μ στην αλλοδαπή, δηλαδή ότι οι καταβολές στον λογαριασμό αυτό εξοφλούσαν οφειλές της μηνύτριας προς τον στον Μ.
Από όλα παραπάνω σαφώς αποδεικνύεται ότι δεν θεμελιώνεται αντικειμενικά η υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθεί αυτός αθώος της πράξης αυτής". Σύμφωνα με τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που αναπτύχθηκε, αφού περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, αναφέρεται στην αιτιολογία ότι λήφθηκαν υπόψη οι καταθέσεις όλων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπρόσθετα, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν μετά των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων είκοσι ένα (21) αντίγραφα γραμματίων είσπραξης της Εμπορικής Τράπεζας (αποδείξεις εμβασμάτων), που αναγνώσθηκαν όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων με α.α 1 από τον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων, και των οποίων δεν ήταν αναγκαίος ο λεπτομερής προσδιορισμός της ταυτότητάς τους (χρονολογία, τόπος, ποσό, η εκδόσασα αυτά Τράπεζα) και τα οποία αναμφισβήτητα είχαν τεθεί υπόψη, όχι μόνο του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, αλλά και των διαδίκων, και ειδικότερα τη εγκαλούσας η οποία είχε και τη δυνατότητα να προβάλει οποιαδήποτε αντίρρηση, ως προς την ταυτότητά τους ή το περιεχόμενό τους. 'Έτσι, ουδεμία πλέον αμφιβολία δημιουργείται, αντίθετα, με βεβαιότητα, προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, επιπλέον δε αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και από την επισκόπησή της, προκύπτει ότι έγινε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η επιβαλλόμενη από το συνδυασμό των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται παραπάνω και δεν λήφθηκαν επιλεκτικά υπόψη ορισμένα μόνο αποδεικτικά μέσα.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος και πρέπει, επομένως να απορριφθεί. Επίσης, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση και ειδικότερα ότι υφίσταται εκ πλαγίου παράβαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 375 παρ.1 και 2 του Π.Κ. Τούτο, γιατί όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με σαφήνεια και πληρότητα αναφέρονται στο αιτιολογικό της τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου που την εξέδωσε, χωρίς να ανακύπτει οποιαδήποτε αντίφαση με το διατακτικό της. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθμό 3-20-1-2010 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά της 2792α, 2825/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή