Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1247 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση, Ανώνυμη εταιρία.




Περίληψη:
Άρθρα 505 § 2 και 473 § 3 ΚΠΔ. Ο Εισαγγελέας Αρείου Πάγου ζητεί την αναίρεση οιασδήποτε αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, επομένως και κατ' αυτής που κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη, λόγω μη υπάρξεως εγκλήσεως. Άρθρο 79 § 1 Ν. 5960/1933 "περί επιταγής". Άρθρο 18 § 1 Ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών". Πως εκπροσωπείται η ανώνυμος εταιρία. Άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ και άρθρο 22 § 3 Ν. 2190/1920. Πότε υποκατάσταση του Δ.Σ. της ΑΕ. Δεν είναι νόμιμη με εξωεταιρική συμφωνία. Όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 § 2 ή 22 § 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το ΔΣ ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του ΔΣ, αλλ' ενεργεί κατ' άρθρα 211 και 713 ΑΚ. Ο υποκατάστατος δεν έχει ανάγκη βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ της εταιρίας για να υποβάλει έγκληση ή δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Ο απλός εντολοδόχος - πληρεξούσιος της εταιρίας για να υποβάλει έγκληση πρέπει να έχει πρακτικό με την υπογραφή των μελών του ΔΣ, άλλως απαράδεκτη η ποινική δίωξη. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1247/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Απριλίου 2010, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της 4706/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας.
Με κατηγορούμενο τον Χ κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑΤΕ ΛΙΖΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΑΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, της οποίας η ειδική εκπρόσωπος Μαρία Ασημακοπούλου παρέστη στο ακροατήριο και διόρισε πληρεξουσία δικηγόρο της την Δήμητρα Μπάτσου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 4/21 Ιανουαρίου 2010 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 128/2010.

Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και την πληρεξουσία δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθων 505§2 και 473§3 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με την του άρθρου 504 ιδίου Κώδικος, σαφώς προκύπτει ότι ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση πάσης αποφάσεως οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, ήτοι και της κηρυξάσης απαράδεκτη την ποινική δίωξη λόγω μη υπάρξεως εγκλήσεως (άρθρο 370), δι' οιονδήποτε εκ των εις το άρθρο 510§1 ΚΠΔ, λόγων, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καταχώριση της αποφάσεως καθαρογεγραμμένης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου.
Συνεπώς η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου υπ' αριθμ. 4/21 Ιανουαρίου 2010, κατά της υπ' αριθμ. 4706/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδος, δια της οποίας εκηρύχθη απαράδεκτος η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ ελλείψει νομοτύπου εγκλήσεως, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από της κατά την 21/12/2009 καταχωρίσεως στο άνω βιβλίο, με λόγον εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. Η ΚΠΔ, και ούσα παραδεκτή, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933 περί επιταγής (όπως αντικατεστάθη με το Ν.Δ. 1352/1972) "ο εκδίδων επιταγής μη πληρωθείσα επί πληρωτού, παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών", με δε το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α' Ν. 2408/1996, ο οποίος ήρχισε ισχύων από 4/6/1996, προσετέθη στο άνω άρθρο 79 Ν. 5960/1933 όπως ισχύει μετά την ανωτέρω αντικατάστασή του, παρ. 5 κατά την οποίαν, η ποινική δίωξη (του εκδότου ακαλύπτου επιταγής) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστού που δεν επληρώθη. Όσον αφορά την υποβολή της εγκλήσεως ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ στις οποίες ρητώς παραπέμπει το άρθρο 46 του ιδίου Κώδικος. Ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών αλλά και τους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα, είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητος μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέως πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητος προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως.
Κατά το άρθρο 18 παρ. 1 Ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, όπως αυτός εκωδικοποιήθη με το Β.Δ 174/1963 "Η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", και την παρ. 2 αυτού " Το καταστατικόν δύναται να ορίση, ότι εν η πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρείαν εν γένει ή εις ωρισμένου μόνον είδους πράξεις", κατά δε το άρθρο 22 παρ. 2 ιδίου Νόμου "Το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρίας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", προς δε και την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 10 παρ. 4 Ν. 2339/1995 "Το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του Ν. 2190/1920 αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 Α.Κ. ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση της εταιρίας, δηλαδή του νομικού προσώπου της ανωνύμου εταιρίας, αφού καθορίζουν το όργανο που εκφράζει την βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στο δικαστήρια και αποφασίζει για την διοίκηση της εταιρίας και την διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τοιούτο όργανο ορίζεται (18 παρ. 1) το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ. 3) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του άνω Ν. 2190/1920 που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπον ώστε αυτή, να είναι νόμιμη, μόνο εφ' όσον διενεργείται με βάση μία εξ αυτών των διατάξεων. Το άρθρο 18 αναφέρεται αποκλειστικώς στην εξουσία εκπροσωπήσεως της ΑΕ. Επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρίας να ορίσει ότι εν ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρία γενικώς ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχειρίσεως, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρίας. Αντιθέτως όμως προς το άνω άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασισθεί από το διοικητικό συμβούλιο μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3 μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή διευθυντές της εταιρίας. Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρίας (Ολ. ΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρίας, δηλαδή το διοικητικό συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 ΑΚ προβλεπομένης αντιστοίχως πληρεξουσιότητος ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρίας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητος ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ. της εταιρίας, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή εγκλήσεως ή για την δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕ, για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτον, ως προς τον οποίον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 Ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστου αξιοποίνου πράξεως που ετελέσθη εις βάρος της εταιρίας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλούς πληρεξούσιος-εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικόν του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει την σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζομένη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητος της υπογραφής του "εντολέως", και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 4/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επισκοπούνται παραδεκτώς για την έρευνα της βασιμότητος του λόγου της αναιρέσεως, η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χγια το αδίκημα της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής κατ' εξακολούθηση, ησκήθη με την υποβολή εγκλήσεως της εταιρίας υπό την επωνυμία "ΑΤΕ ΛΗΖΙΝΓΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ", έγκληση την οποίαν κατέθεσε την ... η ..., δια λογαριασμόν την εταιρίας αυτής, δυνάμει του, συνοδεύοντος αυτήν (έγκληση) προς νομιμοποίησή της, υπ' αριθμ. 131/5-12-2002 αποσπάσματος πρακτικού Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρίας. Το πρακτικόν αυτό υπέγραφεν ο Λ -Αντιπρόεδρος Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος της εγκαλούσης, του οποίου το γνήσιο της υπογραφής βεβαίωνε η δικηγόρος Αθηνών Σταυρούλα Αμπατζόγλου. Επίσης συνημμένα στην ανωτέρω έκγληση ήτο και α) το υπ' αριθμ. 865/4 Απριλίου 1991 ΦΕΚ Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών κ' Εταιρειών Περιωρισμένης Ευθύνης, με αναφορά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, πέντε τον αριθμό με τριετή θητεία, εις τα οποία δεν περιελαμβάνετο ο ανωτέρω Λ, και β) το υπ' αριθμ. πρωτ. ..., εκ δύο (2) σελίδων (καταφανώς) μη συνεχομένων, έγγραφον της Νομάρχου Αθηνών, που αναφέρει εις μεν την πρώτη σελίδα την καταχώριση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών στοιχείων της εγκαλούσης εταιρίας σε σχέση με την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου από 17/6/2002 μεταξύ των οποίων και ο προαναφερθείς με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου Λ, εις δε την ετέραν σελίδα, κατά λέξη: "4) Προσλαμβάνουν το απαραίτητο για την εταιρία προσωπικό, απολύουν αυτό .....5) Συνάπτουν με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου ή τραπεζικής εταιρίας ημεδαπής ή αλλοδαπής συμβάσεις δανείων οποιασδήποτε μορφής..... υπογράφουν τα σχετικά... δανειστικά συμβόλαια, αναλαμβάνουν χρήματα.... υπογράφουν κάτω από την εταιρική επωνυμία... ανοίγουν λογαριασμούς.....κινούν τους λογαριασμούς αυτούς... υποβάλουν πάσης μορφής αιτήσεις...6) Διορίζουν πληρεξούσιους Δικηγόρους ή άλλα πρόσωπα, στους οποίους να αναθέτουν την εκτέλεση οποιουδήποτε των άνω καθηκόντων και εξουσιών τους και γενικά να πράττουν παν ό,τι κατά το Νόμο και το καταστατικό επιτρέπεται για την επίτευξη των στόχων και του σκοπού της εταιρίας...". Εντεύθεν και μετά ταύτα δεν προσεκομίσθη κατά την υποβολήν της εγκλήσεως το καταστατικόν της εγκαλούσης, από το οποίο να προκύπτει ότι υπάρχει σχετική πρόβλεψη σ' αυτό που επιτρέπει στο διοικητικό συμβούλιο την κατά το άρθρο 22 παρ. 3 μεταβίβαση των εξουσιών του σε τρίτους, ούτε άλλωστε και από το άνω έγγραφο της Νομάρχου Αθηνών, προκύπτει σχετικό τι αφού αυτό δεν αναφέρει ότι το καταστατικό επιτρέπει στα μνημονευόμενα μέλη του Δ.Σ. να μεταβιβάζουν τις εξουσίες τους εν όλω ή εν μέρει, μεταξύ των οποίων και την εκπροσώπηση της εταιρίας σε εν ή πλειόνα πρόσωπα μέλη του ή τρίτους. Υπό τα δεδομένα αυτά πρόδηλον τυγχάνει ότι η ανωτέρω, και με όσα έχουν εις την μείζονα σκέψη αναπτυχθεί, ενήργησεν ως απλούς εντολοδόχος του Δ.Σ. της ΑΕ προς εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξεως που της ανετέθη και όχι ως υποκατάστατος του ΔΣ αυτής (ως όργανο εκπροσωπήσεως της ΑΕ), για την υποβολή, ήτοι, της εγκλήσεως και συνεπώς ήτο αναγκαίο το εξουσιοδοτικό της έγγραφο (πρακτικό 131/2002), το οποίον υπεβλήθη μαζί με την έγκληση να φέρει τις υπογραφές όλων των εντολέων-μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, με βεβαίωση της γνησιότητος της υπογραφής όλων από Αρχή ή δικηγόρο, κατά το άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ, όπερ δεν συμβαίνει ενταύθα. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η έλλειψη αυτή δεν καλύπτεται από το σχετικό πεντασέλιδο από 19/1/2010 έγγραφο, (που προσκομίζεται νυν, μετ' αίτηση του αναιρεσείοντος εισαγγελέως), με δυο σελίδες ενός καταστατικού και με αναφερόμενο "άρθρο 20" αυτού, αφού δεν προκύπτει ότι πρόκειται περί καταστατικού ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο (20/12/2002), εκ μόνης της επισημειώσεως, εις την προτελευταία σελίδα του εγγράφου, της Νομαρχίας Αθηνών, ότι είναι "ακριβές φωτοαντίγραφο εκ του ισχύοντος καταστατικού όπως τροποποιήθηκε από την Γ.Σ. της 24/12/2001 που εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στα Μητρώα ΑΕ την 27/6/2002". Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδος δικάσαν κατ' έφεση και με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 4706/2009 απόφασή του έκρινεν ότι η έγκληση, περί ης εδώ ο λόγος, δεν υπεβλήθη νομοτύπως και εκήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου 79 Ν. 5960/1933, κατά του κατηγορουμένου Χ, δεν υπερέβη την εξουσία του. Κατ' ακολουθίαν η κρινομένη αναίρεση του Εισαγγελέως Αρείου Πάγου πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 4/21 Ιανουαρίου 2010 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4706/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδος.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή