Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1488 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.




Περίληψη:
Παράβαση άρθρου μόνου ΑΝ 690/45 (όπως ισχύει). Λόγοι αιτήσεων για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσεως προσβαλλόμενης αποφάσεως. Οι αναιρεσείοντες, ως εργοδότες, δεν κατέλαβαν τις νόμιμες αποδοχές στον προσληφθέντα από αυτούς και εργαζόμενό τους για συγκεκριμένο χρόνο, επιδόματα άδειας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Απορρίπτει αιτήσεις αναιρέσεως.




Αριθμός 1488/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις
των αναιρεσείουντων-κατηγορουμένων: 1)Χ1 και 2)Χ2, κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Διονά, για αναίρεση της 2329/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/νίκης. Το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσ/νίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 Σεπτεμβρίου 2009 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1333/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσείοντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 4-9-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων: α)Χ1 και β)Χ2 αντίστοιχα, κατά της υπ'αριθμ.2329/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσ/νίκης, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 του α.ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν ως οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3198/1995, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε καταστάσεις διαθεσιμότητας.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλες φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση, είτε από το νόμο ή το έθιμο είτε από διοικητικές πράξεις. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη α2329/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι παραβάσεως ΑΝ 690/45 (όπως ισχύει), κατ'εξακολούθηση και τους επιβλήθηκε ποινή Φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, σε καθέναν, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική και ορίστηκε το ποσό των πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως για καθέναν, καθώς και χρηματική ποινή οκτώ χιλιάδων ευρώ, κάθε κατηγορούμενος. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν Τριμελές Πλημ/κείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: " οι κατηγορούμενοι στη ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2002 έως 31-12-2005, με περισσότερες από μία πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, εργοδότες όντες και δη ως συνεκμεταλλευόμενοι υπαίθριο χώρο στάθμευσης επί της οδού ..., δεν κατέβαλαν εμπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι και της παραπάνω χρονολογίας σ'αυτόν που απασχολήθηκε απ' αυτούς με μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίσθηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας αφενός, του αρθρ.5 παρ.7 Α.Ν.539/45 περί αδείας, του αρθρ.3 παρ.16 Ν.4504/66 περί επιδόματος αδείας, και της υπ'αριθμ.19040/81 απόφασης Υπουργού Οικονομικών και Εργασίας "περί χορηγήσεως επιδόματος εορτών, Χριστουγέννων, Πάσχα" αφετέρου και συγκεκριμένα δεν κατέβαλαν στον ..., που απασχόλησαν από 1-11-2002 έως 31-12-2005 σαν νυκτοφύλακα, με μισθό 450 €, το ποσό των 30.308,28 Ευρώ, που προέρχεται από: Α)Διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών 12.186,84 €, ήτοι 1)από 1-11-2002 έως 1-7-2003:3.421,28 €
2) από 2-7-2003 έως 7-7-2003 :102,64 €
3)από 8-7-2003 έως 8-9-2004 :6.268,00 €
4)από 9-9-2004 έως 28-9-2004:341,24 €
5)από 29-9-2004 έως 31-1-2005:2.035,68 €
Β) Μη καταβολή επιδομάτων εορτών 2.927,10 €
1) αναλογία επιδόματος δώρου Χριστουγέννων 2002: 180,00€
2)επίδομα Πάσχα 2003:438,83 €
3)επίδομα Χριστουγέννων 2003:899,55 €
4)επίδομα Πάσχα 2004:449.80 €
5)επίδομα Χριστουγέννων 2004:958,92 €
Γ) Μη καταβολή αποδοχών αδειών και αποζημιώσεις επιδομάτων : 4.646,17 €
1)επίδομα αδείας 2003: 449,77 €
2)επίδομα αδείας 2004: 479,46 €
3)αποδοχές αδείας 2003: 1.799,10 €
4)αποδοχές αδείας 2004: 1.917,84 €
Δ)Μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1-2-2005 έως 31-12-2005, λόγω άσκησης δικαιώματος επισχέσεως εργασίας του απασχολούμενου, το ποσό των 10.548,12 € ( 958,92 Χ 11 μήνες) Ήτοι συνολικά το ποσό των 30.308,28 €. (12.186,84 € + 2.927,10 + 4 646 17 +10.548,12).
Τα παραπάνω προκύπτουν κυρίως από τις μετά λόγου γνώσεως καταθέσεις τόσο του παραπάνω εργαζομένου όσο και της συζύγου του, που με τρόπο απόλυτα πειστικό καταθέτουν για τις οφειλές των κατηγορουμένων και δεν αναιρούνται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο και μάλιστα από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης ..., επίσης εργαζομένου στην επιχείρηση των κατηγορούμενων, που δεν αμφισβητεί ότι ο κατηγορούμενος οφείλει τα παραπάνω αναφερόμενα ποσά. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξης της παράβασης του ΑΝ 690/45 όπως αντικ. από το άρθρο 8 του Ν.2336/95 κατ' εξακολούθηση, για την οποία κατηγορούνται και της οποίας πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση. Στους κατηγορουμένους δεν πρέπει να αναγνωρισθεί κάποια ελαφρυντική περίσταση και μάλιστα εκείνες "της ειλικρινούς μεταμέλειας, της καλής συμπεριφοράς αυτών μετά την τέλεση της πράξης τους και της πρόθεσης τους να άρουν τις συνέπειες της άδικης πράξης", που ζητούν, καθώς δεν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και ειδικότερα επειδή παρά την πάροδο πολλών ετών κανένα απολύτως ποσό από τα παραπάνω δεν έχουν καταβάλει στον παραπάνω εργαζόμενο τους" Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες της προαναφερόμενης αξιόποινης πράξης και ειδικότερα του ότι :
"Στη ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2002 έως 31-12-2005, με περισσότερες από μία πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, εργοδότες όντες και δη ως συνεκμεταλλευόμενοι υπαίθριο χώρο στάθμευσης επί της οδού ..., δεν κατέβαλαν εμπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι και της παραπάνω χρονολογίας, σ' αυτόν που απασχολήθηκε απ' αυτούς με μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίσθηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας αφενός, του αρθρ. 5§7 Α.Ν. 539/45 περί αδείας ,του αρθρ. 3§16 Ν. 4504/66 περί επιδόματος αδείας, και της υπ' αριθμ. 19040/81 απόφασης Υπουργού Οικονομικών και Εργασίας "περί χορηγήσεως επιδόματος εορτών, Χριστουγέννων, Πάσχα" αφετέρου και συγκεκριμένα δεν κατέβαλαν στον ..., κάτοικο ..., που απασχόλησαν από 1-11-2002 έως 31-12-2005 σαν νυκτοφύλακα, με μισθό 450 €, το ποσό των 30.308,28 Ευρώ, που προέρχεται από:
Α) Διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών 12.186,84 €, ήτοι
1)από 1 -11 -2002 έως 1 -7-2003 :3.421,28 €
2)από 2-7-2003 έως 7-7-2003 :102,64 €
3)από 8-7-2003 έως 8-9-2004 :6,268,00 €
4)από 9-9-2004 έως 28-9-2004:341,24 €
5)από 29-9-2004 έως 31-1-2005:2.035,68 €
Β) Μη καταβολή επιδομάτων εορτών
2.927,10 €
1)αναλογία επιδόματος δώρου Χριστουγέννων 2002:180,00 €
2)επίδομα Πάσχα 2003: 438 83 €
3)επίδομα Χριστουγέννων 2003:899,55 €
4)επίδομα Πάσχα 2004:449.80 €
5)επίδομα Χριστουγέννων 2004:958,92 €
Γ) Μη καταβολή αποδοχών αδειών και αποζημιώσεις επιδομάτων : 4.646,17 €
1)επίδομα αδείας 2003:449,77 €
2)επίδομα αδείας 2004:479,46 €
3)αποδοχές αδείας 2003:1.799,10 €
4)αποδοχές αδείας 2004:1.917,84 €
Δ) Μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1-2-2005 έως 31-12-2005, λόγω άσκησης δικαιώματος επισχέσεως εργασίας του απασχολούμενου, το ποσό των 10.548,12 € (958,92 Χ 11 μήνες)Ήτοι συνολικά το ποσό των 30.308,28 €. (12.186,84 € + 2.927,10 + 4.646,17 + 10.548,12)." Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε κάθε αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 ΠΚ και άρθρο μόνο παρ.1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντ/κε με αρθρ.8 παρ.1 Ν.2336/95 και αρθρ.5 παρ.7 ΑΝ 539/45, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 2329/09 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα-εκπροσωπήθηκαν οι κατηγορούμενοι), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: 1)... και 2) ... και του μάρτυρα υπερασπίσεως ....
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτοί καταδικάστηκαν οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: Το Δικαστήριο της ουσίας δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ειδικότερα:
1) Δεν προσδιορίζονται σ' αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ούτε στο σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό της, ποιες ήταν οι δικαιούμενες τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές του πιο πάνω εργαζομένου, έτσι ώστε με την αφαίρεση του καταβαλλομένου μηνιαίου ποσού των 450 ευρώ από το σύνολο των δικαιουμένων, να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο.
2)Δεν καθορίζεται, ενόψει της αναφερόμενης στην απόφαση συνολικής διάρκειας απασχόλησης του εργαζομένου, ο χρόνος κατά τον οποίο τα μερικότερα κονδύλια έπρεπε να καταβληθούν και αν ο χρόνος καταβολής τους καθορίζεται από την ατομική σύμβαση εργασίας, νόμο, συλλογική σύμβαση κλπ..
3)Δεν καθορίζεται ή άλλως καθορίζεται ασαφώς και αντιφατικώς, αν οι οφειλές αυτές στηρίζονταν σε έγκυρη σύμβαση εργασίας ή σε απλή σχέση εργασίας, αφού τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλομένης αναφέρονται αντιφατικά και τα δύο, δηλ. αναφέρεται επί λέξει ότι "... δεν κατέβαλαν εμπρόθεσμα, .... τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίσθηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας".
4) Δεν περιλαμβάνει, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ακριβής ιδιότητα τους, αφού τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλομένης αναφέρεται επί λέξει ότι: "...εργοδότες όντες και δη ως συνεκμεταλλευόμενοι υπαίθριο χώρο στάθμευσης ...". Δηλαδή δεν αναφέρει αν συνεκμεταλλεύονταν γιατί υπήρχε εταιρεία και ποια ήταν η νομική μορφή αυτής, ποια η ιδιότητα μου σε αυτήν, αν ήταν οι νόμιμοι εκπρόσωποι της, διευθυντές ή επιτετραμμένοι αυτής. Ακόμη δεν αναφέρει αν δεν υπήρχε εταιρεία, υπό ποία ιδιότητα συνεκμεταλλεύονταν τον υπαίθριο χώρο στάθμευσης, έτσι ώστε να έχουν υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων αποδοχών του εργαζομένου. Αβάσιμα όμως, καθόσον το άνω Δικαστήριο έχει περιλάβει με κάθε λεπτομέρεια και χωρίς αντιφάσεις, απαντήσεις σε όλα τα πιο πάνω ερωτήματα-αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, ώστε να παρίσταται περιττή η επανάληψή τους για μια ακόμα φορά. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 4 Σεπτεμβρίου 2009 (υπ'αριθμ.πρωτ.6861 και 6862/8-9-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αιτήσεις των: 1)Χ1 και 2)Χ2, αντίστοιχα, αιτήσεις για αναίρεση της με αριθμό 2329/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή