Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2483 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Ψευδορκία μάρτυρα, Εισαγγελική Πρόταση, Επεκτατικό αποτέλεσμα.




Περίληψη:
Απορρίπτεται αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κατά του βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που τον είχε παραπέμψει στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για πλαστογραφία με χρήση από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία από την οποία υπερέβαινε τα 73.000 € διότι είχε το βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία με επιτρεπτή αναφορά στις σκέψεις της ενσωματωμένης και πλήρως αιτιολογημένης προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών. Παύει οριστικά το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου την ποινική δίωξη για την έτερη αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή λόγω παραγραφής καθόσον ο χρόνος τελέσεως της πλημμεληματικής αυτής πράξεως ήταν εντός του χρονικού διαστήματος από 18/3/2004 έως 24/3/2004 και από τότε μέχρι την έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου του ΑΠ συμπληρώθηκε η πενταετία παραγραφής του πλημμελήματος (άρθρα 111 παρ. 3, 112 ΠΚ). Αναγνώριση επεκτατικού αποτελέσματος στην ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αίτηση αναιρέσεως υπέρ των συγκατηγορουμένων του που είχαν συμπαραπεμφθεί ως φυσικοί αυτουργοί της πλημμεληματικής πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα και παύση της ποινικής δίωξης και ως προς αυτούς για το άνω πλημμέλημα λόγω παραγραφής ενόψει συμπληρώσεως πενταετίας από την τέλεση της πράξεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2483/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπροέδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 454/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 571/09.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ψάνης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 228/24.6.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 64/3-4-2009 έκθεση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ..., κατά του υπ' αριθμ. 454/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 3590/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή (άρθρα 46 § ια, 94 § 1, 216 § § 1 και 3α, 224 § § 2 και 1 και 227 Π.Κ., όπως τα δύο τελευταία άρθρα ίσχυαν πριν την αντικατάστάση τους από το άρθρο 1 § § 1 και 3 αντίστοιχα του Ν.3327/2005). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων, εκδόθηκε το ανωτέρω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η κριθείσα έφεση και επικυρώθηκε το εκκληθέν βούλευμα. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 24-3-2009 (δειτ. σχετικό αποδεικτικό). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.) αφού ασκήθηκε διά του προς τούτο εξουσιοδοτηθέντος δικηγόρου του αναιρεσείοντος, Ιωάννου Αλετρά, δικηγόρου Αθηνών, στις 3-4-2009 και περιέχει συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης και δη αυτόν της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Συνεπώς είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσία ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης. Kατ' άρθρον 216 § 1 Π.Κ. "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση", ενώ κατά την παράγραφον 3 του αυτού ως άνω άρθρου, ως νυν ισχύει μετά την αντικατάστασίν της δι' άρθρου 14 του ν. 2721/1999 "Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1,2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον περιουσιακόν όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικόν όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών (73.000 ευρώ) ...". Για την στοιχειοθέτηση εξ αντικειμένου του αδικήματος της πλαστογραφίας απαιτείται εξυπαρχής κατάρτιση εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, εξ υποκειμένου δε δόλος συνιστάμενος στην γνώση και στην θέληση παραγωγής των περιστατικών τα οποία στοιχειοθετούν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου, όπως δια της χρήσεως του πλαστού εγγράφου παραπλανηθεί άλλος περί γεγονότος δυναμένου να έχει εννόμους συνεπείας. Περαιτέρω και εις την περίπτωσιν της κακουργηματικής πλαστογραφίας του άρθρου 216 § 3 Π.Κ. που προεξετέθη, απαιτείται, για την εξυποκειμένου θεμελίωσίν της, σκοπός του υπαιτίου να περιποιήσει στον εαυτόν του ή εις άλλον, δια βλάβης τρίτου, περιουσιακόν όφελος ή να βλάψει άλλον, το δε συνολικόν όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών (73.000 ευρώ), για την εξ αντικειμένου θεμελίωση (Σχετ. ΑΠ 1123/91 Π.Χρ. ΜΒ' 52, ΑΠ 1024/91 Π.Χρ. ΜΒ' 15, ΑΠ 701/95 ΝοΒ 44 σελ. 250, ΑΠ 1318/1988 Π.Χρ. ΛΘ' 307).
Ως περιουσιακόν όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστου ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί ούτος, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή με την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρος ή με την αποφυγή μειώσεως της περιουσίας του, δια βλάβης ετέρου. Αμέσως παθών εκ του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι εκείνος του οποίου επλαστογραφήθη η υπογραφή ή ενοθεύθη το έγγραφον του οποίου είναι εκδότης, αλλά και ο αμέσως ζημιούμενος από την χρήση του. Για την στοιχειοθέτηση, εξ άλλου, εξ αντικειμένου της χρήσεως του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, απαιτείται όπως ο δράστης καταστήσει τούτο (έγγραφον) προσιτόν εις τον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενόν του τρίτον και δώσει εις αυτόν (τρίτον) την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, ανεξαρτήτως της εν τέλει επιτεύξεως ή μη της γνώσεως αυτής, αλλά και της σκοπουμένης παραπλανήσεως. Προς θεμελίωσιν της κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίον η περιουσιακή μετακίνηση να συνδέεται αμέσως προς αυτήν (πλαστογραφίαν), υπό την έννοιαν ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως, δια μόνης της υλικής πράξεως της καταρτίσεως ή νοθεύσεως του εγγράφου, αλλά αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο εγκληματικόν σκοπόν και στο εν γένει παραπλανητικόν σχέδιον του δράστου και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και οι προυποθέσεις υπάρξεως εν συνεχεία της δυνατότητος, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς υστέρων της καταρτίσεως του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι ενδεχόμενες επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορον της πλαστογραφίας ή της νοθεύσεως να επιφέρουν το περιουσιακόν όφελος ή την περιουσιακήν ζημίαν που επιδιώκει ο δράστης, αφού προς θεμελίωσιν του συγκεκριμένου αξιοποίνου ο νομοθέτης απέβλεψεν όχι στην αμεσότητα της ενεργείας του δράστη εν σχέσει προς το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίον ενέχει αυτή καθ' εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει, ενδεχομένως, και περαιτέρω ενέργεια του δράστη, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επελεύσεως του οφέλους ή της βλάβης. Υπέρ των ανωτέρω συνηγορεί και το γεγονός ότι η πλαστογραφία διαπλάσσεται υπό του νόμου ως έγκλημα σκοπού και εντάσσεται συστηματικώς στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, με την περί αυτής δε διάταξη σκοπείται η προστασία, η ασφάλεια και η ακεραιτότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Σχετ. ΟΛΟΜ. Α.Π. 3/2008 Π.Χρ.ΝΗ σελ. 405).
Κατ' άρθρον 13 περ. γ' Π.Κ. "έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός ...", ενώ, κατ' άρθρον 46 § 1 περ. α Π.Κ. "όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού. Τέλος, κατ' άρθρον 224 § 2 Π.Κ., τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους (προ της αντικ/σεως της διατάξεως υπό του άρθρου 1 του ν. 3327/2005 με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών) "όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια".
Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39, ΑΠ 1151/2006 Π.Χρ. ΝΖ/33, ΑΠ 2464/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ/627). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 454/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του, ότι από το σύνολο του "υφισταμένου και συγκεντρωθέντος κατά την διενεργηθείσα κυρίαν Ανάκριση και την προηγηθείσαν αυτής προκαταρκτική εξέταση αποδεικτικού υλικού, ειδικώτερον δε από τις μαρτυρικές καταθέσεις, την μήνυση, τα έγγραφα, την έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως, την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, τις ανωμοτί εξηγήσεις κατ' άρθρον 31 § 2 Κ.Π.Δ. και την απολογίαν του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Ο εκκαλών κατηγορούμενος είχε, από το ημερολογιακόν έτος 1995, την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της υπό την επωνυμία "ECOINVEST AEΛΔΕ" ανωνύμου εταιρείας λήψεως διαβιβάσεως εντολών, υπό την ως άνω δε ιδιότητά του εις την συγκεκριμένη εταιρεία είχεν πολλούς επενδυτές ως πελάτες του. Οι τελευταίοι, επειδή κατά την χρονικήν περίοδον της γνωστής πτώσεως του χρηματιστηρίου Αθηνών απώλεσαν τα χρήματά τους, εστράφησαν δικαστικώς κατά του νυν εκκαλούντος, μετά δε ασκηθείσαν εναντίον τούτου (εκκαλούντος) ποινικήν δίωξιν, ο τελευταίος εκρατήθη προσωρινώς και παραπεμφθείς εις δίκην κατεδικάσθη εις πολυετή κάθειρξη. Μετά ταύτα και ειδικώτερον την 07-5-2003, ο νυν εκκαλών υπέβαλε μήνυση εναντίον του Ψ, αντιπροέδρου της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL CORPORATION, με την οποίαν υπεστήριζεν ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων τα οποία είχε, κατά τα προεκτεθέντα, λάβει από τους επενδυτές πελάτες του, τα είχε παραδώσει στον ως άνω υπ' αυτού καταμηνυθέντα Ψ, τούτο δε συνέβη κατόπιν σχετικής δελεαστικής προτάσεως του τελευταίου. Πλέον συγκεκριμένα και κατά τα εις την προμνησθείσαν μήνυσίν του υποστηριζόμενα από τον νυν εκκαλούντα, ο υπ' αυτού καταμηνυθείς Ψ του επρότεινε να βρίσκει μετοχές εταιρειών που επρόκειτο να εισαχθούν στο χρηματιστήριον, από αυτές που κρατούσε δι' ίδιον αυτής λογαριασμόν η προμνησθείσα LAIDLAW GLOBAL και να τις παραδίδει στους πελάτες του τότε μηνυτή και νυν εκκαλούντος κατηγορουμένου και έτσι αυτοί (πελάτες του εκκαλούντος) θα ηδύναντο να έχουν "υπερβολικά μεγάλες αποδόσεις". Κατά τα εις την ειρημένη μήνυση ιστορούμενα, ο υποβαλών αυτήν, εξ αιτίας και πιέσεων που είχε δεχθεί από "επιφανείς πελάτες" του να εξεύρει "μετοχές από προεγγραφές", απεδέχθη την υπό του καταμηνυθέντος Ψ γενομένη ως άνω πρόταση συνεργασίας (ορ. Σχετ. την περί ης πρόκειται μήνυση του νυν εκκαλούντος κατηγορουμένου κατά Ψ, λαβούσαν Α.Β.Μ. της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Α 2003/1499). Επί τη βάσει της ειρημένης μηνύσεως του νυν εκκαλούντος κατηγορουμένου εναντίον του Ψ (ήδη εγκαλούντος και πολιτικώς ενάγοντος στην παρούσα υπόθεση), ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του τελευταίου για την κακουργηματική αξιόποινη πράξη της απάτης, με υπερβαίνον τα 73.000 ευρώ περιουσιακόν όφελος και για την, ωσαύτως, κακουργηματική αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και δη τοιούτου υπερβαίνοντος τα 73.000,00 ευρώ, παρ' εντολοδόχου και διαχειριστού ξένης περιουσίας (άρθρα 386 § § 3 περ. Β,1 και 375 § § 2,1 Π.Κ.). Κατά την επακολουθήσασα Κυρία Ανάκριση, ενώπιον της 20ης τακτικής Ανακριτρίας Πλημμελειοδικών Αθηνών που διενήργησε αυτήν, ενεφανίσθη και εξετάσθηκε ανωμοτί, ως πολιτικώς ενάγων, ο τότε μηνυτής και ήδη εκκαλών κατηγορούμενος, προσκομίσας εις την Ανακρίτριαν σειράν ολόκληρη πλαστών αποδείξεων, τις οποίες ενεφάνισε ως προερχόμενες δήθεν από τον τότε κατ/νον (ήδη εγκαλούντα) Ψ και το από 03-3-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, πλαστόν επίσης. Οι προδιαληφθείσες πλαστές αποδείξεις αφορούσαν ποσά δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών, τα οποία, όπως ισχυρίσθηκε ο τότε μηνυτής και νυν κατηγορούμενος, παρέδιδε στον τότε κατηγορούμενο και νυν εγκαλούντα Ψ για αγορά μετοχών, ενώ το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό, πλαστόν ωσαύτως, ενεφάνιζε τον Ψ να αναγνωρίζει την ύπαρξη χρέους προς τον νυν εκκαλούντα και τους τότε πελάτες του, ύψους 6.041.000.000 δραχμών, με παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεως αυτού (Ψ) να εξοφλήσει τούτο (χρέος) από το προϊόν που θα προέκυπτε από την πώληση μετοχών συγκεκριμένων εταιρειών. Οι κατά τα ανωτέρω προσκομισθείσες υπό του εκκαλούντος κατηγορουμένου στην Ανακρίτρια αποδείξεις ήσαν οι κάτωθι και δη: Α) Η υπό ημερομηνίαν 26-3-1999 απόδειξη παραλαβής ποσού 86.000.000 δραχμών της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp, με την οποίαν ενεφανίζετο ο εγκαλών Ψ, ως αντιπρόεδρος της εταιρείας αυτής, να παραλαμβάνει από τον Πρόεδρον της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ, δηλ. από τον κατηγορούμενο το ανωτέρω ποσόν, προς αγοράν μετοχών μέσω της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp. Β) Η υπό ημερομηνίαν 07-4-1999 απόδειξη παραλαβής ποσού 11.500.000 δραχμών της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp, με την οποίαν ενεφανίζετο ο εγκαλών Ψ, ως αντιπρόεδρος της εταιρείας αυτής, να παραλαμβάνει από τον πρόεδρον της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ, δηλαδή από τον κατηγορούμενο, το ανωτέρω ποσόν, προς αγοράν μετοχών μέσω της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp. Γ) Η υπό ημερομηνίαν 06-9-1999 απόδειξη παραλαβής ποσού 75.000.000 δραχμών της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp, με την οποίαν ενεφανίζετο ο εγκαλών Ψ, ως αντιπρόεδρος της εταιρείας αυτής, να παραλαμβάνει από τον πρόεδρον της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ, δηλαδή από τον κατηγορούμενο, το ανωτέρω ποσόν, προς αγοράν μετοχών μέσω της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp. Δ) Η υπό ημερομηνίαν 02-9-1999 απόδειξη παραλαβής ποσού 110.000.000 δραχμών της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp, με την οποίαν ενεφανίζετο ο εγκαλών Ψ, ως αντιπρόεδρος της εταιρείας αυτής, να παραλαμβάνει από τον πρόεδρον της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ, δηλαδή από τον κατηγορούμενο, το ανωτέρω ποσόν, προς αγοράν μετοχών μέσω της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp. Ε) Η υπό ημερομηνίαν 10-6-1999 απόδειξη παραλαβής ποσού 125.000.000 δραχμών της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp, με την οποίαν ενεφανίζετο ο εγκαλών Ψ, ως αντιπρόεδρος της εταιρείας αυτής, να παραλαμβάνει από τον πρόεδρον της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ, δηλαδή από τον κατηγορούμενο, το ανωτέρω ποσόν, προς αγοράν μετοχών μέσω της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp. ΣΤ) Η υπό ημερομηνίαν 29.10.1999 απόδειξη παραλαβής ποσού 80.000 δραχμών της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp, με την οποίαν ενεφανίζετο ο εγκαλών Ψ, ως αντιπρόεδρος της εταιρείας αυτής, να παραλαμβάνει από τον πρόεδρον της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ, δηλαδή από τον κατηγορούμενο, το ανωτέρω ποσόν, προς αγοράν μετοχών μέσω της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp. Ζ) Η υπό ημερομηνίαν 05-11-1999 απόδειξη παραλαβής ποσού 90.000.000 δραχμών της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp, με την οποίαν ενεφανίζετο ο εγκαλών Ψ, ως αντιπρόεδρος της εταιρείας αυτής, να παραλαμβάνει από τον πρόεδρον της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ, δηλαδή από τον κατηγορούμενο, το ανωτέρω ποσόν, προς αγοράν μετοχών μέσω της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp. Σε όλες τις ως άνω και υπό στοιχ. Α', Β',Γ',Δ', Ε', ΣΤ', Ζ' μνημονευθείσες αποδείξεις, συνολικού χρηματικού ποσού 577,5 εκατομμυρίων δραχμών, υπό την ένδειξη "Ο ΛΑΒΩΝ" ο κατηγορούμενος έθεσε την σφραγίδα της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL Corp και την υπογραφήν του νυν εγκαλούντος Ψ, κατ'απομίμησιν, εν αγνοία τούτου (εγκαλούντος) και άνευ της συναινέσεως του, σκοπών να παραπλανήσει δια της χρήσεως των άλλους περί γεγονότος δυναμένου να έχει εννόμους συνεπείας και δη περί του ότι ο ίδιος (κατηγορούμενος) είχεν καταβάλει τα εκάστοτε αναφερόμενα στις αποδείξεις παραλαβής ποσά στον Ψ, ο οποίος ως αποδέκτης των χρημάτων εξέδωσε, δήθεν, τις σχετικές αποδείξεις και έτσι να αποκομίσει παράνομον περιουσιακόν όφελος, αντιστοίχου ύψους με τα ενσωματούμενα στις ως άνω αποδείξεις χρηματικά ποσά, δια βλάβης της περιουσίας του Ψ, τον οποίον ενεφάνιζεν ως οφειλέτη των ποσών αυτών και υπεύθυνον για την απώλειαν των χρημάτων των επενδυτών-πελατών του κατηγορουμένου. Το περιεχόμενον του από 03-3-00 πλαστού ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίον, ως προανεφέρθη, προσεκόμισεν ωσαύτως ο κατηγορούμενος ενώπιον της Ανακριτρίας, έχει ως κάτωθι και δη: "Στην ..., σήμερα Παρασκευή 3 Μαρτίου 2000 και στα γραφεία της LAIDLAW GLOBAL, ..., ..., συντάχθηκε το παρακάτω συμφωνητικό μεταξύ των α) Χ, κάτοικος ..., οδός ..., Α.Δ.Τ. ... και β) Ψ, κάτοικος .., οδός ..., Α.Δ.Τ. ... . Ο Ψ, Αντιπρόεδρος της επενδυτικής τραπέζης με έδρα την ... (διευθ. ...), έχοντας συνάψει συνεργασία με τον Χ, Πρόεδρο της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ, παρείχε την ευκαιρία στους πελάτες της εν λόγω ΑΕΛΔΕ να επενδύσουν τα κεφάλαια τους σε μετοχές εταιρειών προτού εισαχθούν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Αυτό γινόταν όποτε η LAIDLAW GLOBAL είχε την δυνατότητα εύρεσης μετοχών από εταιρείες που θα εισάγονταν.
Κατά την διάρκεια της συνεργασίας αυτής ο Ψ παρέλαβε από τον Χ το συνολικό ποσόν των δρχ. 8.808.000.000 (οκτώ δισεκατομμύρια οκτακόσια οκτώ εκατομμύρια) (έως συνημμένες αποδείξεις παραλαβής). Επίσης κατά την ίδια χρονική διάρκεια ο Ψ παρέδωσε στον Χ το ποσόν των δρχ. 2.767.000.000 (δύο δισεκατομμύρια επτακόσια εξήντα επτά εκατομμύρια) ως επιστροφή χρημάτων προς τους επενδυτές πελάτες του. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι να έχει μείνει προς επιστροφή από τον Ψ στον Χ το ποσό των 6.041.000.000 δρχ. (έξι δισεκατομμύρια σαράντα ένα εκατομμύρια) ως εξόφληση των κεφαλαίων χωρίς να υπολογίζονται οι αποδόσεις από την τοποθέτηση στις μετοχές της UNISOFT ΑΕ και ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΑΕ. Επειδή σε παράβαση της συμφωνίας μας για συγκεκριμένη τοποθέτηση των κεφαλαίων σε μετοχές ο Ψ έκρινε σκόπιμο χωρίς πρώτα να ενημερώσει τον Χ να τοποθετήσει τα συγκεκριμένα κεφάλαια σε μετοχή που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο Ν. Υόρκης ονόματι ... και στην μετοχή της τραπέζης που εργάζεται LAIDLAW GLOBAL, που είναι εισηγμένη στο NASDAQ επ'ονόματί του, προκύπτει αδυναμία επιστροφής των χρημάτων στους επενδυτές - πελάτες της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ.
Με το παρόν συμφωνητικό ο Ψ γνωστοποιεί στον Χ ότι έχουν αγοραστεί 500.000 μετοχές της New Millennium AEEX και 600.000 μετοχές της New Technology A.E.E.X. καθώς και 100.000 μετοχές της εταιρείας ... είτε στο όνομα του είτε στις εταιρείες: "...", "...", "...", "...", "BEPVIL LTD", "...", και δεσμεύεται ότι το προϊόν της πώλησης αυτών των μετοχών θα μεταβιβασθεί στον Χ για ικανοποίηση των πελατών του. Επιπροσθέτως ο Χ δεσμεύεται ότι μέχρι την πώληση των συγκεκριμένων μετοχών και παράδοση σε αυτόν το προϊόν (του προϊόντος) της πώλησης, δεν θα προβεί σε καμμία ενέργεια εναντίον του Ψ είτε ποινικής μορφής είτε αστικής, ότι δεν θα γνωστοποιήσει σε κανέναν το παρόν συμφωνητικό καθώς και την συμφωνία συνεργασίας τους. Σε περίπτωση που ο Χ αθετήσει οποιονδήποτε όρον της συμφωνίας το εν λόγω συμφωνητικό καθίσταται άκυρο". Παρά πόδας του προαναφερθέντος και κατά περιεχόμενον προεκτεθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού, ο κατηγορούμενος έθεσε κατ' απομίμησιν την υπογραφήν του εγκαλούντος Ψ, εν συνεχεία δε έθεσε σφραγίδα με την ένδειξη "ΒΕΒΑΙΟΥΤΑΙ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ των δηλούντων Ψ (δηλ. του εγκαλούντος) και Χ (δηλ. του κατ/νου), ... 3-3-2000. Η ΣΥΜ/ΦΟΣ ΑΘΗΝΩΝ" θέσας παρά πόδας του κειμένου της προτεκτεθείσης σφραγίδος την υπογραφή και την σφραγίδα της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., άνευ συναινέσεως της τελευταίας και ουδενός προς τούτο σχετικού δικαιώματος του ιδίου. Με την συναπτομένη με το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό ενέργειά του ο κατηγορούμενος εσκόπει να παραπλανήσει τρίτους σχετικά με γεγονός το οποίο μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ειδικώτερον εσκόπει, δια της εμπεριεχομένης στο ειρημένο ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνωρίσεως οφειλής που εφέρετο ως προερχομένη από τον εγκαλούνται Ψ, να εμφανίσει τούτον (εγκαλούντα) ως υπεύθυνον για τις απαιτήσεις των επενδυτών της εταιρείας ECOINVEST ΑΕΛΔΕ, προκαλώντας έτσι σ' αυτόν (εγκαλούντα) ζημίαν ύψους 6.041.000.000 δραχμών, με αντίστοιχον του ιδίου περιουσιακόν όφελος, αφού τω όντι αυτός ούτος ο κατηγορούμενος ήτο υπεύθυνος και υπόχρεως έναντι των επενδυτών της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ και ως προς τις απαιτήσεις των τελευταίων (ορ. το περί ου ο λόγος από 03-3-00 ιδιωτικόν συμφωνητικόν).
Απάντων των προεκτεθέντων πλαστών εγγράφων (αποδείξεων και ιδιωτικού συμφωνητικού) εποιήσατο χρήσιν ο εκκαλών κατηγορούμενος επικαλούμενος αυτά στην υπό στοιχ. ΑΒΜ Α03/1499, από 7-5-03, μήνυσή του εναντίον του νυν εγκαλούντος Ψ, αλλά και προσκομίσας αυτά τόσον ενώπιον της διενεργησάσης την συνεπεία της ως άνω μηνύσεως, Κυρίαν Ανάκριση Τακτικής Ανακριτρίας, όσον και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, την 06-12-06, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως της προμνησθείσης μηνύσεως, κατά του νυν εγκαλούντος Ψ. Εν σχέσει προς την πλαστότητα ή μη των προμνησθέντων κρισίμων εγγράφων και από την διεξαχθείσαν, ως προς το ζήτημα, σχετική έρευνα, προέκυψαν τα κάτωθι και δη:
Κατά την από 25-11-2006 "ΕΚΘΕΣΗ ΓΡΑΦΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΩΣ" της δικαστικής γραφολόγου ..., οι υπογραφές του νυν εγκαλούντος Ψ τόσον στις αποδείξεις της LAIDLAW GLOBAL CORPORATION που προεξετέθησαν, όσον και στο ωσαύτως προεκτεθέν ιδιωτικόν συμφωνητικόν είναι πλαστές, μη τεθείσαι δια χειρός Ψ, αλλά κατ' απομίμησιν γνησίας αυτού υπογραφής, κατά τα ειδικώτερον στην ως άνω γραφολογική έκθεση προσδιοριζόμενα (ορ. Σχετ. την συγκεκριμένη γραφολογική έκθεση).
Περαιτέρω και κατά την ορισθείσαν από την Ανακρίτριαν πραγματογνώμονα δικαστική γραφολόγο ..., οι υφιστάμενες εις τα κρίσιμα έγγραφα υπογραφές του εγκαλούντος Ψ είναι πλαστές και έχουν τεθεί κατ' απομίμησιν, κατά τις ειδικώτερον στην ειρημένη έκθεση γιγνόμενες εξειδικεύσεις, αποκλειομένου μάλιστα του ενδεχομένου της αυτοαλλοιώσεως.
Επίσης, κατά την αυτή ως άνω πραγματογνώμονα, η παρά πόδας του επιδίκου ιδιωτικού συμφωνητικού υπογραφή της συμβολαιογράφου Αθηνών ... είναι πλαστή, μη χαραχθείσα από την ίδια, αλλά με την μέθοδον της ελευθέρας απομιμήσεως, από διάφορον της ιδίας πρόσωπον. (ορ. Σχετ. από 30-6-2008 "'Εκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης". δικαστικής γραφολόγου ...). Ως προς την πλαστότητα της υπογραφής της συγκεκριμένης συμβολαιογράφου, θα πρέπει, επιπροσθέτως, να επισημανθούν και τα ακόλουθα. Η ιδία η συμβολαιογράφος, στην από 22-2-2007 "ΕΞΩΔΙΚΗ-ΔΗΛΩΣΗ-ΑΠΑΝΤΗΣΗ" προς τον νυν εγκαλούντα Ψ, που της είχεν απευθύνει την από 13-02-2007 "ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ", εκθέτει ότι "α) δεν γνωρίζω οποιονδήποτε από τους αναφερομένους ως συμβληθέντες στο έντυπο (ιδιωτικό συμφωνητικό) που επισυνάπτεται στην ανωτέρω δήλωση-πρόσκλησή σας β) δεν έχει μεταβεί στα αναφερόμενα στο ίδιο έντυπο Γραφεία και γ) η υπογραφή που υπάρχει στο αυτό έντυπο, κάτω από την ένδειξη "ΒΕΒΑΙΟΥΤΑΙ.......ΥΠΟΓΡΑΦΗ" δεν έχει τεθεί από εμένα. Επίσης δε και την αναγραφομένη φράση ..... "των δηλούντων Ψ και Χ" καθώς και την ημερομηνία 3-3-2000 δεν έχω γράψει, φυσικά εγώ. Άλλως τε, στις αρμοδιότητες του Συμβολαιογράφου δεν συμπεριλαμβάνεται η δυνατότητα βεβαίωσης υπογραφών σε έγγραφα ιδιωτικά και γενικά σε έγγραφα μη καταχωρούμενα στο βιβλίο καταχώρησης των συμβολαιογραφικών πράξεων, καθώς και η σφράγιση εγγράφων ασχέτως προς τις συντασσόμενες και καταχωρούμενες στο ανωτέρω βιβλίο πράξεις" (Ορ. σχετ. την ειρημένη "ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ" της συγκεκριμένης συμβολαιογράφου). Εν όψει των προεκτεθέντων ως προς την πλαστότητα των επιδίκων εγγράφων, είναι πρόδηλον ότι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί (ομιλεί περί γνησιότητος των εγγράφων) του εκκαλούντος, κάθε άλλο παρά δύνανται να κλονίσουν την ύπαρξη εις βάρος του αποχρωσών ενδείξεων ενοχής για την συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας για την οποία γίνεται λόγος, της οποίας ορθώς και δικονομικώς επιτρεπτώς προσδιορίζεται, δια του εκκαλουμένου βουλεύματος, ως χρόνος τελέσεως ο του μηνός Απριλίου 2003 τοιούτος, αφού τα πλαστά αυτά έγγραφα κατηρτίσθησαν προκειμένου να συνοδεύσουν, ως δήθεν αποδεικτικά στοιχεία, την από 07-5-2003 έγκληση του εκκαλούντος κατηγορουμένου κατά του νυν εγκαλούντος και ενόψει της καταθέσεως εγχειρίσεως αυτής (εγκλήσεως). Όπως και εν αρχή της παρούσης εξετέθη, ο εκκαλών κατηγορούμενος βαρύνεται και με την πλημμεληματική αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας εις ψευδορκίαν μάρτυρος κατά συρροήν (αρ. 46 § ια, 94 § 1, 224§ 2 και 227 § 1 Π.Κ.). Με το εκκαλούμενον βούλευμα κατηγορούμενοι για ψευδορκία μάρτυρος συμπαραπέμφθηκαν, μετά του εκκαλούντος κατηγορουμένου, οι: Ι) Ω1, κάτ. ..., ΙΙ) Ω2, κατ. ... και ΙΙΙ) Ω3, κατ. ... . Ο υπό στοιχ. Ι εξ αυτών κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι, την 24-3-2004, ενόρκως εξεταζόμενος ως μάρτυς ενώπιον της Ανακριτρίας του 20ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, εντός των πλαισίων της Κυρίας Ανακρίσεως επί της υπό στοιχ. Α03/1499 μηνύσεως του εκκαλούντος κατά του ήδη εγκαλούντος Ψ, εν γνώσει του κατέθεσεν ψευδώς ότι "Τα χρήματα αυτά (295.000.000 δρχ.) τα παραδώσαμε μαζί με τον κ. Χ (ήδη εκκαλούντα) στην εταιρεία GLOBAL στην οποία ήταν αντιπρόεδρος ο Ψ (ήδη εγκαλών) στην οδό ... στο ... . Ο Ψ ουδέποτε του έδωσε μετοχές στο όνομα των πελατών του ούτε του επέστρεψε τα χρήματα που είχε ειπσράξει. Είδαμε με τα μάτια μας ότι τα χρήματά μας τα κατέβαλε στον Ψ". Η υπό στοιχ. ΙΙ εξ αυτών, την 19-3-2004, ενώπιον της αυτής ως άνω Ανακριτρίας και εντός των πλαισίων της ιδίας ως άνω Ανακριτικής διαδικασίας, εξεταζομένη ενόρκως ως μάρτυς κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς ότι: Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας της γραμματέως του εγκαλούντος κλήθηκε σε συνάντηση που έλαβε χώραν σε αίθουσα του ξενοδοχείου ... για να ενημερώσει ο εγκαλών και αυτός σχετικά με την δυνατότητα απόκτησης μετοχών μιας προς εισαγωγήν στο χρηματιστήριο εταιρείας, αντί των χρημάτων που δήθεν τους χρωστούσε ο εγκαλών και τα οποία αδυνατούσε να τα καταβάλει άμεσα, ότι ο εγκαλών εξαφανίσθηκε, καθώς και "ότι ο εγκαλών εξαφανίσθηκε, καθώς και "ότι είμαι πεπεισμένη ωστόσο ότι δεν είναι αυτός (δηλ. ο Χ) που υπεξήρεσε τα χρήματά μου, αλλά ο κ. Ψ, όπως και των υπολοίπων πελατών". Ο υπό στοιχ. ΙΙΙ εξ αυτών, την 24-3-2004, ενώπιον της αυτής ως άνω Ανακριτρίας και εντός των πλαισίων της ιδίας πάντοτε ανακριτικής διαδικασίας, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυς κατέθεσεν εν γνώσει του ψευδώς ότι "Τον μηνυτή τον γνώρισα το 1999, όταν χρειάστηκε συνοδεία για την ασφαλή μεταφορά χρημάτων του από το γραφείο του σε μία τράπεζα με ξένο όνομα στην οδό ... στο ... . Αυτό συνέβη από τα μέσα του Ιανουαρίου του 1999 και για 7 μήνες σε καθημερινή βάση κατά τις 4 κάθε απόγευμα" (Ορ. Σχετ. τις ειρημένες μαρτυρικές καταθέσεις των προμνησθέντων υπό στοιχ. Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και επί ψευδορκία μάρτυρος παραπεμφθέντων κατηγορούμένων). Παρατηρητέον ότι το περιεχόμενον των μαρτυρικών καταθέσεων των παροαναφερθέντων, για ψευδορκία μάρτυρος παραπεμφθέντων, κατηγορουμένων, ταυτίζεται, από ουσιαστικής απόψεως, με το περιεχόμενον των εγγράφων που συνιστούν αντικείμενον της κατηγορίας της κακουργηματικής πλαστογραφίας, αμφότερα (μαρτυρικές καταθέσεις και πλαστά έγγραφα) δε συγκλίνουν εις την εξυπηρέτησιν του σκοπού του κατηγορουμένου - εκκαλούντος, όπως περιποιήσει στον εαυτόν του περιουσιακόν όφελος, αντίστοιχον των ενσωματουμένων εις τα πλαστά έγγραφα χρηματικών ποσών, δια βλάβης περιουσιακής, αντιστοίχου προς την περιουσιακήν ωφέλειαν ύψους, του ήδη εγκαλούντος Ψ. Πρόδηλον συνεπώς και ως εκ των ανωτέρω παρίσταται το ότι, ο ίδιος ο εκκαλών κατηγορούμενος, προκειμένου να υποστηρίξει και προωθήσει τις έκνομες επιδιώξεις του, προεκάλεσε στους αυτουργούς της ψευδορκίας την απόφαση όπως αυτοί ψευδορκήσουν. Η επιδίωξη, δηλαδή, του κατηγορουμένου όπως περιποιήσει στον εαυτόν του περιουσιακόν όφελος, δια αντιστοίχου περιουσιακής βλάβης του εγκαλούντος Ψ, συνδέει ευθέως και αμέσως αυτόν (κατηγορούμενο) τόσον προς την διωκομένη κακουργηματική πλαστογραφία, όσον και προς την ηθικήν αυτουργίαν κατά συρροήν, στις προαναφερθείσες ψευδορκίες των παραπεμπομένων αυτουργών αυτών (ψευδορκιών). Άλλως, ο μόνος ο οποίος είχε συμφέρον από την κατάρτιση των κρισίμων πλαστών εγγράφων και το περιεχόμενον των επιδίκων μαρτυρικών καταθέσεων και ο μόνος αντλών όφελος από αυτά είναι ο εκκαλών κατηγορούμενος, ο οποίος, σημειωτέρον, δεν καταδεικνύει έτερον ως συντάκτην των εγγράφων, αλλά εμμένων, παρά το συντριπτικόν αποδεικτικόν υλικόν, στην γνησιότητα δήθεν αυτών, εμμέσως δεν αποκρούει την ευθείαν και άμεσον σχέσιν του με όσα δια των κατηγοριών του προσάπτονται. Επειδή, εν όψει των προδιαλαμβανομένων, ορθώς εκρίθησαν ως επαρκείς, οι υφιστάμενες εις βάρος του εκκαλούντος ενδείξεις, με το προσβαλλόμενον βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, οι σκέψεις του οποίου τυγχάνουν ορθές, νόμιμες και υιοθετητέες, θα πρέπει η κρινομένη έφεση να απορριφθεί κατ' ουσίαν, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενον βούλευμα και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του εκκαλούντος. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διά της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο και οι σκέψεις του διά των οποίων αποφάνθηκε την απόρριψη της ανωτέρω εφέσεως του αναιρεσείοντος ως ουσία αβάσιμης.
Συνεπώς ο μοναδικός προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 484 § ιδ' του Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: 1) Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 64/2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ' αριθ. 454/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
2) να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος.

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 εδ. α' του Π.Κ., όπως προστέθηκε στην τελευταία παράγραφο με το άρθρο 1 παρ. 7α του ν. 2408/1996 και αντικαταστλαθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2α του ν. 2721/1999 προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της κακουργηματικής πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξαρχής κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση των περιστατικών, που θεμελιώνουν την πράξη και συνάμα σκοπός αυτού, όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου παραπλανηθεί άλλος για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευομένου δικαιώματος, με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός αν επιτεύχθηκε τελικώς η παραπλάνηση και το περιουσιακό όφελος ή η βλάβη. Η περαιτέρω χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, κατάρτιση δε πλαστού εγγράφου συνιστά η εξαρχής από το δράστη σύνθεση εγγράφου που δεν υπήρχε πριν και το οποίο εμφανίζεται ότι προέρχεται από άλλο πρόσωπο. Από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα συγκροτείται όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο ως δράστη περισσοτέρων αυτοτελών μικροτέρων πράξεων του ίδιου εγκλήματος και αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής, στο δικαστήριο της ουσίας δε εναπόκειται η κρίση, αν οι πλείονες ομοειδείς πράξεις του αυτού προσώπου δύνανται να θεωρηθούν ότι τελούν σε ενότητα εγκληματικής αποφάσεως, ως εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος για το οποίο σε καταφατική περίπτωση μπορεί να μην επιβληθεί μια συνολική ποινή κατ' εφαρμογήν άρθρων 9 η παρ. 1 96 Π.Κ., αλλά δύναται να καταγνωσθεί από το δικαστήριο μία και ενιαία για όλες τις πράξεις ποινή, στην επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των πράξεων, οι οποίες θεωρούνται πλέον ως μερικότερες πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, που θεωρείται ένα και ενιαίο κατά την παράγραφο 2 δε του άνω άρθρου που προσετέθη με το άρθρο 14 παρ. 1 (1.1) του ν. 2721/1999 η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Έλλειψή της, κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το συσχετισμό της δικανικής πεποιθήσεως. Απαιτείται να προκύπτει μόνο ότι έλαβε το Συμβούλιο υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τα άρθρα 177 παρ. 1 και 178 Κ.Ποιν.Δ η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση που ενσωματώνεται στο σκεπτικό του, διαλαμβάνει σε σχέση με την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση που σχημάτισε με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται ειδικώς, τα ακόλουθα. Ο ήδη αναιρεσείων ήταν από το 1995 διευθύνων σύμβουλος στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ECOINVEST A.E.Λ.Δ.Ε" και υπό την ιδιότητά του αυτήν είχε επιτύχει να εμπιστευθούν στη συγκεκριμένη εταιρεία προς επένδυση τα χρήματά των πολλοί πελάτες της. Κατά τη χρονική περίοδο που σημειώθηκε στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μεγάλη πτώση της αξίας των τίτλων, των οποίων γινόταν διαπραγμάτευση σ' αυτό, πολλοί από τους πελάτες της άνω ανώνυμης εταιρείας λήψεις διαβιβάσεως εντολών που απώλεσαν τα χρήματά των εστράφησαν δικαστικώς εναντίον του άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και μετά την άσκηση εναντίον του τελευταίου ποινικής διατάξεως αυτός κρατήθηκε προσωρινώς και στη συνέχεια καταδικάσθηκε σε πολυετή κάθειρξη. Ακολούθως ο ήδη αναιρεσείων με την από 7.5.2003 μήνυσή του που υπεβλήθη στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών εναντίον του Ψ, αντιπροέδρου της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL CORPORATION υποστήριξε ότι είχε προτείνει ο τελευταίος σ' αυτόν (μηνυτή) να ανευρίσκει μετοχές εταιρειών που επρόκειτο να εισαχθούν στο χρηματιστήριο και που κρατούσε για ίδιο λογαριασμό της η εταιρεία LAIDLAW GLOBAL CORPORATION και να τις παραδίδει στους πελάτες του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και έτσι οι πελάτες του τελευταίου θα ήταν δυνατό να έχουν υπερβολικά μεγάλες αποδόσεις. Ανέφερε ακόμη ο αναιρεσείων στην άνω μήνυση του ότι απεδέχθη την πρόταση αυτήν συνεργασίας του Ψ από το ότι δεχόταν πιέσεις πελατών του να εξεύρει μετοχές από προεγγραφές και ότι στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας παρέδωσε μεγάλο μέρος από τα χρήματα που είχε λάβει από τους πελάτες του προς επένδυση στον καταμηνυθέντα Ψ. Κατά του τελευταίου με βάση την μήνυση του αναιρεσείοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη με παράνομο περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 ευρώ και για κακουργηματική υπεξαίρεση ιδιαίτερης μεγάλης αξίας που η αξία του υπερέβαινε τα 73.000 ευρώ από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Στα πλαίσια της διαταχθείσης μετά την άσκηση της άνω ποινικής διώξεως κατά του Ψ κυρίας ανακρίσεως εμφανίσθηκε και εξετάσθηκε ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγων ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος, ο οποίος προσεκόμισε σειρά αποδείξεων που ενεφάνισε ότι προέρχονταν δήθεν από τον Ψ καθώς και το υπό ημερομηνία 3.2.2000 ιδιωτικό συμφωνητικό που ήταν πλαστό όπως και οι άνω αποδείξεις. Κατά τα όσα ισχυρίσθηκε τότε ο ήδη αναιρεσείων αυτές οι πλαστές αποδείξεις αφορούσαν τα ικανού ύψους χρηματικά ποσά που ενώ κατά το περιεχόμενο του πλαστού ιδιωτικού συμφωνητικού εμφανιζόταν ο Ψ να αναγνωρίζει την ύπαρξη χρέους προς τον ήδη αναιρεσείοντα και τους πελάτες του ύψους 6.041.000.000 δραχμών και την ανάληψη υποχρεώσεως του Ψ να εξοφλήσει αυτό το χρέος από το προϊόν που θα προέκυπτε από την πώληση μετοχών των συγκεκριμένων εταιρειών. Οι αποδείξεις που προσκομίσθηκαν στην Ανακρίτρια από τον κατηγορούμενο και με τις οποίες εμφανιζόταν ο Ψ ως αντιπρόεδρος της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL CORP. να παραλαμβάνει από τον πρόεδρο της εταιρείας ECOINVEST ΑΕΛΔΕ (δηλαδή τον κατηγορούμενο) τα αναφερόμενα σε κάθε μία ποσά προς αγορά μετοχών μέσω της άνω εταιρείας ήταν οι παρακάτω αποδείξεις της LAIDLAW GLOBAL CORPORATION, ήτοι: α) η υπό ημερομηνία 26/3/1999 ποσού 86.000.000 δρχ., β) η υπό ημερομηνία 7/4/1999 ποσού 11.500.000 δρχ, γ) η υπό ημερομηνία 6/9/1999 ποσού 75.000.000 δρχ, δ) η υπό ημερομηνία 2/9/1999 ποσού 110.000.000 δρχ, ε) η υπό ημερομηνία 10/6/1999 ποσού 125.000.000 δρχ, στ) η υπό ημερομηνία 29/10/1999 ποσού 80.000.000 δρχ και ζ) η υπό ημερομηνία 5/11/1999 ποσού 90.000.000 δρχ. Σε όλες τις παραπάνω αποδείξεις παραλαβής, συνολικού χρηματικού ποσού 577.500.000 δρχ υπό την ένδειξη "Ο ΛΑΒΩΝ" ο κατηγορούμενος έθεσε την σφραγίδα της εταιρείας LAIDLAW GLOBAL CORP. και την υπογραφή του ήδη εγκαλούντος Ψ, κατ' απομίμηση εν αγνοία του τελευταίου και άνευ της συναινέσεώς του με τον σκοπό να παραπλανήσει της χρήσεώς των άλλους για γεγονός που ήταν δυνατό να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα για το ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος Χ είχε καταβάλει το ποσό που αναγραφόταν σε κάθε μια από τις αποδείξεις αυτές στον Ψ, ο οποίος ως λήπτης των χρημάτων εξέδωσε την κάθε απόδειξη και έτσι να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος αντιστοίχου ύψους με τα αναφερόμενα στις άνω αποδείξεις χρηματικά ποσά, δια βλάβης της περιουσίας του Ψ τον οποίο ενεφάνιζε ως οφειλέτη αυτών των χρημάτων και υπεύθυνο για την απώλεια των χρημάτων των επενδυτών που ήταν πελάτες του κατηγορουμένου. Το από 3.3.2000 πλαστό ιδιωτικό συμφωνητικό, που προσεκόμισε ο κατηγορούμενος ενώπιον της Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών που διενεργούσε την κυρία ανάκριση επί της μηνύσεώς του είχε το εξής περιεχόμενο "Στην ... , σήμερα Παρασκευή 3 Μαρτίου 2000 και στα γραφεία της LAIDLAW GLOBAL, ..., ..., συντάχθηκε το παρακάτω συμφωνητικό μεταξύ των α) Χ, κάτοικος ..., οδός ..., Α.Δ.Τ. ... και β) Ψ, κάτοικος ... οδός ..., Α.Δ.Τ ... . Ο Ψ, αντιπρόεδρος της επενδυτικής τράπεζας με έδρα τη ... (διευθ. ...), έχοντας συνάψει συνεργασία με τον Χ, πρόεδρο της ECOIVEST AEΛΔΕ, παρείχε την ευκαιρία στους πελάτες της εν λόγω ΑΕΛΔΕ να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε μετοχές εταιρειών προτού εισαχθούν στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Αυτό γινόταν όποτε η LAIDLAW GLOBAL είχε τη δυνατότητα εύρεσης μετοχών από εταιρείες που θα εισάγονταν. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας αυτής ο Ψ παρέδωσε στον Χ το ποσό των 2.767.000.000 δρχ (δύο δισεκατομμύρια επτακόσια εξήντα επτά εκατομμύρια) ως επιστροφή χρημάτων προς τους επενδυτές πελάτες του. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι να έχει μείνει προς επιστροφή από τον Ψ στον Χ το ποσό των 6.041.000.000 δρχ (έξι δισεκατομμύρια σαράντα ένα εκατομμύρια) ως εξόφληση των κεφαλαίων, χωρίς να υπολογίζονται οι αποδόσεις από την τοποθέτηση στις μετοχές της UNISOFT Α.Ε. Επειδή σε παράβαση της συμφωνίας μας για συγκεκριμένη τοποθέτηση των κεφαλαίων σε μετοχές ο Ψ έκρινε σκόπιμο χωρίς πρώτα να ενημερώσει τον Χ να τοποθετήσει τα συγκεκριμένα κεφάλαια σε μετοχή που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο Ν. Υόρκης ονομ. ... και στη μετοχή της τραπέζης που εργάζεται LAIDLAW GLOBAL, που είναι εισηγμένη στο NASDAQ επ' ονόματί του, προκύπτει αδυναμία επιστροφής των χρημάτων στους επενδυτές πελάτες της ECOINVEST ΑΕΛΔΕ. Με το παρόν συμφωνητικό ο Ψ γνωστοποιεί στον Χ ότι έχουν αγοραστεί 500.000 μετοχές της New Millenium Α.Ε.Ε.Χ. και 600.000 μετοχές της New Technology Α.Ε.Ε.Χ καθώς και 100.000 μετοχές της εταιρείας ... είτε στο όνομά του είτε στις εταιρείες: "...", "...", "...", "...", "BEPVIL LTD", "..." και δεσμεύεται ότι το προϊόν της πώλησης αυτής των μετοχών θα μεταβιβασθεί στον Χ για ικανοποίηση των πελατών του. Επιπροσθέτως ο Χ δεσμεύεται ότι μέχρι την πώληση των συγκεκριμένων μετοχών και παράδοση σε αυτόν το προϊόν (του προϊόντος) της πώλησης, δεν θα προβεί σε καμία ενέργεια εναντίον του Ψ είτε ποινική μορφής είτε αστικής, ότι δεν θα γνωστοποιήσει σε κανέναν το παρόν συμφωνητικό καθώς και την συμφωνία συνεργασίας τους. Σε περίπτωση που ο Χ αθετήσει οποιονδήποτε όρο της συμφωνίας το εν λόγω συμφωνητικό καθίσταται άκυρο". Στο τέλος του κειμένου αυτού του ιδιωτικού συμφωνητικού ο κατηγορούμενος έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του Ψ και ακολούθως έθεσε σφραγίδα με την ένδειξη "βεβαιούται το γνήσιο της υπογραφής των δηλούντων Ψ και Χ, Αθήνα 3.3.2000 Η ΣΥΜ/ΦΟΣ ΑΘΗΝΩΝ" και κάτω από το κείμενο της σφραγίδας αυτής την υπογραφή και σφραγίδα της Συμβολαιογράφου Αθηνών ... χωρίς τη συναίνεση αυτής και χωρίς κανένα προς τούτο σχετικό δικαίωμα του ιδίου του κατηγορουμένου. Με την κατάρτιση του άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ο κατηγορούμενος αποσκοπούσε να παραπλανήσει τρίτους για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα να εμφανίσει τον εγκαλούντα Ψ μέσω της αναγνωρίσεως οφειλής που περιεχόταν στο συμφωνητικό αυτό ως υπεύθυνο για τις απαιτήσεις των επενδυτών της εταιρείας ECOIVEST AEΛΔΕ, προκαλώντας έτσι σ' αυτόν ζημία ύψους 6.041.000 δρχ με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του κατηγορουμένου ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν υπεύθυνος έναντι των επενδυτών της ECOIVEST AEΛΔΕ και υπόχρεος σε σχέση με τις απαιτήσεις των τελευταίων. Ο κατηγορούμενος έκανε χρήση των πλαστών αποδείξεων και του ιδιωτικού συμφωνητικού που προαναφέρθηκαν με την προσκόμισή των τόσο ενώπιόν της, συνέπεια της ΑΒΜΑ 03/1499 μηνύσεώς του εναντίον του ήδη εγκαλούντος Ψ και της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε σε4 βάρος του τελευταίου, διενεργησάσης την κύρια ανάκριση άνω ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, όσο και στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών κατά την εκδίκαση της εναντίον του Ψ ως κατηγορουμένου ποινικής υποθέσεως στη δικάσιμο της 6-12-2006. Από την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης από την τακτική Ανακρίτρια ως πραγματογνώμονα δικαστικής γραφολόγου ... προκύπτει ότι η πραγματογνώμονας αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα οι τεθείσες στις άνω αποδείξεις και στο ιδιωτικό συμφωνητικό υπογραφές του εγκαλούντος Ψ είναι πλαστές και έχουν τεθεί κατ' απομίμηση κατά τις ειδικότερες στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης διαπιστώσεις και συμπέρασμα, αποκλειομένης της περιπτώσεως να έχουν τεθεί οι υπογραφές αλλοιωμένες από τον ίδιο τον φερόμενο ως υπογράφοντα. Επίσης στην από 25.11.2006 έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως της δικαστικής γραφολόγου ..., αναφέρεται σε σχέση με τις υπογραφές του εγκαλούντος Ψ στις άνω αποδείξεις της LAIDLAW GLOBAL CORPORATION και στο προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό ότι είναι πλαστές και δεν είχαν τεθεί δια χειρός του Ψ αλλά κατ' απομίμηση της υπογραφής του. Επίσης σε σχέση με την υπογραφή της συμβολαιογράφου Αθηνών ... στο τέλος του από 3.3.2000 ιδιωτικού συμφωνητικού αναφέρει η ορισθείσα ως πραγματογνώμων δικαστικής γραφολόγος ... στην άνω από 30-6-2008 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης ότι είναι πλαστή, μη χαραχθείσα από την ίδια αλλά τεθείσα με την μέθοδο της ελεύθερης απομίμησης από διάφορο εκείνης πρόσωπο. Η άνω συμβολαιογράφος με την απευθυνόμενη προς τον ήδη εγκαλούντα από 22.2.2007 εξώδικη δήλωσή της σε απάντηση της από 13.2.2007 εξωδίκου δηλώσεως προσκλήσεως που της είχε απευθύνει ο Ψ ανέφερε ότι α) δεν γνωρίζω οποιονδήποτε από τους αναφερομένους ως συμβληθέντες στο έντυπο (ιδιωτικό συμφωνητικό) που επισυνάπτεται στην ανωτέρω δήλωση-πρόσκληση σας β) δεν έχω μεταβεί στα αναφερόμενα στο ίδιο έντυπο γραφεία και γ) η υπογραφή που υπάρχει στο έντυπο αυτό υπό την ένδειξη "ΒΕΒΑΙΟΥΤΑΙ ... ΥΠΟΓΡΑΦΗ", δεν έχει τεθεί από εμένα. Επίσης δε και την αναγραφόμενη φράση ... "των δηλούντων Ψ και Χ" καθώς και την ημερομηνία 3.3.2000 δεν την έχω γράψει, φυσικά εγώ. Άλλωστε, στις αρμοδιότητες του Συμβολαιογράφου δεν συμπεριλαμβάνεται η δυνατότητα βεβαίωσης υπογραφών σε έγγραφα ιδιωτικά και γενικά σε έγγραφα μη καταχωρούμενα στο βιβλίο καταχώρησης των συμβολαιογραφικών πράξεων, καθώς και η σφράγιση εγγράφων άσχετων προς τις συντασσόμενες και καταχωρούμενες στο ανωτέρω βιβλίο πράξεις". Κατά τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που έκανε λόγο για γνησιότητα των επιδίκων άνω εγγράφων δεν ήταν επαρκείς ώστε να κλονίσουν τις υπάρχουσες σε βάρος του αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την συγκεκριμένη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας για την οποία κατηγορείτο και ως χρόνος τέλεσης του οποίου με το πρωτόδικο βούλευμα είχε ορθώς προσδιορισθεί αυτός εντός του Απριλίου 2003 καθόσον τα πλαστά αυτά έγγραφα καταρτίσθηκαν προ κειμένου να συνοδεύσουν ως δήθεν αποδεικτικά στοιχεία, των οποίων γινόταν μνεία στο περιεχόμενό της, την από 7.5.2003 έγκληση του κατηγορουμένου κατά του ήδη εγκαλούντος και ενόψει της εγχειρίσεως αυτής της εγκλήσεως. Όσον αφορά την πλημμεληματική πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή για την οποία ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε παραπεμφθεί με το 3590/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στο ακροατήριο μαζί με τους κατηγορουμένους για ψευδορκία μάρτυρος Ω1, Ω2 και Ω3, κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, ο εκ των φυσικών αυτουργών Ω1 κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι την 24/3/2004 ενόρκως εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον της Ανακρίτριας του 20ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, στα πλαίσια της κυρίας ανακρίσεως επί της υπο στοιχ. Α03/1499 μηνύσεως του κατηγορουμένου κατά του ήδη εγκαλούντος Ψ εν γνώσει του κατέθεσε ψευδώς ότι "τα χρήματα αυτά (295.000.000 δρχ) τα παραδώσαμε μαζί με τον κ. Χ στην εταιρεία GLOBAL, στην οποία ήταν αντιπρόεδρος ο Ψ, στην οδό ... στο ... . Ο Ψ ουδέποτε του έδωσε μετοχές στο όνομα των πελατών του ούτε του επέστρεψε τα χρήματα που είχε εισπράξει. Είδαμε με τα μάτια μας, ότι τα χρήματά μας τα κατέβαλε στον Ψ". Η έτερη των φυσικών αυτουργών Ω2 κατηγορείται ότι την 19/3/2004 ενώπιον της αυτής ως άνω Ανακρίτριας και στα πλαστά της ίδιας ανακριτικής διαδικασίας εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυς κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς ότι "κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας της γραμματέως του εγκαλούντος κλήθηκε σε συνάντηση που έλαβε χώρα σε αίθουσα του ξενοδοχείου ... για να ενημερώσει ο εγκαλών και αυτός σχετικά με τη δυνατότητα απόκτησης μετοχών μιας προς εισαγωγή στο χρηματιστήριο εταιρείας αντί χρημάτων που δήθεν τους χρωστούσε ο εγκαλών και τα οποία αδυνατούσε να καταβάλει άμεσα, ότι ο εγκαλών εξαφανίσθηκε καθώς και ότι είμαι πεπεισμένη ωστόσο ότι δεν είναι αυτός (δηλαδή ο Χ) που υπεξαίρεσε τα χρήματά μου, αλλά ο κ. Ψ όπως και των υπολοίπων πελατών". Ο τρίτος των φυσικών αυτουργών Ω3 κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι την 24-3-2004, ενώπιον της αυτής ως άνω Ανακρίτριας στα πλαίσια της ίδιας ανακριτικής διαδικασίας εξεταζόμενος ως μάρτυς κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς ότι τον μηνυτή τον γνώρισα το 1999, όταν χρειάστηκε συνοδεία για ασφαλή μεταφορά χρημάτων του από το γραφείο του σε μία τράπεζα με ξένο όνομα στην οδό ... στο ... . Αυτό συνέβη από τα μέσα του Ιανουαρίου 1999 και για 7 μήνες σε καθημερινή βάση κατά τις 4 κάθε απόγευμα". Κατά τις περαιτέρω παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα η κατάρτιση των οποίων συνιστούσε την κατηγορία της κακουργηματικής πλαστογραφίας που βάρυνε τον ήδη αναιρεσείοντα εξυπηρετούσαν τον σκοπό αυτού να περιποιήσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος αντίστοιχο προς τα ποσά που αναφέρονταν στις άνω πλαστές αποδείξεις και το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό δια βλάβης του ήδη εγκαλούντος Ψ και με αντίστοιχη ωφέλεια του ήδη αναιρεσείοντος. Ευθέως συνδεόταν ο ήδη αναιρεσείων από τους κατηγορουμένους με την κακουργηματική πλαστογραφία λόγω της επιδίωξης εκ μέρους του να περιποιήσει περιουσιακό όφελος στον εαυτό του με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του ήδη εγκαλούντος. Συμφέρον από την κατάρτιση των άνω πλαστών εγγράφων είχε ο ήδη αναιρεσείων ως ο μόνος που αντλούσε όφελος από τα στοιχεία αυτά και η εμμονή του να θεωρεί ότι ήταν γνήσια τα άνω έγγραφα δεν οδηγούσε σε κρίση διαφορετική ως προς την άμεση σχέση του με την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση έκρινε ότι ήταν επαρκείς οι υφιστάμενες σε βάρος του ενδείξεις και απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του 3590/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο είχε παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που σκόπευε να προσδιορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του όσον αφορά την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας την απαιτούμενη από το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά εκθέτει σε αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση για τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στον κατηγορούμενο τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που προέκυψαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1α, 94 παρ. 1, 98, 216, παρ. 1 και 3 α, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Είναι αβάσιμη και απορριπτέα η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι στερείται το προσβαλλόμενο βούλευμα της απαιτούμενης αιτιολογίας από το ότι το Συμβούλιο Εφετών αναφέρθηκε στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών εφόσον σ' αυτήν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία και την κύρια ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις οι οποίες στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Δεν είναι ελλιπείς ούτε ασαφείς οι παραδοχές του βουλεύματος για το ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον με όφελος και ζημία μεγαλύτερο των 73.000 ευρώ, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της οποίας αναφέρθηκε και στα πορίσματα της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης από την ανακρίτρια δικαστικής γραφολόγου και της γνωμάτευσης - έκθεσης της δικαστικής γραφολόγου ..., τα οποία συνεκτίμησε ως συμπορευόμενα και αξιολόγησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις καταλήγοντας στην κρίση ότι δεν προέκυψαν περιστατικά ενδεικτικά αλλοίωσης των υπογραφών του ήδη εγκαλούντος από τον ίδιο τον Ψ στα έγγραφα αυτά και ότι με μόνη την προβολή (κατά τις παραδοχές του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών) του ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί γνησιότητος των εγγράφων αυτών δεν αποδυναμώνονται οι σε βάρος του υφιστάμενες άνω επαρκείς ενδείξεις για την ευθεία και άμεση σχέση ως δράστη αυτής της αξιόποινης πράξεως. Η αιτίαση του ήδη αναιρεσείοντος ότι αυθαιρέτως προσδιορίσθηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα ως χρόνος τελέσεως της πλαστογραφίας αυτός εντός του μηνός Απριλίου 2003 ενώ από τον ίδιο είχε προβληθεί κατά την εκδίκαση, κατόπιν καταγγελιών διαφόρων επενδυτών εναντίον του άλλων ποινικών υποθέσεων από το έτος 2000 έως το 2003, ότι είχε δώσει στον Ψ χρηματικά ποσά και ότι είχε επιδείξει στα επιληφθέντα της εκδικάσεως εκείνων των υποθέσεων αυτές τις αποδείξεις παραλαβής χρημάτων είναι απορριπτέα καθόσον υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττει με τον ισχυρισμό αυτόν την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου ως προς το άνω στοιχείο της πράξεως της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση που του αποδίδεται είναι απορριπτέος επομένως ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Πολ.Δικ. καθόσον αφορά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εστερείτο της επιβαλλόμενης αιτιολογίας όσον αφορά την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση για την οποία παραπέμφθηκε αυτός να δικασθεί στο αρμόδιο δικαστήριο. Εξάλλου, καθόσον αφορά τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας κατά συρροή με ψευδορκία μάρτυρα (άρθρα 224 παρ.2-1, 227 παρ.1 Π.Κ. όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάσταση την με το άρθρο 1 παρ. 1 ν.3327/2005) που αποδίδονται στον ήδη αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο για το ότι έπεισε με πειθώ και φορτικότητα, συνεχείς προτροπές και παραινέσεις τους εξετασθέντες ως μάρτυρες ενώπιον της Ανακρίτριας του 20ου τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών στα πλαίσια της κύριας αναιρέσεως επί της άνω με αριθμό Α 2003/1499 μηνύσεως που είχε εγχειρίσει στον Εισαγγελέα Πλημ/κων Αθηνών εναντίον του ήδη εγκαλούντος να καταθέσουν στις 18-3-2004, 19-3-2004, και 24-3-2004 ενόρκως ψέμματα και εν γνώσει του ψεύδους οι λοιποί κατηγορούμενοι Ω1, Ω2 και Ω3 και οι οποίες έχουν τον χαρακτήρα πλημμελήματος (Π.Κ 18) ως τιμωρούμενες με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έχει ήδη συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 3 του Π.Κ για την παραγραφή των πλημμελημάτων πενταετία, η οποία αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη, αν δεν ορίζεται άλλως (Π.Κ. 112) και έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο αυτών. Έτσι, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του εν λόγω κατηγορουμένου ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με αίτημα αναιρέσεως ολοκλήρου του βουλεύματος, ήτοι και ως προς την ως άνω πλημμεληματική πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή, περιέχει σε παραδεκτό λόγο αναιρέσεως που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς όλες τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα πράξεις, πρέπει να αναιρεθεί κατά τούτο το προσβαλλόμενη βούλευμα κα να παύση οριστικά τη ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου λόγω παραγραφής. Κατά το άρθρο 469 Κ.Ποιν.Δ αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Για τη συζήτηση του ενδίκου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτακτικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ήταν εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το επεκτακτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων που αφορά την έφεση και την αναίρεση τόσο κατ' αποφάσεων όσο και κατά βουλευμάτων ισχύει μόνο αν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο είτε δικαιούνται μεν αλλά δεν το άσκησαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Το αποτέλεσμα της παραγραφής με την πάροδο για τα πλημμελήματα πριν από την έναρξη της κύριας διαδικασίας της πενταετίας από την τέλεσή των, ως λόγος εξαλείψεως του αξιόποινου δεν αναφέρεται αποκλειστικώς στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και επομένως επεκτείνεται εκτός των άλλων και στους ωφελούμενους συμμέτοχους, όπως στον συναυτουργό του κατηγορουμένου που άσκησε ένδικο μέσο ή στον φυσικό αυτουργό σε περίπτωση ασκήσεως ένδικου μέσου από τον ηθικό αυτουργό ή και αντιστρόφως. Κατά συνέπεια το αποτέλεσμα της παραγραφής λόγω παρελεύσεως πενταετίας από την τέλεση της πράξεως και εξαλείψεως του αξιόποινου που συνεπάγεται την παύση της ποινικής δίωξης για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή σε σχέση με τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, επεκτείνεται και όσον αφορά τους κατηγορουμένους ως φυσικούς αυτουργούς της πράξεως αυτής Ω1, Ω2 και Ω3, που είχαν με το βούλευμα 3590/2008 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παραπεμφθεί επίσης λόγω συναφείας Τριμελές Εφετείο Αθηνών για κακουργήματα προκειμένου να δικασθούν για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που τους αποδιδόταν ότι τέλεσαν στις 18-3-2004, 19-3-2004, 24-3-2004 υπό τις αναφερόμενες στο εν λόγω βούλευμα διακρίσεις και κατά του οποίου καθώς και κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος δεν προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων του φακέλλου της δικογραφίας ότι άσκησαν ούτε εδικαιούντο να ασκήσουν ένδικο μέσο εφόσον παραπέμφθηκαν μόνο για πλημμέλημα (άρθρα 478, 482 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του πρώτου με το άρθρο 18 παρ.1 ν. 3346/2005 και του δεύτερου με το άρθρο 41 παρ. 1 ν. 3160/2003). Επομένως λόγω της επεκτάσεως του αποτελέσματος της παραγραφής που δεν αναφέρεται αποκλειστικής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για το πλημμέλημα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και υπέρ των άνω συμπαραπεμφθέντων ως φυσικών αυτουργών της ψευδορκίας κατηγορουμένων πρέπει το παρόν Συμβούλιο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη κατά των άνω κατηγορουμένων ως αυτουργών για την εν λόγω πλημμεληματική πράξη, και κατ' εφαρμογή του άρθρου 469 Κ.Ποιν.Δικ, που φέρονται ότι τέλεσαν στην Αθήνα στις 18/3/2004, 19/3/2004, 24/3/2004, ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένδικη αίτηση αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί κατά ένα μέρος το υπ' αριθμό 454/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετεών Αθηνών ως προς την παραπομπή του αναιρεσείοντος Χ για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή που φέρεται τελεσθείσα στην ... στις 18/3/2004, στις 19-3-2004 και στις 24-3-2004.

Αποφαίνεται ότι έχει επεκτακτικό αποτέλεσμα η ασκηθείσα από 3.4.2009 αίτηση αναιρέσεως κατά του άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εκ μέρους του αναιρεσείοντος Χ υπέρ των παρακάτω συγκατηγορουμένων του και παύει οριστικώς την ποινική ξίωξη κατά των κατηγορουμένων Ω1, Ω2 και Ω3 για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που φέρεται τελεσθείσα στην Αθήνα, στις 24-3-2004 από τον πρώτο και τον τρίτο των κατηγορουμένων και στις 19-3-2004 από την δεύτερη κατηγορούμενη.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την άνω αίτηση του Χ για αναίρεση του 454/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2009.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή