Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1518 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση ανωτέρου. Στοιχεία του αδικήματος. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 367 του Π.Κ. στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Απορρίπτει την αναίρεση.





Αριθμός 1518/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ορισθέντα με την υπ'αριθμό 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νέστωρα Κουράκη, περί αναιρέσεως της 194/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1409/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ."όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Εξ' άλλου, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.
Εξ' άλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά όμως για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος) που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Αναθεωρητικό (Πενταμελές) Δικαστήριο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την επικρατήσασα στο δικαστήριο, γνώμη των τριών έναντι δυο μελών του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, από την ανάγνωση των καταθέσεων των μαρτύρων που συντάχθηκαν στην προδικασία και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, από τα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, όπως όλα τα παραπάνω αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσης, από την όλη αποδεικτική διαδικασία, αλλά και από την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, που υπηρετούσε στη Σχολή Πεζικού, με την υπ' αριθμ. ....... από ..... διαταγή του .......... μετετέθη στο 628 ΤΠ. Στην ίδια διαταγή ορίσθηκε, ως ημερομηνία χορηγήσεως Φύλλου Πορείας του, η 18 Ιουλίου 2003. Ωστόσο, την προηγούμενη, της χορηγήσεως Φύλλου Πορείας του, ημέρα (....), ευρισκόμενος στην οικία του στη Χαλκίδα, κατά δήλωσή του, από απροσεξία του τραυματίσθηκε στο πόδι, με αποτέλεσμα να μην του χορηγηθεί το Φύλλο Πορείας αλλά να παραπεμφθεί με παραπεμπτικό σημείωμα του Ιατρού της μονάδας και Φύλλο Πορείας στο 401 ΓΣΝΑ για ιατρικές εξετάσεις. Από την εξέταση αυτού στο Ορθοπεδικό τμήμα του Νοσοκομείου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί "διάστρεμμα ταρσομεταταρσίας άρθρωσης δεξιού ποδός" και κρίθηκε ελεύθερος υπηρεσίας επί τετραήμερο, δηλαδή μέχρι και την 21-7-2003. Στις 22-7-2003, ο εν λόγω εμφανίστηκε στη μονάδα του και ανέφερε ότι εξακολουθούσε να πονάει. Για το λόγο αυτό, αντί να του χορηγηθεί από τη μονάδα του το φύλλο πορείας της μεταθέσεώς του, του χορηγήθηκε και πάλι Φύλλο Πορείας για το 401 ΓΣΝΑ, όπου εξετασθείς την ίδια ημέρα, κρίθηκε για δεύτερη φορά ελεύθερος υπηρεσίας επί τετραήμερο, δηλαδή μέχρι και την 25-7-2003 και καθορίστηκε επανεξέτασή του στις 28-7-2003. Στις 25-7-2003, μετέβη στη μονάδα του και ζήτησε να λάβει νέο Φύλλο Πορείας για το 401 ΓΣΝΑ, επειδή το πρόβλημα του συνεχιζόταν. Τότε Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Γ1, Διευθυντής του 1ου ΕΓ της ΣΠΖ, θεώρησε ότι έπρεπε, μετά τις δύο αναβολές, να του χορηγηθεί πρώτα το φύλλο πορείας μετάθεσης και του εξήγησε ότι θα έπρεπε να παραλάβει το Φύλλο Πορείας για τη νέα του μονάδα. Παράλληλα επικοινώνησε με τον αρμόδιο ορθοπεδικό ιατρό του Νοσοκομείου, Ταγματάρχη (ΥΙ), Γ2 και τον ενημέρωσε για το πρόβλημα του Ανθυπασπιστή, ο οποίος τελούσε υπό μετάθεση, Ο ιατρός συνέστησε, εφόσον το πρόβλημα του Ανθυπασπιστή συνεχιζόταν, να μεταβεί στον εφημερεύοντα ιατρό του Νοσοκομείου με την προηγούμενη γνωμάτευση του νοσοκομείου, πριν την ημέρα που έπρεπε να λάβει το Φύλλο Πορείας για τη νέα του μονάδα (ώστε να είναι' καλυμμένος υπηρεσιακά) και, εφ' όσον αυτός έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση να μετακινηθεί, να έκανε εισαγωγή στο Νοσοκομείο. Για το λόγο αυτό, ο Γ1 ανέγραψε, πάνω στην ιατρική γνωμάτευση, που είχε ο κατηγορούμενος, την εξής σημείωση προς τους θεράποντες ιατρούς του 401 ΓΣΝΑ "Παρακαλώ όπως εξετάσετε; τον παραπάνω Ανθστή εάν δύναται να μετακινηθεί με Φύλλο Πορείας για τη νέα του μονάδα, όπου μετατίθεται, καθόσον έχει παραταθεί, κατά οκτώ (8) ημέρες που κρίθηκε Ελεύθερος Υπηρεσίας (ΕΥ), η χορήγηση του και η Σχολή την 26-7-2003 οφείλει να του χορηγήσει το Φύλλο Πορείας (σχετικά είχα τηλεφωνική επικοινωνία με τον Επίατρο, κ. Ζ1)". Ο κατηγορούμενος όμως μετέβη στο 401 ΓΣΝΑ το πρωί της επόμενης ημέρας (26-7-2003), όπου εξετάσθηκε από τον εφημερεύοντα ορθοπεδικό ιατρό, ο οποίος έκρινε ότι έπρεπε να γίνει εισαγωγή στην ορθοπεδική κλινική, με εισιτήριο που θα ελάμβανε από τη μονάδα του. Κατόπιν τούτου, αυτός επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη ΣΠΖ και ζήτησε να του ετοιμάσουν το εισιτήριο για το νοσοκομείο. Ακολούθως, αν και ενημερώθηκε από τον Υπίατρο Ζ2, που εκτελούσε την ημέρα αυτή υγειονομική υπηρεσία στο ΣΤΕΠ της ΣΠΖ, ότι τέτοιο εισιτήριο μπορούσε να εκδώσει και το Φρουραρχείο Αθηνών, όπου βρισκόταν, ώστε να απέφευγε την άσκοπη μετακίνηση μέχρι τη Χαλκίδα, αυτός επέστρεψε στη ΣΠΖ, παρουσιάστηκε στον παραπάνω ιατρό προσκομίζοντας την ιατρική γνωμάτευση του 401 ΓΣΝΑ και ζήτησε να του χορηγηθεί το εισιτήριο για το νοσοκομείο. Ο Υπίατρος, λόγω της σχετικής ένδειξης του νοσοκομείου, ετοίμασε το εισιτήριο για τον Ανθστή, αλλά δεν του το χορήγησε επειδή αυτό, για να έχει ισχύ, έπρεπε να υπογραφεί νομίμως από τον Φρούραρχο, που ήταν ο μονός αρμόδιος για τη θεώρηση του εισιτηρίου. Κατόπιν τούτου, ο κατηγορούμενος μετέβη στο 1° Γραφείο, όπου βρήκε τον εκτελούντα καθήκοντα Επόπτη Στρατοπέδου, Ταγματάρχη Γ3, απαιτώντας απ' αυτόν να υπογράψει και να του χορηγήσει το εισιτήριο για το νοσοκομείο. Τη ίδια ώρα στο χώρο του 1ου Επιτελικού Γραφείου κατέφθασε και ο Ανχης Γ1, τον οποίο λίγο νωρίτερα είχε ενημερώσει τηλεφωνικά ο ταγματάρχης Γ3, λόγω της ιδιότητας του, ως Διευθυντή 1ου Γραφείου, ζητώντάς του οδηγίες, δεδομένου ότι ήδη είχε υπογραφεί από το Διοικητή της Σχολής το Φύλλο Πορείας του κατηγορουμένου για τη νέα του μονάδα, το οποίο όφειλε να του χορηγήσει αυτός την ίδια ημέρα. Βλέποντας τον Ανχη Γ1 ο κατηγορούμενος, ζήτησε και απ' αυτόν να υπογράψει και να του χορηγήσει το εισιτήριο για το Νοσοκομείο. Ο τελευταίος του εξήγησε ότι θα έπρεπε να παραλάβει το Φύλλο Πορείας για τη νέα του μονάδα και εν συνεχεία μπορούσε να κάνει έκτακτη εισαγωγή στο νοσοκομείο. Ακολούθησε έντονος διάλογος ανάμεσα τους, καθώς ο Γ1 επέμενε ότι το εισιτήριο αυτό έπρεπε να υπογραφεί από τον Φρούραρχο και μόνο, άλλως δεν είχε ουδεμία ισχύ και σε κάποια στιγμή, καθώς το κρατούσε στα χέρια του, το έσχισε. Μετά το περιστατικό αυτό και κατόπιν εντολής του Διοικητή της Σχολής, προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα και να εξυπηρετηθεί και ο κατηγορούμενος Ανθστής, εκδόθηκε νέο εισιτήριο, το οποίο υπεγράφη αρμοδίως από τον Φρούραρχο, Συνταγματάρχη Γ4. Έτσι, ο κατηγορούμενος εισήχθη την ίδια ημέρα στο 401 ΓΣΝΑ και εξήλθε την 31-7-2003, λαβών 15ήμερη αναρρωτική άδεια, μετά τη λήξη της οποίας, στις 16-8-2003, του χορηγήθηκε και το Φύλλο Πορείας για το 628 ΤΠ. Εν τω μεταξύ, στις ...., ο κατηγορούμενος υπέβαλε προς τη ΣΠΖ/ΑΕΕΑΣ υπηρεσιακή αναφορά, διαμαρτυρόμενος για όλα τα προαναφερόμενα περιστατικά, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι ο Αντισυνταγματάρχης Γ1, στις 25-7-2003, ενώ αυτός επρόκειτο να μεταβεί για ιατρικές εξετάσεις στο 401 ΓΣΝΑ, συνέταξε, επί της ιατρικής γνωμάτευσης του 401 ΓΣΝΑ, ένα πρόχειρο σημείωμα για να το δώσει στον εφημερεύοντα ορθοπεδικό ιατρό της ημέρας αυτής, με το οποίο ζητούσε να ενεργήσει σύμφωνα με τις δικές του ! υποδείξεις, προς διαπίστωση της κατάστασης της υγείας του, προσπαθώντας να επηρεάσει και να κατευθύνει τον ειδικό αυτό γιατρό περί του χρόνου χορηγήσεως του Φύλλου Πορείας του για τη νέα του μονάδα. Επιπλέον δε, εμφάνιζε τον Γ1 ως αδιαφορούντα πλήρως για την περίθαλψη και νοσηλεία του. Ο πιο πάνω ισχυρισμός του κατηγορουμένου, που περιελήφθη στην υπηρεσιακή αναφορά του, περιήλθε σε γνώση τρίτων προσώπων, κατά τη διαδικασία εξέτασης αυτής από την υπηρεσία και ήταν ψευδής γιατί, όπως προέκυψε, ο Ανχης Γ1, διακοτεχόμενος από την αγωνία για τη χορήγηση Φύλλου Πορείας για τη νέα του μονάδα στον Ανθστή Χ1 και, δεδομένης της καθυστέρησης τελευταίου να το παραλάβει, ζητούσε με το πρόχειρο έγγραφό του, με εγγραφή του επάνω στην ιατρική γνωμάτευση του 401 ΓΣΝΑ, να πληροφορηθεί από τον θεράποντα ιατρό του 401 ΓΣΝΑ περί της δυνατότητας του μετατιθέμενου Ανθστή, να μετακινηθεί ή όχι στη νέα του υπηρεσία και σε καμμία περίπτωση δε συνιστούσε η ενέργεια του αυτή προσπάθεια επηρεασμού του ορθοπεδικού ιατρού, κάτι άλλωστε που προκύπτει και από την απλή ανάγνωση της σημείωσης αυτής επί της ιατρικής γνωμάτευσης. Προσέτι δε, μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του Αντισυνταγματάρχη Γ1 αμαυρώνοντας την υπηρεσιακή του εικόνα, αφού αυτός εμφανιζόταν ως άτομο διακατεχόμενο από εμπάθεια προς το πρόσωπο του Ανθυπασπιστή X1 και επιδείκνυε αδιαφορία και αναλγησία για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε αυτός και χρησιμοποιούσε πλάγιες και αντιδεοντολογικές μεθόδους για να πετύχει την άμεση απομάκρυνση του από τη ΣΠΖ.
Ο κατηγορούμενος απολογούμενος στο ακροατήριο, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πρόθεση να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του Αντισυνταγματάρχη Γ1, αλλά προέβη στην υποβολή της σχετικής αναφοράς για να προστατευθεί, επειδή διαπίστωσε ότι τα όργανα της Σχολής Πεζικού και ο προαναφερόμενος Αντισυνταγματάρχης ειδικότερα, δεν έδειξαν ενδιαφέρον για το πρόβλημα της υγείας του, στέλνοντάς τον δε στο νοσοκομείο είχαν προαποφασίσει ότι ήταν σε θέση να μετακινηθεί στη νέα του μονάδα.
Επομένως, το σημείωμα που συνέταξε ο παραπάνω Αντισυνταγματάρχης, απευθυνόμενος στο γιατρό του Νοσοκομείου απέβλεπε, κατά την άποψη του κατηγορουμένου, στο να τον επηρεάσει προς την κατεύθυνση αυτή, ώστε να κριθεί ότι έπρεπε άμεσα να λάβει το Φύλλο Πορείας για τη μετάθεσή του, αδιαφορώντας για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε. Ωστόσο, οι απολογητικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δε δικαιολογούν την πράξη του, αφού ανεξαρτήτως της πικρίας που ενδεχομένως να ένιωθε αυτός, επειδή πίστευε ότι δεν είχε τύχει της ενδεδειγμένης αντιμετώπισης από τους συναδέλφους του (αν και αδικαιολόγητα διότι η μονάδα του αντιμετώπισε το πρόβλημά του με κατανόηση, παρατείνοντας αναλόγως τη χορήγηση του Φύλλου Πορείας για τη μετάθεσή του, έτσι ώστε να εξετασθεί από τους γιατρούς του 401 ΓΣΝΑ προτού μετακινηθεί, ενώ τον εξυπηρέτησε, ακόμα και μετά το προαναφερόμενο περιστατικό), ο ισχυρισμός που συμπεριέλαβε αυτός στην αναφορά του ήταν πράγματι αναληθής και γνώριζε την αναλήθειά του, και δεν οφείλετο σε δικαιολογημένο ενδιαφέρον κατά την έννοια του νόμου, αφού ο ίδιος μετέφερε το ιδιόχειρο σημείωμα του Αντισυνταγματάρχη Γ1 στο γιατρό του Νοσοκομείου και επομένως γνώριζε το ακριβές του περιεχόμενο, αλλά προέβη σ' αυτόν θέλοντας να πλήξει την υπηρεσιακή εικόνα και να μειώσει την τιμή και την υπόληψη του κατά βαθμό ανωτέρου Αντισυνταγματάρχη, λόγω της αντιπαράθεσης που υπήρξε μεταξύ τους σχετικά με την παραλαβή του φύλλου πορείας μετάθεσης.
Συνεπώς, μετά τα ως άνω αποδειχθέντα, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 367 Π Κ, καθόσον αποδείχθηκε πλήρως, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη των μελών του Δικαστηρίου (3-2), ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο ισχυρισμός του ήταν πράγματι αναληθής και ενήργησε εν γνώσει της αναλήθειας αυτής, και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός, που υπέβαλε η υπεράσπιση, ως αβάσιμος. Εξάλλου η ως άνω έγγραφη αναφορά του κατηγορουμένου προς τηνΣχολή Πεζικού (ΣΠΖ)/ΑΕΕΑΣ, με την οποία τέλεσε το προκείμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, δεν αποτελούσε, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, μόνο μια διοικητικής φύσεως αναφορά αλλά συγχρόνως αποτελούσε και μηνυτήριο αναφορά σε βάρος (και) του Αντισυνταγματάρχη Γ1 και ως προς το τμήμα αυτής που αφορά την εδώ εξεταζόμενη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ότι πρόκειται και για μηνυτήριο αναφορά σαφώς προκύπτει τούτο από το όλο περιεχόμενο της, ενδεικτικώς δε επισημαίνουμε ότι στην ένδειξη "ΣΧΕΤ: γ. " έχει αναγράψει ο κατηγορούμενος την φράση "Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας", εννοώντας έτσι σαφώς ότι επί της αναφοράς του αυτής εφαρμόζεται (και) ο ΣΠΚ., γιατί μ' αυτή καταγγέλλει αξιόποινες πράξεις (και) στρατιωτικών, ενώ κατ' επανάληψη ονομάζει αυτήν ως καταγγελία, περαιώνει δε την αναφορά του αυτή ως εξής: "Παρακαλώ για την άμεση ενημέρωση του Εισαγγελέα του Στρατοδίκείου Αθηνών επί του περιεχομένου της αναφοράς μου και των συνημμένων αυτής για να αποφανθεί εάν διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα, όπως ορίζει ο νόμος καθώς επίσης και την έγγραφη ενημέρωση μου επί των αποφάσεων". Έτσι, κατόπιν τούτου, η αναφορά του υποβλήθηκε από την Σ.ΠΖ στον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Αθηνών, ο οποίος διέταξε και διενήργησε προκαταρκτική εξέταση επί του όλου περιεχομένου της προκειμένου να διερευνηθούν τα καταγγελλόμενα από τον κατηγορούμενο και να διακριβωθεί η τέλεση ή μη από τον Αντισυνταγματάρχη Γ1 του αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος ή άλλου ποινικού αδικήματος απ' αυτόν ή άλλους στρατιωτικούς. Είναι δε άνευ σημασίας το γεγονός ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας τελικώς έκρινε ότι ο Ανχης Γ1 τέλεσε μόνο το αδίκημα της καταστροφής εγγράφου από υπάλληλο, προσιτό σ' αυτόν λόγω της υπηρεσίας του, με το να σχίσει το εισιτήριο για το 401 ΓΣΝΑ που αφορούσε τον κατηγορούμενο, λόγος για τον οποίο άσκησε ποινική δίωξη κατ' αυτού (Γ1) για την ως άνω πράξη, για την οποία αθωώθηκε ο τελευταίος με την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ για τα όσα καταγγέλλονται σε βάρος του Ανχη Γ1
με το τμήμα της αναφοράς αυτής που αφορά την εδώ εξεταζόμενη πράξη του κατηγορουμένου δεν άσκησε καμία δίωξη σε βάρος του εν λόγω Αντισυνταγματάρχη (σημειωτέον ότι κατόπιν εγκλήσεως του τελευταίου ασκήθηκε η προκειμένη ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για συκοφαντική δυσφήμηση ανωτέρου).
Συνεπώς, ενόψει του ότι επρόκειτο και περί μηνύσεως, δεν απαιτείτο προηγούμενη άδεια της αρχής για να ασκηθεί σε βάρος του κατηγορουμένου η προκειμένη ποινική δίωξη. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία (3-2), κρίνει ότι καταφάσκονται πλήρως, τόσο τα αντικειμενικά, όσο και τα υποκειμενικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώτερου και πρέπει, απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού περί εφαρμογής του άρθρου 367 ΠΚ, να κηρυχθεί ένοχος ως πρωτοδίκως". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, ένοχο της πράξεως της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώτερου, και τον καταδίκασε σε φυλάκιση τριών (3) μηνών, την εκτέλεση της οποίας, ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, κατά την επικρατήσασα σ' αυτό γνώμη, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ.α και 2, 363 ΠΚ, και 62 εδ.α του ΣΠΚ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση της πλειοψηφίας, ότι τα προαναφερθέντα δυσφημιστικά γεγονότα είναι ψευδή και ότι ο αναιρεσείων, τελούσε σε γνώση της αναληθείας. Συγκεκριμένα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες, σύμφωνα με τις οποίες ο κατηγορούμενος, α) υπέβαλλε σε βάρος του εγκαλούντος, προς την προϊσταμένη αρχή, την ΣΠΖ/ΑΕΕΑΣ, την από ........, υπηρεσιακή αναφορά, με την οποία κατήγγειλε αυτόν, ότι σε σχετική ιατρική βεβαίωση του 401 ΓΣΝΑ, ανέγραψε ιδιόχειρη σημείωση, σύμφωνα με την οποία, ο εγκαλών υποδείκνυε στον εφημερεύοντα ιατρό-ορθοπεδικό, να ενεργήσει αυτός σύμφωνα με τις υποδείξεις του, β) ότι ο εγκαλών, με τη σχετική σημείωση, επί του σώματος της ιατρικής γνωμάτευσης, απώτερο σκοπό είχε, όχι μόνο, να επηρεάσει τον θεράποντα ιατρό, ως προς την πραγματική κατάσταση της υγείας του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, αλλά και να τον κατευθύνει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη τεθεί ο κατηγορούμενος, ελεύθερος υπηρεσίας, αλλά να κριθεί ικανός, προκειμένου να του χορηγηθεί το φύλλο πορείας για τη νέα του Μονάδα, γ) αιτιολογείται, επίσης, η παραδοχή ότι τα αποδιδόμενα στον εγκαλούντα γεγονότα, δεν ήσαν αληθινά, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση της επίμαχης ιατρικής γνωμάτευσης, δεν προκύπτει κάτι το ανάλογο, με εκείνα που διέλαβε ο αναιρεσείων στην αναφορά του, δ) ακόμη, αιτιολογείται ότι ο αναιρεσείων, γνώριζε ότι όσα απέδιδε σε βάρος του εγκαλούντος, ήσαν ψευδή, και ότι τελούσε σε γνώση της αναληθείας αυτών, γνώση η οποία συνάγεται αβιάστως, από την επίμαχη ιατρική γνωμάτευση, στην κατοχή του οποίου(αναιρεσείοντος), αυτή βρισκόταν, αφού ο ίδιος την είχε προσκομίσει στον ιατρό του ως άνω θεραπευτηρίου, και, οπωσδήποτε είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της, και συγκεκριμένα τη σχετική σημείωση του εγκαλούντος, που υπήρχε επί του σώματός της.
Συνεπώς, οι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με το σχετικό λόγο, πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων, αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει ότι αίρεται κατ' αρχή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβρίσεως και απλής δυσφημήσεως, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένη ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο, ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένο ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλον τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτό. Κατ' εξαίρεση, όμως, δεν αίρεται στις περιπτώσεις αυτές, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως και παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης, ή στις ως άνω περιπτώσεις, από τον τρόπον εκδήλωσης ή τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή, σκοπός που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ, τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει, να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό πρωτ. 6536 από 13-7-2007 αίτηση, του X1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 194/15-5-2007 αποφάσεως του Αναθεωρητικού (Πενταμελούς) Δικαστηρίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2008.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Ιουνίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή