Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 9 / 2005    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Έφεση Εισαγγελέα, Αιτιολογία.




Περίληψη:
Εκ της απορρίψεως από το Δικαστήριο της εφέσεως του Εισαγγελέα κατά της απαλλακτικής απόφασης, ως αναιτιολόγητης (το αιτιολογημένο προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 486 του Κ.Π.Δ.), δεν δημιουργείται αρνητική υπέρβαση εξουσίας, ούτε οι ρυθμίσεις αυτές είναι αντίθετες με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α. .Απόρριψη του λόγου αναιρέσεως της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά τέτοιας απόφασης για αρνητική υπέρβαση εξουσίας.(Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)




ΑΡΙΘΜΟΣ 9/2005

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανό Πατεράκη, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Θεόδωρο Αποστολόπουλο και Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπροέδρους, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ανάργυρο Πλατή, Αλέξανδρο Κασιώλα, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά, Χρύσανθο Παπούλια, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη-Εισηγητή, Αναστάσιο – Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Αθανάσιο Μπρίλλη, Βασίλειο Ρήγα, Μιχαήλ Μαργαρίτη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Δημήτριο Δαλιάνη, Ρένα Ασημακοπούλου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ηλία Γιαννακάκη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Καπερώνη, Σταύρο Γαβαλά, Εμμανουήλ Καλούδη, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αθανάσιο Θέμελη και Μάριο – Φώτιο Χατζηπανταζή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 528/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενο τον ....., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, αφού δεν κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή πρόκειται για αναίρεση υπέρ του νόμου, η οποία δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την υπ' αριθ. 528/2001 απόφασή του, διέταξε όσα με λεπτομέρεια αναφέρονται σ' αυτήν.
Την αναίρεση της παραπάνω αποφάσεως ζητεί τώρα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 14 Ιουνίου 2005 αίτησή του, που συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη, και καταχωρήθηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1121/2005.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ εΤον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Νόμιμα εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια η με αριθμό 31/14-6-2005 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση υπέρ του νόμου, λόγω αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, της 528/2001 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά τη διάταξή της με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η 153/1999 έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βέροιας κατά της 3010/1000 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας (άρθρο 513 επ. ΚΠΔ). Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα, άρα είναι παραδεκτή, νόμιμη (άρθρα 505 παρ. 2, 510 παρ. 1 στ. Η', 498 εδ. α' και 474 παρ. 2 ΚΠΔ) και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία της.
2.- Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, «η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρ. 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριον την απορρίπτει ως απαράδεκτη για έλλειψη αιτιολογίας χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, δεν υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και δεν ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, όμως δεν προϋποθέτουν συγκεκριμένους όρους άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασης που θα εκδοθεί. Περαιτέρω, με την απαγγελία της αθωωτικής απόφασης στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι μέσα στην ικανή προθεσμία των δέκα ημερών από την έκδοση της απόφασης (άρθρα 473 παρ. 1 και 486 παρ. 1 ΚΠΔ) ο Εισαγγελέας μπορεί αποτελεσματικά να εκτελέσει τα καθήκοντά του και να κρίνει με ασφάλεια αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, όπως ζητεί με σχετική αίτησή του και ο πολιτικώς ενάγων, ή όχι, για άσκηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης. Παρέπεται απ' όλα αυτά, ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ δεν είναι αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Αυτό διότι με την αξιούμενη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν παραβιάζεται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο και για χρηστή (δίκαιη) δίκη, ούτε καταλύεται στην πράξη το δικαίωμα αυτό του Εισαγγελέα, με επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά αθωωτικής απόφασης και να ζητήσουν την καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά υποβάλλουν συνήθως με τους συνηγόρους τους σχετική αίτηση στον αρμόδιο εισαγγελέα για να ασκήσει ο τελευταίος τέτοια έφεση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά, ο κατηγορούμενος ..... με την 3010/16-11-1999 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας κηρύχτηκε αθώος για την αποδιδόμενη σαυτόν πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Βέροιας άσκησε την 153/22-11-1999 έφεσή του. Στην έκθεση της έφεσης αναφέρεται, ότι ο Εισαγγελέας αυτός εφεσιβάλλει την πιο πάνω απόφαση με την οποία κηρύχτηκε αθώος ο κατηγορούμενος ..... για παράβαση ανθρωποκτονίας από αμέλεια «ενώ από τα αναγνωστέα έγγραφα, ιδιαίτερα την ιατροδικαστική εξέταση και την έκθεση αυτοψίας (επιφάνεια σύγκρουσης αυτοκινήτων), όσο και από την ακροαματική διαδικασία, ιδιαίτερα από την κατάθεση τόσον του πρώτου, όσον και της δεύτερης μάρτυρος αποδείχτηκε πλήρως η τέλεση της πράξης από τον κατηγορούμενο και για το λόγο αυτό έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος σύμφωνα με το κατηγορητήριο». Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την έφεση αυτή ως απαράδεκτη, γιατί δεν περιέχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, καθόσον ειδικότερα ο Εισαγγελέας στη συνταγείσα έκθεση δεν εκθέτει «με σαφήνεια και πληρότητα τις συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο εν λόγω κατηγορούμενος κηρύχτηκε αθώος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και επιπλέον τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της ως άνω αξιόποινης πράξης, μόνη δε η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του ανωτέρω κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, αφού δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την εξενεχθείσα από το ως άνω δικαστήριο κρίση του περί της αθωότητος του εν λόγω κατηγορουμένου». Σύμφωνα μ' αυτά σωστά το Εφετείο εφήρμοσε την ισχυρή και μη αντίθετη στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠΔ, για να καταλήξει σε ορθή κρίση, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βέροιας, η οποία δεν ασκήθηκε όπως απαιτούν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 2 και 498 εδ. α' ΚΠΔ. Συνακόλουθα δεν έχει υποπέσει η προσβαλλόμενη απόφαση σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' λόγο αναίρεσης, οι δε αντίθετες αιτιάσεις της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμες και απορριπτέες.

Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την με αριθμό 31/14-6-2005 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση υπέρ του νόμου της 528/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2005. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Δεκεμβρίου 2005.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή