Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1820 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Πλαστογραφία πιστοποιητικού και χρήση, Κατηγορούμενος, Ακυρότητα σχετική.




Περίληψη:
Στοιχεία αδικήματος (πλημμέλημα). Χρήση πλαστού και από τον πλαστογράφο. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και αντίφαση ως προς την περιγραφή των πλαστογραφηθέντων εγγράφων. Πως προτείνεται η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος. Λόγος αναίρεσης για απόρριψη ισχυρισμού ότι η πλαστογραφία άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτου και ικανότητας (ΚΤΕΟ), που τέλεσε ο κατηγορούμενος δεν είναι πλαστογραφία του άρ. 216, αλλά πλαστογραφία άρ. 217 παρ. 1 ΠΚ (πλαστογραφία πιστοποιητικού). Η λήψη υπόψη εγγράφου, το οποίο δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασία, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα. Τούτο δεν ισχύεις όταν το έγγραφο που μνημονεύεται στην απόφαση αποτελεί το σώμα ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος και ένα από τα στοιχεία της κατηγορίας που απαγγέλθηκε και επομένως ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αποκρούσει. Κατά τη διάταξη του άρθρου 211Α ΚΠΔ, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Η κατά παράβαση του άρθρου 211 εδ. α΄ του ΚΠΔ εξέταση στο ακροατήριο, ως μάρτυρα, εκείνου ο οποίος στην ίδια υπόθεση άσκησε ανακριτικά καθήκοντα, επερχόμενη ακυρότητα, είναι σχετική και εφόσον δεν προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου ουσίας, καλύπτεται. Απορρίπτει αναίρεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1820/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 57/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαϊου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αρη Τσαβδαρίδη, περί αναιρέσεως της 931/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 2 Μαϊου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1256/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το άρθρο 216 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 216 . Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Eφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ1, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
"Σε γενόμενο αστυνομικό έλεγχο στις 14.7.2002 διαπιστώθηκε ότι φορτηγό διεθνών μεταφορών που οδηγούσε ο Χ έφερε άδεια κυκλοφορία που ενεφάνιζε ύποπτα στοιχεία εγγραφής. Μετά από πρόσκληση των αστυνομικών αρχών να εμφανισθεί η φερομένη ως εκπρόσωπος της ιδιοκτήτριας εταιρίας του εν λόγω οχήματος, προσήλθε ο σύζυγος αυτής Χ2 (πρώην κατηγορούμενος, του οποίου η έφεση απερρίφθη κατά τ' ανωτέρω), ο οποίος είναι ουσιαστικά κύριος του παραπάνω οχήματος (με φερόμενο αριθμ. κυκλ. ...... εργοστασίου RENAULT) και παρεδέχθη ότι πράγματι η ως άνω άδεια αυτού είναι πλαστή, καθώς και τα πιστοποιητικά ελέγχου του από το βρετανικό ΚΤΕΟ, καθώς και η βάσει της ανωτέρω πλαστής άδειας κυκλοφορίας εκδοθείσα άδεια διεθνών μεταφορών. Δήλωσε δε ότι στην έκδοση των παραπάνω πλαστών εγγράφων είχε προβεί, κατά προτροπή του, ο κατηγορούμενος Χ1 στον οποίο κατέβαλε το ποσόν των 1.500 Ευρώ. Ως προς το ότι στην έκδοση των παραπάνω πλαστών εγγράφων προέβη ο ανωτέρω κατηγορούμενος, κατέθεσε σαφώς ο εξετασθείς μάρτυρας Γ1 (αστυνομικός της Δ/σης Ασφαλείας Σερρών), μεταφέροντας όσα του απεκάλυψε ο πρώτος κατηγορούμενος κατά τα προαναφερθέντα. Σημειώνεται ότι ο στην ανωτέρω πλαστή άδεια κυκλοφορίας αναφερομένος αριθμ. κυκλοφορίας .... ανήκει σε αυτοκίνητο εργοστασίου SKANIΑ (και όχι RENAULT, που είναι του ανωτέρω Χ2), και ότι η ως άνω άδεια διεθνών μεταφορών με αριθμό ....... έχει στην πραγματικότητα εκδοθεί από διαφορετική εταιρία απ' αυτή που φέρεται ότι την εξέδωσε, δηλαδή την εταιρίας ..... LTD, αγγλικών συμφερόντων, και όχι από εκείνη του κατηγορουμένου δηλαδή την "....". Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος προέβη στην ανωτέρω πράξη του για να παραπλανήσει με τη χρήση της, άλλους, ως προς το ότι το παραπάνω όχημα κυκλοφορεί νόμιμα και εκτελεί ομοίως διεθνείς μεταφορές, παραδίδοντας αυτά στον Χ2. Μη αποδειχθέντος δε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω πράξεις με το σκοπό διευκόλυνσης και άμεσης συντήρησής του, της κίνησής του ή της κοινωνικής του προόδου, αλλά προς αθέμιτο πλουτισμό του, θα πρέπει ο αυτοτελής ισχυρισμός του, εις το άρθρο 217 ΠΚ στηριζόμενος να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος". Κατ' ακολουθία του αιτιολογικού αυτού το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, και ειδικότερα του ότι "στον Κορυδαλλό Αττικής κατά τον μήνα Ιούνιο του έτους 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση τους άλλους, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, στη συνέχεια δε έκανε χρήση αυτών των πλαστών εγγράφων. Ειδικότερα κατάρτισε εξ αρχής την υπ' αριθμ. .... άδεια διεθνών μεταφορών, η οποία φέρεται ότι εκδόθηκε για λογαριασμό της εταιρίας "....... LTD", (ιδιοκτησίας) των Χ2 και ...... και η οποία αφορούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ..... φορτηγό αυτοκίνητο διεθνών μεταφορών, μάρκας RENAULT. Η ανωτέρω δε άδεια κυκλοφορίας ήταν εξ ολοκλήρου πλαστή, αφού κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι ο ανωτέρω αριθμός κυκλοφορίας ..... ανήκει σε φορτηγό αυτοκίνητο μάρκας SΚΑΝΙΑ και όχι RENAULT, ότι η ανωτέρω .... άδεια διεθνών μεταφορών έχει εκδοθεί από διαφορετική εταιρία απ' αυτή που φέρεται ότι την εξέδωσε, δηλαδή την εταιρεία ...... LTD Αγγλικών συμφερόντων, καθώς και ότι αυτή (η άδεια κυκλοφορίας) ουδέποτε εκδόθηκε από την εταιρία ".....". Επί πλέον κατάρτισε εξ αρχής ένα εξ ολοκλήρου πλαστό πιστοποιητικό ελέγχου ΚΤΕΟ που αφορά το ανωτέρω όχημα. Προέβη δε στην πράξη του αυτή, με σκοπό να παραπλανήσει άλλους με τη χρήση τους, ως προς το ότι τα ανωτέρω νομιμοποιητικά έγγραφα του εν λόγω οχήματος είναι γνήσια και κατά συνέπεια νομίμως τέθηκε σε κυκλοφορία το ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο. Στη συνέχεια έκανε παραπέρα χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων και συγκεκριμένα παρέδωσε την άδεια κυκλοφορίας και το πιστοποιητικό ελέγχου ΚΤΕΟ στον συγκατηγορούμενό του Χ2, λαμβάνοντας ως αμοιβή το ποσό των 1.500 €". Για την πράξη του δε αυτή, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 26 παρ. 1α, 27παρ.1, 216 παρ.1, 98 ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως επτά μηνών, την οποία μετάτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ ημερησίως.

ΙΙ. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, προσδιορίζονται με σαφήνεια τα πλαστογραφηθέντα από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα έγγραφα και συγκεκριμένα το με αριθμό ..... έγγραφο και ουδεμία ασάφεια δημιουργείται από το ότι το έγγραφο αυτό χαρακτηρίζεται άλλοτε ως "άδεια διεθνών μεταφορών" και άλλοτε ως "άδεια κυκλοφορίας", αφού πρόκειται περί του ιδίου εγγράφου, κατά τις σαφείς δε και αλληλοσυμπληρούμενες στο σκεπτικό και διατακτικό παραδοχές της απόφασης, το πλαστό αυτό έγγραφο φέρεται ότι εκδόθηκε για λογαριασμό της εταιρείας ".... LTD", ενώ το γνήσιο με τον πιο πάνω αριθμό έγγραφο είχε εκδοθεί για λογαριασμό άλλης εταιρείας δηλαδή της "..... LTD", προφανώς από την αρμόδια αρχή και όχι από την τελευταία αυτή εταιρεία, αφού αυτή είναι και η έννοια της αναφερόμενης στο διατακτικό φράσεως ότι η (γνήσια) άδεια "έχει εκδοθεί από διαφορετική εταιρεία από αυτήν που φέρεται ότι την εξέδωσε" χωρίς, άλλωστε, τούτο να έχει οποιαδήποτε έννομη σημασία (δηλαδή ποιος είχε εκδόσει το με τα ίδια πιο πάνω στοιχεία γνήσιο έγγραφο), αφού αρκεί η αναφορά ότι ο αναιρεσείων κατάρτησε εξ αρχής το πλαστό αυτό έγγραφο (δηλαδή την πλαστή άδεια). Ομοίως ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση υφίσταται από το ότι, το δεύτερο πλαστογραφηθέν από τον αναιρεσείοντα έγγραφο, στο μεν σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης εκτίθεται ότι ο Χ2 (συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος, του οποίου η έφεση είχε απορριφθεί ως ανυποστήρικτη με την προσβαλλόμενη απόφαση), "παρεδέχθη ότι πράγματι η άδεια καθώς και τα πιστοποιητικά ελέγχου από το βρετανικό ΚΤΕΟ .....είναι πλαστά", ενώ στο διατακτικό εκτίθεται, ότι "κατήρτισε εξ αρχής ένα εξ ολοκλήρου πλαστό πιστοποιητικό ελέγχου ΚΤΕΟ που αφορά το ανωτέρω όχημα". Οι παραδοχές αυτές όχι μόνο δεν είναι αντιφατικές, αλλά στην προκειμένη περίπτωση το σκεπτικό της απόφασης συμπληρώνει το διατακτικό αυτής. Όπως δε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος αναιρεσείων αναφέρει στην κρινόμενη αίτησή του, το πιστοποιητικό που φέρεται ότι πλαστογράφησε δεν είναι πιστοποιητικό του Κέντρου Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων (δηλαδή του Ελληνικού ΚΤΕΟ ), αλλά, όπως διευκρινίζεται στο σκεπτικό της απόφασης, πρόκειται για έγγραφο της αντίστοιχης ,με το Ελληνικό ΚΤΕΟ, Βρετανικής υπηρεσίας. Το έγγραφο δε αυτό, όπως και το προηγούμενο, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο αναιρεσείων κατάρτισε εξ αρχής με σκοπό να παραπλανήσει άλλους με τη χρήση τους, ως προς το ότι τα νομιμοποιητικά αυτά έγγραφα του πιο πάνω οχήματος ήταν γνήσια και, κατά συνέπεια, νομίμως αυτό τέθηκε σε κυκλοφορία, χωρίς να απαιτούνται περισσότερα προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας των εγγράφων αυτών. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ. Δ του ΚΠΔ με τα στοιχεία
ΙΙα,
ΙΙβ λόγοι αναίρεσης, καθώς και ο συναφής πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικώς ο εμπεριεχόμενος στον πιο πάνω με στοιχείο
ΙΙα λόγος αναίρεσης, όπως αυτός εκτιμάται, με την αιτίαση ότι απορρίφθηκε, χωρίς ειδική αιτιολογία, αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω του ότι το πλαστογραφηθέν έγγραφο δεν ήταν εκείνο που αναφέρεται σε αυτό (το κλητήριο θέσπισμα), ανεξαρτήτως της ουσιαστικής ή μη βασιμότητας αυτού, ενόψει των όσων έγιναν δεκτά πιο πάνω, ο λόγος αυτός είναι, κατά κύριο λόγο, απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρει ο αναιρεσείων, ότι τον ισχυρισμό αυτόν τον είχε περιλάβει στην έκθεση της έφεσής του, όπως θα έπρεπε, προκειμένου να ερευνηθεί από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος , αναγομένη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κυρίας διαδικασίας, πρέπει κατά το άρθρο 173 ΚΠΔ να προταθεί μέχρι της επί της κατηγορίας οριστικής σε τελευταίο βαθμό απόφασης , διαφορετικά καλύπτεται, ενώ, κατά το άρθρο 502 παρ.2 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επ'εκείνων μόνο των μερών της πρωτόδικης απόφασης , στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει, με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού, την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος σχετικά με τις παραπάνω βιοτικές ανάγκες χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Η διαφορά μεταξύ της διατάξεως του άρθρου 216 ΠΚ και της εξαιρετικής του άρθρου 217 ΠΚ, συνίσταται, αφενός μεν στο ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ` έγγραφα, αλλά μόνο τα σε αυτό αναφερόμενα, αφετέρου δε, στον ειδικό σκοπό για τον οποίο το έγκλημα του άρθρου 217 ΠΚ τελείται. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προέβαλε τον ισχυρισμό "περί επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας σε πλαστογραφία πιστοποιητικών του άρθρου 217 Π.Κ. και ειδικότερα πιστοποιητικών που διευκολύνουν την κίνηση αυτού του ίδιου ό άλλου, αφού κατηγορείται για κατάρτιση πιστοποιητικών ή άλλων εγγράφων που αφορούν στις μεταφορές (άδεια κυκλοφορίας, πιστοποιητικό ελέγχου ΚΤΕΟ )" Τον ισχυρισμό αυτό απέρριψε το Δικαστήριο της ουσίας με την αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων προέβη στις ανωτέρω πράξεις, όχι με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού, αλλά προς αθέμιτο πλουτισμό του. Ειδικότερα, το Τριμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του, κατά τις οποίες η πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα, δεν φέρεται ότι έγινε για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 217 Π.Κ. σκοπούς, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 ΠΚ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. Ι, περ. Ε' του ΚΠΔ , με το στοιχείο

ΙΙΙ λόγος αναίρεσης, όπως αυτός εκτιμάται, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.1, 369 και 171 παρ.1 δ' του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο εγγράφου, προς στήριξη της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου, το οποίο δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, που παρέχει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ, διότι έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβεί, σύμφωνα με το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Τούτο όμως δεν ισχύει, όταν το έγγραφο που μνημονεύεται στην απόφαση, αποτελεί το σώμα ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος και ένα από τα στοιχεία της κατηγορίας που απαγγέλθηκε και επομένως ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αποκρούσει, εκθέτοντας τις απόψεις του και δίνοντας τις απαιτούμενες εξηγήσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο πρόσθετο λόγο της αίτησης αναίρεσης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος προβάλλεται ότι από τα πρακτικά της δίκης, όπου αναφέρονται τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, δεν προκύπτει "αν αναγνώσθηκαν και τα δύο έγγραφα που έγινε δεκτό ότι πλαστογραφήθηκαν και συγκεκριμένα, αν αναγνώσθηκαν 1) η υπ' αριθμ. ..... " άδεια διεθνών μεταφορών" ή " άδεια κυκλοφορίας" και 2) το πιστοποιητικό ελέγχου ΚΤΕΟ. Επομένως, αφού δεν προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, αν αναγνώσθηκαν και αν λήφθηκαν υπόψη τα προαναφερόμενα δύο έγγραφα, που έγινε δεκτό ότι πλαστογραφήθηκαν (δεν αναφέρονται στην πληττόμενη απόφαση ως αναγνωστέα) και δοθέντος ότι πρόκειται ασφαλώς για έγγραφα κρίσιμα για την στοιχειοθέτηση της κατηγορίας σε βάρος μου και την καταδίκη μου, η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 931/2007 απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για έλλειψη αιτιολογίας κατ' άρθρο 510 παρ.ΙΔ ΚΠΔ".
Ο ανωτέρω, όμως, λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι τα πιο πάνω έγγραφα αποτελούν το σώμα του εγκλήματος της πλαστογραφίας για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος και, επομένως, η μη ανάγνωσή τους δεν επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας, αφού αυτά αποτελώντας στοιχείο του κατηγορητηρίου και, κατά συνέπεια, αναπόσπαστο μέρος της κατά του αναιρεσείοντος ποινικής δίωξης, καθιστούσε δυνατόν σε αυτόν, προς απόκρουση του περιεχομένου τους, να εκθέσει, κατ` άρθρο 358 ΚΠΔ, τις περί αυτού απόψεις του και να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις.
V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 211Α ΚΠΔ, η οποία έχει προστεθεί με το άρθρο 2 παρ.8 του ν 2408/96, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Η διάταξη αυτή εισάγει ήπιο αποδεικτικό περιορισμό, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση των καταθέσεων και των απολογιών των κατηγορουμένων, όχι όμως και να αποτελούν αυτές μοναδικό αποδεικτικό μέσο. Η παραβίαση της διάταξης αυτής έχει ως συνέπεια τη κατάγνωση απόλυτης ακυρότητας, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και τον Αρειο Πάγο ακόμη, κατά το άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ, για μη τήρηση διάταξης που καθορίζει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ιδρύει τον από την διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προς έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, αλλά και από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο που την εξέδωσε στήριξε την καταδικαστική του κρίση όχι μόνο στην απολογία του συγκατηγορουμένου του Χ2 , αλλά, όπως αναφέρεται και στην αρχή του σκεπτικού της, και στα έγγραφα που αναγνώστηκαν, και, επιπλέον στην κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Γ1, ο οποίος, δεν μετάφερε απλώς όσα του απεκάλυψε ο πιο πάνω συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος, όπως αβασίμως ο αναιρεσείων αιτιάται. Δεν συνιστά σε απλή μεταφορά της απολογίας του Χ2, το ότι ο εν λόγω μάρτυρας προς ενίσχυση του περιεχομένου της καταθέσεώς του, μετέφερε, επιπλέον, και όσα ο τελευταίος του απεκάλυψε, ενώ δέχθηκε ότι "από την κατάθεση του πρώτου κατηγορουμένου, φθάσαμε στον δεύτερο".
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. Ι, περ. Α του ΚΠΔ, πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσεως καθώς και ο συναφής τέταρτος πρόσθετος αυτής λόγος, για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδιακασία στο ακρατήριο, με τις πιο πάνω αιτιάσεις , είναι αβάσιμος και απορριπτέος. VI.
Η κατά παράβαση του άρθρου 211 εδ. α' του ΚΠΔ εξέταση στο ακροατήριο, ως μάρτυρα, εκείνου ο οποίος στην ίδια υπόθεση άσκησε ανακριτικά καθήκοντα, επερχομένη ακυρότητα, είναι σχετική κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 170 και 171 του ίδιου Κώδικα και, εφόσον δεν προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, καλύπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1 και 174 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Έτσι, εάν ο κατηγορούμενος δεν εναντιωθεί στην κατάθεση του μάρτυρα, ο οποίος στην ίδια υπόθεση άσκησε ανακριτικά καθήκοντα, η προβλεπόμενη από τον λόγο αυτό ακυρότητα της διαδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας έχει καλυφθεί και δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο αναίρεσης για ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, στο ακροατήριο του δικαστηρίου που την εξέδωσε εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε αντίρρηση από τον κατηγορούμενο, ο μάρτυρας αστυνομικός Γ1, ο οποίος, κατά γενόμενο έλεγχο οχημάτων για μεταφορά λαθρομεταναστών προέβη και στον έλεγχο του οχήματος του συγκακτηγορουμένου του αναιρεσείοντος Χ2 και υποψιάστηκε ότι τα πιο πάνω έγγραφα ήταν πλαστά, όπως και διαπιστώθηκε ότι ήταν. Ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων προβάλει με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά στην κατάθεση που έδωσε ο μοναδικός ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός Γ1, "ο οποίος όμως, δεν μπορούσε να εξετασθεί ως μάρτυρας, διότι, όπως αποδεικνύεται από την ίδια την κατάθεσή του ήταν αυτός που έκανε τον έλεγχο στις 14-7-2002 στο φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εκ των κατηγορουμένων Χ, ήταν αυτός που κατά την διάρκεια του ελέγχου παρατήρησε στοιχεία πλαστογραφίας της αδείας κυκλοφορίας και ήταν αυτός που έλαβε την κατάθεση του Χ2, κατά την οποία ο τελευταίος φέρεται να "ομολόγησε" την πλαστογραφία των ανωτέρω δύο εγγράφων και να με "υπέδειξε" ως πλαστογράφο, δηλαδή πρόκειται για πρόσωπο που είχε ασκήσει ανακριτικά καθήκοντα στην ίδια υπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 211 ΚΠΔ". Επομένως, όπως αιτιάται ο αναιρεσείων, με το να στηρίξει η προσβαλλόμενη απόφαση την καταδίκη του αποκλειστικά στην κατάθεση του πιο πάνω μάρτυρα, επήλθε απόλυτη ακυρότητα (άρθρα 170 παρ.1, 171 παρ.1δ και 211 ΚΠΔ) και σε κάθε περίπτωση η ακυρότητα αυτή δεν καλύφθηκε, διότι προβλήθηκε ως εναντίωσή του στο περιεχόμενο της καταθέσεως του μάρτυρα αυτού με τον τρίτο αυτοτελή ισχυρισμό, που προφορικά και εγγράφως πρότεινε ενώπιον του Εφετείου. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθούν ,ως αβάσιμες, προεχόντως, διότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν εναντιώθηκε στην εξέταση του μάρτυρα αυτού, λόγω του ότι είχε ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση. Αντιθέτως με τον αναφερόμενο "τρίτο αυτοτελή ισχυρισμό" του, αυτός ισχυρίσθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η καταδίκη του μόνο με την κατάθεση του συγκατηγορουμένου του Χ2 και της συζύγου του, επικαλέστηκε δε ο ίδιος την κατάθεσή του μάρτυρα κατηγορίας Γ1 (προφανώς προς υπεράσπισή του), καθόσον, όπως ανέφερε, ο Χ2 ομολόγησε ότι ο ίδιος πλαστογράφησε τις πινακίδες του φορτηγού του. Επομένως, τυχόν ακυρότητα από την εξέταση αυτή, κατά τα προεκτιθέμενα, ως σχετική, καλύφθηκε. Επιπλέον, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο μάρτυρας αυτός είχε ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση αυτή, η δε συμμετοχή του στον έλεγχο του πιο πάνω οχήματος δεν συνιστά, άσκηση ανακριτικών ή προανακριτικών καθηκόντων, στην κρινόμενη υπόθεση ενώ, η αιτίαση ότι ο εν λόγω μάρτυρας "έλαβε την κατάθεση του Χ2", είναι απορριπτέα ως αόριστη, αφού δεν προσδιορίζονται τα στοιχεία της συγκεκριμένης καταθέσεως, ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από το στοιχεία της δικογραφίας. (Οι υπάρχουσες στην δικογραφία από 15/7/02 και 30/3/04 εκθέσεις εξέτασης του εν λόγω κατηγορουμένου δεν έχουν ληφθεί από τον πιο πάνω μάρτυρα). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α', άλλως Β, ΚΠΔ τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τον οποίον προβάλλεται η πλημμέλεια της ακυρότητας της διαδικασίας, για το λόγο ότι εξετάσθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου ο ανωτέρω μάρτυρας, που είχε άσκηση στην ίδια υπόθεση προανακριτικά καθήκοντα, και ότι η ακυρότητα αυτή δεν καλύφθηκε, διότι προτάθηκε στο Δικαστήριο, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. VII. Μετά από αυτά η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, στο σύνολό τους και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρα 583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 32/20-6-2007 αίτηση (έκθεση) αναίρεσης και τους από 2-5-2008 προσθέτους αυτής λόγους του Χ1 , για αναίρεση της 931/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουλίου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή