Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα (άρθρο 258 Π.Κ). Ψευδής βεβαίωση κατ' εξακολούθηση. Αναίρεση με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και β) της απόλυτης ακυρότητας. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν επάγεται ακυρότητα από το γεγονός ότι από παραδρομή στην έκθεση των αποδεικτικών μέσων, γίνεται αναφορά ότι λήφθηκε υπόψη και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, που δεν είχε εξετασθεί. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 1463/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξιο Αθανασόπουλο περί αναιρέσεως της 81-82/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών.
Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Απριλίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 716/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Kατά τη διάταξη του άρθρου 258 του Π.Κ, ''υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμη δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα''. Η διάταξη της περ. γ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 5 β του ν. 2721/1999 και ορίσθηκε ότι ο υπάλληλος τιμωρείται ''με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 Ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.). Από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 258 του ΠΚ, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτή εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που περιλαμβάνει και την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 ΠΚ υπεξαιρέσεως, απαιτείται. α) ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένων (ολικά ή μερικά) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε, θεωρούνται εκείνα που βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται από το αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα, γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή χρήματα υπό την υπαλληλική ιδιότητα, αδιάφορο αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα σαν να ήταν κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση ότι το ξένο πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και η θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΠΚ, ορίζεται ότι "με την ίδια ποινή (της προηγουμένης παραγράφου 1) τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του". Εξάλλου, υπάλληλος κατά μεν το άρθρο 13 περ. α' του ΠΚ, είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, κατά δε το άρθρο 13 περ. γ' του ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου από υπάλληλο κατά την έννοια της άνω διατάξεως του εδ. α' του άρθρου 13 του ΠΚ, προϋπόθεση είναι η εκ προθέσεως μεταβολή της εννοίας του εγγράφου κατά τρόπο που επηρεάζει ή ματαιώνει το περιεχόμενο της αποδεικτικής ισχύος του, που δύναται να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό. Η μεταβολή αυτή δύναται να τελεστεί, είτε με την προσθήκη στο κείμενο του εγγράφου ψηφίων, αριθμών, φράσεων κλπ, είτε και με την απόσβεση ή ξέση τέτοιων στοιχείων καθ' οιονδήποτε τρόπο και με την αναγραφή αντί αυτών άλλων. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου κατά την παρ. 2 του άρθρου 242 ΠΚ, δύναται να είναι και ο εκδότης του, εφόσον η μεταβολή του περιεχομένου του προκλήθηκε από αυτόν, χωρίς δικαίωμα σε χρόνο κατά τον οποίο τούτο έλαβε τη θέση έναντι εννόμου σχέσεως σύμφωνα με τον προορισμό του ή κάποιος άλλος απέκτησε δικαίωμα στη διατήρηση του αρχικού του περιεχομένου.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση δε με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Πατρών που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα σ' αυτή κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, και ειδικότερα ότι από τη χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, την απολογία της κατηγορουμένης και τη συζήτηση γενικά της υπόθεσης αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά τις ...., στα ... , η κατηγορουμένη συμβολαιογράφος, ως υπάλληλος του αναγκαστικού πλειστηριασμού, που επισπευδόταν σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος Φ1 από την δανείστρια εταιρία με την επωνυμία ΜΠΙΤΟΥΛΑΙΝ ΑΒΕΕ, έχοντας από τις ... συντάξει την υπ' αρ. ... πράξη πλειστηριασμού και κατακύρωσης στους υπερθεματιστές α) ... των περιγραφόμενων στην εν λόγω πράξη υπό στοιχεία 1-1 και 1-4 ακινήτων του καθ' ου Φ1 με επιτευχθέν πλειστηριασμό 8.500.000 και 6.600.000 δραχμών αντίστοιχα και β) .... και .... του υπό στοιχείο 1-2 ακινήτου καθ' ου, με επιτευχθέν πλειστηρίασμα 8.600.000 δραχμών (συνολικά 23.700.000 δρχ. ή 69.552,46 €), το οποίο έλαβε τότε στην κατοχή της από τους καταβαλόντες αυτό υπερθεματιστές, προέβη στη σύνταξη των συναφών υπ' αρ. ...και ... περιλήψεων κατακυρωτικών εκθέσεων. Σ' αυτές τις εκθέσεις, τις οποίες συνέταξε η κατηγορουμένη με την ιδιότητα της υπαλλήλου του πλειστηριασμού (άρθρο 959 Κ.Πολ.Δικ.), που εμπίπτει στην έννοια του υπαλλήλου κατ' άρθρο 13 περιπτ. α Π.Κ., αφού μνημονεύει ότι τα ποσά του πλειστηριάσματος είχαν καταβληθεί σ' αυτή εμπρόθεσμα από τους υπερθεματιστές, βεβαιώνει στη συνέχεια εν γνώσει της ψευδώς ότι το πλειστηρίασμα "κατατέθηκε (από αυτή) στο ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Γραφείο ...)". Γιατί όχι μόνον κατά τη σύνταξη των περιλήψεων κατακυρωτικών εκθέσεων (...) δεν είχε κατατεθεί το πλειστηριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από την κατηγορουμένη, η οποία όφειλε να το είχε παρακαταθέσει εντός τριών ημερών από τον πλειστηριασμό (άρθρο 965 παρ. 4 Κ.Πολ.Δικ.), που είχε συντελεσθεί στις ..., αλλά ούτε μεταγενέστερα, μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (...), οπότε δήλωσε με την απολογία της ότι θα προέβαινε σε σύνταξη του πίνακα κατάταξης των αναγγελθέντων στον πλειστηριασμό δανειστών για τη σειρά και το μέτρο ικανοποίησης των απαιτήσεων τους από το πλειστηριασμό. Έτσι εκδήλωσε η κατηγορουμένη με τρόπο αναμφίβολο τη βούληση της παράνομης ιδιοποίησης του χρηματικού ποσού των 23.700.000 δραχμών (69.552,26 €), το οποίο, λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο ιδιοποίησης του (...), τα πρόσωπα των παθόντων και τις λοιπές περιστάσεις, κρίνεται ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Χρησιμοποίησε δε η κατηγορουμένη για την επίτευξη του σκοπού της παράνομης ιδιοποίησης του ως άνω ποσού ιδιαίτερα τεχνάσματα, δια της ψευδούς βεβαιώσεως στις υπ' αρ. ... και ... περιλήψεις κατακυρωτικών εκθέσεων ότι το πλειστηρίασμα είχε παρακατατεθεί από αυτή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η οποία (ψευδής βεβαίωση) απέβλεπε στον παραπλανητικό εφησυχασμό των αναγγελθέντων στον πλειστηριασμό δανειστών, ότι φυλασσόταν ασφαλώς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το διανεμητέο σ' αυτούς ποσό του πλειστηριάσματος, ώστε να αποδώσουν την καθυστέρηση είσπραξης του από αυτούς στη μη έγκαιρη σύνταξη από την κατηγορουμένη πίνακα κατάταξης των δανειστών και να μην αναζητήσουν τούτο από την κατηγορουμένη που σκόπευε να το ιδιοποιηθεί και το ιδιοποιήθηκε παράνομα (εντός 10ημέρου από τη σύνταξη των περιλήψεων κατακυρωτικών εκθέσεων). Εξάλλου η κατά τη διάταξη του άρθρου 965 παρ. 4 Κ.Πολ.Δικ. παρακατάθεση του πλειστηριάσματος μέσα σε τρεις ημέρες από τον πλειστηριασμό, που επιβάλλεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού συμβολαιογράφο μετά την καταβολή σ' αυτόν του πλειστηριάσματος σε μετρητά από τον υπερθεματιστή - συντελούμενη μόλις γίνει η κατακύρωση και πριν παραδοθεί το πράγμα στον υπερθεματιστή (άρθρο 965 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ.) - "επιφέρει απόσβεση της ενοχής σαν να είχε γίνει κατά το χρόνο της κατάθεσης καταβολή από τον οφειλέτη" (άρθρο 431 ΑΚ) και "ο δανειστής έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε να απαιτήσει από την αρχή το αντικείμενο που έχει κατατεθεί" (άρθρο 432 εδ. α' ΑΚ).
Συνεπώς, βεβαιώνοντας στις 2 περιλήψεις κατακυρωτικών εκθέσεων, εν γνώσει της αναληθώς η κατηγορουμένη ότι είχε παρακατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το ληφθέν από αυτή εμπροθέσμως (την...) πλειστηρίασμα των 69.552 €, βεβαίωνε ψευδώς ως υπάλληλος του πλειστηριασμού για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Γιατί, αν είχε πραγματικά συντελεσθεί η παρακατάθεση, τότε θα είχε επέλθει απόσβεση της υποχρέωσης της κατηγορουμένης σαν να είχε γίνει κατά το χρόνο της κατάθεσης καταβολή από την ίδια προς τους αναγγελθέντες στον πλειστηριασμό δανειστές, οι οποίοι αντιστοίχως θα μπορούσαν να απαιτήσουν το παρακατατεθέν πλειστηρίασμα κατά τα οριζόμενα στο σχετικό πίνακα κατάταξης, που έπρεπε πάλι αυτή να συντάξει σε συνάρτηση με το παρακαταθετέο πλειστηρίασμα. Γι' αυτό είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά νόμο, ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι η παρακατάθεση από αυτή του πλειστηριάσματος δεν είχε έννομες συνέπειες, όπως επίσης απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της ότι η πράξη της φέρει χαρακτήρα εκμετάλλευσης διαπεπιστευμένων (άρθρο 257 Π.Κ.), καθ' όσον τόσο ο τρόπος και τα μέσα που μετήλθε όσο και ο μακρός χρόνος (άνω της 6ετίας) μέχρι την αποζημίωση των παθόντων, καταδεικνύει ότι στο δόλο της κατηγορουμένης περιλαμβανόταν η παράνομη ιδιοποίηση του πλειστηριάσματος για δικές της προτεραιότητες (σε σύγκριση με το υποδεέστερο κατ' αυτήν δημόσιο καθήκον της), δηλαδή η ενσωμάτωση του πλειστηριάσματος στην περιουσία της και όχι ο τοκισμός ή η εκμετάλλευση των χρημάτων για συγκεκριμένη ανάγκη της, με πρόθεση επιστροφής τους μετά τη λήξη της εν λόγω ανάγκης. Η κατηγορουμένη ομολόγησε τις πράξεις της, επικαλούμενη αόριστα οικονομικές δυσκολίες της και εκδήλωσε μεταμέλεια. Κατά συνέπεια πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη των αξιοποίνων πράξεων που της αποδίδονται με τα ελαφρυντικά του προηγούμενου έντιμου βίου και της ειλικρινούς μεταμέλειας (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α', δ' Π.Κ.)". Στη συνέχεια το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε την αναιρεσείουσα- κατηγορουμένη ένοχη των πράξεων: α) της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα και β) της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση, και της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών και δυο (2) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ την ημέρα. Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1, 98, 258 περ. γ' και 242 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα περιστατικά και αιτιολογείται πλήρως η κρίση του Δικαστηρίου για την τέλεση εκ μέρους της ήδη αναιρεσείουσας, τόσο της πράξεως της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 ευρώ, όσο και εκείνης της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση. Πράγματι, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες σύμφωνα με τις οποίες: α) η κατηγορουμένη, όντας συμβολαιογράφος και ορισθείσα επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, του επισπευδόμενου σε βάρος του οφειλέτη Φ1 αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτων του, και ενώ είχε συντάξει με την ως άνω ιδιότητά της στις ..., την υπ' αριθμό ... πράξη πλειστηριασμού και κατακύρωσης στους υπερθεματιστές των αναφερομένων ακινήτων του οφειλέτη, με επιτευχθέν τίμημα από 8.500.000 δραχμές (ήδη 24.945 ευρώ) και 6.600.000 δραχμές (ήδη 19.369 ευρώ) αντίστοιχα στην πρώτη περίπτωση και 8.600.000 δραχμές (ήδη 25.238 ευρώ) στη δεύτερη περίπτωση, προσέτι δε ότι η ίδια είχε λάβει στην κατοχή της με την πιο πάνω ιδιότητά της, τα ως άνω χρηματικά ποσά, που αντιπροσώπευαν το εκπλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε, εν τούτοις βεβαίωσε ψευδώς, ότι το εκπλειστηρίασμα που συνολικά επιτεύχθηκε από την εκποίηση των ακινήτων, κατατέθηκε από την ίδια στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, β) ότι το ως άνω χρηματικό ποσό συνολικού ύψους 23.700.000 δραχμών (ήδη 69.552,26) ευρώ, που κρίνεται αναμφισβήτητα ως ιδιαίτερης μεγάλης αξίας, και το οποίο αυτή όφειλε να παρακαταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών από του πλειστηριασμού που έλαβε χώρα την ... αυτή το παρακράτησε με σκοπό παράνομης ιδιοποιήσεως, αφού μέχρι και την εκδίκαση της εναντίον της κατηγορίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά την ..., δεν το είχε παρακαταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και γ) ότι η αναιρεσείουσα προκειμένου να επιτύχει του εγκληματικού της σκοπού, αυτού της παράνομης ιδιοποιήσεως του ως άνω χρηματικού ποσού, χρησιμοποίησε ιδιαίτερα τεχνάσματα, με την εκ μέρους της σύνταξη των υπ' αριθμούς... και ... περιλήψεων κατακυρωτικών εκθέσεων, στις οποίες βεβαίωσε ψευδώς ότι το εκπλειστηρίασμα που είχε επιτευχθεί από την αναγκαστική εκποίηση των ακινήτων, είχε παρακατατεθεί από την ίδια στην αρμόδια προς τούτο αρχή. Περαιτέρω, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, περί του ότι: α) δεν εξειδικεύονται τα ειδικότερα τεχνάσματα που αυτή χρησιμοποίησε, β) το ποσό των 69.552,26 ευρώ, δεν είναι ιδιαίτερης μεγάλης αξίας, γ) στο αιτιολογικό δεν αναφέρεται ότι το υπεξαιρεθέν ποσό είναι ξένο πράγμα, δ) δεν συρρέουν αληθινά τα εγκλήματα για τα οποία αυτή καταδικάσθηκε, και ε) υπάρχει σύγχυση και αμφιβολία ως προς τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη, προκειμένου να στηρίξει την κρίση περί ενοχής. Τούτο, γιατί όσον αφορά: την υπό στοιχείο (α) αιτίαση, εξειδικεύονται κατά τα ανωτέρω, τα ιδιαίτερα τεχνάσματα που χρησιμοποίησε η αναιρεσείουσα, με την εκ μέρους της ψευδή βεβαίωση, περί του ότι το επιτευχθέν πλειστηρίασμα κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, την υπό στοιχείο (β) αιτίαση, αφού το ποσό των 69.552,26 ευρώ, θεωρείται ότι είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, την υπό στοιχείο (γ) αιτίαση, αφού το υπεξαιρεθέν χρηματικό ποσό, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ξένο, την υπό στοιχείο (δ) αιτίαση, γιατί συρρέουν αληθινά τα αδικήματα για τα οποία αυτή καταδικάσθηκε και την υπό στοιχείο (ε) αιτίαση, αφού η αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, το Πενταμελές Εφετείο της φράσεως "από τη χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος", Φ1 που εξετάσθηκε ενόρκως στο ενλόγω δικαστήριο, οφείλεται σε προφανή παραδρομή.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με αυτούς πλήττεται, με την επίκληση κατ' επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 8 Απριλίου 2008, αίτηση της Χ1 κατοίκου ... για αναίρεση της υπ' αριθμό 81-82/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιουνίου 2009.
Ο ANTIΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ