Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Πλαστογραφία, Λαθρεμπορία, Ακροάσεως έλλειψη, Πλάνη.
Περίληψη:
Πλαστογραφία με χρήση. Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης. Λαθρεμπορία. Α. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, Ε ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Β. Από τη μη απάντηση του Δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό πραγματικής πλάνης του κατηγορουμένου, που υποβλήθηκε όμως, σε προηγούμενη συζήτηση της υποθέσεως και περιλαμβάνεται στα μη αναγνωσθέντα πρακτικά της προεκδοθείσας αναβλητικής αποφάσεως, και όχι κατά τη διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά, ουδεμία ακυρότητα για έλλειψη ακροάσεως συντρέχει, ούτε έλλειψη αιτιολογίας ως λόγος αναιρέσεως υπάρχει, αφού από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, δεν επανέφερε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό του στο τελικά δίκασαν την έφεση του Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε και ζήτησε την ανάγνωση των πρακτικών, της αναβληθείσας δίκης, ώστε να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός έχει υποβληθεί νομότυπα και θα έπρεπε να εξετασθεί και να απαντηθεί από το Δικαστήριο. Γ. Απορριπτέος ως αβάσιμος και ο για απόλυτη ακυρότητα λόγος αναιρέσεως από ανάγνωση ξενόγλωσσων εγγράφων, αφού δεν νοείται ανάγνωση από το δικαστήριο εγγράφου συντεταγμένου σε ξένη γλώσσα χωρίς μετάφραση του στην ελληνική και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθεν από τη μη αναφορά ότι τα έγγραφα αυτά συνοδεύοντα από επίσημη μετάφραση τους στην ελληνική γλώσσα.
Αριθμός 1864/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Κοψαχείλη, για αναίρεση της υπ'αριθ.375/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Ιουνίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 797/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 Π Κ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η πλαστογραφία στοιχειοθετείται αντικειμενικώς είτε όταν ο δράστης αυτής καταρτίζει εξ υπαρχής τέτοιο έγγραφο που δεν υπήρχε προηγουμένως και το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλο πρόσωπο, είτε όταν αυτός νοθεύει γνήσιο έγγραφο, το οποίο υπάρχει ήδη, μεταβάλλοντας το περιεχόμενο του, με την προσθήκη ή την εξάλειψη ή την αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή άλλων στοιχείων αυτού εν αγνοία του εκδότη του, έτσι ώστε το εν λόγω έγγραφο να εμφανίζει έννοια διαφορετική από εκείνη που ήθελε να αποτυπώσει σ' αυτό ο εκδότης του. Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον δράστη της πλαστογραφίας ή από άλλον στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν αυτός καταστήσει προσιτό το εν λόγω έγγραφο στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο του τρίτον και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς και να απαιτείται να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Υπό την έννοια αυτή, χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου συνιστά αντικειμενικώς και η υποβολή αυτού σε Δημόσια Αρχή προς παραπλάνηση της, ώστε να προβεί σε ενέργεια της αρμοδιότητας της. Υποκειμενικούς απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και τον σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει άλλον, με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες.
Επίσης, κατά το άρθρο 220 παρ. 1 ΠΚ, όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στοιχεία του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως είναι α) δημόσιο έγγραφο εκδιδόμενο από τον αρμόδιο για την έκδοση του δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό κρατικής υπηρεσίας (δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής), β) στο έγγραφο αυτό να βεβαιώνεται αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, γ) η αναληθής βεβαίωση να επιτυγχάνεται με εξαπάτηση του υπαλλήλου από τον υπαίτιο και δ) δόλος που συνίσταται στη γνώση ότι το βεβαιούμενο γεγονός είναι αναληθές και μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, το δε έγγραφο στο οποίο διαλαμβάνεται η αναληθής βεβαίωση έχει δημόσιο χαρακτήρα και, περαιτέρω, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην παραπλάνηση του δημοσίου υπαλλήλου με οποιονδήποτε τρόπο. Είναι δε δημόσιο έγγραφο, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή και στην περιοχή του ποινικού δικαίου, γιατί το άρθρο 13 περ. γ' ΠΚ δεν προσδιορίζει την έννοια του, εκείνο που έχει συνταχθεί από καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο και είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων, κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 1,2 του ν. 2960/2001 περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, λαθρεμπορία είναι: α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο ή χρόνο, β) οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Ως λαθρεμπορία θεωρείται: α) η διάθεση στην κατανάλωση, χωρίς έγγραφη άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής και πληρωμή του εισαγωγικού δασμού, φόρου και λοιπών επιβαρύνσεων, εμπορευμάτων, τα οποία έχουν εισαχθεί δυνάμει νόμου ή σύμβασης, ατελώς ή με μειωμένες επιβαρύνσεις για ορισμένες ειδικές χρήσεις ή η χρησιμοποίηση αυτών των εμπορευμάτων σε άλλες χρήσεις εκτός των ορισμένων ειδικών τοιούτων , β) η εξαγωγή ή η εισαγωγή εμπορευμάτων των οποίων, κατά νόμο ή με απόφαση της αρμόδιας Αρχής, είναι απαγορευμένη η εξαγωγή ή η εισαγωγή, εκτός εάν με έγγραφη άδεια επιτράπηκε αυτή κατ' εξαίρεση της απαγόρευσης από την αρμόδια Αρχή, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 157 παρ. 1 α του ιδίου Κώδικα, η κατά το άρθρο 155 λαθρεμπορία τιμωρείται: α) Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. κλπ.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Ο δόλος δεν είναι, κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως το να έχει τελεσθεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμό 375/2010 αποφάσεως του, δέχθηκε κατά πλειοψηφία, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, την οποία στήριξε σε όλα τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Επειδή από την όλη αποδεικτική διαδικασία, δηλαδή τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, την ανάγνωση των εγγράφων και τη συζήτηση γενικά, αποδείχθηκαν κατά την πλειοψηφούσα άποψη του Δικαστηρίου τα ακόλουθα:Α) Στη ..., την 18-2-2003, προέβη στην νόθευση εγγράφου ήτοι του υπ' αριθμ. ... τίτλου κυριότητας των γερμανικών αρχών του με αριθμού πλαισίου ... ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας εργοστασίου ΒΜW τύπου 3460, αλλοιώνοντας σ' αυτόν (τίτλο κυριότητας) στο σημείο που αναγράφεται η μεταβλητή ένδειξη της παραλλαγής και έκδοσης ..., το αριθμητικό ψηφίο -1- που ήταν το αρχικά χαραχθέν με το αριθμητικό ψηφίο -0- το οποίο χαράχθηκε εκ των υστέρων, κατόπιν μηχανικής αποξέσεως του αρχικού αριθμητικού στοιχείου και στην μεταβλητή ένδειξη της έγκρισης τύπου ... το τελευταίο αριθμητικό ψηφίο που ήταν το αρχικό χαραχθέν με το αριθμητικό ψηφίο -4- το οποίο χαράχθηκε εκ των υστέρων, με την χρήση εκτυπωτικού μέσου μελάνης μαύρου χρώματος, με απόσβεση του αρχικού χαραχθέντος αριθμητικού ψηφίου με μηχανική απόξεση. Στην πράξη αυτή προέβη με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του ως άνω νοθευμένου εγγράφου τις αρμόδιες αρχές ήτοι την Δ/νση Μεταφορών & Επικοινωνιών ..., για το αναληθές και έχων έννομες συνέπειες γεγονός, ότι το εκτελωνισθέν από εσένα μεταχειρισμένο όχημα έπρεπε να καταταχθεί βάσει της νεότερης ευνοϊκής οδηγίας 98/69 για οχήματα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας με την οποία ο εισαγωγέας-υπόχρεος καταβάλει μικρότερο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, ενώ εάν δεν είχε επέλθει η ανωτέρω αλλοίωση του αριθμητικού στοιχείου της μεταβλητής ένδειξης της παραλλαγής και έκδοσης "ΒΜ 11/01" και της μεταβλητής ένδειξης της έγκρισης τύπου ..., το ΙΧΕ αυτοκίνητο θα κατατάσσονταν δυνάμει της 96/69 Οδηγίας για οχήματα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας της Ε.Ε. και θα καταβαλλόταν μεγαλύτερος φόρος κατανάλωσης κατά το ποσό των 6.304,20 ευρώ. Στη συνέχεια, εν γνώσει του, έκανε χρήση αυτού και δη κατέθεσε το εν λόγω πλαστό έγγραφο με άλλα έγγραφα στο τελωνείο Λάρισας, μέσω του εξουσιοδοτημένου από τον κατηγορούμενο εκτελωνιστή του Κ, προκειμένου να προβεί στον εκτελωνισμό του προαναφερόμενου αυτοκινήτου, ενώ επικυρωμένο φωτοαντίγραφο αυτού χρησιμοποίησε, προσκομίζοντας το μέσω του συνεργάτη του στην Δ/νση Μεταφορών & Επικοινωνιών Λάρισας, προκειμένου να πετύχει την έκδοση της με αριθμ. πρωτ. ... βεβαίωσης εκτελωνισμού από την εν λόγω υπηρεσία με εσφαλμένη κατάταξη όσον αφορά την αντιρρυπαντική τεχνολογία, με αποτέλεσμα να υποχρεούται σε μειωμένο καταβαλλόμενο υπέρ του Δημοσίου φόρου που ανέρχεται στο ποσό των 7.509.00 ευρώ.
Β)Στην Λάρισα, την 13-3-2003, πέτυχε, με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, μέσω του εξουσιοδοτημένου από τον ίδιο (κατηγορούμενο) εκτελωνιστή του Κ, προκειμένου να προβεί στον εκτελωνισμό του με αριθμό πλαισίου... ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας εργοστασίου ΒΜW τύπου 3460, προσκόμισε στην Δ/νση μεταφορών και Επικοινωνιών Λάρισας επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του υπ' αρ. ... τίτλου κυριότητας των γερμανικών αρχών, τον οποίο είχε νοθεύσει ως προς τη μεταβλητή ένδειξη της παραλλαγής και έκδοσης ..., το αριθμητικό ψηφίο -1- που ήταν αρχικά χαραχθέν με το αριθμητικό ψηφίο -0-το οποίο χαράχθηκε εκ των υστέρων, κατόπιν μηχανικής αποξέσεως του αρχικού αριθμητικού στοιχείου και ως προς τη μεταβλητή ένδειξη της έγκρισης τύπου ... το τελευταίο αριθμητικό ψηφίο που ήταν το αρχικό χαραχθέν με το αριθμητικό ψηφίο -4- το οποίο χαράχθηκε εκ των υστέρων, με τη χρήση εκτυπωτικού μέσου μελάν μαύρου χρώματος, με απόσβεση του αρχικού αριθμητικού ψηφίου με μηχανή απόξεση, πετυχαίνοντας έτσι την έκδοση της υπ' αριθμ. πρωτ. ... βεβαίωσης εκτελωνισμού από την εν λόγω υπηρεσία με εσφαλμένη κατάταξη όσον αφορά την αντιρρυπαντική τεχνολογία, δηλαδή αντί να καταταχθεί το εν λόγω αυτοκίνητο δυνάμει της 96/69 οδηγίας για οχήματα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας της Ε.Ε. κατατάχθηκε βάσει της 98/69, με αποτέλεσμα να καταβάλει μειωμένο υπέρ του Δημοσίου φόρου που ανέρχεται στο ποσό των 7.509,00 ευρώ.
Γ)Στην Λάρισα, στις 18-2-2003, προέβη σε ενέργεια που αποσκοπούσε να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα εμπορεύματα και δη με πρόθεση κατέθεσε παραποιημένα παραστατικά για εμπορεύματα που εισήχθησαν στη χώρα κατά τρόπο, που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, αποσκοπώντας στο να στερηθεί το Ελληνικό Δημόσιο τους δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που εισπράττονται επί των εισαγόμενων από την αλλοδαπή εμπορευμάτων, τα οποία ανέρχονται σε σημαντικό ποσό. Συγκεκριμένα, μέσω του εξουσιοδοτημένου από τον ίδιο (κατηγορούμενο) εκτελωνιστή του Κ, προκειμένου να προβεί στον εκτελωνισμό του με αριθμό πλαισίου ... ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας εργοστασίου ΒΜ\Λ/ τύπου 3460, προσκόμισε στο τελωνείο Λάρισας τον υπ'. αριθμ. ... τίτλο κυριότητας των γερμανικών αρχών, τον οποίο είχε νοθεύσει προς τη μεταβλητή ένδειξη της παραλλαγής και έκδοσης ..., το αριθμητικό ψηφίο -1- που 'τα αρχικά χαραχθέν με το αριθμητικό ψηφίο -0- το οποίο χαράχθηκε εκ των υστέρων, κατόπιν μηχανικής αποξέσεως του αρχικού αριθμητικού στοιχείου και στην μεταβλητή ένδειξη της έγκρισης τύπου " ... το τελευταίο αριθμητικό ψηφίο που ήταν το αρχικό χαραχθέν με το αριθμητικό ψηφίο -4- το οποίο χαράχθηκε εκ των υστέρων, με την χρήση εκτυπωτικού μέσου μελάνης μαύρου χρώματος, με απόσβεση του αρχικού χαραχθέντος αριθμητικού ψηφίου με μηχανική απόξεση, πετυχαίνοντας έτσι την έκδοση της υπ' αριθμ. πρωτ. ... βεβαίωση εκτελωνισμού από την Δ/νση μεταφορών & Επικοινωνιών Λάρισας, όπου αναγράφονταν εσφαλμένα η κατάταξη όσον αφορά την αντιρρυπαντική τεχνολογία, δηλαδή αντί να καταταχθεί το εν λόγω αυτοκίνητο δυνάμει της 96/69 Οδηγίας για οχήματα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας της Ε.Ε. κατατάχθηκε βάσει της 96/69 και χωρίς να καταβληθούν οι αναλογούντες δασμοί, φόροι, τέλη και λοιπά δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου, που εισπράττονται επί των εισαγόμενων από την αλλοδαπή εμπορευμάτων, τα οποία στερήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο και ανέρχονται στο ποσό των 6.304,20 ευρώ" Ακολούθως κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο πλαστογραφίας μετά χρήσεως, υπαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και λαθρεμπορίας και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, ανασταλείσα. Με αυτά που δέχθηκε το δίκασαν Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των τριών εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1,94 παρ.1, 216 παρ. 1 και 220 του ΠΚ,155 παρ.1 περ. β, 157 παρ. 1 α του ν. 2960/2001, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, ώστε να στερείται νόμιμης βάσεως. Οι αντίθετες ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες αφού: α) κατά το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος νόθευσε δημόσιο έγγραφο και δη σε τίτλο κυριότητας εισαχθέντος υπ'αυτού από τη Γερμανία ΙΧΕ αυτοκινήτου, νόθευσε ορισμένα από τα αριθμητικά στοιχεία του, με απόσβεση των αρχικών στοιχείων και προέβη σε χρήση αυτού του νοθευμένου εγγράφου στις αρμόδιες για εκτελωνισμό δημόσιες αρχές, καταδικασθείς σαφώς για πλαστογραφία με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης, ήτοι για παράβαση του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α και β του ΠΚ, και ουδεμία έλλειψη ή ασάφεια δημιουργείται εκ του ότι στην απόφαση σημειώνεται παράβαση του άνω άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ, χωρίς αναφορά και των δύο εδαφίων αυτού, β) η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς το δόλο του κατηγορουμένου, με τις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις παραδοχές ότι, αυτός ο ίδιος προέβη στη νόθευση ορισμένων στοιχείων του τίτλου κυριότητας του υπ'αυτού εισαχθέντος από τη ... μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, ότι ο ίδιος δια του εξουσιοδοτημένου εκτελωνιστή του έκανε χρήση του νοθευμένου ως άνω εγγράφου στο Τελωνείο Λάρισας, καταθέτοντας αυτό μαζί με άλλα πλαστά έγγραφα για εκτελωνισμό, ενώ επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του νοθευμένου αυτού εγγράφου χρησιμοποίησε και στη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών Λάρισας, με τον σκοπό της παραπλάνησης των υπαλλήλων της υπηρεσίας αυτής, πετυχαίνοντας πράγματι την έκδοση από την υπηρεσία αυτή, της με αριθ. πρωτ.... βεβαιώσεως εκτελωνισμού, με εσφαλμένη κατάταξη του αυτοκινήτου του, όσον αφορά την αντιρρυπαντική τεχνολογία της Ε.Ε., με αποτέλεσμα το εισαχθέν αυτοκίνητο του να καταταχθεί, αντί με βάση την Οδηγία 96/96 ΕΚ, στη νεότερη κατηγορία με βάση την Οδηγία 98/96 και έτσι ο κατηγορούμενος να καταβάλει υπέρ του ζημιωθέντος τελικά Δημοσίου δασμούς και φόρους εκτελωνισμού, μικρότερου ποσού και δη κατά ποσό 7.509 ευρώ, γ) αναφέρονται οι έννομες συνέπειες της γενομένης πλαστογραφίας και της υφαρπαγής της ψευδούς ως άνω βεβαιώσεως εκτελωνισμού, που ήταν η καταβολή ως παραπάνω στο Δημόσιο μειωμένων δασμών και φόρων εκτελωνισμού και η συνδρομή ταυτόχρονα λαθρεμπορίας και δε συνάγεται από τις άνω παραδοχές ότι τόσον το γνήσιο έγγραφο, όσον και το πλαστό έγγραφο, είχαν τις ίδιες έννομες συνέπειες, της κατάταξης του εν λόγω αυτοκινήτου, βάσει της κατασκευής του, στην ίδια κατηγορία ταξινόμησης και στην ίδια οδηγία 98/96 αντιρρυπαντικής τεχνολογίας της Ε.Ε. και στην πληρωμή ίσου ποσού δασμών και φόρων σε κάθε περίπτωση, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, δ) από τη μη ανάγνωση, κατ'άρθρο 364 παρ.2 ΚΠοινΔ, των πρακτικών της προεκδοθείσας 1569/2009 αναβλητικής αποφάσεως και τη μη απάντηση του Δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό πραγματικής πλάνης του κατηγορουμένου, που υποβλήθηκε, κατά την αίτηση αναιρέσεως, στην προηγούμενη αυτή συζήτηση της υποθέσεως και περιλαμβάνεται στα μη αναγνωσθέντα ως άνω πρακτικά, και όχι κατά τη διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού μάλιστα δεν προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά, ότι ο κατηγορούμενος ζήτησε την ανάγνωση των πρακτικών της αναβλητικής αυτής αποφάσεως, ουδεμία ακυρότητα από τη μη ανάγνωση δημιουργήθηκε ούτε έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει, καθόσον από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν επανέφερε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό του στο τελικά δίκασαν την έφεση του Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ήτοι το Δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό, που δεν υποβλήθηκε ενώπιον του, αλλά σε προηγούμενη συζήτηση, χωρίς να επαναφερθεί, ε) από την παράλειψη παραθέσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση του άρθρου 220 ΠΚ, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, διότι, μετά την κατάργηση της περ. Θ' του άρθρου 510 παρ. ! ΚΠοινΔ, αν δεν έχουν παρατεθεί στην απόφαση οι διατάξεις βάσει των οποίων κηρύχτηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως. Οι λοιπές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτο περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ, 2, 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικό μέσο, για το σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς "..... ο αριθμ. ... τίτλος κυριότητας των Γερμανικών αρχών ΙΧΕ αυτοκινήτου. . και 12. γερμανικών τίτλων κυριότητας ΙΧΕ αυτοκινήτων που παραδίδονται για εργαστηριακή εξέταση". Με την εν λόγω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα τους και αφορούν απλώς τίτλους κυριότητας αυτοκινήτων, μεταξύ των οποίων και ο νοθευθείς στον πρώτο τίτλο αριθμός εισαχθέντος αυτοκινήτου. Από την ανάγνωση τους δε στο ακροατήριο, ενόψει του ότι πρόκειται για ξενόγλωσσα έγγραφα, η μνεία στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν σημαίνει ότι αναγνώσθηκε μετάφραση τους στην ελληνική γλώσσα, αφού δεν νοείται ανάγνωση από το δικαστήριο εγγράφου συντεταγμένου σε ξένη γλώσσα χωρίς μετάφραση του στην ελληνική και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε από τη μη αναφορά ότι τα έγγραφα αυτά συνοδεύοντο από επίσημη μετάφραση τους στην ελληνική γλώσσα. Επομένως, ορθώς το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα προαναφερθέντα έγγραφα, ο δε περί του αντιθέτου συναφής λόγος της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι λήφθηκαν υπόψη τα ανωτέρω συντεταγμένα στην γερμανική γλώσσα έγγραφα χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους και χωρίς να έχουν μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμ. εκθ. 11/7-6-2010 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 375/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ