Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσια κτήματα, Δημόσιο , Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση, Αποδείξεων εκτίμηση, Οθωμανικό δίκαιο.
Περίληψη:
Η Επιτροπή του Β.Δ της 17/29.11.1836 περί ιδιωτικών δασών είναι διαφορετική από εκείνη της επί των πωλήσεων των οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Οι αποφάσεις της πρώτης περί κυριότητας σε δάσος του ιδιώτη αποτελούν νόμιμο τεκμήριο κατά του Δημοσίου που ανατρέπει το τεκμήριο του άρθρου 3 του εν λόγω Β.Δ, ενώ η παρεμπίπτουσα κρίση της δεύτερης περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας εκτάσεως αποτελούν στοιχείο δικαιολογούν την καλή πίστη του νομέα του ακινήτου. Επάλληλες αιτιολογίες. Εάν η μια δεν πλήττεται αναιρετικά η πλήττεται αναιρετικά ή πλήττεται αναιρετικά η πλήττεται ανεπιτυχώς τότε ο αναιρετικός που πλήττει την άλλη απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Η αιτίαση περί εσφαλμένης εμβαδομετρήσεως πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου. Αοριστία λόγου αναίρεσης, που περιορίζεται επιλεκτικά και αποσπασματικά σε δύο παραδοχές. Όταν αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήχθη το αποδεικτικό πόρισμα δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετικός λόγος
Αριθμός 1273/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ε. Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην…, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσίβλητων:1. Λ. Θ. Β., κατοίκου ..., 2.Α. Θ. Β., κατοίκου ... 3.Ν. Γ., κατοίκου ..., απάντων κληρονόμων του αποβιώσαντος ενάγοντος διαδίκου Θ. Β.. Ο 1ος και η 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γρηγόριο Τιμαγένη, η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-7-1994 αγωγή του αρχικώς ενάγοντος, προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3425/1996, 897/2009 μη οριστικές, 712/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2605/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 23-9-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6-5-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων, ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή με το άρθρο 3 του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών" επιβλήθηκε στους ιδιοκτήτες ιδιωτικών δασών η υποχρέωση μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευσή του, να παρουσιάσουν στο Γραμματέα επί των Οικονομικών τους νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας τους για να εξετασθεί η νομιμοποίησή τους, ως ιδιοκτητών ιδιωτικού δάσους. Από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας όλα τα δάση για τα οποία δεν θα παρουσιάζονταν τίτλοι από τους ιδιοκτήτες, θεωρούνταν αδιαφιλονίκητα ως εθνικά δάση και δεν θα διετίθεντο. Περαιτέρω από τα άρθρα 3, 9, 19, 30, 68, 71 και 92 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" της 7ης Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 2 και 3 των Οδηγιών της 23 Μουχαμέρ 1293 "περί εξελέγξεως τίτλων δασών", προκύπτει ότι κατά το Οθωμανικό Δίκαιο τα δάση ανήκαν, κατά τεκμήριο στο Τουρκικό Δημόσιο και ότι μόνο με ταπί, στο οποίο αναφερόταν ότι το παραχωρούμενο ήταν δάσος, συνετελείτο η εκ μέρους του Δημοσίου προς ιδιώτες παραχώρηση διηνεκούς εξουσίας (τεσσαρούφ) και η από αυτούς περαιτέρω μεταβίβασή της. Τα με αυτό τον τρόπο στο Τουρκικό Δημόσιο ανήκοντα δάση (δημόσια) περιήλθαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στο νεοσυσταθέν Ελληνικό Κράτος (Ελληνικό Δημόσιο) ως διάδοχο του Οθωμανικού Δημοσίου, στο οποίο (Ελλ.Δημόσιο) είχαν περιέλθει επίσης ως αδέσποτα και όσα από τα ιδιωτικά εγκατέλειψαν οι Μουσουλμάνοι φεύγοντας. Εξάλλου με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832 και ειδικότερα με την έβδομη παράγραφο συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, ειδική δε επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, με δε την πέμπτη και έκτη παράγραφο του Πρωτοκόλλου της 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830, επετράπη στους μετανάστες Οθωμανούς η πώληση των ιδιοκτησιών που είχαν στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ιδιωτικά δάση, αδιακρίτως αν αυτά βρισκόντουσαν εντός ή εκτός των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών). Σε εκτέλεση των προαναφερθέντων Πρωτοκόλλων συστήθηκε η επί των Οθωμανικών κτημάτων εξεταστική επιτροπή, η οποία, με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξή της, υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφίων, μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων) κ.λπ. γιατί αυτά περιείρχοντο στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη συντάξεως εγκύρων τουρκικών τίτλων πωλήσεως (χοτζετίων). Η πιο πάνω Επιτροπή συστάθηκε πολύ πριν από την έκδοση του από 17/29.11.1836 Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών" και όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις και εκείνες της από 28.3.1835 Συμβάσεως μεταξύ αυτής και των αποεσταλμένων της Υψηλής Πύλης, που εγκρίθηκε με το από 4/16.4.1835 ΒΔ (ΦΕΚ 15/1838), του από 4/16.10.1835 Πρωτοκόλλου του Υπουργικού Συμβουλίου και της υπ’ αριθμ.5059 της 1/13.11.1835 διαταγής των επί του Βασ.Οικονομικών και Εξωτερικών Γραμματειών, είχε ως αντικείμενο την εξέταση της εγκυρότητας των τίτλων των γενομένων μεταβιβάσεων ακινήτων, μεταξύ των οποίων και των ιδιωτικών δασών που βρισκόντουσαν εντός ή εκτός τσιφλικίων, από τους αποχωρούντες (φεύγοντες) Οθωμανούς στους Έλληνες, προς εξασφάλιση και μόνο των Ελλήνων αγοραστών Οθωμανικών κτημάτων, έναντι των πωλητών Οθωμανών. Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της εν λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης εκτάσεως δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών περί αναγνωρίσεως ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Β.Δ/τος της 17/29-11-1836, δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4-5-1842 δηλοποιήσεως της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και την διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του Β.Δ/τος της 17/29-11/1.12.1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω Δ/τος. Αλλά και οι αποφάσεις της επί των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής, που επιτελεί έργο της διοικήσεως, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κ.λπ., οι οποίες εκδόθηκαν μετά την ισχύ του ανωτέρω Β.Δ/τος της 17/29-11/1.12.1836, δεν είναι δυνατό να παραμερισθούν εντελώς. Εφόσον με αυτές αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες σε δάσος υφιστάμενο το 1836 και σε αυτές περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, περί μη υπάρξεως απαιτήσεως του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής εκτάσεως, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοικήσεως, υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέως της Επικρατείας και από τον Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, τότε οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής εκτάσεως, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, μπορούν να επικαλεσθούν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή πίστη κατά την τριακονταετή με διάνοια κυρίου κατοχή του ειρημένου δάσους (Ολ.ΣτΕ 1251, 1252/1975). Εξάλλου κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίας για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ. (41.10), 109 πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Περαιτέρω ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του αρ.19 του ίδιου άρθρου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσω (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μετά από επικύρωση της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης απόφασης, ως ουσιαστικά βάσιμη, τόσο κατά την κύρια από παράγωγο τρόπο, όσο κατά την επικουρική από έκτακτη χρησικτησία βάσης της, την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Θ. Β. (στη θέση του οποίου αυτοί, ως εκ διαθήκης κληρονόμοι του υπεισήλθαν) επί ενός αγροκτήματος επιφάνειας 42000 τ.μ. που αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου και δή του τσιφλικίου .... Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είναι εκ διαθήκης κληρονόμοι του αρχικώς ενάγοντα Θ. Β., στη θέση του οποίου υπεισήλθαν αποδεχθέντες την κληρονομιά του και δή κατά ποσοστό 43,75% εξ αδιαιρέτου ο πρώτος (Λ. Β.), 43,75% εξ αδιαιρέτου η δεύτερη (Α. Β.) και 12,50% εξ αδιαιρέτου η τρίτη (Ν. Γ.). Το επίδικο, που είναι το επακριβώς περιγραφόμενο ακίνητο, επιφανείας 42000 τετρ,μέτρων, αποτελούσε τμήμα του μεγαλυτέρου και επιφανείας 9000 στρεμμάτων αγροκτήματος (τσιφλικίου) ... και περιήλθε στην κυριότητα του δικαιοπαρόχου των εφεσιβλήτων και αρχικού ενάγοντα Θ. Β. από αγορά από τους Μ. και Λ. Ε. και δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ’ αριθμ..../20.9.1933 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, του συμβ/φου Αθηνών Γεωργίου Χρ.Κασσαβέτη, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ.44800/1933 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και την υπ’ αριθμ..../31.8.1936 έγκριση πωλήσεως δασικής εκτάσεως του αγροκτήματος ... από τον δασάρχη Αττικοβοιωτίας. Στους δικαιοπαρόχους του Θ. Β., ήτοι τους Λ. και Μ. Ε., το μεγαλύτερο ακίνητο είχε περιέλθει από αγορά από τον Α. Κ.Γ., με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ’ αριθμ..../1918 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Ηρακλή Καρκούλια, σε συνδ.με την υπ’ αριθμ.12886/23.2.1918 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Κατά το διάστημα του στο εν λόγω μείζον ακίνητο ήταν κύριοι οι Λ. και Μ. Ε., έλαβαν χώρα απαλλοτριώσεις μεγάλων εκτάσεων του αγροκτήματος, την δε εναπομείνασα έκταση αυτοί διαίρεσαν σε τεμάχια και μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ.44800/1933 απόφασης του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία επετράπη η πώληση των εξαιρεθεισών της απαλλοτριώσεως εκτάσεων, προέβησαν σε πωλήσεις των τεμαχίων, ένα από τα οποία είναι και το πωληθέν στον Θ. Β.. Στον δικαιοπάροχο των αφών Ε. Α. Γ. το εμπεριέχον και το επίδικο μεγαλύτερο αγρόκτημα (τσιφλίκι) περιήλθε, εκτός από έκταση 50 στρεμμάτων, από αγορά από τον Μ. Α.Σ., σύμφωνα με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../18.2.1911 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Διονυσίου Γιγάντε, στον δε Μ. Α.Σ., με αγορά από τον Α. Ε.Γ., σύμφωνα με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../5.7.1900 συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Αριστοτέλους Βιλαέτου, στον δε Α. Γ. το μεγαλύτερο αγρόκτημα (επιφανείας 9000 τ.μ) περιήλθε με αγορά, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ.νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../26.3.1899 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Ιωάννου Γαϊτάνου, από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του Κ.Α., στον δε Κ.Α. το αγρόκτημα επιφανείας 9 ζευγαριών, περιήλθε με αγορά από Κ.Κ. με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../8.11.1888 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμ/φου Αθηνών Παναγ.Πέρδικα, στον δε Κ.Κ., λόγω συσταθείσας υπέρ αυτού και της συζύγου του, θυγατρός Θ. Μ., προικός, με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ..../2.4.1876 προικοσυμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Γερασίμου Αφεντάκη, στον δε προικοδότη Θ. Η. το αγρόκτημα περιήλθε κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου από εξ αδιαθέτου κληρονομιά του αποβιώσαντος, στις 29.8.1861, πατέρα του Π. Κ.Η., κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου από δωρεά της αδελφής του Μ. και κατά τα 2/4 εξ αδιαιρέτου με αγορά από τις αδελφές του Α. και Ε., με το υπ’ αριθμ..../5.1.1882 νόμιμα μεταγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Σ.Αρμάγου, στον δε Π. Η. το αγρόκτημα περιήλθε με αγορά, το 1830, από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του και από τον Γ. Β. και συγκεκριμένα αυτός αγόρασε πέντε περίπου "ζευγάρια" εδάφους από τον Δ. Α. Χ. Μ., ένα "ζευγάρι" από τη θυγατέρα του Μ. Α. και τρία "ζευγάρια" από τον Γ. Β., διάδοχο των δικαιωμάτων του Μ. Τ. και της συζύγου του Α. - Μ. Φ.. Στη συνέχεια γίνεται δεκτό από την προσβαλλομένη αυτολεξεί: "Στην αγορά αυτή ο Π. Κ. Η. προέβη με πωλητήρια έγγραφα ήτοι Χοτζέτια, τα οποία δεν προσκομίζονται μεταφρασμένα καθόσον είναι γραμμένα στην παλαιά τουρκική γλώσσα και ήταν αδύνατη η μετάφραση τους στην Ελλάδα. Το γεγονός όμως της ύπαρξης τους δεν αμφισβητεί το εκκαλούν Δημόσιο, το οποίο αμφισβητεί την έκταση που μεταβιβάστηκε και τα όρια αυτής ισχυριζόμενο ότι αυτή δεν ανέρχονταν σε 9.000 στρέμματα, αλλά το πολύ σε 1.000 στρέμματα. Ως προς τούτο, ο ακριβής καθορισμός σε στρέμματα ή τετραγωνικά μέτρα, της έκτασης του ενός "ζευγαριού" που αποτελούσε μονάδα μέτρησης εδάφους επί τουρκοκρατίας, αναφέρεται με διαφορετική τιμή σε διάφορες πηγές, κατ ‘ άλλους είναι η επιφάνεια που οργώνεται σε μια ημέρα από ένα ζευγάρι βοδιών, κατ άλλους η επιφάνεια που οργώνεται από ένα ζεύγος βοδιών σε μια καλλιεργητική περίοδο, υπολογιζόμενη ανάλογα με την ιδιομορφία, κάθε εδάφους από μορφολογική άποψη (επίπεδη έκταση ή με διακυμάνσεις ύψους) και από άποψη καλλιεργητική, δηλαδή αν υπάρχουν σ’ αυτό δένδρα ή όχι, σε δύο με τρία στρέμματα (ΟλΑΠ 1/2013 ΝοΒ 2013.701 που αφορά την περιοχή των Κυκλάδων) ή σε 100 έως 200 στρέμματα (κατά Π. Κ.) χωρίς να υπάρχει σταθερή τιμή του ζευγαριού αναγόμενη σε τετραγωνικά μέτρα. Στην υπό κρίση υπόθεση, ανεξαρτήτως των παραπάνω τιμών του ενός "ζευγαριού" σε κάθε περιοχή και σε κάθε εδαφική έκταση, η μεταβιβασθείσα στον Π. Η. έκταση, ευρισκόμενη στη συγκεκριμένη περιοχή υπό τις σ αυτή επικρατούσες συνθήκες, καθόσον η έκταση αυτή περιελάμβανε ορεινές και δασώδεις εκτάσεις, που δεν ήταν δυνατόν να καλλιεργηθούν, ανερχόμενη σε εννέα ζευγάρια περίπου, αποτελεί έκταση 9.000 στρεμμάτων, όπως κρίθηκε και με την με αρ. 8961/1996 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αναίρεση (με αρ. 699/2005 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών). Η απόφαση αυτή εκδόθηκε επί αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής, που ασκήθηκε από τους Θ. Λ. Β. (αρχικώς ενάγοντα στην υπό κρίση αγωγή) και τη Ν. χήρα Δ. Α. το γένος Λ. Β., δύο ακινήτων, ήτοι του με αρ. …τεμαχίου που συνορεύει με το επίδικο και του με αρ. 46 τεμαχίου που βρίσκεται πλησίον του επιδίκου, τα οποία βρίσκονται στην ίδια περιοχή ... και οι στην αγωγή εκείνη ενάγοντες τα αγόρασαν εξ αδιαιρέτου, με τα με αρ. .../20-9-1933 και με αρ. .../12-10-1933 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Κασσαβέτη, που μεταγράφηκαν νόμιμα, περιέχονται στο ευρύτερο κτήμα ... που αγόρασε ο απώτατος δικαιοπάροχος αυτών Π. Η. από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του και από τον Γ. Β.. Το γεγονός δε ότι η συνολική έκταση που αγόρασε ο Π. Η. ανέρχονταν σε 9.000 στρέμματα, έκρινε και η με αρ. 6424/1998 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών επί διαφοράς που ανέκυψε με την άσκηση αγωγής αναγνωριστικής κυριότητος, άλλων ιδιοκτητών τεμαχίων του όλου αγροκτήματος ... με απώτατο δικαιοπάροχο τον Π. Η. (..., ΑΕ ΠΛΑΖΑ ΦΙΝΑΝΣΙΕΡΑ ΚΟΡΠΟΡΕΙΣΟΝ, ΑΕ Ελληνική Βιομηχανία Μεταλλικών Επιπλώσεων Τ. ΑΕ) κατά του Δημοσίου (δεν προκύπτει εάν έχει ασκηθεί κατ αυτής αναίρεση, αλλά και δεν αμφισβητήθηκε από το εκκαλούν). Τα ανωτέρω ενισχύονται και από τις μεταγενέστερες απαλλοτριώσεις των εκτάσεων του όλου αγροκτήματος ..., που πραγματοποίησε το Δημόσιο μεταξύ των ετών 1920 και 1932, με τις οποίες απαλλοτριώθηκε συνολική έκταση περίπου 4.000 στρεμμάτων, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ενώ συγχρόνως εξαίρεσε εδαφικές εκτάσεις οι οποίες παρέμειναν στην ιδιοκτησία των ιδιωτών. Επομένως ο σχετικός λόγος της έφεσης ότι ο Π. Η. δεν απέκτησε έκταση 9.000 στρεμμάτων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Στη συνέχεια ο Π. Η. , μετά το πέρας του αγώνα της ανεξαρτησίας του έθνους, σύμφωνα με το β.δ. 17/29/ Νοεμβρίου 1836 κατά το οποίο "Εντός έτους από την ημέρα δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου οφείλουν οι ιδιόκτητοι των υπό τα άρθρα 1 και 2 δασών, να παρουσιάσωσιν εις την ημετέραν επί των Οικονομικών Γραμματείαν ή απευθείας ή δια των αρμοδίων υπαλλήλων, τους νομίμους τίτλους της ιδιοκτησίας των. Η γραμματεία θέλει εξετάσει αυτούς, θέλει επισήμως δώσει την κατοχήν εις τους ιδιόκτητος, εις δε την δεύτερον θέλει αποπέμψει τας ελλείπουσας νομίμων αποδείξεων αξιώσεις αυτών, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων εις την περίστασιν ταύτην..." , προσκόμισε εντός έτους από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, τους τίτλους που κατείχε (χοτζέτια, δηλαδή τίτλοι ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα επικαρπίας που αποκτούνται μέσω πώλησης ή κάποιας διένεξης ή ύστερα από ανανέωση και ύστερα επικυρώνονται από τον Καδή), ενώπιον των αρμοδίων Επιτροπών επί των Οθωμανικών Κτημάτων, που θέσπισε η Ελληνική Πολιτεία και κατόπιν αιτήσεων του, εκδόθηκαν από την ανωτέρω ορισθείσα Επιτροπή Επί Των Οθωμανικών Κτημάτων οι με αρ. 168-171/1836 και 190, 191 και 215/1836 αποφάσεις, με τις οποίες διαπιστώθηκε το έγκυρο και νόμιμο των προσκομισθέντων τίτλων και κρίθηκε ότι το Δημόσιο δεν έχει απαίτηση επί του ακινήτου που περιήλθε στον Π. Η. με τους ανωτέρω τίτλους ("το Δημόσιο δεν έπεται να έχει απαίτησιν τινά") και αναγνώρισαν τον Π. Η. ως κύριο του ανωτέρω αγροκτήματος ... (ΑΠ 312/2008 αδημ.). Οι εν λόγω αποφάσεις φέρουν την υπογραφή των μελών της κάθε επιτροπής και του Διευθυντού της επί των Οικονομικών Γραμματείας και του επί του βασιλικού οίκου και των εξωτερικών Γραμματέως, καθισταμένου ουσιαστικά αβασίμου του ισχυρισμού του εκκαλούντος ότι δεν εκδόθηκαν οι παραπάνω αποφάσεις από τον αρμόδιο Γραμματέα επί των Οικονομικών. Οι αποφάσεις αυτές των επιτροπών κηρύχθηκαν εκτελεστές, αναγνωριζομένων έτσι των δασικών εκτάσεων του αγροκτήματος ... ως ιδιωτικών. Ο Π. Η. από τότε που απέκτησε το κτήμα ... το 1830 μέχρι του θανάτου του το 1861, νεμόταν αυτό με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει τα δικαιώματα άλλου κυρίου, καθόσον αυτός αγόρασε νόμιμα το ακίνητο από τους ανωτέρω Οθωμανούς που κατείχαν αυτό σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε τότε και στη συνέχεια με την αναγνώριση των τίτλων από το Ελληνικό Κράτος, κατείχε και νέμονταν αυτά με την αληθή πεποίθηση ότι δεν βλάπτονται δικαιώματα τρίτων και δη του Δημοσίου. Ειδικότερα προέβαινε σε πράξεις οριοθέτησης, στην επίβλεψη τήρησης των ορίων του, σε καλλιέργειες, συλλογές καρπών και εισοδημάτων. Τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη, συνέχισε να ασκεί και ο γυιός του Θ. Η., ο οποίος κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω ενεπλάκη σε δικαστικό αγώνα με τις δύο αδερφές του από το 1862 έως το 1882. Αυτός δε το έτος 1876 μεταβίβασε το όλο ακίνητο, λόγω προικός, στον γαμβρό του Κ. Κ. (έστω και αν δεν είχε περατωθεί ακόμη τελεσίδικα ο δικαστικός αγώνας με τις δύο αδερφές του, ο οποίος περατώθηκε με την υπογραφή του με αρ..../1882 συμβολαίου κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω) και προς εξασφάλιση αυτού (Κ. Κ.) του παρείχε το δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης ή υποθήκης επί των κτημάτων του, η οποία εξαλείφθηκε μετά το τέλος των δικαστικών αγώνων, με την με αρ. .../1882 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεράσιμου Αφεντάκη. Ουδόλως αποδείχθηκε ότι το Δημόσιο από το 1862 και μέχρι το 1882, ασκούσε επί των δασικών εκτάσεων του αγροκτήματος αυτού διακατοχικές πράξεις νομής δάσους, όπως άδειες υλοτομίας δημοσίου δάσους, παραχώρηση δασικών εκτάσεων για εκμετάλλευση (ρυτινοσυλογή κλπ.). Έτσι ο Π. Η. ασκώντας πράξεις νομής από το 1830 και μέχρι το 1861, με καλή πίστη, για χρόνο μεγαλύτερο των τριάντα ετών (1830-1861) κατέστη κύριος του όλου αγροκτήματος και με τα προσόντα της χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, τόσο των αγροτικών εκτάσεων του αγροκτήματος αυτού όσο και των δασικών. Στη συνέχεια από το 1861 και μέχρι το 1882 ο Θ. Η. συνέχισε να ασκεί επ αυτού πράξεις νομής με καλή πίστη, καλλιεργώντας τους αγρούς, επιβλέποντας τη τήρηση των ορίων του και διεκδικώντας τη κυριότητα από τις υπόλοιπους κληρονόμους κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω. Κατόπιν επί του όλου αγροκτήματος ..., οι προαναφερόμενοι αποκτήσαντες τούτο ιδιοκτήτες του μετά τον Θ. Η., με τα παραπάνω συμβόλαια, ασκούσαν διακατοχικές πράξεις νομής, εκμεταλλευόμενοι τούτο με καλλιέργεια και με εκμίσθωση σε τρίτους αμπελοκαλλιεργητές, ρητινοσυλλέκτες, κηπουρούς, καπνοφυτευτές κλπ όπως με την εκμίσθωση αυτού κατά το έτος 1886 προς τους Π. και Χ. Σ., με το με αρ. .../19-12-1900 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Τασσού Οικονόμου εκμισθώθηκαν αγροί του όλου κτήματος προς καλλιέργεια προς τους Χ. Μ., Χ. Τ., Δ. Ν., Ν. Π., Ε. Ν., Κ. Α., Γ. Α., με το με αρ. ...30-10-1899 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστοφάνους Μητζόπουλου οι Α. Γ. και Π. Μ. ως πληρεξούσιος της Π. χήρας Κ. Α. ενεργώντας για τον εαυτό της και ως επίτροπος των ανηλίκων τέκνων της, εκμίσθωσαν προς τον Ι. Κ. (επιστάτη και ενοικιαστή κτημάτων) προς ποιμνιοβοσκή, τις βοσκίσιμες γαίες του όλου ιδιόκτητου κτήματος ... το οποίο αποτελείται από γαίες και δασώδεις εκτάσεις, επί μία τριετία, ο ίδιος δε ο Α. Γ. εκμίσθωσε με το με αρ. .../1899 συμβόλαιο προς τον Α. Κ. και τον Α. Σ. τα ρητινοφόρα πεύκα του αγροκτήματος ... που βρίσκονταν στο δρόμο του Μαραθώνος, με το με αρ. .../23-9-1906 συμβόλαιο εκμίσθωσης αγρών προς καλλιέργεια, του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Τοσκά προς τον Π. Τ., με το με αρ. .../19-10-1907 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Τσιοκά εκμίσθωσε ο τότε ιδιοκτήτης του αγροκτήματος ... Μ. Σ. προς τον Γ. Ν. και Δ. Κ. τα ρητινοφόρα δένδρα που βρίσκονται εντός των επί της περιφερειακής οδού του Δήμου Μαραθώνος κτημάτων προς ρητινοσυλλογή, ο ίδιος δε με το με αρ. .../11-12-1907 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Γλυκοφρύδη εκμίσθωσε προς τους Σ. Σ., Δ. Ε. και Β. Μ. τους εντός του κτήματος ... αγρούς, με το με αρ. .../ 1909
συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ηλία Τσοκά, ο πληρεξούσιος του Μ. Σ. Χ. Σ., εκμίσθωσε προς τον Ι. Χ. περιβόλι 12 περίπου στρεμμάτων, κήπο και αγρό 8 περίπου στρεμμάτων, με το συμβόλαιο δε με αρ. .../1911 με το οποίο ο Μ. Σ. πώλησε το όλο ακίνητο στον Α. Γ., παρέμεινε αυτός (πωλητής) μισθωτής του κτήματος μέχρι 1-11-1911. Στη συνέχεια συνήφθησαν το με αρ. .../8-2-1914 συμβόλαιο πώλησης εμφυτευτικών δικαιωμάτων αμπέλου 15 στρεμμάτων, το με αρ. .../19-10-1915 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Γιγάντε, το με αρ. .../29-5-1917 συμβόλαιο μίσθωσης και άλλα συμβόλαια μίσθωσης μέχρι το 1918. Κατά το χρονικό διάστημα από το 1861 έως το 1911 εγγράφηκαν επί του όλου κτήματος υποθήκες όπως υπέρ της Εθνικής Τράπεζας, του Ι. Τ., Α. Α., Ι. Α., κληρονόμους Κ. Α., Α. Α., Λ.Δ. και άλλους. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι το Δημόσιο, κατά το χρονικό διάστημα από το 1882 και μέχρι το 1915, ασκούσε επί των δασικών εκτάσεων του όλου αγροκτήματος διακατοχικές πράξεις νομής με οποιονδήποτε τρόπο (όπως άδειες υλοτομίας ξυλείας εκδιδόμενες ως επί δημοσίου δάσους, συλλογή άλλων δασικών προϊόντων με άδεια του δασαρχείου, απαγόρευση ξύλευσης κλπ.). Εξάλλου ενδεικτικά προσκομίζονται τα προπεριγραφόμενα συμβόλαια εκμίσθωσης όλων των αγρών, όλων των βοσκοτοπιών και εδαφικών τμημάτων του όλου αγροκτήματος ..., ενώ δεν αποδεικνύεται ότι το Δημόσιο ασκούσε επί των δασικών εκτάσεων του αγροκτήματος πράξεις νομής. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοι του αρχικώς ενάγοντα Θ. Β., αποκτήσαντες με συμβολαιογραφικά έγγραφα που μεταγράφηκαν νόμιμα, το όλο αγρόκτημα ..., το οποίο αποτελείτο από αγρούς, περιβόλια και δασικές εκτάσεις, ασκούσαν επ αυτού συνεχώς διακατοχικές πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ειδικότερα αυτοί καλλιεργούσαν το όλο ακίνητο, εκμίσθωναν άλλοτε συγκεκριμένα εδαφικά τμήματα αυτού και άλλοτε όλους τους αγρούς του κτήματος ή όλα τα βοσκοτόπια αυτού σε τρίτους, συμμετέχοντας στις απαλλοτριώσεις εδαφικών τμημάτων είτε προς αποκατάσταση ακτημόνων είτε για τη δημιουργία αποθηκών πυρομαχικών, επιβλέποντας τη τήρηση των ορίων του κτήματος και των εδαφών που απέμεναν κάθε φορά μετά από απαλλοτρίωση. Εξάλλου λόγω των διαδοχικών μεταβιβάσεων του όλου αγροκτήματος, έπρεπε να καθορίζονται τα όρια αυτού για να περιλαμβάνονται άλλοτε με ακριβή περιγραφή και άλλοτε με παραπομπή σε προηγούμενα συμβόλαια πώλησης, σε κάθε τίτλο μεταβίβασης. Η ειλικρινής πεποίθηση των εκάστοτε, δυνάμει συμβολαιογραφικών εγγράφων που μεταγράφηκαν νόμιμα, ιδιοκτητών του όλου αγροκτήματος ..., αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αυτοί αποκτούσαν το όλο ακίνητο με συμβολαιογραφικά έγγραφα νόμιμα μεταγεγραμμένα και πίστευαν ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα του Δημοσίου και ενισχύεται και από το γεγονός ότι η Επιτροπή Επί των Οθωμανικών Κτημάτων, αναγνώρισε ως ισχυρούς του τίτλους του απώτατου δικαιοπαρόχου τους Π. Η., ότι το Δημόσιο προέβη σε απαλλοτριώσεις εδαφικών τμημάτων του όλου αγροκτήματος χωρίς να αμφισβητήσει την επ αυτών ή επί του όλου αγροκτήματος ... κυριότητα των ιδιωτών και ουδέποτε ενήργησε πράξεις νομής επί του ακινήτου αυτού και δη επί των δασικών εκτάσεων αυτού. Μεταγενέστερα δε με την με αρ. 4/1924 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων του αγροκτήματος ..., ως ιδιοκτήτες αυτού αναφέρονται οι δικαιοπάροχοι του Θ. Β., Λ. Ε. και Μ. Ε., αναγνωριζομένης της κυριότητας αυτών επί του αγροκτήματος που αγόρασαν. Επομένως το όλο αγρόκτημα ... που περιήλθε στον Π. Η., συνολικής έκτασης 9.000 στρεμμάτων, αποτελούμενο από αγροτικές και δασώδεις εκτάσεις ήταν ιδιωτική έκταση. Όσον αφορά τις περιλαμβανόμενες στο όλο αγρόκτημα ... δασικές εκτάσεις, το Δημόσιο ουδέποτε άσκησε επ αυτών πράξεις νομής αντίθετα τόσο οι προγενέστεροι του 1885 όσο και οι μεταγενέστεροι ιδιοκτήτες του όλου αγροκτήματος ... από το 1876 έως το 1915, ήτοι οι Κ. Κ. (απέκτησε το 1876), Κ. Α. (απέκτησε το 1888), Α. Γ. (απέκτησε το 1899), Μ. Σ. (απέκτησε το 1900), Α. Γ. (απέκτησε το 1911), ασκούσαν διαδοχικά, συνεχώς και αδιαλείπτως και επί των δασικών τμημάτων του αγροκτήματος, τις διακατοχικές πράξεις νομής που περιγράφονται ανωτέρω, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών έως τις 11-9- 1915 (1876-1915) συνυπολογίζοντας ο καθένας στο χρόνο νομής του και το χρόνο άσκησης νομής των δικαιοπαρόχων του, με αποτέλεσμα ο Α. Γ., διαδεχόμενος το έτος 1911 στη νομή με καλή πίστη τους προηγούμενους νομείς του όλου αγροκτήματος ... και ασκώντας τις αυτές ως άνω πράξεις νομής και ό ίδιος μέχρι το έτος 1915 και στη συνέχεια μέχρι το 1918 (που το μεταβίβασε στους αδερφούς Ε.), συνυπολογίζοντας στο χρόνο που άσκησε αυτός νομή στο όλο αγρόκτημα και τον χρόνο άσκησης νομής των δικαιοπαρόχων του, να καταστεί κύριος αυτού συμπεριλαμβανομένων και των δασικών εκτάσεων του και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, συμπληρωθείσας στο πρόσωπο του της τριακονταετούς συνεχούς νομής με καλή πίστη από το 1885 και πριν από το έτος αυτό από το 1876 έως το 1915 σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατόπιν τούτων, οι Λ. και Μ. Ε. απέκτησαν το έτος 1918 με παράγωγο τρόπο (προαναφερόμενο συμβόλαιο πώλησης) το όλο ακίνητο από κύριο και κατέστησαν και αυτοί κύριοι αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, συνεχίζοντας την άσκηση νομής, διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, των δικαιοπαρόχων τους και ο Θ. Β. απέκτησε το 1933 την επίδικη έκταση με παράγωγο τρόπο (με αρ. .../1933 συμβόλαιο αγοραπωλησίας) από κυρίους (αδερφούς Ε.). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ολόκληρη η έκταση 42.000 τ.μ. του με αρ. 42 εδαφικού τμήματος που αγόρασε ο Θ. Β. από τους αδερφούς Ε. (με όρια, αρκτικώς με το με αρ. …τεμάχιο της αυτής ιδιοκτησίας σε πλευρά μήκους 149 μ., ανατολικώς με το με αρ. … τεμάχιο σε πλευρά μήκους 273 μ., νότια με περιφερειακή λεωφόρο ... επί αναπτύγματος μέτρων 173 και δυτικώς με το με αρ. 42α τεμάχιο της αυτής ιδιοκτησίας σε πλευρά μήκους 246 μ.), όπως εμφαίνεται στο αναφερόμενο στο ως άνω συμβόλαιο από 1-9-1932 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ι. Κ. (προσαρτημένο στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από 18-9-1933 σχεδιάγραμμα του ίδιου ως άνω μηχανικού και προσαρτήθηκε στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, συμπίπτει απόλυτα και ταυτίζεται με το περιγραφόμενο στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του επίδικου ακίνητο και σ αυτήν περιλαμβάνεται η μικρότερη έκταση των 30.016 τ.μ. η οποία απέμεινε μετά τη κατάτμηση του και τη πώληση των επί μέρους εδαφικών τμημάτων. Οι οριογραμμές του όλου κτήματος ..., όπως αυτές περιγράφονται στους παραπάνω τίτλους ιδιοκτησίας των ετών 1862 έως 1918 ως περίμετρος του αρχικού αγροκτήματος ..., συμπίπτουν με τις οριογραμμές που περικλείουν την ιδιοκτησία του κτήματος αδελφών Ε., σύμφωνα με το από 1-9-1932 διάγραμμα του μηχανικού Κ. που προσαρτάται στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο και απεικονίζει το αρχικό αγρόκτημα .... Το επίδικο ακίνητο, το οποίο ο δικαιοπάροχος των εφεσίβλητων απέκτησε από τους αδερφούς Ε., περιλαμβάνεται ολικά στους ανωτέρω τίτλους ιδιοκτησίας της χρονικής περιόδου 1862-1918. Αυτό βρίσκεται εντός των ορίων του νομίμως προϋφισταμένου του 1923 οικισμού ... και μέσα στα όρια της περιοχής Άνοιξης Αττικής. Η νότια οριογραμμή του επιδίκου ακινήτου συμπίπτει με το κοινό όριο των περιοχών Άνοιξης και ... που αποτελεί και το όριο του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της .... Επομένως η επίδικη έκταση περιλαμβάνεται στο όλο κτήμα ... που είχε αγοράσει ο απώτατος δικαιοπάροχος του αρχικώς ενάγοντος, Π. Η., από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του, απορριπτόμενων ως ουσιαστικά αβασίμων των σχετικών λόγων εφέσεως. Το περί του γεγονότος τούτου συμπέρασμα του πραγματογνώμονος που όρισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σε συνδυασμό και με τις λοιπές αποδείξεις, κρίνεται εμπεριστατωμένο και αληθές.
Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι σ αρχικώς ενάγων και δικαιοπάροχος των εφεσίβλητων Θ. Β., από της αγοράς του επιδίκου ακινήτου το 1933 και των άλλων, ομόρων και γειτονικών του επιδίκου, εδαφικών τμημάτων του όλου αγροκτήματος ... που αγόρασε μαζί με την αδερφή του, προέβη σε περίφραξη της όλης εδαφικής έκτασης, με σιδηροπασσάλους και αγκαθωτό συρματόπλεγμα, κατασκεύασε ιδιωτική οδό για την καλύτερη εκμετάλλευσή του, φύτευσε σ αυτό διάφορα δένδρα όπως συκιές, ελιές κάποιες δε από τις ελιές υπάρχουν ακόμη όπως καταθέτει και η μάρτυρας του εκκαλούντος, επέβλεπε τη τήρηση των ορίων του, συντηρούσε αυτό φροντίζοντας την καθαριότητα του, δήλωνε το εν λόγω ακίνητο στην εφορία και κατέβαλε τους αναλογούντες φόρους. Σε μικρή δε απόσταση από το επίδικο ακίνητο βρίσκεται και κατοικία του ενάγοντος. Ο ανωτέρω δικαιοπάροχος των εφεσίβλητων προέβη σε ενέργειες για τη διανομή του όλου ακινήτου και κατόπιν εντολής του συντάχθηκαν το από Οκτώβριο του 1952 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ο. Ε., που είναι προσταρτημένο στο με αρ. .../1952 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγ. Νόρδα, το από 15-10-1974 κτηματολογικό διάγραμμα του αγρονόμου -τοπογράφου μηχανικού Α. Σ. ο οποίος κατέθεσε και ως μάρτυρας στην υπό κρίση υπόθεση, το από Φεβρουάριο του 1977 ρυμοτομικό σχέδιο των πολιτικών μηχανικών Η. Π. και Π. Μ. και το από 10-8-1988 νέο διάγραμμα εφαρμογής και κατόπιν νεότερης καταμέτρησης και εφαρμογής τίτλων επί του εδάφους από τον μηχανικό Α. Σ., ανευρέθη ότι η έκταση ανέρχεται σε 43.856 τ.μ. και περιβάλλεται από τις εγκεκριμένες οδούς του Σχεδίου Πόλεως, οριζόμενο αρκτικώς από την ..., νότια από την οδό ... και δυτικά από την οδό .... Το 1952 προέβη σε κατάτμηση του ακινήτου (με αρ. 42) βάσει του από Οκτώβριο 1952 διαγράμματος του πολιτικού μηχανικού Ο. Ε. σε 38 συνολικά τεμάχια και μεταβίβασε τα 13 από αυτά το 1952 και ένα το έτος 1969, με τα με αρ. ..., ... συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Παν. Νορδα και με αρ..../1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Χαρίλαου Βλαβιανού, μεταβιβάζοντας συνολική έκταση 13.840 τ.μ. Ετσι η εναπομείνασα έκταση ιδιοκτησίας του ανέρχεται πλέον σε 30.016 τ.μ. η οποία συνορεύει βόρεια εν μέρει με πωληθείσα ιδιοκτησία του ίδιου και εν μέρει με ..., νότια με την οδό ... (πρώην περιφερειακή ...), ανατολικά με ιδιοκτησία του ιδίου και δυτικά εν μέρει με την οδό .... Το μεγαλύτερο τμήμα του επιδίκου ακινήτου ήταν μη επικοισθείσα έκταση. Κατά το χρονικό διάστημα 1878 έως 1890 τουλάχιστον, το επίδικο ακίνητο αποτελούνταν από γεωργούμενες εκτάσεις, όπως εμφαίνεται στους χάρτες της περιοχής ... που εκπόνησε το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο με γερμανούς τοπογράφους, οι οποίοι ερμηνευόμενοι από τον διορισθέντα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματογνώμονα, δεν εμφανίζουν εντός του επιδίκου ακινήτου συνθηματικά του δάσους, της λόχμης ή του λειμώνα. Κατά το χρόνο μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου από τους αδερφούς Ε. προς τον Θ. Β. ήτοι το έτος 1933, αυτό, σύμφωνα με την περιγραφή του στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο με αρ..../1933, αποτελούνταν ήδη από δασώδεις εκτάσεις και αγρό χωρίς να περιγράφεται ειδικότερα το είδος της δασώδους βλάστησης αυτού. Η ανωτέρω πώληση, όσον αφορά τη δασώδη έκταση του μείζονος κτήματος ..., εγκρίθηκε με την με αρ. .../1936 πράξη του δασάρχη Αττικοβοιωτίας, με την οποία κοινοποιήθηκε η με αρ. .../28-8-1936 άδεια του Υπουργού Γεωργίας, προς τους ιδιοκτήτες του αγροκτήματος ..., Λ. Ε. και Μ. Ε. περί εγκρίσεως πώλησης τεμαχίων δάσους ... στον Θ. Β. εκτάσεως 42.000 τ.μ., υπό τον όρο να μη μεταβληθεί ο δασικός χαρακτήρας αυτών. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το επίδικο αποτελούσε παλαιότερα μη δασική έκταση και με τη πάροδο του χρόνου, από το 1890 και μετά κατέστη δασική έκταση εμφανίζοντας και σήμερα τη μορφή της δασικής έκτασης. Αποτελεί δε αυτό, ιδιωτική έκταση καθόσον όλοι οι διαδοχικά αποκτήσαντες τη κυριότητα του όλου ακινήτου αγροκτήματος ... ιδιοκτήτες, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ασκούσαν διακατοχικες πράξεις νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου επί ολόκληρης της έκτασης του αγροκτήματος, δηλαδή και του επιδίκου ακινήτου, επί τριάντα χρόνια τουλάχιστον πριν από το 1915 (1876-1915) και είχαν αποκτήσει τη κυριότητα και με έκτακτη χρησικτησία. Με την με αρ.657/1949 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν νόμιμες οι πωλήσεις από τους αδερφούς Ε., εδαφικών εκτάσεων που είχαν εξαιρεθεί από την απαλλοτρίωση. Σήμερα το επίδικο ακίνητο έχει κλίση 10%, καλύπτεται κατά ένα μέρος από θαμνώδη δασική έκταση, σχίνα, πουρνάρια, φάνες και πεύκα νεαρής ηλικίας και μεγαλύτερα ενώ στη μία πλευρά αυτού υπάρχουν δύο σειρές από φυτεμένα δένδρα ελιάς μεγάλης ηλικίας και κατά το υπόλοιπο είναι μη δασική έκταση. Γύρω από το επίδικο υπάρχουν εκτάσεις με δασική μορφή και κτίσματα και συγκεκριμένα το βορειοδυτικό τμήμα της επίδικης εδαφικής έκτασης αποτελείται από πέντε οικοδομικά τετράγωνα μεταξύ των οδών ..., ... και είναι οικοδομημένο και κατοικούμενο. Οι αποφάσεις για αναδάσωση που επικαλείται το Δημόσιο, ως στοιχείο του δημοσίου χαρακτήρα των δασών του αγροκτήματος, έχουν εκδοθεί μεταγενέστερα της κτήσης του ακινήτου από τον Θ. Β. με το παραπάνω συμβόλαιο (1933) και συγκεκριμένα το 1934 και το 1982 (με αρ. .../13-9-1934 και .../1982). Εξάλλου από την με αρ. .../13-9-1934 πράξη αναδάσωσης περιοχής λεκανοπεδίου Αττικής, του Υπουργού Γεωργίας, δεν αποδεικνύεται, εκ των αναφερομένων σ αυτή περιοχών και ορίων αναδασωτέας έκτασης (...παρά τον Αγιον Αθανάσιον μέχρι Μενιδίου εκείθεν δια της σιδηροδρομικής γραμμής ΣΕΚ μέχρι ..., εκείθεν δια του δημοσίου δρόμου ... Αθηνών μέχρι της διακλαδώσεως του δρόμου προς τον Διόνυσον ον ακολουθεί μέχρι του ορίου Σταμάτας ..., εκείθεν κατά την έννοιαν του ορίου τούτου ανέρχεται εις κορυφογραμμήν υψ. 919..." ότι στην αναδασωτέα περιοχή περιλαμβάνονται και οι δασικές εκτάσεις του επιδίκου ακινήτου. Από την ανωτέρω δε πράξη αναδάσωσης, εξαιρούνται "εκτάσεις ανήκουσαι εις ιδιώτας γυμναί ή υπό φρύγανων καλυπτό]ϋεναι σχεδόν επίπεδοι ή με κλίση μέχρι 40%" και η κλίση του επιδίκου ακινήτου είναι 10% από νότο προς βορρά, ενώ από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η δασώδης βλάστηση του αποτελούνταν από μεγάλα δένδρα. Τέτοια δασώδης πλήρης κάλυψη (με μεγάλα δένδρα), την οποία άλλωστε δεν επικαλείται το Δημόσιο, δεν υπάρχει ούτε σήμερα. Η εξετασθείσα μάρτυρας του εκκαλούντος, καταθέτει ότι κατά την πραγματοποιηθείσα αυτοψία της κατά έτος 1999, διαπίστωσε ότι "στο σύνολο της η επίδικη έκταση καλύπτεται από θαμνώδη δασική έκταση, σχίνα, πουρνάρια, φάνες και πεύκα άλλα νεαρής ηλικίας και άλλα μεγάλα και στη μια πλευρά του υπάρχουν ελιές οι οποίες δεν είναι πάρα πολύ μεγάλης ηλικίας" και όχι από δάσος αποτελούμενο από μεγάλα δένδρα. Επομένως το επίδικο, αποτέλεσε κατά την αναδάσωση του 1934 ως έκταση καλυπτόμενη από χαμηλή βλάστηση ήτοι φρύγανα με κλίση 10%, εξαιρεθείσα έκταση και εξαιρέθηκε αυτής. Από δε την πράξη αναδάσωσης με αρ. .../1982 της περιοχής με όρια ανατολικά ..., δυτικά δημόσιο δρόμο, βόρεια ... και νότια δημόσιο δρόμο, δεν αποδεικνύεται ότι η αναδασωτέα έκταση αυτή περιελάμβανε και το επίδικο ακίνητο, ήτοι το τεμάχιο με αρ. 42 κατά τα ανωτέρω όρια αυτού, ούτε ότι το επίδικο είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Επομένως, τα στηρίζοντα την ένσταση ιδίας κυριότητος του Δημοσίου, πραγματικά περιστατικά ουδόλως αποδείχθηκαν καθόσον α) το επίδικο ακίνητο δεν αποτελεί έκταση που είχε καταληφθεί από το Δημόσιο κατά τη διάρκεια του αγώνα ανεξαρτησίας από τους Τούρκους, ούτε είχε εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του αλλά είχε μεταβιβαστεί από αυτούς το έτος 1830 στον Π. Η., ο οποίος εντός έτους από τη δημοσίευση του β.δ. 17/29-11-1836 προσήγαγε τους τίτλους του στο αρμόδιο προς τούτο όργανο το οποίο αναγνώρισε αυτούς ως έγκυρους με την προσυπογραφή και του Γραμματέα επί των Οικονομικών κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, β) το επίδικο ακίνητο ουδέποτε περιήλθε στη κυριότητα του Δημοσίου με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία καθόσον αυτό ουδέποτε άσκησε πράξεις νομής επί του όλου αγροκτήματος και δη επί του επιδίκου ακινήτου, αλλά αντίθετα πράξεις νομής άσκησαν οι δικαιοπάροχοι του αρχικώς ενάγοντος κατά τα προεκτεθέντα ούτε το επίδικο ήταν χορτολιβαδική έκταση, γ) το επίδικο ακίνητο δεν περιήλθε στο Δημόσιο βάσει των διατάξεων του από 10-7-1837 ΒΔ "Περί διακρίσεως κτημάτων" ως αδέσποτο, καθόσον το επίδικο ακίνητο δεν ήταν "αδέσποτο", δεν εγκαταλείφθηκε από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του, αλλά περιήλθε από αυτούς στην κυριότητα του Π. Η. δ) δεν είχε ανέκαθεν τη μορφή δάσους, αλλά αποτελούσε τουλάχιστον μέχρι το 1890 αγροτική έκταση, ενώ το Δημόσιο δεν άσκησε ποτέ, κατά το χρονικό διάστημα από το 1830 έως το 1915, διακατοχικές πράξεις νομής επ αυτού και η σχετική ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατ ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο Θ. Β. απέκτησε από κυρίους (Λ. Ε. και Μ. Ε.) το επίδικο ακίνητο, ήτοι εδαφικό τμήμα του όλου αγροκτήματος ..., με αρ. 42, έκτασης 42.000 τ.μ. δυνάμει του με αρ. .../20-9-1933 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργ. Χριστοφ. Κασσαβέτη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνα στο τόμο … και με αρ. ..., σε συνδυασμό με τις αποφάσεις της Επιτροπής Επί Των Οθωμανικών Κτημάτων με αρ. 168- 171/1836 και 190, 191 και 215/1836 με τις οποίες αναγνωρίστηκαν ως έγκυροι τίτλοι κτήσης της κυριότητας του όλου αγροκτήματος ... από τον απώτατο δικαιοπάροχο του, Π. Η.. Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη Κοινότητα Άνοιξης Αττικής και στη θέση ..., αποτελεί τμήμα του μείζονος αγροκτήματος (τσιφλικιού) ... και συνορεύει αρκτικώς με το με αρ. …τεμάχιο της αυτής ιδιοκτησίας σε πλευρά μήκους 149 μ., ανατολικώς με το με αρ. … τεμάχιο σε πλευρά μήκους 273 μ., νότια με περιφερειακή λεωφόρο ... επί αναπτύγματος μέτρων 173 και δυτικώς με το με αρ. 42α τεμάχιο της αυτής ιδιοκτησίας σε πλευρά μήκους 246 μ., όπως εμφαίνεται στο αναφερόμενο στο ως άνω συμβόλαιο, από 1-9-1932 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ι. Κ. (προσαρτημένο στο με αρ. .../1933 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου) όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από 18-9-1933 σχεδιάγραμμα του ίδιου ως άνω μηχανικού. Η εναπομείνασα έκταση αυτού των 30.016 τ.μ. μετά τις προεκτεθείσες μεταβιβάσεις εδαφικών τμημάτων από τον Θ. Β. σε τρίτους, κατά το από 10-8-1988 διάγραμμα του μηχανικού Α. Σ., συνορεύει βορείως εν μέρει επί τεθλασμένη πλευράς 2-3 συν 4-5 μήκους 53 συν 53 μέτρων με πωληθείσα ήδη ιδιοκτησία του ιδίου και εν μέρει με ... σε πλευρά 6-7-μήκους 44μ., νοτίως επί οδού ... (πρώην περιφερειακή λεωφόρος ...) σε πλευρά 1-8 μήκους 179μ., ανατολικώς με ιδιοκτησία του ιδίου πλευρά 7-8 μήκους 306 μ. και δυτικώς εν μέρει με οδό ... σε πλευρά 1-2 μήκους 71 μ. και εν μέρει με πωληθείσα ήδη ιδιοκτησία του ίδιου σε τεθλασμένη πλευρά 3-4 συν 5-6 μήκους 85 μ. και 124 μ. αντίστοιχα. Το επιτρεπτό ή όχι της κατά το έτος 1952 κατάτμησης του επιδίκου ακινήτου από τον Θ. Β., δεν ασκεί έννομο επιρροή στην ένδικη υπόθεση περί του δικαιώματος της κυριότητας αυτού. Εξάλλου το Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών του Υπουργείου Γεωργίας με το με αρ. 2/17-6-1981 απόσπασμα, γνωμοδότησε επί αιτήσεως ετέρου ιδιοκτήτη εδαφικού τμήματος του κτήματος ..., κατόπιν εισηγήσεως του Εφέτη Αθηνών Ευαγγέλου Ανδριανού, ότι ολόκληρο το κτήμα "..." ήταν ανέκαθεν ιδιωτική περιουσία, επί της οποίας ασκούσαν νομή διάνοια κυρίου και με καλή πίστη τουλάχιστον από το 1876 και εντεύθεν συνεχώς ο εκεί αιτών και οι εγγύτεροι και απώτεροι δικαιοπάροχοι του. Περαιτέρω ο Θ. Β., συνέχισε να ασκεί επί του επιδίκου ακινήτου, τις διακατοχικές πράξεις νομής των δικαιοπαρόχων του, νεμόμενος τούτο (με την επίβλεψη της τήρησης των ορίων του, τη περίφραξη, τη λήψη αδείας για κατάτμηση αυτού και τη φύτευση δένδρων), διάνοια κυρίου και με καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως από της κτήσεως του το 1933, χωρίς να αμφισβητηθεί από κανέναν, χωρίς να εγκαταλείψει τούτο και χωρίς να αποκτήσει ποτέ το Δημόσιο τη νομή του επιδίκου ακινήτου, μέχρι την αμφισβήτηση της κυριότητας του από το Δημόσιο κατά την κτηματογράφηση της περιοχής Ανοίξεως το 1987 και μέχρι σήμερα. Επομένως αυτός κατέστη κύριος του επιδίκου εδαφικού τμήματος , που αποτελούσε κατά το χρόνο κτήσης του (1933) και συνεχίζει να αποτελεί ιδιωτική δασική έκταση, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενος τούτο διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς από το 1933 και μετά την εισαγωγή του αστικού κώδικα στις 13-2-1946 (Εισαγωγή Αστικού Κώδικα) μέχρι και σήμερα χωρίς να υπεισέλθει στη νομή άλλο πρόσωπο ούτε το Δημόσιο. Κατά την ανωτέρω κτηματογράφηση το Δημόσιο εμφάνισε το επίδικο στη σημειούμενη θέση με αρ. ... του κτηματικού χάρτη και καταχώρησε αυτό στους προσωρινούς κτηματολογικούς πίνακες της κτηματικής μονάδος Άνοιξης με τον χαρακτηρισμό ως δάσος και δημόσια δασική έκταση. Ειδικότερα α) για το με αυξ. αρ. ... κτήμα με κωδικό αριθμό ..., και στη στήλη "σημερινή μορφή γής" με δήλωση και παρατηρήσεις ότι "πρόκειται περί δάσους στο απόσπασμα κτηματολογικού πίνακα διανομής ... ετών 1929 και 1936 Υπουργείου Γεωργίας και στις Α/Φ έτους 1933" καταχώρησε έκταση 27.092 τ.μ. ως Δημόσια δασική έκταση β) για το με αυξ. Αρ. 163 και με κωδικό αριθμό ...2922 με την ένδειξη "αγρός" με τη δήλωση και παρατηρήσεις ότι πρόκειται περί αγρού σε απόσπασμα κτηματολογικού πίνακα διανομής ... ετών 1929 και 1936 Υπ. Γεωργίας και στις Α/Φ έτους 1938 καταχώρησε έκταση 2.924 τ.μ. άνευ χαρακτηρισμού ιδιοκτησίας. Κατά των ανωτέρω πράξεων ο Θ. Β. κατέθεσε αντιρρήσεις με αρ. 9002/10-11-1982 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μαραθώνος το αποτέλεσμα της οποίας δεν αποδείχθηκε. Ο ανωτέρω χαρακτηρισμός της επίδικης εδαφικής έκτασης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθόσον η δασική έκταση που περιλαμβάνεται σ αυτήν ανήκε, βάσει εγγράφων τίτλων, που αναγνωρίστηκαν από την αρμόδια Επιτροπή επί των Οθωμανικών Κτημάτων με την έγκριση του επί των Οικονομικών Γραμματέα, πριν από τον εθνικό αγώνα του 1821 σε ιδιώτες και μεταβιβάστηκε από αυτούς στους προαναφερόμενους ιδιώτες οι οποίοι νέμονταν το ακίνητο με καλή πίστη και διάνοια κυρίων, συνεχώς έως το 1915. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, το επίδικο ακίνητο υπό την προεκτεθείσα μορφή του και με τα ανωτέρω όρια, ανήκε κατά κυριότητα στον Θ. Β. και μετά τον θάνατο αυτού ανήκει στους εφεσίβλητους κληρονόμους του κατά το κληρονομικό μερίδιο εκάστου (σε ποσοστό εξ αδιαιρέτου 43,75% ο Λ. Β., 43,75% εξ αδιαιρέτου η Α. Β. και 12,50% εξ αδιαιρέτου η Ν. Γ.) και ουδέν δικαίωμα κυριότητας επ αυτού απέκτησε το Δημόσιο". Από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έχει κρίνει ότι ως προς το περιλαμβάνον και το επίδικο μεγαλύτερο ακίνητο του απώτατου δικαιοπαρόχου του αρχικού ενάγοντα και των υεισελθόντων στη θέση του αναιρεσιβλήτων, ήτοι του Π. Η., έχει τηρηθεί η διαδικασία του έχοντος ισχύ ουσιαστικού νόμου ΒΔ της 17ης/29ης Νοεμβρίου 1836 περί ιδιωτικών δασών και ότι έχουν αναγνωρισθεί τα προσκομισθέντα έγγραφα ιδιοκτησίας, που ήταν χοτζέτια με αποφάσεις της ορισθείσας Επιτροπής επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Κτημάτων. Έτσι όμως όπως έκρινε το Εφετείο παραβίασε, όπως και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ υποστηρίζεται με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, τις διατάξεις του άρθρου 3 του προαναφερθέντος ΒΔ, καθόσον ενώ επικαλείται το εν λόγω ΒΔ, δεν αναφέρεται σε αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4.5.1842 δημοποιήσεώς της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, αλλά σε αποφάσεις της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών Κτημάτων Επιτροπής, στις οποίες αποδίδει την αποδεικτική δύναμη που είχαν οι αποφάσεις της Επιτροπής του ΒΔ του 1836. Ήτοι η προσβαλλομένη συγχέει τις αποφάσεις των δύο Επιτροπών που σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να είναι της Επιτροπής του ΒΔ του 1836, αφού εκδόθηκαν σε χρόνο που το εν λόγω ΒΔ δεν είχε τεθεί σε ισχύ (29.11.1836) και δεν είχε συσταθεί η οριζόμενη από αυτό Τριμελής Επιτροπή (4.5.1842) και συγκεκριμένα η υπ’ αριθμ.168 απόφαση είχε εκδοθεί στις 2.6.1836, οι υπ’ αριθμ.169, 170, 171 στις 23.6.1836, οι υπ’ αριθμ.190, 191 στις 3.7.1836 και η υπ’ αριθμ.215 στις 12-6-1836. Οι Επιτροπές όμως αυτές, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι διαφορετικές και μόνο οι αποφάσεις της Επιτροπής του ΒΔ του 1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο του άρθρου 3 του εν λόγω ΒΔ, ενώ οι αποφάσεις της επί των Οθωμανικών Κτημάτων Επιτροπής, ήλεγχαν τις μεταβιβάσεις ακινήτων από τους αποχωρούντες (φεύγοντες) Οθωμανούς προς τους Έλληνες, στα οποία ακίνητα περιλαμβανόντουσαν και τα δάση, περιείχαν παρεμπίπτουσα κρίση περί μη υπάρξεως απαιτήσεων του Δημοσίου και δεν δημιουργούν νόμιμο τίτλο, ανατρέποντα το παραπάνω τεκμήριο, αλλά αποτελούν στοιχείο που δικαιολογεί την καλή πίστη του νομέα του ακινήτου. Ο λόγος όμως αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής καθόσον πλήττει την επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης που στηρίζει την κυριότητα των δικαοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων στον παράγωγο τρόπο, ενώ όμως δεν τελεσφορούν, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, οι πλήττοντες την στηρίζουσα αυτοτελώς το διατακτικό της αποφάσεως αιτιολογία της αποκτήσεως κυριότητας από έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου δεύτερου λόγου κατά το δεύτερο σκέλος του, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι κατά παραβίαση του ίδιου ΒΔ δέχθηκε ότι η καλή πίστη των απωτάτων δικαιοπαρόχων του αρχικού ενάγοντα δικαιολογείται από το ότι η κυριότητά τους αναγνωρίστηκε με απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής επί των πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, ενώ η Επιτροπή αυτή δεν ήταν αρμόδια να κρίνει, είναι απορριπτέες, γιατί, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, οι αποφάσεις της Επιτροπής αυτής είναι στοιχεία που δικαιολογούν καλή πίστη. Ενόψει τούτων οι αιτιάσεις αυτές, που πλήττουν τις από πρωτότυπο τρόπο αποκτήσεως κυριότητας αιτιολογίες της προσβαλλομένης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Εξ ετέρου ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, κατά την οποία το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι η έκταση του περιέχοντος και το επίδικο μεγαλυτέρου ακινήτου μπορεί να μετρηθεί με "ζευγαριές", αφού τούτο ήταν ορεινή, δασώδης και ανεπίδεκτη καλλιέργειας έκταση και δεν ήταν δυνατό να μετρηθεί με την εν λόγω ισχύουσα επί τουρκοκρατίας μονάδα μέτρησης εδάφους, ανεξάρτητα από το ότι δεν αφορά σε "ζήτημα" υπό την έννοια της παραπάνω διατάξεως, ήτοι σε ισχυρισμό με αυτοτελή ύπαρξη, που τείνει στη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος, είναι απαράδεκτος, γιατί πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 ΚΠολΔ, για την πληρότητα του λόγου αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται έλλειψη νόμιμης βάσης στην προσβαλλομένη απόφαση (αρθρ.559 αρ.19 ΚΠολΔ) πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, με πληρότητα και σαφήνεια, οι ουσιαστικές παραδοχές με τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, κατά τον αναιρεσείοντα, στις πλημμέλειες που συγκροτούν το λόγο αυτό αναίρεσης, γιατί διαφορετικά είναι ανέφικτος ο ζητούμενος αναιρετικός έλεγχος. Η αποσπασματική και επιλεκτική επιλογή των παραδοχών καθιστά τον λόγο αόριστο, η δε αοριστία αυτή που επάγεται την απόρριψη του λόγου ως απαραδέκτου (άρθρο 577 παρ.1, 2 ΚΠολΔ), δεν μπορεί, όπως άλλωστε και κάθε αοριστία οιουδήποτε εισαγωγικού δικογράφου δίκης, να αναπληρωθεί από στοιχεία που βρίσκονται εκτός αναιρετηρίου, ούτε ειδικότερα από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση που προσβάλλεται με την αναίρεση (ΑΠ 1384/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, ενώ με την παραδοχή του ότι "...η μεταβιβασθείσα στον Π. Η. (απώτατο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων) έκταση ευρισκόμενη στη συγκεκριμένη περιοχή υπό τις σ’ αυτή επικρατούσες συνθήκες, καθόσον αυτή περιελάμβανε ορεινές και δασώδεις εκτάσεις που δεν ήταν δυνατό να καλλιεργηθούν, ανερχόμενη σε εννέα ζευγάρια περίπου, αποτελεί έκταση 9000 στρεμμάτων..." δέχεται ότι ολόκληρη η έκταση που περιήλθε στον απώτατο δικαιοπάροχο Π. Η., εμβαδού 9000 στρεμμάτων, ήταν ορεινή, δασώδης και ανεπίδεκτη καλλιέργειας, ακολούθως διαλαμβάνει αντιφατικά ότι "το επίδικο αποτελούσε παλαιότερα μη δασική έκταση και με την πάροδο του χρόνου από το 1890 και μετά κατέστη δασική έκταση εμφανίζοντας και σήμερα τη μορφή της δασικής έκτασης" με συνέπεια να δημιουργούνται αμφιβολίες και αντιφάσεις ως προς τη μορφή της επίδικης έκτασης. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη αόριστος γιατί περιορίζεται επιλεκτικά και αποσπασματικά σε δύο παραδοχές της αποφάσεως, χωρίς να προσδιορίζει, αν οι παραδοχές αυτές συνδέονται με το διατακτικό, δεδομένου και του ότι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ο χαρακτήρας μιας εκτάσεως ως δασικής δεν αποκλείει την επ’ αυτής απόκτηση δικαιωμάτων κυριότητας από ιδιώτες, ο δε χρονικός περιορισμός της 11.9.1915 ισχύει μόνο για τα δημόσια κτήματα, πράγμα το οποίο, ανέλεγκτα, δεν έχει γίνει δεκτό για το ένδικο ακίνητο. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δέχθηκε χωρίς προς τούτο να έχουν προσκομισθεί αποδείξεις καθόσον οι προσκομισθείσες προς τούτο από τους αναιρεσίβλητους τίτλοι ιδιοκτησίας, ήτοι χοτζέτια γραμμένα στην παλαιοτουρκική γλώσσα που δεν μπορούσαν να μεταφραστούν, δεν παρείχαν απόδειξη ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος τους Π.Η. είχε αποκτήσει το περιλαμβάνον και το επίδικο μεγαλύτερο αγρόκτημα (τσιφλίκι) .... Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο για την κατάστρωση του νομικού του συλλογισμού ως προς την αποκτηθείσα (με τα προσόντα της έκτασης χρησικτησίας και μόνο, καθόσον ο πλήτων την ετέρα από παράγωγο τρόπο αγωγική βάση αναιρετικός λόγος έχει απορριφθεί ως αλυσιτελής) εδαφική έκταση από τον απώτατο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, εκθέτει τα αποδεικτικά στοιχεία από τη συνεκτίμηση των οποίων κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα περί αποκτήσεως 9000 στρεμμάτων και που είναι οι υπ’ αριθμ.8961/1996 και 6424/1998 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και οι απαλλοτριώσεις 4000 στρεμμάτων του όλου αγροκτήματος ..., κατά τα έτη 1920 και 1932 (φύλλα 7β και 8α της προσβαλλομένης) και ουδόλως αναφέρεται στο περιεχόμενο των αμετάφραστων και ως εκ τούτου μη παρεχουσών απόδειξη χοτζετίων, η ύπαρξη των οποίων δεν αμφισβητείται. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Δημόσιο, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ), τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ’ αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-9-2014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά των α)Λ. Θ. Β. β)Α. Θ. Β. και γ)Ν. Γ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ.2605/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 3 Νοεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 4 Νοεμβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ