Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2250 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Κλητήριο θέσπισμα.




Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Το κλητήριο θέσπισμα δεν είναι άκυρο αν δεν φέρει ιδιόγραφη υπογραφή του Εισαγγελέα, αλλά υπογραφή αποτυπωμένη με μηχανικό μέσο.




Αριθμός 2250/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Κουρμπέλη, περί αναιρέσεως της 523/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27.6.2007 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 10.9.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1347/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.- Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ. 2, 320 παρ. 2 (όπως η παράγραφος αυτή αναριθμήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 15 του Ν. 2408/1996), 321 παρ.1 στοιχ. δ', ε' και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, από τα οποία το ένα επιδίδεται στον κατηγορούμενο και καλείται με αυτό στο ακροατήριο και το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει δε να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, που εξέδωσε το κλητήριο θέσπισμα. Διαφορετικά, υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδό της. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠΔ. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και προβλέπει την απειλούμενη ποινή. Η υπογραφή του εισαγγελέα στο αντίτυπο του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδίδεται στον κατηγορούμενο μπορεί να τεθεί και με μηχανικό μέσο, δεδομένου ότι "το αντίτυπο" που επιδίδεται στον κατηγορούμενο δεν είναι τίποτε άλλο παρά πανομοιότυπο αντίγραφο του πρωτοτύπου εγγράφου, σύμφωνα και με την έννοια της λέξης "αντίτυπο" που χρησιμοποιείται στο νόμο. Άλλωστε η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 321 εδ. ε' ΚΠΔ απαιτεί απλώς την υπογραφή του εισαγγελέα και όχι την ιδιόχειρη τοιαύτη. 2.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος, για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναίρεσης, ο αναιρεσείων είχε προτείνει, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία, μετά την απόρριψή της με την πρωτόδικη απόφαση, επανέφερε με λόγο έφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και διατύπωσε εκ νέου και ενώπιον αυτού, αλλά με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της τελευταίας, ο αναιρεσείων είχε ισχυρισθεί ότι το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, επειδή αυτό που επιδόθηκε στον ίδιο δεν έφερε την ιδιόχειρη υπογραφή του εισαγγελέα, αλλά την υπογραφή του αποτυπούμενη με μηχανικό μέσο. Όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, αρκεί, για το κύρος του αντιτύπου του κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδίδεται στον κατηγορούμενο, υπογραφή του Εισαγγελέα με μηχανικό μέσο. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, και απορρίπτοντας με πλήρη αιτιολογία, ως αβάσιμη την προταθείσα ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β ΚΠΔ πλημμέλεια, για σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά την διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε. Επομένως, είναι αβάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παρέλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Πολ.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά σ' αυτή τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα περιστατικά, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο σχετικό πόρισμα ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά. μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με περισσότερες από μία πράξεις, που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων κατά τους σ' αυτή αναφερόμενους χρόνους μετέβαινε σε εμπορικά καταστήματα των περιοχών ....., ....., ....., ....., ..... και πόλεως ....., και εμφανιζόμενος στους διατηρούντες σ' αυτά και κατονομαζόμενους τόσο στο αιτιολογικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης διάφορες εμπορικές επιχειρήσεις, κατά το πλείστον εμπορίας γυναικείων ενδυμάτων, εμπόρους τους παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς ότι αυτός είναι καλλιτεχνικός πράκτορας και εκπρόσωπος διασήμων στην Ελλάδα μοντέλων όπως της ..... και της ..... και ασχολείται με τη διοργάνωση καλλιτεχνικών επιδείξεων και ότι διοργανώνει στην περιοχή ..... επίδειξη μόδας με τη συμμετοχή των παραπάνω μοντέλων αλλά και άλλων έξι (6) επώνυμων μοντέλων, προτείνοντας σ' αυτούς (ιδιοκτήτες των καταστημάτων) να συμμετάσχουν στην διοργανωμένη απ' αυτόν ως άνω εκδήλωση ως χορηγοί της επίδειξης καταβάλλοντας ορισμένο χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα την διαφήμιση των καταστημάτων τους τόσον κατά τη διάρκεια της επίδειξης όσον και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Με τις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις ο κατηγορούμενος, δημιουργώντας στους ως άνω εμπόρους την εντύπωση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, έχοντας όμως ο ίδιος ειλημμένη την απόφαση της μη εκπληρώσεως τούτων, έπεισε αυτούς να συμβληθούν μαζί του και να συνάψουν με αυτόν ιδιωτικά συμφωνητικά, με τα οποία ο κατηγορούμενος συμφωνούσε με τους εμπόρους αυτούς να συμμετάσχουν ως χορηγοί της ως άνω επίδειξης, καταβάλλοντας όμως σ' αυτόν ως αντάλλαγμα της διαφήμισης των καταστημάτων τους, ως προκαταβολή ορισμένα χρηματικά ποσά. Έτσι, τους έπεισε να του καταβάλουν τα χρηματικά ποσά των 20.000, 40.000, 50.000, 50.000, 40.000, 30.000, 80.000, 10.000 και 25.000 δρχ., αντίστοιχα. Οι ως άνω παραστάσεις όμως ήσαν ψευδείς, αφού ούτε διοργανωτής επιδείξεων ήταν ο κατηγορούμενος ούτε είχε προγραμματίσει επίδειξη μόδας στον ως άνω τόπο και χρόνους, παραπείσθηκαν δε οι παθόντες ως άνω έμποροι και κατέβαλαν τα προαναφερόμενα ποσά των προκαταβολών με ζημία τους και αντίστοιχη ωφέλεια του κατηγορουμένου. Έτσι, ο κατηγορούμενος, ενεργώντας με τον προπεριγραφό-μενο τρόπο, έβλαψε από πρόθεση στους προαναφερόμενους τόπους και χρόνους την περιουσία των ανωτέρω ατόμων με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, με αντίστοιχο δικό του παράνομο περιουσιακό όφελος. Χαρακτηριστικό της δράσεως του κατηγορουμένου στις ενέργειές του να πείσει τα παραπάνω άτομα να του καταβάλουν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά για να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος και να βλάψει αντιστοίχως την περιουσία των ατόμων αυτών ήταν ότι σ' αυτούς επιδείκνυε και αφίσες δήθεν εκδηλώσεων που αυτός είχε πραγματοποιήσει, στις οποίες (αφίσες) απεικονίζονται τα μοντέλα που ψευδώς ανέφερε στους εξαπατωμένους ότι συνεργάζονταν μ' αυτόν. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της απάτης κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε την ποινή φυλάκισης των δέκα οκτώ μηνών. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη με την πιο πάνω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ορθά δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1 ΠΚ, καθώς και εκείνη του άρθρου 98 ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο που παριστούσε τα παραπάνω ψευδή περιστατικά είχε ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει τις αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις του με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος. Είναι, συνεπώς, αβάσιμος και απορριπτέος ο περί του αντιθέτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ και Ε ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος αναίρεσης, ούτε κάποιος πρόσθετος λόγος, δεδομένου ότι οι στο από 10.9.2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων που κατατέθηκε εμπρόθεσμα στην Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 14.9.2007, αναφερόμενοι λόγοι ταυτίζονται απόλυτα με αυτούς που αναφέρονται στο αναιρετήριο, πρέπει να απορριφθούν τόσον η αίτηση αναίρεσης, όσο και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα αναφερόμενα στο διατακτικό δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 3 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 27.6.2007 αίτηση του Χ, ως και τους στο από 10.9.2007 δικόγραφο προσθέτους λόγους του, για αναίρεση της υπ' αριθ. 523/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Οκτωβρίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή