Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Απάτη, Έξοδα.
Περίληψη:
Απορρίπτει αναίρεση κατηγορουμένης κατά απόφασης που την
καταδίκασε για απάτη. Πλήρης, επαρκής και εμπεριστατωμένη
η αιτιολογία. Δεν στερείται νόμιμης βάσης η προσβαλλόμενη.
Ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής
διαδικασίας.
Αριθμός 929/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Β. Τ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μάρκου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1932/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Κορίνθου. Το Τριμελές Πλημ/κείο Κορίνθου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Φεβρουαρίου 2017 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί το έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο πλημμέλημα της απάτης. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1932/2016 απόφασή του, κήρυξε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ένοχο απάτης και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας, στο σκεπτικό της δέχθηκε σχετικά με την ως άνω αξιόποινη πράξη για την οποία καταδίκασε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, κατά πλειοψηφία, επί λέξει, τα εξής: "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που νόμιμα δόθηκαν στο ακροατήριο, από όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, την απολογία της κατηγορούμενης και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχτηκε, κατά την άποψη της πλειοψηφίας (2-1) ότι η κατηγορουμένη διέπραξε την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται και, συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη αυτής. Ειδικότερα, από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας, αποδείχτηκε ότι η κατηγορούμενη, στις 12-5-2009, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη, κατά τον ως άνω χρόνο, στο ... Κορινθίας, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, εν γνώσει παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος ενδιαφερόταν για την αγορά ενός μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής VW, τύπου GOLF, έτους κατασκευής 2007, χρώματος μαύρου, ότι η ίδια (κατηγορουμένη) κατείχε και διέθετε προς πώληση ένα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, αντί του τιμήματος των 7.000 ευρώ, αν και γνώριζε ότι δεν κατείχε και δεν είχε τη νομική δυνατότητα να πωλήσει μεταχειρισμένο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Στις ψευδείς αυτές παραστάσεις προέβη τόσο η ίδια αλλά και ο αδελφός της Γ. Τ., ο οποίος ενήργησε για λογαριασμό της, κατόπιν ρητής εντολής της. Εξάλλου, η ίδια η κατηγορουμένη παραίνεσε τον εγκαλούντα να καταθέσει το ποσό της προκαταβολής για την αγορά του ως άνω αυτοκινήτου, καθησυχάζοντάς τον ότι η όποια καθυστέρηση οφείλεται στη μεγάλη ζήτηση αυτοκινήτων που παρατηρείτο την περίοδο εκείνη. Ακολούθως, ο Δ. Ζ. του Κ. πεισθείς από τις ψευδείς αυτές παραστάσεις της κατηγορουμένης, κατέβαλε στον υπ’ αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε η κατηγορούμενη στην ... Τράπεζα της Ελλάδος, το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς (7.000) ευρώ του εν θέματι μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο ωστόσο ουδέποτε του παραδόθηκε από την κατηγορουμένη. Με τον προεκτεθέντα τρόπο, η κατηγορούμενη αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 2.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του εγκαλούντος Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος, εφόσον γνώριζε την πραγματικότητα, ήτοι ότι η κατηγορούμενη δεν είχε τη νομική δυνατότητα πωλήσεως του μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο είχαν συμφωνήσει να αγοράσει, δεν θα πραγματοποιούσε την συγκεκριμένη συναλλαγή και δεν θα κατέβαλε το ποσό των 2.000 ευρώ στην κατηγορούμενη, ποσό που κατέβαλε στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό με δικαιούχο την ίδια, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των 7.000 ευρώ, για την αγορά του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου. ... Κατόπιν τούτων, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη κατά πλειοψηψία 2 προς 1, μειοψηφούσης της Προέδρου η οποία έκρινε ότι πρέπει να κηρυχθεί αθώα, του ότι στο ... Κορινθίας, στις 12-05-2009, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Ειδικότερα, παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος ενδιαφερόταν για την αγορά ενός μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής WV, τύπου GOLF, έτους κατασκευής 2007, χρώματος μαύρου, ότι αυτή (κατηγορουμένη) κατείχε και διέθετε προς πώληση Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, αντί τιμήματος ύψους 7.000 ευρώ, ενώ η κατηγορουμένη γνώριζε ότι δεν κατείχε και δεν είχε τη νόμιμη δυνατότητα πωλήσεως μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Πεισθείς ο εγκαλών Δ. Ζ. του Κ. στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης κατέβαλε στον υπ’ αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε αυτή στην ... Τράπεζα της Ελλάδος (Ε.Τ.Ε.) χρηματικό ποσό ύψους 2.000 ευρώ, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς (7.000) ευρώ του εν θέματι μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο ωστόσο ουδέποτε του παραδόθηκε από την κατηγορουμένη. Με τον προεκτεθέντα τρόπο, η κατηγορουμένη αποκόμισε παράνομο οικονομικό όφελος ύψους 2.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του εγκαλούντος Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος εφόσον γνώριζε την πραγματικότητα, ήτοι ότι η κατηγορουμένη δεν είχε την νομική δυνατότητα πωλήσεως του μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου που είχαν συμφωνήσει να αγοράσει, δεν θα πραγματοποιούσε την συγκεκριμένη συναλλαγή και δεν θα κατέβαλε στην κατηγορουμένη το ανωτέρω χρηματικό ποσό (2.000) ευρώ ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος (7.000) ευρώ για την αγορά του". Και με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχο την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, επί λέξει, του ότι: "Στο ... Κορινθίας, στις 12-05-2009, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Ειδικότερα, παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος ενδιαφερόταν για την αγορά ενός μεταχειρισμένου Ι.X.E. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής WV, τύπου GOLF, έτους κατασκευής 2007, χρώματος μαύρου, ότι αυτή (κατηγορουμένη) κατείχε και διέθετε προς πώληση Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, αντί τιμήματος ύψους 7.000 ευρώ, ενώ η κατηγορουμένη γνώριζε ότι δεν κατείχε και δεν είχε τη νόμιμη δυνατότητα πωλήσεως μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Πεισθείς ο εγκαλών Δ. Ζ. του Κ. στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης κατέβαλε στον υπ’ αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε αυτή στην ... Τράπεζα της Ελλάδος (Ε.Τ.Ε.) χρηματικό ποσό ύψους 2.000 ευρώ, ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος αγοράς (7.000) ευρώ του εν θέματι μεταχειρισμένου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίο ωστόσο ουδέποτε του παραδόθηκε από την κατηγορουμένη. Με τον προεκτεθέντα τρόπο, η κατηγορουμένη αποκόμισε παράνομο οικονομικό όφελος ύψους 2.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας του εγκαλούντος Δ. Ζ. του Κ., ο οποίος εφόσον γνώριζε την πραγματικότητα, ήτοι ότι η κατηγορουμένη δεν είχε την νομική δυνατότητα πωλήσεως του μεταχειρισμένου Ι.X.E. αυτοκινήτου που είχαν συμφωνήσει να αγοράσει, δεν θα πραγματοποιούσε την συγκεκριμένη συναλλαγή και δεν θα κατέβαλε στην κατηγορουμένη το ανωτέρω χρηματικό ποσό (2.000) ευρώ ως προκαταβολή έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος (7.000) ευρώ για την αγορά του". Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι σε αυτή περιέχονται, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, ο χρόνος τελέσεως της απάτης, αφού δέχεται με σαφήνεια ότι η κατηγορουμένη προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών στις 12-5-2009, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1 και 2 και 386 παρ. 1 του Π.Κ. που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού στο κατά τα ανωτέρω πόρισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος της απάτης, δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και συγκεκριμένα των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση και αμφότεροι οι λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, όσον αφορά την αιτιολογία της αποφάσεως σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, όπως προαναφέρθηκε, προκειμένου να έχει η καταδικαστική απόφαση την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της οποίας η έλλειψη ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., πρέπει, πέραν των άλλων, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, το καθένα στο σύνολό του και όχι μόνο ορισμένα από αυτά ή κάποιο από αυτά αποσπασματικά. Όμως, για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί η κατ’ είδος, προεισαγωγική μνεία των κατά το άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. αποδεικτικών μέσων (π.χ. καταθέσεις μαρτύρων, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς την ανάγκη αναφοράς ενός εκάστου ή του περιεχομένου αυτού στις επί μέρους αιτιολογίες της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και στην καταδικαστική του απόφαση, όπως αναφέρει στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε και "τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που νόμιμα δόθηκαν στο ακροατήριο", μεταξύ των οποίων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συμπεριλαμβανόταν και η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας και παθόντος Δ. Ζ. του Κ.. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα (κατάθεση μάρτυρος υπερασπίσεως και αναγνωσθέντα έγγραφα) και την ως άνω ένορκη κατάθεση του παθόντος Δ. Ζ. και ως εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες και απορριπτέες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-2-2017 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως της Β. Τ. του Χ. και της Μ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 1-3-2017, για αναίρεση της 1932/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου.
Και
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ