Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία εγκλημάτων. Αναίρεση λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την αναλήθεια των καταγγελθέντων από την αναιρεσείουσα περιστατικών για την εγκαλούσα και ως προς το σκοπό ασκήσεως κατ αυτής πειθαρχικής και ποινικής διώξεως και παραπομπή.
Αριθμός 650/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Τ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2122/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Σ. Κ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τσοβόλα.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2013 αίτησή της αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 21 Μαρτίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 180/2013.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτή ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ' αυτής προβλεπόμενου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Η ανακοίνωση αρκεί να έγινε και σε απλό όργανο της Αρχής, το οποίο, όμως, είναι υποχρεωμένο να διαβιβάσει στην Αρχή τα καταγγελλόμενα. Αν δεν το πράξει, η πράξη του δράστη παραμένει στο στάδιο της απόπειρας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη τού άλλου. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. "Τιμή" δε είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ' αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2122/2012 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος Σ. Κ., πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Η εγκαλούσα είναι υπάλληλος του Ταμείου Νομικών και ειδικότερα Προϊσταμένη στο Τμήμα Δικαστών και Δικαστικών υπαλλήλων. Το έτος 1999 πήρε εντολή από τον Πρόεδρο του Ταμείου Νομικών να ελέγξει την κατηγορουμένη (Συμβολαιογράφο Αθηνών) λόγω οφειλών της προς το Ταμείο Νομικών, το ύψος των οποίων έφθασε, ... στο ποσό των 180.000 Ευρώ (...). Ο έλεγχος αυτός ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο 2000 χωρίς να προκύψει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα ... Η κατηγορουμένη, κατά τρόπο ανεξήγητο δηλ. μετά πάροδο πέντε ετών από την διενέργεια του ελέγχου και ειδικότερα τον Ιούνιο του 2005 παρέδωσε στον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Συμ/φικού Συλλόγου Αθηνών Δ. Κ. (που) ήταν εκπρόσωπος του Συμ/φικού Συλλόγου Αθηνών στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Νομικών μια χειρόγραφη επιστολή - αναφορά - καταγγελία - την οποία ο τελευταίος ως υπεχρεούτο εισήγαγε στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Νομικών και παρέδωσε και στον πρόεδρο αυτού. Με την επιστολή - καταγγελία η κατηγορουμένη κατήγγειλε την εγκαλούσα για προσπάθεια χρηματικής συναλλαγής και συγκάλυψης του χρέους της μέσω παράνομων προτάσεων που δήθεν της έκανε κατά την διάρκεια του ελέγχου το έτος 2000. Ειδικότερα το περιεχόμενο της επιστολής καταγγελίας έχει ως εξής: "Πραγματικά θα ήθελα να σας αναφέρω μία προσωπική μου εμπειρία κατά τη διάρκεια ελέγχου μου από υπαλλήλους του Τ. Ν. τον Ιανουάριο του 2000, όπου ελέγχθηκα από υπαλλήλους με άριστη συμπεριφορά τόσο κατά τη διάρκεια του ελέγχου μου αυτού, όσο και κατά τη διάρκεια προηγούμενου ελέγχου, αλλά και από υπάλληλο που συνάντησα για πρώτη φορά και η οποία μου προξένησε φόβο και πίεση με τη συμπεριφορά της και τις ανήκουστες προτάσεις της να διαγράψουμε οφειλόμενα ποσά και να τα εμφανίσουμε εισπραχθέντα με μη νόμιμα γραμμάτια του Τ. Ν. πράγμα που απέκρουσα κατηγορηματικά, αλλά ταυτόχρονα έκτοτε νοιώθω απεριόριστο φόβο και έχω την εντύπωση ότι κάθε πράξη και ενέργειά μου παρακολουθείται από υπαλλήλους του Τ. Ν., χωρίς να μπορώ να κατονομάσω πόσοι και ποιοι είναι, παρά μόνον την επιθεωρήτρια Σ. Κ. (εγκαλούσα) που μου πρότεινε τα ανωτέρω. Γι' αυτό θα ήθελα να σας παρακαλέσω να είστε ιδιαίτερα προσεκτικός με την επιθεωρήτρια που σας αναφέρω και να προσπαθήσετε να εξακριβώσετε τι ακριβώς συμβαίνει ώστε να προστατεύσετε και τα συμφέροντα του Ταμείου αλλά και των Συμ/φων". Όμως από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ολόκληρο το περιεχόμενο της καταγγελίας είναι ψευδές και εν γνώσει της αναληθείας αυτών η κατηγορουμένη το παρέδωσε στα αρμόδια όργανα του Ταμείου Νομικών. Ειδικότερα δεν προέκυψε ότι η εγκαλούσα της ζήτησε χρηματικά ανταλλάγματα κατά την διάρκεια του ελέγχου προκειμένου να καλύψει μέρος του χρέους του (της). Η κατηγορουμένη κατά τη διάρκεια του ελέγχου επισκέφθηκε τον Πρόεδρο του Ταμείου Νομικών Θ. Ξ. και δεν του ανέφερε τίποτα από όσα αναφέρει στην καταγγελία που έκανε κατά της εγκαλούσας μετά από πέντε χρόνια. Τότε του παραπονέθηκε ότι η εγκαλούσα κάνει κάποια περίεργα τηλεφωνήματα και ότι αργεί να προσέλθει. Μάλιστα ο Πρόεδρος του Ταμείου την ρώτησε ευθέως όπως ο ίδιος ρητά κατέθεσε "εάν της ζήτησε χρήματα" η εγκαλούσα και εκείνη το αρνήθηκε κατηγορηματικά. Το ότι αργότερα στο Ταμείο Νομικών προέκυψαν προβλήματα με "μπλοκ" του Ταμείου τούτο δεν είχε σχέση με τον έλεγχο που έγινε στην κατηγορουμένη το έτος 1999 - 2000. Η παραπάνω καταγγελία της κατηγορουμένης κατά της εγκαλούσας είχε ως αποτέλεσμα την άσκηση πειθαρχικής και ποινικής διώξεως κατ' αυτής και τον διασυρμό της εν μέσω των συναδέλφων της. Ας σημειωθεί ότι κατόπιν ενέργειας ένορκης διοικητικής εξέτασης που διατάχθηκε από τον Πρόεδρο του Ταμείου η εγκαλούσα απηλλάγη διότι οι κατηγορίες που αναφέρονται στην καταγγελία της κατηγορουμένης κρίθηκαν αβάσιμες και κατά συνέπεια η κατηγορουμένη διέπραξε το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως. Των ανωτέρω συκοφαντικών για την εγκαλούσα περιστατικών έλαβαν γνώση ... Η κατηγορουμένη γνώριζε την αναλήθεια των διαλαμβανομένων σ' αυτήν (αναφορά - καταγγελία) σχετικά με την εγκαλούσα Σ. Κ. και εν τούτοις τα διέδωσε, ενώ γνώριζε ότι η τελευταία ενήργησε συννόμως και χωρίς καμία παρατυπία ... τον έλεγχο στο αρχείο της Συμ/φου κατηγορουμένης. Με βάση τα παραπάνω ... Ειδικότερα πληρούται τόσο η αντικειμενική, όσο και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού άρ. 363 ΠΚ. Ως προς την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος υπάρχει τόσο η διάδοση ενώπιον τρίτων γεγονότων για την εγκαλούσα τα οποία ήταν ψευδή και μπορούν να βλάψουν και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, ως προς δε την υποκειμενική υπόσταση υφίσταται άμεσος δόλος της κατηγορουμένης συνιστάμενος στην ηθελημένη διάδοση ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει της κατηγορουμένης η οποία ήθελε να βλάψει με τη διάδοση αυτή την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Η κατηγορουμένη γνώριζε την αλήθεια του γεγονότος και το διέδωσε με σκοπό την βλάβη της εγκαλούσας η οποία κρίνονταν εκείνο το χρονικό διάστημα (2005) για προαγωγή. Άλλωστε δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός της καταγγελίας της κατηγορουμένης μετά την πάροδο πέντε ετών από τον διενεργηθέντα σ' αυτήν έλεγχο από την εγκαλούσα. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί νομικής πλάνης δεν στοιχειοθετείται, ... Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κατηγορουμένη είχε αμφιβολία ως προς το γεγονός, ...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1 και 363 - 362 του ΠΚ. Ειδικότερα: α) Ενώ το ψευδές, κατά την κατηγορία, γεγονός, το οποίο περιεχόταν στην επίμαχη αναφορά, ήταν ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη είχε προξενήσει στην εγκαλούσα φόβο και πίεση με τη συμπεριφορά της και "τις ανήκουστες προτάσεις της να διαγράψουμε οφειλόμενα ποσά ή να τα εμφανίσουμε εισπραχθέντα με μη νόμιμα γραμμάτια του Τ. Ν.", το Πενταμελές Εφετείο στήριξε την κρίση για την αναλήθειά του σε άλλο ψευδές γεγονός, άσχετο με την ως άνω αναφορά, στο ότι, δηλαδή, "δεν προέκυψε ότι η εγκαλούσα ζήτησε από την κατηγορουμένη χρηματικά ανταλλάγματα κατά την διάρκεια του ελέγχου, προκειμένου να καλύψει μέρος του χρέους της", σε περιστατικό, δηλαδή, το οποίο δεν αναφερόταν, ούτε εμμέσως, σε κανένα σημείο της αναφοράς, για να κριθεί αν αυτό ήταν αληθές ή όχι. β) Δεν αιτιολογεί γιατί η αναιρεσείουσα επεδίωκε τον πειθαρχικό και ποινικό έλεγχο της εγκαλούσας, ενόψει του ότι, υπέβαλε την επίμαχη επιστολή - αναφορά, στον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, πέντε έτη μετά από την ολοκλήρωση του ελέγχου. Αντιθέτως, εξετίμησε ότι η αναιρεσείουσα είχε προβάλει αυτοτελή ισχυρισμό περί νομικής πλάνης (τον οποίο απέρριψε), ενώ, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι δεν προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχήν τους, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων του κυρίου δικογράφου, καθώς και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 21.3.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 2122/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2013.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ