Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Κατηγορούμενος.
Περίληψη:
Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου της μαρτυρικής κατάθεσης που δόθηκε πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης. Αναιρείται για απόλυτη ακυρότητα η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, γιατί το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ευθέως και αμέσως και αξιολόγησε σε βάρος του κατηγορουμένου την εξέτασή του ως μάρτυρα η οποία έγινε πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που προ-βλέπει το άρθρο 72 του ΚΠΔ.
Αριθμός 150/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο- Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασιλική-Καλλιρόη Μουμουτζή, περί αναιρέσεως της 678/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουνίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1013/2009.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 105 Κ.Π.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 Κ.Π.Δ., η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. Στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 κ.Π.Δ., που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) ορίζεται ότι "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας. Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 Κ.Π.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέταση του ως "μάρτυρα", γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος, που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του, οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται η μαρτυροποίησή του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζομένης κατά τα άλλα της παραπάνω .διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. (Ολ.ΑΠ 1/2004).
Επειδή, η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β' του Κ.Π.Δ. δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. 'Ομως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου, των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ. δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ' και 481 παρ. 1 περιπτ. β' Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο δικαίωμα του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσης της ιδιότητας αυτής (Ολ.ΑΠ 1/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. 678/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου ο ήδη αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών για εμπρησμό από αμέλεια. 'Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της ανωτέρω αποφάσεως, το Δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του ευθέως και αμέσως και αξιολόγησε σε βάρος του την από την 5-6-2006 προανακριτική εξέτασή του ως μάρτυρα ενώπιον του αρχιπυροσβέστη ..., η οποία λήφθηκε πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, αφού η εναντίον του ποινική δίωξη ασκήθηκε την 23-2-2008, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας.
Επομένως σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ανεξάρτητα από το αν αναγνώσθηκε ή όχι στο ακροατήριο η ανωτέρω προανακριτική κατάθεση (εν προκειμένω δεν αναγνώστηκε), επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και θεμελιώνεται η από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, του οποίου το πραγματικό προτείνεται από τον αναιρεσείοντα και ο οποίος εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθ. 511 του ΚΠΔ). Μετά από αυτά πρέπει κατά παραδοχή του ως άνω λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθ. 678/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Ιανουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ