Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πλάνη πραγματική, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Αυτoτελής ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης. Αιτιολογία του άμεσου δόλου του κατηγορουμένου και της απορρίψεως του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού. Πρόταση του Εισαγγελέα για την ενοχή του κατηγορουμένου, εμπεριέχει και πρότασή του για την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού. Απορριπτέοι λόγοι: Έλλειψη αιτιολογίας (Δ΄) και απόλυτη ακυρότητα (Α΄). Απορρίπτει την αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 511/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Κουκούτση, περί αναιρέσεως της 1521/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ...... , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αποστολίδη.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Φεβρουαρίου 2005 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 5 Ιανουαρίου 2007 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 512/2005.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως κατά τα ανωτέρω επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Περαιτέρω, για την ύπαρξη της άνω αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του.Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 παρ. 1 ΠΚ), που είναι η άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιο ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, που αποκλείει τον καταλογισμό, πρέπει, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 1521/2004 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στον Πειραιά στις 15.4.2000 ενώπιον του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. ....., όπου είχε εμφανιστεί μετά της τέως συζύγου του ...... και ήδη συζύγου του πολιτικώς ενάγοντος ...... προς επίλυση θέματος επικοινωνίας των δύο τέκνων τους, ισχυρίστηκε ενώπιον των ανωτέρω (ήτοι του αξιωματικού υπηρεσίας, της τέως συζύγου του και των ανηλίκων παιδιών του) ότι ο ήδη σύζυγος της ...... δηλαδή ο μηνυτής και πολιτικώς ενάγων είναι ανώμαλος και ότι στο παρελθόν είχε βιάσει ένα τρίχρονο αγόρι, αν και γνώριζε ότι το περιστατικό αυτό είναι ψευδές. Το γεγονός δε αυτό, όπως είναι προφανές, μπορούσε να βλάψει βάναυσα την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή. Ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου ισχυρίζεται ότι πλανήθηκε σε σχέση με το πρόσωπο του δράστη του ως άνω περιστατικού, δοθέντος ότι αυτό (συκοφαντικό για τον μηνυτή περιστατικό) αφορούσε τον δίδυμο αδελφό του κατηγορουμένου (εννοείται: του μηνυτή) και ως εκ τούτου πλανήθηκε ως προς το πρόσωπο του αληθούς δράστη. Προς επίρρωση δε του ισχυρισμού του αυτού προσκόμισε τα από 25.3.1993 φύλλα των εφημερίδων "....." και ".....", από τα οποία όμως προκύπτουν τα ακόλουθα: Ότι 14χρονη μαθήτρια κατά τον Μάρτιο του έτους 1993 φέρεται να κατηγορεί τον δάσκαλο ....... (δίδυμο αδελφό του κατηγορουμένου) (εννοείται: του μηνυτή) ότι την αποπλάνησε. Όπως είναι προφανές το αναφερόμενο στις ως άνω εφημερίδες περιστατικό είναι διάφορο από εκείνο, που ισχυρίστηκε ψευδώς ο κατηγορούμενος για τον μηνυτή και δεν μπορούσε συνεπώς να πλανηθεί ως προς το πρόσωπο του δράστη, αφού εκείνο αναφέρεται σε 14χρονη μαθήτρια και όχι σε τρίχρονο αγόρι, πλέον του ότι, ως εκ του χρόνου που φέρεται να έχει συμβεί εκείνο (αναφερόμενο στις εφημερίδες), ήτοι το έτος 1993, ήταν ευχερής η εξακρίβωση του φερομένου ως δράστη και συνεπώς ο κατηγορούμενος όταν στις 15.4.2000 ισχυρίστηκε για τον μηνυτή τα ανωτέρω, γνώριζε ότι το αναφερόμενο στις εφημερίδες γεγονός δεν αφορούσε τον μηνυτή. Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως για την οποία κατηγορείται". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, ...... για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 362 και 363 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, αναφέρονται στην αιτιολογία, η οποία δεν περιέχει αποκλειστικά και μόνο τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου που ταυτίζονται με εκείνα του διατακτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, τα περιστατικά που ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος για τον εγκαλούντα, τα οποία είναι πράγματι γεγονότα κατά την έννοια των αναφερόμενων διατάξεων, και επίσης ότι τα περιστατικά αυτά είναι ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος. Σε σχέση δε με τον άμεσο του κατηγορουμένου δόλο, ο οποίος επί του προκειμένου περιλαμβάνει, όχι μόνο τη γνώση του ότι τα γεγονότα που ισχυρίσθηκε ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος και τη θέλησή του να τα ισχυρισθεί, αλλά και τη γνώση ότι τα γεγονότα αυτά είναι ψευδή, η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει συστηματικά και αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση αυτή. Προς τούτοις, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απέρριψε με ειδική αιτιολογία τον ειρημένο αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης του ως προς το πρόσωπο του δράστη του συκοφαντικού για τον εγκαλούντα πιο πάνω περιστατικού. Τέλος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ο Εισαγγελέας της έδρας "ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε τη ενοχή του κατηγορουμένου" (σελ. 8, στιχ. 17), η πρότασή του δε αυτή επί της κατηγορίας εμπεριέχει οπωσδήποτε και την πρότασή του για την απόρριψη του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου και κατά συνέπεια δεν δημιουργήθηκε εν προκειμένω καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3 και 171 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Α' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιποί δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει, η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-1-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15 Φεβρουαρίου 2005 (υπ' αριθ. πρωτ. 460/16-2-2005) αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-1-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του ...... για αναίρεση της 1521/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα α) στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και β) στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουλίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ