Θέμα
Επίδοση εγγράφου στο εξωτερικό.
Περίληψη:
Επίδοση στις ΗΠΑ κατά τη Σύμβαση της Χάγης. Απαιτείται πραγματική επίδοση που προκύπτει από βεβαίωση της κατά το άρθρο 6 της συμβάσεως αρμόδιας αρχής.
Αριθμός 501/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Μ. Γ. του Β., κατοίκου ... και 2)Ε. Γ. του Β., κατοίκου ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του Β. Γ. και της Φ. - Δ. Γ. του Ε., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπασπύρο.
Της αναιρεσίβλητης: Φ. - Δ. Γ. του Ε., η οποία, όπως αναφέρεται στην από 22/1/2013 κλήση απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους καλούντες και τους καθών η κλήση, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη.
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Η. Γ. του Ε. και 2)Γ. Γ. του Ε., κατοίκων ... ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Φ. - Δ. Γ. του Ε., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/4/2002 αγωγή του αρχικού διαδίκου Β. Γ. και την από 17/2/2004 ανταγωγή των καθών η κλήση, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 212/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 292/2007 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/3/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/10/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δικ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Η διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με το νόμο 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18.9.1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το, άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3,5 και 6 της εν λόγω συμβάσεως, την οποία είχαν κυρώσει και οι ΗΠΑ, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος, η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται είτε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται σύμφωνα με τον τύπο ή τη διαδικασία που επιθυμεί ο επισπεύδων αρκεί να μην αντιβαίνει στη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται η επίδοση και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτελέσεως της επιδόσεως και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως κατά τις διατάξεις της παραπάνω διεθνούς συμβάσεως, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ συνάγεται ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά όχι νόμιμα και εμπρόθεσμα πράγμα το οποίο προκύπτει, αν η επίδοση γίνεται σύμφωνα με τη παραπάνω σύμβαση με την προσκομιδή της παραπάνω βεβαιώσεως της αρμοδίας αρχής, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, ενώ για τον υπολογισμό της κατά το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔικ προθεσμίας των ενενήντα ημερών για τους διαμένοντας στο εξωτερικό λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πραγματικής περιελεύσεως του δικογράφου σε εκείνον που αφορά η επίδοση και δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο, κατά το οποίο επιδίδεται το έγγραφο αυτό στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 22-26/2009). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η αναίρεση εισήχθη προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 19.10.2011 κατά την οποία οι αναιρεσείοντες και οι δύο πρώτοι αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, ενώ η τρίτη αναιρεσίβλητη Φ.- Δ. Ε. Γ. δεν παραστάθηκε. Η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5.12.2012. Νέα κλήτευση για τους παρισταμένους διαδίκους δεν χρειαζόταν, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των (παρισταμένων) διαδίκων (αρθρ. 573 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ). Κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο της 5.12.2012 παραστάθηκαν οι προαναφερθέντες διάδικοι με τον ίδιο τρόπο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσιβλήτων γνωστοποίησε το θάνατο της τρίτης αναιρεσίβλητης Φ. - Δ. Ε. Γ., πράγμα το οποίο επέφερε βίαιη διακοπή της δίκης. Ήδη με την από 22.1.2013 κλήση των αναιρεσειόντων η υπόθεση επαναφέρθηκε για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικασίμου. Η κλήση αυτή για καθένα των αναιρεσιβλήτων επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου τούτου στις 4.9.2013, όπως προκύπτει από τις σχετικές σημειώσεις επί των αντιγράφων των κλήσεων του διενεργήσαντος τις επιδόσεις δικαστικού επιμελητή Αθηνών … (βλ. και αριθμ. πρωτ. Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου .../4.9.2013 και .../4.9.2013). Πλήν όμως δεν προσκομίζεται η προαναφερόμενη βεβαίωση του άρθρου 6 της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως περί πραγματοποιήσεως της επιδόσεως της κλήσεως προς τους αναιρεσίβλητους. Αντίθετα προσκομίζονται οι υπ' αριθμ. .../20.9.2013 και .../20.9.2013 απαντήσεις των αρμοδίων αρχών, των ΗΠΑ (Γραφείο Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής) όπου αναφέρεται ότι λόγω αποστολής ελλειπών εγγράφων δεν πραγματοποιήθηκαν οι επιδόσεις. Επομένως με βάση τα προεκτεθέντα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 26.3.2010 αιτήσεως για αναίρεση της 292/2007 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ