Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Συνήγορος κατηγορουμένου, Εφέσεως απαράδεκτο.
Περίληψη:
Παράβαση άρθρου 42 παρ. 1, 6 ν. 2094/1992. Αναίρεση κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε ως εκπρόθεσμη την έφεση του κατηγορουμένου κατά της πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως. Γίνεται δεκτή η αναίρεση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από την παράλειψη του διευθύνοντος τη διαδικασία στην κατ' έφεση να δώσει το λόγο στη δικηγόρο που εκπροσωπούσε τον μη εμφανισθέντα αυτοπροσώπως κατηγορούμενο μετά την πρόταση της Εισαγγελέως του δικαστηρίου επί του τύποις παραδεκτού της εφέσεως για να εκθέσει η άνω συνήγορος τις απόψεις του εκκαλούντος ως προς το παραδεκτό του ασκηθέντος ενδίκου μέσου. Παραπέμπεται η υπόθεση μετά την παραδοχή στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη για νέα κρίση.
Αριθμός 2090/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Καραθανάση, περί αναιρέσεως της 76351/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.1.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 242/2009.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη εις βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω παραγραφής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 369 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει υποχρεωτικά το λόγο στον κατηγορούμενο μετά από τον Εισαγγελέα ή τους παρισταμένους πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο, έστω και αν ο κατηγορούμενος δεν το ζητήσει. Η παράβαση δε της διατάξεως αυτής, ως αναφερομένης στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση δικαιώματος που του παρέχεται ρητά από το νόμο, επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Τέτοια ακυρότητα δημιουργείται και όταν, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα για απόρριψη ως απαραδέκτου του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά αποφάσεως, το δικαστήριο χωρήσει στην έκδοση της σχετικής απορριπτικής αποφάσεώς του επί εφέσεως χωρίς προηγουμένως να δοθεί ο λόγος στον παριστάμενο εκκαλούντα κατηγορούμενο ή στον εξουσιοδοτημένο να εκπροσωπήσει τον απόντα κατηγορούμενο συνήγορο αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης 76351/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών στη δίκη κατά την οποία εκδικαζόταν η από 5.3.2008 υπ' αριθ. 3621/ 2008 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της επιδοθείσης σ' αυτόν με θυροκόλληση κατά το άρθρο 155 παρ. 2 ΚΠοινΔ 100456/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η διευθύνουσα τη συζήτηση Πρόεδρος Πρωτοδικών μετά τη λήξη της επ' ακροατηρίου διαδικασίας ως προς το παραδεκτό της εφέσεως, έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία πρότεινε να γίνει τυπικά δεκτή η άνω έφεση κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, με την οποία είχε καταδικασθεί ο αναιρεσείων σε φυλάκιση εννέα μηνών και χρηματική ποινή 50.000 δρχ. για παράβαση του άρθρου 42 παρ. 1 και 6 ν. 2094/1992, που είχε τελεσθεί στις 18.7.1997 στην ... . Παρέλειψε, όμως, να δώσει τον λόγο στην συνήγορο του αναιρεσείοντος Καραθανάση, στην οποία είχε επιτραπεί από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών να εκπροσωπήσει αυτόν στην κατ' έφεση δίκη, κατ' άρθρο 340 παρ. 2 εδ. α', β' και γ' ΚΠοινΔ, κατόπιν σχετικής εγγράφου δηλώσεώς του, για να αναπτύξει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου στο κρίσιμο θέμα του παραδεκτού της εφέσεώς του. Στα πρακτικά της δίκης κατ' έφεση του άνω δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι μετά την ανάγνωση των εγγράφων, η συνήγορος του κατηγορουμένου έλαβε τον λόγο και είπε ότι ο εντολέας της δεν έλαβε γνώση της επικαλούμενης αποφάσεως και ότι η οδός ... αριθμός ... δεν αφορά τον κατηγορούμενο, αλλά ότι αυτός έμενε από το έτος 1997 έως το έτος 2007 στην οδό ..., ότι μετά έλαβε τον λόγο η Εισαγγελέας, που πρότεινε τα παραπάνω, ότι μετά την αγόρευση της Εισαγγελέως η συνήγορος του εκκαλούντος κατηγορουμένου δεν έλαβε τον λόγο και ότι κατόπιν το Δικαστήριο διασκέφθηκε μυστικώς και δια της Προέδρου του δημοσίευσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω του εκπροθέσμου της ασκήσεώς της, την 3621/2008 έφεση του κατηγορουμένου κατά της άνω 100456/2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Έτσι, με την παράλειψη της διευθύνουσας τη συζήτηση να δώσει υποχρεωτικά τον λόγο μετά την Εισαγγελέα εκ νέου στην άνω δικηγόρο που εκπροσωπούσε τον μη εμφανισθέντα αυτοπροσώπως κατηγορούμενο, ακόμη και αν δεν ζήτησε τον λόγο η συνήγορός του για να εκθέσει τις απόψεις του εκκαλούντος, ως προς την παραδοχή της εφέσεώς του, επήλθε απόλυτη ακυρότητα λόγω μη ασκήσεως δικαιώματος του κατηγορουμένου που του παρέχεται ρητώς από το νόμο. Το γεγονός ότι δόθηκε από την Πρόεδρο του δικάζοντος την έφεση του κατηγορουμένου Δικαστηρίου, πριν δοθεί ο λόγος στην Εισαγγελέα, στην συνήγορο που εκπροσωπούσε τον απουσιάζοντα κατηγορούμενο που είπε όσα ανωτέρω και στα πρακτικά της δίκης εκείνης καταχωρήθηκαν, εμπίπτει στις κατά το άρθρο 368 ΚΠοινΔ συμπληρωματικές διευκρινίσεις, για τις οποίες ερωτώνται από τον Πρόεδρο ο Εισαγγελέας και οι διάδικοι πριν από τις αγορεύσεις. Επομένως, ο σχετικός από τα άρθρα 170 παρ. 1, 171 παρ. 1 εδ. δ', 369, 502 παρ. 1, 510 αριθ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από την άνω παράλειψη του δικαστηρίου να δώσει τον λόγο στην συνήγορο που εκπροσωπούσε τον ήδη αναιρεσείοντα στην δίκη κατ' έφεση πριν την απορρίψει ως απαράδεκτη, είναι βάσιμος. Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, δοθέντος ότι, αν γίνει δεκτή αναίρεση κατ' αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, και εάν ακόμη έχει παραγραφεί η πράξη, ο Άρειος Πάγος δεν παύει οριστικά την ποινική δίωξη, αλλά παραπέμπει την υπόθεση στο Εφετείο (Ολ. ΑΠ 3/1996, Ολ. ΑΠ 1/1998).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 76351/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ