Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2382 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Πραγματογνωμοσύνη, Αναβολής αίτημα, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Πράξεις: Πλαστογραφία με χρήση από την οποία το επιδιωχθέν όφελος και η αντίστοιχη βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Ψευδής καταμήνυση κατ' εξακολούθηση. Ψευδορκία μάρτυρα. Ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση. Λόγοι αναιρέσεως η απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο λόγω απορρίψεως αιτήματος αναβολής για διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, έλλειψη αιτιολογίας αποφάσεως. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 2382/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Μήτση, περί αναιρέσεως της 1810/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Υ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αναστασία Τζέλλα - Αρσένη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1644/2008.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η αυτή κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 125 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον αυτόν από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει την αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης κατά το άρθρο 200 § 2 ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλαδή να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αιτήσεως αυτής κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφασή του, η οποία προηγήθηκε της προσβαλλόμενης 1.810/2008 κυρίας αποφάσεώς του και θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται με την τελευταία (άρθρο 504 παρ. 4 ΚΠοινΔ), απέρριψε αίτηση του εκπροσωπηθέντος στο κατ' έφεση δικάσαν Εφετείο, από τη συνήγορό του, Μαρία Γκολφινοπούλου, ήδη αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, για αναβολή της δίκης κατ' άρθρο 200 § 2 ΚΠοινΔ, που υπέβαλε η άνω συνήγορός του και συγκεκριμένα, για να εξεταστεί αυτός από πραγματογνώμονα, επειδή πάσχει από ψυχική νόσο. Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του δικάσαντος Δικαστηρίου, αναγνώστηκαν τα παρακάτω έγγραφα: α) η με αριθμό 493/2008 αναβλητική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, β) το έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών προς τον 1ο Ανακριτή Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό 22274/10-4-2008 και γ) και το με αριθμό 621/9-6-08 έγγραφο της Ανακρίτριας του 1ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Σχετικά, από τις διατάξεις του άρθρου 200 ΚΠΔ, ορίζονται τα παρακάτω: Στη μεν § 1 του άρθρου αυτού, ότι σε περίπτωση πραγματογνωμοσύνης που αφορά τη διανοητική υγεία του κατηγορουμένου, μπορεί ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα και σύμφωνη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και, αφού ακούσει το συνήγορο, να διατάξει την εισαγωγή του κατηγορουμένου σε δημόσιο ψυχιατρείο για παρακολούθηση. Στη δε § 2 του αυτού άρθρου ορίζεται ότι αν η ανάγκη ψυχιατρικής παρατήρησης προέκυψε στο ακροατήριο, τα παραπάνω διατάσσει το δικαστήριο ανεκκλήτως, αναβάλλοντας τη συζήτηση ως το τέλος της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, που κατά την § 3 του άρθρου αυτού, σε κάθε περίπτωση η διάρκεια της παραμονής στο ψυχιατρείο, δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες. Σημειωτέο, ότι η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων δεν είναι δεσμευτική για το ποινικό δικαστήριο, οποιασδήποτε φύσεως και αν είναι, αλλά εκτιμάται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως του άρθρου 177 ΚΠΔ, η δε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, είναι μεν πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, συνεκτιμάται όμως ελεύθερα με τις λοιπές αποδείξεις. Έτσι, είναι ανέλεγκτη η κρίση του δικαστηρίου για την ανάγκη διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης, η απόρριψη όμως σχετικού αιτήματος, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη. Ακολούθως, το παραπάνω Δικαστήριο αποφάσισε για το εν λόγω αίτημα, με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: "Εξάλλου δεν αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε κατάσταση διαταράξεως των πνευματικών του λειτουργιών, ενόψει και του ότι η κατάσταση αυτή έπρεπε να πιστοποιηθεί μόνο με πραγματογνωμοσύνη (άρθρο 80 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.), όπως δε έχει αναφερθεί προηγουμένως, αν και η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης διατάχθηκε από το παρόν δικαστήριο, ο κατηγορούμενος δεν προσήλθε για εξέταση από τον ορισθέντα προς τούτο πραγματογνώμονα. Η κρίση του δικαστηρίου περί των ανωτέρω δεν αναιρείται από την προσκομισθείσα από τη συνήγορο του κατηγορουμένου και αναγνωσθείσα από 19-11-2007 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου ..., διότι η έκθεση αυτή συντάχθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης, κυρίως όμως διότι προσκομίσθηκε σε ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο". Στη συνέχεια το Δικαστήριο, αφού απέρριψε το παραπάνω αίτημα αναβολής, προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασής του. Η προαναφερόμενη αιτιολογία είναι η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρονται σ'αυτήν τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και οι σκέψεις, με βάση τις οποίες το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική, περί της αιτήσεως αναβολής, κρίση του. Κατά συνέπεια, ο σχετικός για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 216 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των έγγραφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει όχι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικών δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τn θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και περαιτέρω σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Περαιτέρω, για την κακουργηματική μορφή της καταρτίσεως ή νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται επί πλέον, κατά τη διάταξη τnς παρ. 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρ. 1 παρ, 7α του Ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή να σκόπευε να βλάψει άλλον και το όφελος ή η βλάβη να υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση τnς πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος δεν είναι αναγκαίο να είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτήν το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη, αλλ' αρκεί ότι αυτά έχουν ενταχθεί στο εν γένει δια της πλαστογραφίας παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και διαμορφώνονται με την πλαστογραφία οι προϋποθέσεις για να υπάρχει στη συνέχεια η δυνατότητα (ο κίνδυνος), έστω και με την παρεμβολή άλλων, μετά την τέλεση τnς πράξεως της πλαστογραφίας, ενεργειών του δράστη, να επέλθει το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος ή η σκοπούμενη περιουσιακή βλάβη. Οι επιπρόσθετες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν την προσφορότητα της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή βλάβη που αυτός αποσκοπεί. Επίσης, από τη διάταξη του αρ. 229 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι υπαίτιος της πράξης της ψευδούς καταμηνύσεως είναι εκείνος που εν γνώσει του καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του. Για τη στοιχειοθέτηση της πράξης αυτής, απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της καταδικαστικής για ψευδή καταμήνυση απόφασης, πρέπει, εκτός άλλων, να εξειδικεύεται η καταμηνυθείσα πράξη, να αναφέρονται ο επιδιωκόμενος από το δράστη τnς ψευδούς καταμήνυσης σκοπός, και επί πλέον, δεδομένου όχι για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος απαιτείται ειδικός δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη όχι η ανακοίνωση ή καταμήνυση είναι ψευδής, η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται ειδικά με παράθεση των περιστατικών τα οποία δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς είναι αναιρετέα με βάση τον προαναφερόμενο λόγο. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρ. 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) Ο μάρτυρας να εκθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια για την ένορκη εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρ. 46§1α Π.Κ. προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κ.λπ., β) διάπραξη από τον άλλο της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 1.810/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος. πλαστογραφίας με χρήση, από την οποία το όφελος που επιδίωξε και η αντίστοιχη βλάβη, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ, -ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση -ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση -ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και του επιβλήθηκε συνολική ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Ο κατηγορούμενος Χ1 είχε σφοδρή αντιδικία με τον εγκαλούντα αδελφό του Υ1 για την κληρονομιά της αποβιωσάσης αδελφής τους Μ1. Στα πλαίσια αυτής της αντιδικίας, σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν, πάντως όμως μέσα στο χρονικό διάστημα από 14-1-1999 έως 18-5-2000, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, προέβη το μεν στην κατάρτιση εξ υπαρχής των αναλυτικά - αναφερομένων στο διατακτικό υπό τα στοιχεία ΙΑ πλαστών εγγράφων, το δε στη νόθευση των αναλυτικά αναφερομένων στο διατακτικό υπό τα στοιχεία ΙΒ γνησίων εγγράφων, εν αγνοία και χωρίς την εντολή των προσώπων που νόμιμα τα εξέδωσαν. Στη συνέχεια, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, έκανε χρήση των εγγράφων αυτών, προσκομίζοντας ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα τους ενώπιον των Εισαγγελικών Αρχών του Πρωτοδικείου Αθηνών προς υποστήριξη των από 14-1-1999, 21-6-1999, 24-4-2000, 18-5-2000, 28-11-2000 και 24-4-2001 εγκλήσεών του σε βάρος του ήδη εγκαλούντος. Στην κατάρτιση δε και νόθευση των ανωτέρω εγγράφων προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανήσει τις αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές ότι ο εγκαλών είχε ενθυλακώσει τεράστια χρηματικά ποσά από καταθέσεις, ομόλογα, άυλους τίτλους κ.λ.π., που η θανούσα αδελφή τους Μ1 δήθεν κατέλιπε κατά το χρόνο του θανάτου της. Σκοπός δε του κατηγορουμένου με κάθε μία από τις παραπάνω επί μέρους πράξεις πλαστογραφίας μετά χρήσεως ήταν να προσπορίσει στον εαυτό ταυ, με αντίστοιχη βλάβη του εγκαλούντος, το ίδιο κάθε φορά περιουσιακό όφελος, που ήταν και το συνολικώς από αυτόν σκοπούμενο, ήτοι, εμφανίζοντας τον εγκαλούντα ως έχοντα ενθυλακώσει τεράστια χρηματικά ποσά εκ της κινητής εξ αδιαθέτου κληρονομιάς της ανωτέρω αδελφής τους, να επιτύχει να εισπράξει το συνολικό ποσό των 200.000.000 δραχμών, που θεωρούσε, κατά τους αυθαιρέτους υπολογισμούς του, ότι αποτελούσε το εναπομένον, μετά τη διανομή της περιουσίας της ανωτέρω θανούσας, κληρονομικό του μερίδιο σε σχέση με τις δήθεν καταθέσεις της τελευταίας σε τραπεζικούς της λογαριασμούς, σε ομόλογα, άυλους τίτλους κ.λ.π., βλάπτοντας έτσι αντίστοιχα τον εγκαλούντα κατά το ανωτέρω ποσό και παράλληλα επιδιώκοντας να έμπλεξα αυτόν σε πολυδάπανο δικαστικό αγώνα και να επιτύχει την καταδίκη του για κακουργηματικές πράξεις που επισύρουν πολυετείς ποινές καθείρξεως, με όλες τις ανυπολόγιστες δυσμενείς συνέπειες που απορρέουν από αυτές. Επί πλέον ο κατηγορούμενος στην Αθήνα στις 28-11-2000 και στις 24-4-2001, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με την από 28-11-2000 έγκλησή του και την από 24-4-2001 μήνυση του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατεμήνυσε ψευδώς τον εγκαλούντα ότι πλαστογράφησε τα ανωτέρω έγγραφα τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε πλαστογραφήσει ο ίδιος και ότι τα προσκόμισε στις αναφερόμενες στο διατακτικό Τράπεζες και, παραπείθοντας τους αρμοδίους υπαλλήλους περί της γνησιότητος αυτών, προέβη σε αναλήψεις από τους οικείους λογαριασμούς της θανούσας αδελφής τους συνολικού ύψους 2.000.400.000 δραχμών, βλάπτοντας την περιουσία του, ως συγκληρονόμου αυτής, κατά το ποσό των 200.000.000 δραχμών που αντιστοιχούσε στην εξ αδιαθέτου κληρονομική του μερίδα από την κληρονομιαία περιουσία της ανωτέρω αδελφής τους. Στην κατά τ' ανωτέρω ψευδή καταμήνυση του εγκαλούντος προέβη αυτός τελώντας εν γνώσει του ψεύδους, αφού γνώριζε ότι ο ίδιος και όχι ο εγκαλών είχε πλαστογραφήσει τα ανωτέρω έγγραφα, έπραξε δε τούτο με σκοπό να προκαλέσει την για το λόγο αυτό ποινική του δίωξη. Αποτέλεσμα δε των ανωτέρω ψευδών εγκλήσεως και μηνύσεως ήταν να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του εγκαλούντος για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση με σκοπό το όφελος η οποία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών και απάτη κατ' εξακολούθηση από δράστη που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη και υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Για τις πράξεις αυτές ο εγκαλών απηλλάγη με τα 1328/2002, 2568/2002, 3019/2002, 3029/2002, 3833/2002 και 5394/2002 βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, από τα οποία το πρώτο, τρίτο και πέμπτο επικυρώθηκαν με τα 259/2003, 1348/2002 και 1935/2003 βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατέστησαν δε όλα αμετάκλητα. Προσέτι ο κατηγορούμενος στην Αθήνα στις 28-11-2000 και στις 24-4-2001, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά την υποβολή των προαναφερθεισών από 28-11-2000 εγκλήσεώς του και από 24-4-2001 μηνύσεώς του, βεβαίωσε ενόρκως το αληθές του περιεχομένου αυτών, αν και γνώριζε ότι ήταν εξ ολοκλήρου ψευδές και ότι η αλήθεια ήταν ότι ο εγκαλών δεν πλαστογράφησε τα ανωτέρω έγγραφα και δεν εξαπάτησε τους αρμοδίους υπαλλήλους των ανωτέρω Τραπεζών, εισπράττοντας καταθέσεις της θανούσας Μ1 συνολικού ύψους 2.000.400.000 δραχμών και βλάπτοντας την περιουσία του ως συγκληρονόμου αυτής κατά το ως άνω ποσό των 200.000.000 δραχμών αλλά αντίθετα αυτός ο ίδιος πλαστογράφησε τα ανωτέρω έγγραφα, η δε πιο πάνω θανούσα δεν είχε αφήσει κατά το χρόνο του θανάτου της οποιαδήποτε κινητή κληρονομιαία περιουσία (καταθέσεις, ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, μετοχές πολύτιμους λίθους σε θυρίδες Τραπεζών κ.λ.π.). Τέλος ο κατηγορούμενος στην Αθήνα στις 12-9-2000, 25-10-2000, 3-11-2000 και 16-11-2000, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, εκ προθέσεως ενεργώντας, με πειθώ και φορτικότητα και πολλές παραινέσεις, προκάλεσε στον πρωτόδικος συγκατηγορούμενό του ... την απόφαση να εκτελέσει την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα και συγκεκριμένα να καταθέσει ενόρκως στις 12-9-2000 ενώπιον της Πταισματοδίκου του 31ου Τμήματος Αθηνών, στις 25-10-2000 ενώπιον της Ανακρίτριας του 16ου Τμήματος Αθηνών, στις 3-11-2000 ενώπιον της Πταισματοδίκου του 15ου Τμήματος Αθηνών και στις 16-11-2000 ενώπιον της Πταισματοδίκου του 8ου Τμήματος Αθηνών τα αναλυτικά αναφερόμενα στο διατακτικό ψευδή περιστατικά εν γνώσει της αναληθείας τους και συνοπτικά ότι ο ήδη εγκαλών με απάτες και πλαστογραφίες εισέπραξε το ποσό των 2.000.000.000 δραχμών σε συνάλλαγμα, άυλους τίτλους, μετοχές και ράβδους χρυσού που ανήκαν στην κληρονομιαία περιουσία της ανωτέρω αποβιωσάσης Μ1. Η τέλεση δε της ως άνω κύριας πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα από τον φυσικό αυτουργό θα ήταν προβληματική χωρίς τη συνδρομή του κατηγορουμένου. Σαφής και κατηγορηματική για τα πιο πάνω είναι η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος (εγκαλούντος) Υ1, η οποία ενισχύεται από εκείνη του μάρτυρα κατηγορίας Μ2 αλλά και από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και ιδίως από την κατάθεση της αποβιωσάσης μάρτυρος Μ3 και τα προαναφερθέντα βουλεύματα, δεν αναιρείται δε από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενόψει και του ότι ο κατηγορούμενος, με την απολογία του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η οποία περιέχεται στα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως τα οποία ανεγνώσθησαν, δεν έδωσε εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για τις πράξεις του. Εξάλλου δεν αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε κατάσταση διαταράξεως των πνευματικών του λειτουργιών, ενόψει και του ότι η κατάσταση αυτή έπρεπε να πιστοποιηθεί μόνο με πραγματογνωμοσύνη (άρθρο 80 παρ. 2 ΚΠοιν.Δ.), όπως δε έχει αναφερθεί προηγουμένως, αν και η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης διατάχθηκε από το παρόν δικαστήριο, ο κατηγορούμενος δεν προσήλθε για εξέταση από τον ορισθέντα προς τούτο πραγματογνώμονα. Η κρίση του δικαστηρίου περί των ανωτέρω δεν αναιρείται από την προσκομισθείσα από τη συνήγορο του κατηγορουμένου και αναγνωσθείσα από 19-11-2007 έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου ..., διότι η έκθεση αυτή συντάχθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης, κυρίως όμως διότι προσκομίσθηκε σε ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σ' αυτόν αξιόποινων πράξεων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από την οποία το επιδιωχθέν όφελος και η αντίστοιχη βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ), της ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση, της ψευδορκίας μάρτυρα (η οποία όπως διευκρινίζεται με την παρούσα απόφαση τελέσθηκε επίσης κατ' εξακολούθηση) και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό". Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων και ειδικότερα, ότι: " Ι) Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 14-1-99 έως 18-5-00, με πολλές πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος κατάρτισε πλαστά έγγραφα και νόθευσε γνήσια έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονότα που μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες, σκοπεύοντας έτσι να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο, στη συνέχεια δε έκανε χρήση των εγγράφων αυτών, ενώ το όφελος που επεδίωξε με κάθε μία από τις επιμέρους πράξεις του για το μέχρι τις 3-6-99 χρονικό διάστημα και το συνολικό τοιούτο για το μετέπειτα χρονικό διάστημα και η αντίστοιχη βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή το ποσό των 73.367,57 ευρώ και ειδικότερα κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα και σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν προέβη το μεν στην εξ υπαρχής κατάρτιση των παρακάτω πλαστών εγγράφων, το δε στη νόθευση, των πιο κάτω αναλυτικά αναφερομένων γνησίων εγγράφων, εν αγνοία και χωρίς την εντολή των προσώπων που νόμιμα τα εξέδωσαν. Συγκεκριμένα κατά το παραπάνω χρονικό. διάστημα και σε ημερομηνίες που δεν εξακριβώθηκαν: Α) κατάρτισε εξ υπαρχής τα εξής πλαστά έγγραφα: 1) Το από 23-10-1997 με αριθμό 1015/97 πιστοποιητικό. κληρονομητηρίου. ως εκδοθέν από τη γραμματέα του τμήματος της εκούσιας δικαιοδοσίας, του Πρωτοδικείου Αθηνών ..., με το οποίο δήθεν αυτή πιστοποιούσε ότι: Μόνος εξ αδιάθετου κληρονόμος της Μ1, το γένος ..., που απεβίωσε στην Αθήνα στις 4-6-97, είναι ο αιτών Υ1. Το παρόν χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του Υ1 και δυνάμει της υπ'αριθμ. 1022/97 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία. εκδόθηκε κατά τη διαδικασία. της εκουσίας δικαιοδοσίας. Κάτω δε από τις ενδείξεις "Η Γραμματέας" και "ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ" έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της ανωτέρω γραμματέως καθώς και τη σφραγίδα αυτής, ως και τη στρογγυλή-σφραγίδα του Πρωτοδικείου Αθηνών. 2) Το από 1-10-98 με αριθμό. 1983/98 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου, ως εκδοθέν από τη γραμματέα του τμήματος της εκούσιας δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών ..., με το οποίο δήθεν αυτή πιστοποιούσε ότι: Μόνος εξ αδιαθέτου κληρονόμος της Μ1, το γένος ..., που απεβίωσε στην Αθήνα στις 4-6-98, είναι ο αιτών Υ1 καθώς και η Σ1 σύζυγος Υ1 κατά ποσοστό 2/3 και 1/3 αντίστοιχα ο καθένας εξ αδιαιρέτου σε ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία. Το παρόν χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του Υ1 και δυνάμει της υπ'αριθμ. 1988/98 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Κάτω δε από τις ενδείξεις "Η Γραμματέας", και "ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ" έθεσε κατ'απομίμηση την υπογραφή της ανωτέρω γραμματέως καθώς και τη σφραγίδα αυτής, ως και τη στρογγυλή σφραγίδα του Πρωτοδικείου Αθηνών. 3) To από 16-6-99 με αριθμό 368/99 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου, ως εκδοθέν από το γραμματέα του τμήματος της εκούσιας δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, με το οποίο δήθεν αυτός πιστοποιούσε ότι: Μόνος εξ αδιαθέτου. κληρονόμος τηςΜ1, το γένος ..., που απεβίωσε στην Αθήνα στις 4-1-99, είναι ο αιτών Υ1 καθώς και η σύζυγός του Σ1 και η Μ3 κατά ποσοστό ο καθένας εξ αδιαιρέτου σε ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία. Το παρόν χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του Υ1 και δυνάμει της υπ'αριθμ. 378/99 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Κάτω δε από τις ενδείξεις "Ο Γραμματέας" και "ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ" έθεσε κατ'απομίμηση την υπογραφή και τη σφραγίδα του, του οποίου όμως το ονοματεπώνυμο είναι δυσανάγνωστο, ως και τη στρογγυλή σφραγίδα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ενώ οι αναφερόμενες στα πλαστά αυτά πιστοποιητικά αποφάσεις
σε εκτέλεση των οποίων δήθεν εκδόθηκαν αυτά, αφορούν άλλα πρόσωπα και έχουν περιεχόμενο άσχετο με αυτό των εν λόγω πλαστών πιστοποιητικών. 4) Το από 5-9-00 υπηρεσιακό σημείωμα ελέγχου του ΣΔΟΕ, στο οποίο ανέγραψε τα εξής: "ενεργώντας κατόπιν της από 11-7-2000 σχετικής παραγγελίας του Υ1 έλεγχο, διεπιστώθη ότι οι αποδιδόμενες προς τον ίδιο κατηγορίες από τον αδελφό του Χ1 είναι αβάσιμες, ψευδείς και αναληθείς και άνευ αντικειμένου. Κατόπιν αυτού οποιαδήποτε καταγγελία του Χ1 κατά του Υ1 πρέπει να τεθεί στο αρχείο. Το παρόν χορηγείται δια πάσα νόμιμη χρήση". Κάτω δε από τις ενδείξεις "Η Διενεργούσα τον έλεγχο", "Δ/ντής Ειδικών Οικονομικών Ερευνών" και "ο καταθέσας", έθεσε αντίστοιχα ης υπογραφές των ..., ... και του εγκαλούντα Υ1, κατ' απομίμηση και εν αγνοία τους, καθώς και τη σφραγίδα των ανωτέρω δύο υπαλλήλων και' έγραψε ιδιοχείρως το ονοματεπώνυμο του εγκαλούντα. 5) Το από 5-9-2000 υπηρεσιακό σημείωμα ελέγχου του ΣΔΟΕ, στο οποίο ανέγραψε τα εξής: "Τα προσκομιζόμενα από τον Μ4 παραστατικά καταθέσεων του Υ1 σε διάφορους λογαριασμούς του Χ1 και της συζύγου του Σ2, καθώς και μεταφορά χρημάτων από αποϋλοποιήσεις τίτλων σε λογαριασμούς Μ5 και Μ6 συζ. Μ5, όπως προέκυψε από τη σχετική διασταύρωση κρίνονται ως αληθή. Το παρόν χορηγείται δια πάσα νόμιμη χρήση". Κάτω δε από τις ενδείξεις "Η Διενεργούσα τον έλεγχο", "Δ/ντής Ειδικών Οικονομικών Ερευνών" και "ο καταθέσας", έθεσε αντίστοιχα τις υπογραφές των ..., ... και του εγκαλούντα Υ1, κατ'απομίμηση και εν αγνοία τους, καθώς και τη σφραγίδα των ανωτέρω δύο υπαλλήλων και έγραψε ιδιοχείρως, το ονοματεπώνυμο του εγκαλούντα. 6) Τις από 30-6-1997 και 30-7-1998 δύο βεβαιώσεις του Νοσοκομείου "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" και "ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ" αντίστοιχα. 7) Το από 30-11-1995 με αριθμό 15963/95 πληρεξούσιο της συμ/φου Αθηνών Βασιλικής Παναγούλη - Παπαφωτίου, με το οποίο φέρεται η Μ1 να δηλώνει ότι "... σχετικά με τις μετοχές - καταθέσεις ταμιευτηρίων που έχει σε Ελλάδα και εξωτερικό, καθώς και REPOS και ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου διορίζει πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητό της το μηνυτή και ότι του παρέχει μ'αυτό τις παρακάτω εντολές και πληρεξουσιότητες: Να πραγματοποιεί αναλήψεις από τους παραπάνω λογαριασμούς χωρίς κανένα δεσμευτικό όριο, να γίνεται συνδικαιούχος σ' αυτούς, όποτε αυτός κρίνει σκόπιμο... Να αντιπροσωπεύει την εντολέα στις Τράπεζες και σε περίπτωση αδυναμίας, αυτοπρόσωπου παρουσίας της για διάστημα, μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών, να θεωρηθεί από τις Τράπεζες, χρηματιστηριακούς οργανισμούς ως ο μόνος και αποκλειστικός κύριος του συνόλου των επενδύσεων της στην Ελλάδα και το εξωτερικό...". Κάτω δε από τις ενδείξεις "Η ΕΝΤΟΛΕΑΣ" και η "Η ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ" έθεσε ο κατηγορούμενος κατ'απομίμηση και άνευ εντολής τους τις υπογραφές της ανωτέρω δήθεν εντολέως και της εν λόγω συμ/φου καθώς επίσης και τη' σφραγίδα της τελευταίας και τη στρογγυλή σφραγίδα του. Κράτους και επικόλλησε στο πλαστό αυτό, πληρεξούσιο τα σχετικά χαρτόσημα και ένσημα προκειμένου να παραπλανηθεί οποιοσδήποτε τρίτος περί της εγκυρότητάς του. 8)
Την από 30-4-1998 βεβαίωση της ίδιας ως άνω συμ/φου, με την οποία βεβαιώνει ότι παρουσιάστηκε σ'αυτήν ο εγκαλών, αναγράφοντας τα πλήρη στοιχεία του και ΑΔΤ και του πιστοποίησε ότι οι μέχρι τότε ενέργειές του ήσαν σύμφωνες με τις εντολές των υπ'αριθμ. 15961/95, 15962-15963/30-11-95 πληρεξουσίων της θανούσας. Κάτω δε από την ένδειξη "Η Συμβολαιογράφος" έθεσε κατ'απομίμηση και εν αγνοία της την υπογραφή της ανωτέρω, συμ/φου καθώς και τη στρογγυλή σφραγίδα του Κράτους και επικόλλησε σ'αυτό χαρτόσημα και σχετικά ένσημα. 9) Την από 30-4-1998 γνωστοποίηση της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, στην οποία ανέγραψε ότι εμφανίστηκε, σ'αυτήν ο εγκαλών με αντίγραφα τραπεζικών εντολών ΕΤΕ καθώς και την ακύρωσή τους λόγω άρνησης του Μ6 να τις ακυρώσει. Ότι ο κομιστής δήλωσε αδυναμία να επικοινωνήσει τόσο με τον δικαιούχο όσο και τη σύζυγό του και ότι κατόπιν αυτού και τηρώντας τις εντολές της Μ1, που ανεφέροντο στο υπ'αριθμ. 15963/30-11-95 πληρεξούσιο, καθίσταται αυτόματα νόμιμος κύριος αυτών, θέτοντας και πάλι την υπογραφή της ανωτέρω συμ/φου στο πλαστό αυτό έγγραφο, εν αγνοία της και κατ'απομίμηση, καθώς και τη στρογγυλή σφραγίδα του Κράτους. 10) Το υπ'αριθμ. 15964/30-11-95 πληρεξούσιο, που φέρεται να έχει συντάξει η συμ/φος Βασιλική Παναγούλη - Παπαφωτίου και να δίνει εντολή η ανωτέρω Μ1 για τη σύνταξη του και να δηλώνει μ'αυτό ότι διορίζει πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της τον εγκαλούντα σχετικά με τις καταθέσεις που έχει στην BANK OF AMERICA NT SA, να πραγματοποιεί αναλήψεις - ανανεώσεις από 1-7- 97 έως 1-8-97 των ανωτέρω τραπεζικών λογαριασμών, να αντιπροσωπεύει. αυτή στις Τράπεζες κ.λ.π.
11) Το υπ'αριθμ. 1191/97 πληρεξούσιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, στο οποίο ανέγραψε, μεταξύ των άλλων, ότι η ίδια ως άνω εντολέας διόρισε, σχετικά με τις μετοχές - καταθέσεις που έχει στο εξωτερικό, ως πληρεξούσιο - αντιπρόσωπό της, την Μ3 για να την αντιπροσωπεύει καθώς και τους συνδικαιούχους της στις Τράπεζες. 12) Το υπ'αριθμ. 12221/98 πληρεξούσιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο φέρεται να εμφανίζεται σ'αυτήν ο κατηγορούμενός και να δηλώνει μ'αυτό ότι, σχετικά με τη νόμιμη μερίδα που εμπίπτει στις καταθέσεις που έχει η ανωτέρω αδελφή του στην BAYHERISCHE VEREINS ΒΑΝΚ, διορίζει τον αδελφό του Υ1 ως νόμιμο αντιπρόσωπο και δικαιούχο των μερισμάτων του. Ότι το ανωτέρω πληρεξούσιο συνετάγη με σκοπό την εξόφληση των ήδη εκχωρημένων ποσών από τον Υ1 προς αυτόν και συγκεκριμένα: 1) Δάνειο 3.500.000 δρχ. με ημερομηνία 9-6-97, 2) Δάνειο 15.500.000 δρχ. με ημερομηνία 11-6-97, 3) συνάλλαγμα 150.000 δολλάρια ΗΠΑ Αμερικής με ημερομηνία 7-6-97, 4) Τραπεζική εντολή 40.800.000 δρχ. με ημερομηνία 8-2-98. Κάτω δε από τα τρία ως άνω πλαστά έγγραφα υπό στοιχ. 10, 11, 12, έθεσε υπό την ένδειξη "Η Συμβολαιογράφος" την υπογραφή της ανωτέρω συμ/φου Βασιλικής Παναγούλη - Παπαφωτίου και υπό την ένδειξη "Η Εντολεύς" την υπογραφή της ανωτέρω θανούσας αδελφής του (στα δύο πρώτα από αυτά), κατ'απομίμηση και εν αγνοία τους, στο δε τρίτο έθεσε, και τη δική του υπογραφή και επιπλέον επικόλλησε στα πλαστά αυτά έγγραφα τα σχετικά ένσημα και χαρτόσημα. 13) Την από 4-5-98 βεβαίωση της ίδιας ως άνω συμ/φου, με την οποία δήθεν βεβαιώνει ότι η Μ1, παρουσία των: 1) Υ1, 2) Χ1 και 3) Σ2 συζ, Χ1 και των δικηγόρων Μήτση Φωτίου - Παναγιωτοπούλου, όπως τους διαβεβαίωσε εγγράφως και προφορικώς, ότι ο Υ1ενεργεί, εντός των νομίμων πλαισίων των επτά πληρεξουσίων και των προφορικών της εντολών καθώς και ότι είναι ενήμερη για όλες του τις ενέργειες στα Τραπεζικά Ιδρύματα της Ελλάδος και εξωτερικού και ο Χ1 ενεργεί και να συμμορφώνεται στις υποδείξεις του αδελφού του Υ1, καθώς, δεν έχει σαφή εικόνα των οικονομικών της όσο ο αδελφός του. Κάτω δε από τη βεβαίωση. αυτή έθεσε κατ'απομίμηση και χωρίς τη συναίνεσή τους τις υπογραφές της ανωτέρω θανούσας καθώς και της εν λόγω συμ/φου και τη στρογγυλή σφραγίδα του Κράτους. 14) Τις από 5-6-98, 7-6-97,30-6-97, 10-12-97, 2-1-98, 2-1*98 και 8-2-98 επιστολές προς την Εθνική Τράπεζα, που φέρεται να έχει συντάξει ο ίδιος ο κατηγορούμενος, στις οποίες, μεταξύ των άλλων, αναγράφει ότι είναι ενήμερος των ενεργειών του αδελφού του Υ1, που έχουν ως σκοπό την αποΰλοποίηση των ευρισκομένων ανά χείρας του άϋλων τίτλων, ότι με αυτές έχει την πλήρη αποδοχή και υποστήριξή του στο πρόσωπο του αδελφού του, ότι αναγνωρίζει το έννομο, συμφέρον του αδελφού του στους πάσης φύσεως λογαριασμούς της αδελφής τού, ότι εξουσιοδοτεί τον αδελφό του να ενεργήσει τα δέοντα για τη μετατροπή του προϊόντος αποϋλοποίησης σε λίρες Αγγλίας, όταν και όπως αυτός κρίνει σκόπιμο, θέτοντας κάτω από τις επιστολές αυτές την υπογραφή του καθώς και έντυπο σφραγίδα, που έχει το εξής περιεχόμενο: "Ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο που φυλάγεται στην Υπηρεσία Γενικού Αρχείου της Τράπεζας ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ - ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ" και κάτω από αυτές τις σφραγίδες έθεσε κατ'απομίμηση την υπογραφή του αρμοδίου υπαλλήλου της Εθνικής Τράπεζας, θέλοντας έτσι να παραπλανήσει τους αρμοδίους ότι οι ανωτέρω επιστολές αποτελούν αντίγραφα των πρωτοτύπων που φυλάσσονται στο αρχείο της Εθνικής Τράπεζας και επικόλλησε σ'αυτές χαρτόσημα του Δημοσίου. 15) Την από 23-6-97 εξουσιοδότηση της Μ1, την οποία μάλιστα φέρεται να υπογράφει μετά το θάνατό της και με την οποία φέρεται να εξουσιοδοτεί τον Υ1να υπογράφει αντ'αυτής παν σχετικό έγγραφο για άνοιγμα λογαριασμού, συναλλάγματος συνολικού ποσού 500.000 USD εξ ημισείας. Κάτω δε από την ένδειξη "η εξουσιοδοτούσα Μ1" έθεσε κατ'απομίμηση την υπογραφή της ενώ αυτή είχε ήδη αποβιώσει κατά το χρόνο που φέρεται να έχει συντάξει την εν λόγω εξουσιοδότηση. Η εξουσιοδότηση δε αυτή φέρεται, κατά τα προεκτεθέντα υπό στοιχ. 14, να έχει κατατεθεί στο αρχείο της Εθνικής Τράπεζας. 16) Την από 4-6-97 επιστολή της Μ1 προς την Εθνική Τράπεζα, με την οποία εξουσιοδοτεί τον εγκαλούντα να υπογράψει και εισπράξει το προϊόν της αποϋλοποίησης των χρεογράφων της, μέρος του οποίου 20% να δοθεί στην επί πολλά έτη οικιακή της βοηθό και πολύτιμη σύντροφό της κα Μ7. Κάτω δε από αυτή και υπό την ένδειξη "Η εξουσιοδοτούσα" έθεσε, κατ'απομίμηση την υπογραφή της Μ1 και την ανωτέρω υπό στοιχ. 14 σφραγίδα του αρχείου της Εθνικής Τράπεζας κάτω από την οποία έθεσε κατ'απομίμηση και εν αγνοία του την υπογραφή του υπαλλήλου της ως άνω Τράπεζας ... καθώς και τη σφραγίδα του. 17) Την από 2-1-98 Γνωστοποίηση, που φέρεται να υπόγραφα ή Μ1 μετά το θάνατό της και απευθύνει στην Τράπεζα Πίστεως, με την οποία ζητεί η αλληλογραφία της να μην αποστέλλεται πλέον στη διεύθυνση ..., διότι λόγοι υγείας την ανάγκαζαν να φιλοξενηθεί για άγνωστο χρονικό διάστημα στην οικία του Υ1 (αναφέρεται διεύθυνση). Κάτω δε από την ένδειξη "η γνωστοποιούσα" έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της ανωτέρω θανούσας. 18) Τις από 17-12-97 δύο εξουσιοδοτήσεις της ανωτέρω θανούσάς προς την Εθνική Τράπεζα με το ίδιο περιεχόμενο, με τις οποίες εξουσιοδοτεί τον εγκαλούντα Υ1 να εξοφλήσει ή και να ανανεώσει, όπως αυτός κρίνει, αντ'αυτής προθεσμιακές καταθέσεις ποσού, 70.000.000 δραχμών, ομόλογα ποσού 32.000.000 δραχμών και έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου ποσού 23.800.000 δρχ., οι δε προαναφερόμενοι τίτλοι είναι ανά χείρας του και προσκομίζονται αντ'εμού. Κάτω δε από την ένδειξη "η εξουσιοδοτούσα" έθεσε κατ'απομίμηση την υπογραφή και το ονοματεπώνυμο της ανωτέρω ήδη θανούσης κατά το χρόνο συντάξεως των πλαστών αυτών εγγράφων και στο δεύτερο δε όμοιο αντίτυπό της εν λόγω εξουσιοδότησης έθεσε με σφραγίδα την ένδειξη "ΚΑΤΕΧΩΡΗΘΗ - ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ - ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΕΚ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ" και κάτω από αυτή κατ'απομίμηση την υπογραφή του αρμοδίου υπαλλήλου της και παραπλεύρως αυτής κατ'απομίμηση την υπογραφή του Υ1, ως δείγμα της υπογραφής του που υπήρχε στην Τράπεζα. 19) Τις από 20-5-97 δύο δηλώσεις - εξουσιοδοτήσεις προς την Εθνική Τράπεζα της ανωτέρω θανούσας, με τις οποίες φέρεται να εξουσιοδοτεί τον εγκαλούντα και ήδη συνδικαιούχο της σε έναν από τους λογαριασμούς της να προβεί σε αναλήψεις από τους υπόλοιπους λογαριασμούς που διατηρεί στο υποκατάστημα της Α. Γλυφάδας. Κάτω δε από την ένδειξη "Η Δηλούσα και εξουσιοδοτούσα" έθεσε κατ'απομίμηση και εν αγνοία της την υπογραφή της Μ1 και στο δεύτερο όμοιο αντίτυπο της εν λόγω εξουσιοδότησης ανέγραψε την ένδειξη με γραφομηχανή: "Κατατέθηκε από τον Υ1 για λογαριασμό του Αθήνα 20-5-97" και κάτω από αυτή έθεσε κατ'απομίμηση και εν αγνοία του την υπογραφή του υπαλλήλου του υποκαταστήματος της ΕΤΕ στην Α. Γλυφάδα, Μ4 καθώς και την ατομική του σφραγίδα και παραπλεύρως σ'αυτήν κατ' απομίμηση και εν αγνοία του την υπογραφή του Υ1, ως δήθεν δείγμα της υπογραφής του που υπήρχε στην Τράπεζα. 20) To από 30-11-1995 με αριθμό 15962/95 πληρεξούσιο της συμ/φου Αθηνών Βασιλικής Παπαφωτίου, το οποίο φέρεται να έχει συνταχθεί από την ανωτέρω συμ/φο μετά από εντολή της θανούσας στον εγκαλούντα να προβεί σε εκταμίευση των καταθέσεών της από Τράπεζες και βάσει αυτού φέρεται ο εγκαλών να έχει εκταμιεύσει το συνολικό ποσό των 2.000.400.000 δρχ. και κάτω από τις ενδείξεις "Η Συμβολαιογράφος" και "Η Εντολέας" έθεσε κατ'απομίμηση και εν αγνοία τους τις υπογραφές της ανωτέρω συμ/φου και της Μ1 αντίστοιχα. Κάτω δε από το πλαστό αυτό πληρεξούσιο έθεσε τις ενδείξεις "ΑΡΧΕΙΟ" και "ΚΑΤΕΧΩΡΗΘΗ" και κατ'απομίμηση τις υπογραφές των αρμοδίων υπαλλήλων της ΕΤΕ, ως δήθεν ευρισκόμενο στο αρχείο της. 21) Την από 27-5-1997 εξουσιοδότηση με την οποία φέρεται η Μ1 να εξουσιοδοτεί τον εγκαλούντα Υ1 να αναλάβει από τον υπ'αριθμ. 073/762069-49 λογαριασμό ταμιευτηρίου αυτής στην ΕΤΕ το ποσό των 21.000.000 δραχμών, για λογαριασμό του κατηγορουμένου, θέτοντας σ'αυτήν κατ'απομίμηση και χωρίς την προς τούτο εντολή ή συναίνεσή της την υπογραφή της ανωτέρω Μ1. 22) Την από 10-6-97 βεβαίωση με το εξής περιεχόμενο: "Στη συνέχεια της από 27-5-97 εξουσιοδοτήσεως της αδελφής μας Μ1, κατόπιν της απαιτήσεως του αδελφού μου Χ1 περί της απολύτου ανάγκης του υπολοίπου ποσού των 5.500.000 δρχ. και λόγω ελλείψεως υπολοίπου από την πλευρά της αδελφής μας, το οποίο σαφώς γνωρίζουμε και οι δύο, λόγω των σοβαρών προβλημάτων της υγείας, συντάσσομε την παρούσα βεβαίωση. Με αυτή βεβαιούται και από τις δύο πλευρές, ότι το ποσό των 5.500.000 δρχ. προέρχεται από το δικό μου μερίδιο. Το δε προαναφερόμενο ποσό θα διακανονισθεί μεταξύ εμού και της αδελφής μας Μ1". Κάτω δε από το ανωτέρω κείμενο ο κατηγορούμενος, εκτός από τη δική του υπογραφή, έθεσε κατ'απομίμηση. και εν αγνοία του την υπογραφή του εγκαλούντα. Και Β) Νόθευσε ο κατηγορούμενος τα παρακάτω γνήσια έγγραφα, τα οποία είχαν εκδοθεί νομίμως από τα αρμόδια όργανα, χωρίς να έχει προς τούτο τη συναίνεση και την εξουσιοδότηση τους και ειδικότερα: 1) Προέβη στην αλλοίωση της με αριθμό .../97 ληξιαρχικής πράξης θανάτου της Μ1, η οποία είχε νομίμως εκδοθεί από το ληξίαρχο του Δήμου Αθηναίων, δύο φορές ως προς τους αριθμούς πρωτοκόλλου του αντιγράφου αυτής, από 16674/14-4-1998 σε 44113/7-1-1999 και 21144/11-6-1998. καθώς επίσης και ως προς το χρόνο θανάτου της ως άνω θανούσας από 4-6-1997 σε 4-1-1999 και 4-6-1998 και επιπλέον ως προς τη χρονολογία δήλωσης αυτής από 5-6-1997 σε 5-1-1999 και 5-6-1998, προκειμένου να βρίσκεται η ως άνω ληξιαρχική πράξη θανάτου σε χρονική αρμονία και αλληλουχία με τα καταρτισθέντα από αυτόν ως άνω πλαστά έγγραφα, που προσκόμιζε στις δικαστικές αρχές. 2) Προέβη στην αλλοίωση της με αριθμό .../97 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Μ6, αδελφού του, καθώς επίσης και του εγκαλούντα, που είχε εκδοθεί νομίμως από το ληξίαρχο του Δήμου Ζωγράφου και δη ως προς τη χρονολογία εκδόσεως: του αντιγράφου αυτής από 25-4-1999 σε 30-12-1999, ως προς το χρόνο σύνταξης της από 1-12-1997 σε 6-12-1997, ως προς το χρόνο θανάτου αυτού από 29-11-1997 σε 4-12-1999 και ως προς τη χρονολογία του πιστοποιητικού θανάτου της ιατροδικαστή ... από 1-12-1997 σε 6-12-1999, προκειμένου και πάλι να υπάρχει μία χρονική συνέχεια της ανωτέρω ληξιαρχικής πράξης θανάτου του αδελφού του Μ6, ο οποίος ήταν και αυτός ένας εκ των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της θανούσας αδελφής τους, με τα πλαστά έγγραφα που εκάστοτε κατάρτιζε και προσκόμιζε στις αρμόδιες δικαστικές αρχές ο κατηγορούμενος. Των παραπάνω εγγράφων ο κατηγορούμενος έκανε χρήση κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, προσκομίζοντας σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφά τους ενώπιον των Εισαγγελικών αρχών του Πρωτοδικείου Αθηνών προς υποστήριξη των από 14-1-99, 21-6-99, 24-4-00, 18-5-00, 28-11-00 και 24-4-01 εγκλήσεών του σε βάρος του νυν εγκαλούντα αδελφού του. Στην κατάρτιση δε και νόθευση των ανωτέρω εγγράφων προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να παραπλανήσει τις αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές ότι ο εγκαλών είχε ενθυλάκωσα τεράστια χρηματικά ποσά από καταθέσεις, ομόλογα, άυλους τίτλους κ.λ.π., που η θανούσα αδελφή τους Μ1 δήθεν κατέλειπε κατά το χρόνο του θανάτου της. Σκοπός δε του κατηγορουμένου ήταν, με κάθε μία από τις παραπάνω επιμέρους πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως να προσπορίσει στον εαυτό του, με αντίστοιχη βλάβη του εγκαλούντα, το ίδιο κάθε φορά περιουσιακό όφελος, που ήταν και το συνολικώς απ'αυτόν σκοπούμενο, ήτοι, εμφανίζοντας τον εγκαλούντα ως έχοντα ενθυλακώσει τεράστια χρηματικά ποσά εκ της κινητής εξ αδιαθέτου κληρονομιάς της αδελφής τους Μ1, να επιτύχει να εισπράξει το συνολικό ποσό των 200.000.000 δραχμών, που θεωρούσε, κατά τους αυθαίρετους υπολογισμούς του, ότι αποτελούσε το εναπομένον, μετά τη διανομή της περιουσίας της ανωτέρω θανούσας, κληρονομικό του μερίδιο σε σχέση με τις δήθεν, καταθέσεις της τελευταίας σε τραπεζικούς της λογαριασμούς, σε ομόλογα, άυλους τίτλους κ.λ.π., βλάπτοντας έτσι αντίστοιχα τον εγκαλούντα κατά το ανωτέρω ποσό και παράλληλα επιδιώκοντας να εμπλέξει αυτόν σε πολυδάπανο δικαστικό αγώνα και να επιτύχει την καταδίκη του για κακουργηματικές πράξεις που επισύρουν πολυετείς ποινές καθείρξεως, με όλες τις ανυπολόγιστες δυσμενείς συνέπειες που απορρέουν από αυτές.
ΙΙ) Στον ως άνω τόπο και κατά την 28-11-2000 και την 24-4-2001 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατεμήνυσε εν γνώσει του ψευδώς άλλον και δη με τις υπό ημερομηνία από 28-11-2000 έγκλησή του και την από 24-4-2001 μήνυσή του προς τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, κατεμήνυσε, ψευδώς, εν γνώσει τελωνίου ψεύδους, τον ανωτέρω εγκαλούντα Υ1 και με σκοπό να προκαλέσει την για τον λόγο αυτό ποινική του δίωξη, ότι πλαστογράφησε τα ως άνω στο στοιχ. (Ι) αναφερόμενα έγγραφα και ότι προσκόμισε αυτά στις άνω Τράπεζες και παραπείθοντας τους αρμόδιους υπαλλήλους περί της γνησιότητας αυτών, προέβησε αναλήψεις από τους οικείους λογαριασμούς της θανούσας Μ1 συνολικού ύψους 2.000.400.000 δρχ. (5.870.579,60 ευρώ), βλάπτοντας την περιουσία του, ως συγκληρονόμου αυτής, κατά το ποσό των 200.000.000 δρχ. (586.940,57 ευρώ), που αντιστοιχούσε στην εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα αυτού, από την κληρονομιαία περιουσία της θανούσης αδερφής τους. Αποτέλεσμα δεν των ως άνω ψευδών έγκλησης και μήνυσης ήταν να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του εγκαλούντα για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση με σκοπό το όφελος, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. και απάτη, κατ' εξακολούθηση από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δη από δράστη που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ., για τις οποίες όμως πράξεις απηλλάγη ο εγκαλών δια των αριθμ. 1328/02, 2568/02, 3019/02, 3029/02, 3833/02 και 5394/02 βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, επικυρωθέντων του πρώτου, τρίτου και πέμπτου δια τον αριθμ. 259, 1348 και 1935/03 βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών, καταστάντων όλων όμως αμετακλήτων.

ΙΙΙ) Στον αυτόν ως άνω τόπο και χρόνο με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ενώ εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψευδή και δη κατά την υποβολή των αναφερομένων στο στοιχ. (
ΙΙ) εγκλήσεως και μηνύσεως στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, εβεβαίωσε ενόρκως το αληθές του περιεχομένου αυτών, γνωρίζοντας ότι ήταν εξ ολοκλήρου ψευδείς και ότι το αληθές ήταν πως ο ανωτέρω εγκαλών δεν πλαστογράφησε τα ως άνω έγγραφα και δεν εξαπάτησε τους αρμόδιους υπαλλήλους των. πιο πάνω Τραπεζών, εισπράττοντας καταθέσεις της θανούσας Μ1, συνολικού ύψους 2.000.400.000 δρχ. (5.870.579,60 ευρώ), βλάπτοντας την περιουσία του, ως συγκληρονόμου αυτής, κατά το ως άνω ποσό των 200.000.000 δρχ. (586.940,57 ευρώ), αλλά αντίθετα, όπως προέκυψε από τα ανωτέρω βουλεύματα (στοιχ.
ΙΙ) αυτός (κατηγορούμενος) πλαστογράφησε τα επίδικα έγγραφα και η ως άνω θανούσα δεν κατέλιπε, κατά τον χρόνο του θανάτου της ουδεμία κινητή κληρονομιαία περιουσία (καταθέσεις, ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, μετοχές, πολύτιμους λίθους σε θυρίδες Τραπεζών κλ.π.) και
ΙΙ
ΙΙ) Στην Αθήνα στις 12-9-2000, 25-10-2000, 3-11-2000 και 16-11-2000, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος προκάλεσε, εκ προθέσεως, σ'άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που διέπραξε και ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο, εκ προθέσεως και ενεργώντας με πειθώ και φορτικότητα και με πολλές παραινέσεις προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του, ..., την απόφαση να καταθέσει ενόρκως ψευδώς, εν γνώσει τελών της αναληθείας την 12-9-00 στην Πταισματοδίκη του 31ου τμήματος Αθηνών ότι "... ο Υ1 έχει καταχραστεί με απάτες και πλαστογραφίες σε βαθμό κακουργήματος μεγάλη περιουσία της αποθανούσης αδελφής του Μ1 και κατάρτισε και χρησιμοποίησε τις δύο πλαστές επιστολές για να παραπλανήσει την Εθνική Τράπεζα ότι ο Χ1 διεκδικεί παράνομα το κληρονομικό του δικαίωμα από την περιουσία της αδελφής του". Την 25-10-00 στην Ανακρίτρια του 16ου τμήματος Αθηνών ότι "... Απ'ότι γνωρίζω, ούτε ο μηνυτής ούτε η αποβιώσασα αδελφή του Μ1, όσον καιρό νοσηλευόταν στον Κυανού Σταυρό, εξουσιοδότησε τον Υ1 να προχωρήσει σε ανάληψη από την Εθνική Τράπεζα ποσού 21.000.000 δρχ. και να το παραδώσει στον Χ1. Η εξουσιοδότηση αυτή είναι πλαστή. Ούτε ποτέ ο μηνυτής βεβαίωσε ότι το ποσό των 5.500.000 δρχ. προερχόταν από το μερίδιό του των 21.000.000 δρχ. Οι βεβαιώσεις αυτές είναι πλαστές. Ούτε υπέγραψε ποτέ η αποβιώσασά Μ1 εξουσιοδοτήσεις όπως οι από 17-12-97, από 20-5-97, 3-7-97,1-7-97 που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού στην Εθνική Τράπεζα, οι οποίες και ετέθησαν μετά τον θάνατό της, η οποία απεβίωσε τον Ιούνιο του 1996. Γνωρίζω επίσης ότι έχει πλαστογραφήσει κι έχει νοθεύσει δημόσια έγγραφα ο Υ1 από κοινού με την Σ1 και κατόρθωσε μετά θάνατον της αδελφής του Μ1 να εισπράξει καταθέσεις της συνολικού ύψους, 2.000.000.000 δρχ. στην απάτη αυτή συμμετείχαν και η Μ7, Μ8, και Μ3 οι οποίες πήραν σημαντικά ποσά, τα οποία όμως δεν μπορώ να σας τα προσδιορίσω. Γνωρίζω ότι ο Μ4 ως προϊστάμενος του Τμήματος καταθέσεων του Υποκαταστήματος Άνω Γλυφάδας της Εθνικής Τράπεζας, βεβαίωσε το γνήσιο της υπογραφής διαφόρων εγγράφων, τα οποία είχαν πλαστογραφήσει ο Υ1 και η Σ1 μετά το θάνατο της Μ1. Επίσης έχει πλαστογραφήσει το υπ* αριθμ. 15962/95 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Βασιλικής Παναγούλη-Παπαφωτίου με εντολή Μ1, την Μ1, που όπως προέκυψε εκ των υστέρων ήταν πλαστό σύμφωνα με βεβαίωση της συμβολαιογράφου. Το πλαστό αυτό το χρησιμοποίησαν τουλάχιστον 100 φορές στην ΕΤΕ Γλυφάδας και εισέπραξαν το ποσό των 1.500.000.000 δρχ. μετά το θάνατο της Μ1". Την 3-11-2000 ενώπιον της Πταισμ/κου του 15ου τμήματος Αθηνών ότι "Γνωρίζω ότι μετά τον θάνατο της Μ1 (4/6/97) ο μηνυόμενος έκανε χρήση πλαστογραφημένων εγγράφων και υπεξαίρεσε συνάλλαγμα, άυλους τίτλους, μετοχές και ράβδους χρυσού συνολικού ύψους δύο δισεκατομμυρίων δρχ. περίπου, περιουσία η οποία θα πήγαινε και στα τρία αδέλφια Μ6, Χ1 και Υ1". Την 16-11-00 ενώπιον της Πταισμ/κου του 8ου τμήματος Αθηνών "όσα ισχυρίζονται οι μηνυόμενοι σε μήνυση που υπέβαλε στον μηνυτή είναι ψευδή. Τα φωτοαντίγραφα των εγγράφων που επικαλέστηκε και προσεκόμισε ο μηνυτής σε δικαστήριο ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ αυτού και του μηνυόμενου είναι γνήσια, διότι του τα χορήγησε η Τράπεζα". Ενώ αντίθετα το αληθές ήταν ότι ο συγκατηγορούμενός του Χ1 είχε πλαστογραφήσει τα εν λόγω έγγραφα και η θανούσα δεν είχε καταλίπει, κατά τον θάνατό της, ουδεμία κινητή κληρονομιαία περιουσία. Η τέλεση δε της ως άνω κυρίας πράξεως της ψευδορκίας από τον φυσικό αυτουργό, θα ήταν προβληματική χωρίς την προαναφερόμενη συνδρομή του". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. α', β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 94 § 1, 98, 216 § 3 σε συνδ. με §§ 1, 2, 224 § 2 σε συνδ. με § 1 και 229 § 1 ΠΚ, όπως η § 3 του άρθ. 216 ΠΚ ίσχυε μετά τη συμπλήρωσή της με το άρθρ. 1 § 7 εδ. α' Ν. 2408/1996 και μετά την αντ/σή της με άρθρ. 14 § 2 εδ. α' και β' Ν. 2721/1999 και όπως τα άρθρ. 224 § και 229 § 1 ΠΚ ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με τα άρθρ. 1 § 1 και § 6 Ν. 3327/05 αντίστοιχα, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 1.810/08 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα-ωσεί παρών -κατηγορούμενος-), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, Μ2, καθώς, και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, Υ1.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι δεν μπορεί να υπάρχει πλαστογραφία κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 §§ 1 και 3 του Π.Κ. αλλά θα έπρεπε από το Εφετείο η πράξη αυτή να αντιμετωπισθεί ως απρόσφορη απόπειρα διότι, για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 43 § 1 Π.Κ. απαιτείται: α) το μέσο που χρησιμοποιήθηκε ή η ενέργεια που έγινε, είναι μεν καθ' εαυτά πρόσφορα για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ικανά να επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, είτε λόγω αδεξιότητας της ενέργειας, είτε λόγω απολύτως τυχαίων περιστάσεων και β) το αντικείμενο κατά του οποίου κατευθυνόταν η ενέργεια του δράστη, ήταν μεν επιδεκτικό τέλεσης του εγκλήματος, αλλά από τυχαία περιστατικά να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού, χωρίς όμως να επικαλείται κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις ο αναιρεσείων.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και ο, αυτεπαγγέλτως κατά την ΚΠΔ 511, εφόσον παρίσταται ο αναιρεσείων και κρίθηκε παραδεκτοί οι άνω λόγοι, εξεταζόμενος της στοιχ. Ε' της αυτής διατάξεως του ΚΠΔ, λόγος της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (ΚΠολΔ 176).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Σεπτεμβρίου 2008 (υπ' αριθμ. πρωτ. ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 8057/2008) αίτηση του Χ1, για αναίρεση της με αριθμό 1.810/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.- Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, από πεντακόσια (500) ΕΥΡΩ.-

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2009. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Δεκεμβρίου 2009.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή