Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1889 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για συκοφαντική δυσφήμηση, με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς την ενοχή και την απόρριψη αιτήματος προσκομιδής του υπηρεσιακού φακέλου πρώην δικαστικού λειτουργού (άρθρο 47 ν. 1756/1988) και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν αντίκειται στη διάταξη 6 της ΕΣΔΑ, η άρνηση του δικαστηρίου να ικανοποιήσει αίτημα του κατηγορουμένου για προσκομιδή του υπηρεσιακού φακέλου. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1889/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, περί αναιρέσεως της 147/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε.

Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 23 Απριλίου 2009 πρόσθετους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 450/2008.

Αφού άκουσε
Τον αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 362 ΠΚ όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Έτσι, για τη θεμελίωση και αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ.- Εξάλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά, όμως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάσθηκαν νομότυπα στο Δικαστήριο τούτο και περιλαμβάνονται στα πρακτικά, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου, και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 15-5-2002 επρόκειτο να συζητηθεί από το πολιτικό Εφετείο Ναυπλίου η από 27-3-2002 έφεση του κατηγορουμένου κατά της υπ' αριθμ. 14/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, που είχε απορρίψει κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών την από 23-5-2001 αγωγή του με αίτημα την απόδοση σ' αυτόν του εκμισθωθέντος στον εναγόμενο μισθωτή Σ1 ακινήτου του. Κατά τη δικάσιμο εκείνη ο ήδη πολιτικώς ενάγων, ως πληρεξούσιος τότε δικηγόρος του εφεσίβλητου μισθωτή, ζήτησε την αναβολή της υποθέσεως, στην οποία αντέλεξε ο κατηγορούμενος, παριστάμενος αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος και αυτός, μ' αποτέλεσμα να δημιουργηθεί οξύτητα, οπότε ο κατηγορούμενος, απευθυνόμενος εκνευρισμένος προς τον πολιτικώς ενάγοντα, του είπε μεταξύ άλλων: "Σε διώξανε από δικαστή, εγώ ξέρω τους λόγους που σε διώξανε και έχω τα πορίσματα". Ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αφού ο πολιτικώς ενάγων, ο οποίος παλαιότερα υπήρξε δικαστής και υπηρετούσε τελευταία ως Πρωτοδίκης στο Πρωτοδικείο Αθηνών, δεν εκδιώχθηκε από το Δικαστικό Σώμα, αλλά αποχώρησε εκουσίως κατόπιν της από 18-9-1989 παραιτήσεως του, η οποία έγινε δεκτή με το δημοσιευμένο στο υπ' αριθμ. 266 Γ721-2-1989 ΦΕΚ υπ' αριθμ. 128165/11-12-1989 Προεδρικό Διάταγμα. Το γεγονός αυτό της παραιτήσεως, δηλαδή, του πολιτικώς ενάγοντος από το Δικαστικό Σώμα ήταν σε γνώση του κατηγορουμένου κατά τον άνω χρόνο, όπως αυτό αναμφίβολα προκύπτει από την ίδια την απολογία του και τους εν γένει ισχυρισμούς του στο Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με τους οποίους με την παραπάνω φράση του δεν αναφερόταν στον τυπικό λόγο εξόδου του πολιτικώς ενάγοντος από το Δικαστικό Σώμα, δηλαδή στην παραίτηση του (την οποία επομένως αυτός γνώριζε),αλλά στους ουσιαστικούς λόγους που τον οδήγησαν στην παραίτηση. Ωστόσο τους λόγους αυτούς ο κατηγορούμενος ουδέποτε κατάφερε να τους προσδιορίσει και ούτε προσκόμισε το οποιοδήποτε πόρισμα σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος. Αποδεικνύεται έτσι στο σύνολο του ψευδής ο κρίσιμος ισχυρισμός του κατηγορουμένου για τον πολιτικώς ενάγοντα, ενώ αποτελεί απλό και όψιμο υπερασπιστικό του επιχείρημα η άποψη του ότι με τα λεχθέντα σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος υπονοούσε τους ουσιαστικούς λόγους της παραιτήσεώς του, αφού κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συναχθεί από το αντίθετο σαφές γλωσσικό νόημα των λεχθέντων απ' αυτόν, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η ιδιότητα του ως δικηγόρου. Καθίσταται έτσι αλυσιτελές το αίτημα του κατηγορουμένου να ζητηθεί από το Δικαστήριο η προσκόμιση του ατομικού φακέλλου του πολιτικώς ενάγοντος που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για την υπηρεσιακή του κατάσταση ως δικαστικού λειτουργού, αφού ανεξάρτητα από τους λόγους που οδήγησαν τον πολιτικώς ενάγοντα σε παραίτηση από το Δικαστικό Σώμα, αυτός σε κάθε περίπτωση παραιτήθηκε και δεν εκδιώχθηκε, όπως ψευδώς ισχυρίσθηκε γι' αυτόν ο κατηγορούμενος. Άλλωστε για την ικανοποίηση του αιτήματος του κατηγορουμένου υπάρχει και νομικό κώλυμα από την διάταξη του αρθρ. 47 παρ.3 του ν. 1756/1988 περί Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που ορίζει περιοριστικά τα πρόσωπα που δικαιούνται να λάβουν γνώση των ατομικών υπηρεσιακών φακέλλων των δικαστών. Η διάταξη αυτή, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, δεν θίγει το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη κατά το αρθρ. 6 της Ε.Σ.Δ,Α. (π.δ. 53/1974), αφού ακόμη και αν εκληφθεί ως αποδεικτική απαγόρευση που δυσχεραίνει υποτίθεται την υπεράσπιση του, αυτή ισοσταθμίζεται από το κατοχυρωμένο με το άρθρο 8 της αυτής Συμβάσεως και 9 του Συντάγματος δικαίωμα σεβασμού των προσωπικών δεδομένων του ατόμου, στα οποία εντάσσονται και τα υπηρεσιακά του δεδομένα, όταν αυτά δεν πρόκειται να αξιολογηθούν για υπηρεσιακούς λόγους από υπηρεσιακούς παράγοντες, αλλά για διαφορετικούς σκοπούς. Στη συγκεκριμένη πάντως περίπτωση ο πολιτικώς ενάγων, μεταξύ άλλων εγγράφων, προσκόμισε και το υπ' αριθμ. ... πιστοποιητικό για τις υπηρεσιακές του μεταβολές κατά το διάστημα που υπήρξε δικαστής, από το οποίο πιστοποιητικό, που έχει υπογράψει η Προϊσταμένη του Α2 Τμήματος της Δ/νσης ΔΙ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, προκύπτει η ανυπαρξία πειθαρχικών σε βάρος του διώξεων και πολύ περισσότερο πειθαρχικών ποινών, οπότε και εξ αυτού του λόγου θα ήταν περιττή, ακόμη και ήταν δυνατή, η προσκόμιση του ατομικού υπηρεσιακού φακέλλου του πολιτικώς ενάγοντος και ειδικότερα των εκθέσεων επιθεωρήσεως του κατά τα έτη 1987-1989, αν υποτεθεί ότι υφίστανται. Πρέπει συνεπώς ν' απορριφθεί το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου και να κηρυχθεί αυτός, όπως και πρωτοδίκως, ένοχος συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, αφού ο παραπάνω ισχυρισμός του ήταν εν γνώσει του ψευδής και ικανός εν γνώσει του να βλάψει αντικειμενικά την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντος, όπως και πράγματι τις έβλαψε, αφού ειπώθηκε συνειδητά από αυτόν ενώπιον πλήθους άλλων προσώπων, όπως ήταν οι δικαστές και ο γραμματέας του Εφετείου Ναυπλίου κατά την πολιτική δικάσιμο της 15-5-2002, καθώς και οι παρευρισκόμενοι κατά την αυτή δικάσιμο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου διάδικοι, δικηγόροι και εν γένει πολίτες, οι οποίοι σχημάτισαν ή μπορούσαν να σχηματίσουν δυσμενή εικόνα για την επιστημονική επάρκεια ή και την ηθική ακεραιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, δηλαδή εικόνα παραμορφωτική της πραγματικής ηθικής και κοινωνικής αξίας του με τελικό έλλειμμα στην εκτίμηση των τρίτων προς το πρόσωπό του.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, ένοχο της πράξεως της συκοφαντικής δυσφήμησης, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκιση πέντε (5) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 ευρώ την ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ. α και 2, 363-362 του ΠΚ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι τα προαναφερθέντα δυσφημιστικά γεγονότα είναι ψευδή και ο αναιρεσείων τελούσε σε γνώση της αναληθείας. Συγκεκριμένα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες, σύμφωνα με τις οποίες ο κατηγορούμενος, κατά τη συνεδρίαση της 15-5-2002, ενώπιον του πολιτικού τμήματος του Εφετείου Ναυπλίου, όπου επρόκειτο να συζητηθεί έφεση του ίδιου του κατηγορουμένου, κατά της υπ' αριθμό 14/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, και με την οποία απορρίφθηκε η από 23-5-2001 αγωγή του, περί αποδόσεως μισθίου ακινήτου, στο αίτημα του αντιδίκου του εφεσίβλητου Σ1, που τον εκπροσωπούσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Ψ1, και ήδη πολιτικώς ενάγων, δημιουργήθηκε έντονο φραστικό επεισόδιο. Κατά τη διάρκεια δε αυτού του επεισοδίου, ο αναιρεσείων που παρίστατο αυτοπροσώπως, απευθυνόμενος προς τον πολιτικώς ενάγοντα, επί παρουσία των δικαστών και της γραμματέως της έδρας και πλήθους διαδίκων και άλλων παραγόντων, και σε επήκοο αυτών, μεταξύ άλλων του είπε "Σε διώξανε από δικαστή, εγώ ξέρω τους λόγους που σε διώξανε και έχω τα πορίσματα". Ο ισχυρισμός αυτός, περί αποπομπής του πολιτικώς ενάγοντος από το δικαστικό σώμα, την οποία ο αναιρεσείων, σύμφωνα με όσα αυτός ισχυρίστηκε, θεωρούσε ως βεβαία και δεδομένη, και τα αίτια αυτής, τα οποία, όπως σαφώς υπονοούσε, ήταν επιβαρυντικά για τον πολιτικώς ενάγοντα, κατά τη ρητή έκφρασή του, "έχω τα πορίσματα", δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, ενόψει του ότι ο πολιτικώς ενάγων, δεν είχε εκδιωχθεί από την υπηρεσία του, αλλά είχε αποχωρήσει εκουσίως, κατόπιν υποβολής της, από 18-9-1989 παραιτήσεώς του, η οποία και έγινε αποδεκτή με το υπ' αριθμό 128165/11-12-1989 Π.Δ, που δημοσιεύθηκε νόμιμα. Το τελευταίο αυτό γεγονός ότι δηλαδή ο πολιτικώς ενάγων είχε αποχωρήσει κατά τον ως άνω τρόπο και δεν είχε εκδιωχθεί, όπως αυτός ισχυρίστηκε, ήταν σε γνώση του κατηγορουμένου, αιτιολογείται δε με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις. Ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων, κατά το χρόνο που ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα τα ως άνω δυσφημιστικά γεγονότα, ενώπιον των ως άνω προσώπων (δικαστικών λειτουργών, γραμματέως και άλλων προσώπων), τελούσε σε γνώση ότι ο εγκαλών και πολιτικώς ενάγων, είχε ήδη παραιτηθεί του δικαστικού σώματος και δεν είχε αποπεμφθεί. Η γνώση του δε αυτή και η βεβαιότητα του για τα αίτια της αποπομπής, που αυτός ισχυρίστηκε σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος και όχι εκείνα της πραγματικής παραιτήσεως του τελευταίου, ενισχύεται και από το γεγονός που ο ίδιος ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε, ότι δηλαδή διαθέτει τα σχετικά για τον πολιτικώς ενάγοντα πορίσματα, υπονοώντας προφανώς, εκείνα που σχηματίστηκαν σε βάρος του κατά τη διάρκεια του πειθαρχικού ελέγχου. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται, η παραδοχή κατά την οποία ο αναιρεσείων αναμφισβήτητα είχε την πρόθεση να μειώσει την τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντα, αφού αυτή καθεαυτή η ιδιότητά του, ως δικηγόρου, με πλούσια τη θεωρητική και πρακτική δικαστηριακή εμπειρία, ήταν αποτρεπτική μιας ανάλογης συμπεριφοράς, με εκείνη που επέδειξε σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος. Το γεγονός ότι δεν κατέστη εφικτό γι' αυτόν (αναιρεσείοντα), παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεώς του προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, να λάβει ο ίδιος γνώση του υπηρεσιακού φακέλου του πρώην δικαστικού λειτουργού, προκειμένου αυτός να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του, δεν αναιρεί την πρόθεσή του. Από το γεγονός δε ότι δεν ικανοποιήθηκε ανάλογο αίτημά του, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να προσκομισθεί ο σχετικός πειθαρχικός-ατομικός φάκελος του πολιτικώς ενάγοντος, λόγω υφισταμένου νομικού κωλύματος (άρθρο 47 παρ.3 του ν.1756/1988), δεν θίγονται τα δικαιώματά του, για δίκαιη δίκη και σε καμία περίπτωση η απόρριψη του αιτήματός του, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ούτε σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της ως άνω Συμβάσεως, αλλά ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος, αφού, και αν ήθελε εκληφθεί ως περιορισμός που δυσχεραίνει την υπεράσπισή του, αυτή εξισορροπείται από το κατοχυρωμένο από το άρθρο 8 της ως άνω Συμβάσεως και από το άρθρο 9 του Συντάγματος, δικαίωμα σεβασμού των προσωπικών δεδομένων του ατόμου, στα οποία εντάσσονται και τα υπηρεσιακά του δεδομένα, όταν αυτά δεν πρόκειται να αξιολογηθούν για υπηρεσιακούς λόγους από υπηρεσιακούς παράγοντες, αλλά για διαφορετικούς σκοπούς.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π'Δ, λόγοι αναιρέσεως πρώτος και δεύτερος του κυρίου δικογράφου, καθώς και οι αντίστοιχοι λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής από 23-4-2009 πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-02-2008 αίτηση του Χ1, Δικηγόρου κατοίκου ... και τους επ' αυτής από 23-4-2009 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμό 147/08-06-2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Σεπτεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή