Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Οργάνωση εγκληματική.
Περίληψη:
Τα βουλεύματα του Συμβουλίου Εφετών που περατώνουν την κύρια ανάκριση για πράξεις του άρθρου 187 του Π.Κ., μετά το Ν. 2928/2001, δεν υπόκεινται σε αναίρεση. Αυτό ισχύει και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1623/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου .... κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ'αριθμ. 1860/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 252/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 121/03.04.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω την με αριθ. 211/2008 αναίρεση του .... κατά του με αριθμ. 1860/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο παραπέμπεται μαζί με τους συγκατηγορουμένους του στο ακροατήριο του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για Απάτη κατά συναυτουργία από δράστες που δρουν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια άνω των 15.000 ε Εγκληματική οργάνωση κατά συναυτουργία για διάπραξη αξιοποίνων πράξεων απάτης και υπεξαίρεσης Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα και κατ'εξακολούθηση και εκθέτω τα παρακάτω. Από τις διατάξεις των άρθρων 462 και 476 & 1 ΚΠΔ κατά τις οποίες κατά μεν την πρώτη "τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του κώδικα είναι α) έφεση και β) αναίρεση και κατά την δεύτερη". Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε ......ή εναντίον απόφασης η βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται...... "το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο(ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης του βουλεύματος που έχει προσβληθεί... και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο..." προκύπτει ότι στον ΚΠΔ προβλέπονται περιοριστικά τα ένδικα μέσα και τα βουλεύματα και αποφάσεις τα οποία ο διάδικος μπορεί ν' ασκήσει αποκλειομένης έτσι της δυνατότητας του ν' ασκεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης εναντίον βουλευμάτων που κατά ρητή διάταξη του νόμου δεν προβλέπεται. Στην προκειμένη περίπτωση κατά του αναιρεσείοντα και των συγκατηγορουμένων του που δεν άσκησαν αναίρεση ασκήθηκε ποινική δίωξη, για Απάτη κατά συναυτουργία από δράστες που δρουν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια άνω των 15.000 ε, Εγκληματική οργάνωση κατά συναυτουργία για διάπραξη αξιοποίνων πράξεων απάτης και Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα και κατ'εξακολούθηση. Κατά το άρθρον 187 Π.Κ. όπως ίσχυε, 1. όστις συμφωνεί με άλλον να διαπράξουν κακούργημα ή ενώνεται με άλλον δια την διάπραξιν περισσοτέρων κακουργημάτων που δεν καθωρίσθησαν ακόμη ειδικώς, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ μηνών. 2. Όστις συμφωνεί ή ενώνεται με άλλον δια να διαπράξουν εν ή περισσότερα πλημμελήματα δια τα οποία απειλείται ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται δια φυλακίσεως. Δια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2928/27-6-2001 αντικατεστάθη καθ'ολοκληρίαν το άρθρον 187 Π.Κ. Ως τίτλος αυτού ετέθη Εγκληματική οργάνωσις. Κατά την παρ. 1 του νέου άρθρου, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται, όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει την διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων, εκ των αναφερομένων στην παράγραφον αυτή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το κακούργημα της Απάτης (αρθρ. 386) και Τέλος κατά το άρθρον 7 του άνω ν. 2928/2001, όπως το πρώτον εδάφιο του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του ν. 3251/2004, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187 Α του Π.Κ. κηρύσσεται από το Συμβούλιον Εφετών. Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, εάν κρίνη ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο Συμβούλιον Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα τους, έστω και εάν για οποιοδήποτε από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά του υπό κρίση βουλεύματος δεν προβλέπεται άσκηση αναίρεσης και ως εκ τούτου η υπό κρίση αναίρεση πρέπει ν'απορριφθεί σαν απαράδεκτη και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα .
Δια ταύτα Προτείνω όπως:
Α. Να απορριφθεί σαν απαράδεκτη η με αριθ. 211/2008 αναίρεση του .... κατά του με αριθμ. 1860/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της άσκησης στον παραπάνω. Αθήνα την 25-3-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ιωάννης Χρυσός "
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 187 Π.Κ. όπως ίσχυε, 1. όστις συμφωνεί με άλλον να διαπράξουν κακούργημα ή ενώνεται με άλλον δια την διάπραξιν περισσοτέρων κακουργημάτων που δεν καθωρίσθησαν ακόμη ειδικώς, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ μηνών. 2. Όστις συμφωνεί ή ενώνεται με άλλον δια να διαπράξουν εν ή περισσότερα πλημμελήματα δια τα οποία απειλείται ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται δια φυλακίσεως. Δια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2928/27-6-2001 αντικατεστάθη καθ'ολοκληρίαν το άρθρον 187 Π.Κ. Ως τίτλος αυτού ετέθη Εγκληματική οργάνωση. Κατά την παρ. 1 του νέου άρθρου, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται, όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων, εκ των αναφερομένων στην παράγραφο αυτή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το κακούργημα της απάτης (άρθρ. 386) και, τέλος κατά το άρθρον 7 του άνω ν. 2928/2001, όπως το πρώτον εδάφιο του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 του ν. 3251/2004, η περάτωση της κυρίας ανακρίσεως για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187 Α του Π.Κ. κηρύσσεται από το Συμβούλιον Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, έστω και εάν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Από τις παραπάνω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι κατά των παραπεμπτικών βουλευμάτων για εγκλήματα που προβλέπονται από το αρ. 187 του Π.Κ., καθώς και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, δεν επιτρέπεται στον κατηγορούμενο το ένδικο μέσο της αναίρεσης και ότι ο περιορισμός αυτός καταλαμβάνει όχι μόνο τα αμιγώς παραπεμπτικά βουλεύματα αλλά και εκείνα τα οποία μαζί με την παραπεμπτική διάταξη περιέχουν και απαλλακτικές υπέρ του κατηγορουμένου διατάξεις και αυτό λόγω του σκοπού του νόμου, ο οποίος είναι η ταχεία περαίωση των υποθέσεων αυτών, εκτείνεται δε και στα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα τους ως κακουργήματα ή πλημμελήματα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 § 1 Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.
Στην προκειμένη περίπτωση κατά του αναιρεσείοντος και των συγκατηγορουμένων του, που δεν άσκησαν αναίρεση, ασκήθηκε ποινική δίωξη, για απάτη κατά συναυτουργία από δράστες που δρουν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια άνω των 15.000 €, εγκληματική οργάνωση κατά συναυτουργία για διάπραξη αξιοποίνων πράξεων απάτης και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ'επάγγελμα και κατ'εξακολούθηση.
Στη συνέχεια εκδόθηκε το με αριθμό 1860/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο παραπέμπεται μαζί με τους συγκατηγορουμένους του στο ακροατήριο του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για τις προαναφερόμενες πράξεις.
Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε από τον αναιρεσείοντα κατά του παραπάνω βουλεύματος, κατά τον οποίον, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν επιτρέπεται αναίρεση, είναι απαράδεκτη (ΚΠΔ 476 § 1). Πρέπει δε, μετά την ειδοποίηση του αντικλήτου δικηγόρου του τελευταίου, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στο φάκελλο της υποθέσεως από τον αρμόδιο γραμματέα, να απορριφθεί (ΚΠΔ 476) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Δεκεμβρίου 2008 και με αριθμό καταθέσεως 211/2008 στο γραμματέα του Εφετείου Αθηνών αναίρεση του ...., κατά του 1.860/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.- Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουλίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ