Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Φοροδιαφυγή, Ανώνυμη εταιρία.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ' εξακολούθηση (άρθρο 25 ν. 1882/1990, όπως αντικ. με άρθρο 23 § 1 ν. 2523/1997 και 34§§1, 2, 3 ν. 3220/2004). Στοιχεία του εγκλήματος. Κατά ποιο μέρος οι νέες διατάξεις είναι δυσμενέστερες και κατά ποιο είναι ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου από τις προηγούμενες. Εφαρμογή για τα χρέη που βεβαιώθηκαν πριν από την 1.1.2004 των διατάξεων του άρθρου 25 ν. 1882/1990, όπως ίσχυε τότε, κατά το μέρος που είναι ευμενέστερες για τον αναιρεσείοντα. Όταν το χρέος βεβαιώνεται σε βάρος ανώνυμης εταιρίας, πρέπει να αναφέρεται και η ιδιότητα του ευθυνόμενου φυσικού προσώπου και ότι είχε αυτό την εν λόγω ιδιότητα κατά το χρόνο βεβαιώσεως του χρέους. Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας γιατί ενώ στο σκεπτικό, το οποίο αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, φέρεται ότι ο αναιρεσείων ευθυνόταν για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ατομικά, στον επισυναπτόμενο πίνακα χρεών φέρεται ότι ευθυνόταν ως διευθύνων σύμβουλος, χωρίς να προσδιορίζεται και η επωνυμία της οφειλετρίας ανώνυμης εταιρίας ούτε αν είχε αυτός την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου κατά το χρόνο βεβαιώσεως των χρεών. Παραπομπή.
ΑΡΙΘΜΟΣ 503/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Εμμανουηλίδη, περί αναιρέσεως της 789/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1389/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 25 παρ. l του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997, η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων ή, προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται, ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους, και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως, κατά τις διακρίσεις των επόμενων εδαφίων της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού, ανάλογα με το είδος του οφειλομένου χρέους και το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης από τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, ήτοι αυτή της μη καταβολής του χρέους που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί σε δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως, και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Έτσι, για την καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές απαιτούνται διαφορετικά στοιχεία για τη συγκρότηση της αντίστοιχης αξιόποινης πράξεως. Κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 εδ. α του ίδιου άρθρου, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται, προκειμένου για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω". Κατά της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, "για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου (ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες κλπ), η ποινική δίωξη ασκείται για χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για χρέη που βεβαιώθηκαν, ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή ....". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2523/1997, "στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται: α) στις ημεδαπές Α.Ε., οι Πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές, ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα δια νόμου, είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση ή διαχείριση αυτών". Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ. 1 του αυτού ν. 2523/1997 αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 και αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του ποσού, το οποίο, όταν οφείλεται, καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής του και, έτσι, οι πράξεις που προηγουμένως ήταν αξιόποινες καθίστανται πλέον ανέγκλητες, αν το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν υπερβαίνει το όριο του 1.000.000 δρχ. προκειμένου για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και τα 2.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά. Επομένως, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του Ν. 2523/1997 εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος τούτου, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ, ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος (χρόνος) δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ο νόμος ως βεβαίωση χρεών εννοεί εκείνη που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην καταδικαστική απόφαση, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν πρόκειται για παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους ή αν πρόκειται για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, αφού για την καθεμία από τις ως άνω δύο κατηγορίες αφενός μεν προβλέπεται διαφορετικό ύψος ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση καταβολής του χρέους, αφετέρου δε απειλείται διαφορετικό πλαίσιο ποινής. Όταν δε πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, πρέπει να αναφέρεται ότι το ποινικώς υπεύθυνο πρόσωπο, κατά το χρόνο κατά τον οποίο βεβαιώθηκε το χρέος, είχε μια από τις ιδιότητες που αναφέρονται παραπάνω, ότι είναι, δηλαδή, πρόεδρος του Δ. Σ., διευθύνων σύμβουλος της συγκεκριμένης εταιρίας κ.λπ. Τέλος, με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με το ανωτέρω άρθρο 34 του ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση εξοφλήσεως ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και, συνεπώς, για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, πρέπει να εφαρμοσθούν, ως ευμενέστερες γι` αυτούς, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεώς τους. Αντιθέτως, όταν το χρέος ή τα περισσότερα χρέη είναι καταβλητέα εφάπαξ και αφορούν πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, υπερβαίνει δε το καθένα από αυτά το τασσόμενο με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ.1 του Ν. 2.523/1997, κατώτερο όριο ποινικής ευθύνης του οφειλέτη (1.000.000 δρχ. προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και 2.000.000 δρχ. προκειμένου περί λοιπών φόρων και χρεών γενικά), ενώ συγχρόνως υπερβαίνουν τα ίδια χρέη συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ, είναι οι διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 ευμενέστερες για τους οφειλέτες του Δημοσίου και τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, καθόσον αυξάνεται με αυτές το όριο της ποινικής ευθύνης του οφειλέτη στο ποσό των 10.000 ευρώ και ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του η παρέλευση τετραμήνου και όχι διμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος, ενώ συγχρόνως αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 789/2009 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, ανασταλείσα. Κατά το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος γιατί, την 1.10.2002, 1.5.2005 και 1.8.2006, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην Γ' Δ.Ο.Υ. ... που υπερέβαιναν το ποσό των 120.000 ευρώ, αυτός παραβίασε την προθεσμία καταβολής των χρεών, δηλαδή των 4 μηνών, και δεν κατέβαλε το συνολικό ποσό των 753.386,05 ευρώ, όπως τα χρέη αυτά εμφαίνονται στον αναλυτικό πίνακα που έχει ενσωματωθεί στο διατακτικό της αποφάσεως. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: "Στη ... την 1-10-2002, 1-5-2005 και 1-8-2006, ενώ ήταν οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο χρεών που ήταν βεβαιωμένα στην αρμόδια Υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις "περί χρεών προς το Δημόσιο" και που αφορούσαν χρέη από κάθε αιτία, τα οποία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, όπως εμφαίνεται στον επισυναπτόμενο στο παρόν κλητήριο θέσπισμα υπ' αριθμ. 3-2007 αναλυτικό πίνακα χρεών που συνέταξε ο Προϊστάμενος της Γ' Δ.Ο.Υ. ... και που αποτελεί ένα σώμα με αυτό και τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, δεν προέβη στην εξόφλησή τους, παραβιάζοντας έτσι την προθεσμία καταβολής τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όφειλε στο Ελληνικό Δημόσιο συνολικά το ποσό των # 753.386,05 # ευρώ, μαζί με τις νόμιμες προσαυξήσεις, τα οποία βεβαιώθηκαν στη Γ' Δ.Ο.Υ. ... σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και έγιναν ληξιπρόθεσμα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, παραβίασε με πρόθεση την προθεσμία καταβολής των εν λόγω χρεών και έτσι δεν εξόφλησε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο, παρά το ότι συμπληρώθηκαν οι από το νόμο απαιτούμενες προς εξόφληση προθεσμίες (δηλαδή καθυστέρηση καταβολής πέραν των τεσσάρων μηνών). Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την παραπάνω πράξη...". Στον δε επισυναπτόμενο στο σκεπτικό και στο διατακτικό της αποφάσεως πίνακα χρεών, ο οποίος αποτελεί με αυτό ενιαίο κείμενο, αναφέρεται ότι τα επίδικα χρέη (με α.α. 1, 2 και 3) βεβαιώθηκαν σε βάρος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ως Διευθύνοντος Συμβούλου, από την Γ' Δ.Ο.Υ. ... την 23.4.2002, 22.10.2004 και 3.2.2006 αντιστοίχως, ανέρχονταν σε 133.384,36 €, 401.662,01 € και 1.227,57 €, πλέον συνεισπραττομένων από 99.904,88 €, 117.084,47 € και 122,76 € και συνολικά σε 233.289,24 €, 518.746,48 € και 1.350,33 € αντιστοίχως, προέρχονταν από πρόστιμο Κ.Β.Σ. τα δύο πρώτα και έσοδα λοιπών περιπτώσεων υπέρ τρίτων το τρίτο και ήταν πληρωτέα το πρώτο εφάπαξ στις 31.5.2002, το δεύτερο σε δύο μηνιαίες δόσεις στις 30.11.2004 και 31.12.2004 και το τρίτο εφάπαξ στις 31.3.2006.
Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση της απαιτούμενης, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, ενώ στο σκεπτικό, το οποίο αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, δέχεται ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ήταν (ατομικά) οφειλέτης προς το Ελληνικό Δημόσιο των ως άνω χρεών, από τους συνημμένους πίνακες προκύπτει ότι τα εν λόγω χρέη βεβαιώθηκαν από την Γ' ΔΟΥ ... σε βάρος του ως διευθύνοντος συμβούλου (και όχι, επομένως, ατομικά), χωρίς, όμως, να αναγράφεται ποιας ανώνυμης εταιρίας ήταν διευθύνων σύμβουλος και αν είχε την ιδιότητα αυτή κατά τους χρόνους βεβαιώσεως των χρεών. Έτσι, όμως, δημιουργείται ασάφεια ως προς το αν αυτός ενέχεται ατομικά ή ως διευθύνων σύμβουλος ανώνυμης εταιρίας και ποίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στην τελευταία περίπτωση, θα υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις μόνο αν είχε την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο βεβαιώσεως των χρεών. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ιδιότητα του αναιρεσείοντος με την οποία συναρτάται η ποινική του ευθύνη για την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται. Μάλιστα, το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ισχυρισμό του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος γιατί δεν περιείχε την ιδιότητα αυτού υπό την οποία ενείχετο για την μη καταβολή των επιδίκων χρεών προς το Δημόσιο, με το σκεπτικό ότι η ιδιότητα πρέπει να περιλαμβάνεται στην αιτιολογία της αποφάσεως, στην οποία, όμως, δεν εκθέτει τίποτε ως προς το κρίσιμο αυτό ζήτημα. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ. 789/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Και
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ