Θέμα
Άσκηση πρόσθετων λόγων, Έλλειψη αιτιολογίας, Προθεσμία, Κυριότητα.
Περίληψη:
Πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Απαράδεκτοι λόγω μη επίδοσής τους. Ερμηνευτικοί κανόνες δικαιοπραξιών άρθρ. 173 και 200 ΑΚ. Πότε ιδρύεται ο λόγος. Ανέλεγκτη η κρίση περί προσφυγής ή όχι στις διατάξεις αυτές αρ. 19 αρθ. 559. Αναιρείται η απόφαση λόγω ελλιπών αιτιολογιών. Μετά την απόρριψη της κυρίας βάσεως της αγωγής, το Εφετείο υποχρεούται να ερευνήσει τις επικουρικές βάσεις αφού πλέον δικάζεται η αγωγή και όχι η έφεση- άρθρα 522, 535 παρ. 1, 536 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. - 559 αρ. 8 και 9. Οι βάσεις της αγωγής είναι " πράγματα" υπό την έννοια του αρ. 8 και αιτήσεις υπό την έννοια του αρ. 3. Η μη εξέταση των επικουρικών βάσεων ιδρύει τους λόγους αυτούς.
Αριθμός 833/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "Τουριστική Ίου Μονοπρόσωπη Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης" και έδρα τον ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Αικατερίνη Γιαμπουράνη.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Γεώργιο Βαμβακίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/6/1997 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 85/1998 μη οριστική, 3/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 227/2006, 82/2007 μη οριστικές και 167/2009 οριστική του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25/11/2010 αίτηση και τους από 12/5/2010 προσθέτους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 22/9/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατά αποδοχή των ανωτέρω λόγων που κρίνονται βάσιμοι.
Η πληρεξουσία της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 569 παρ.2 ΚΠολΔικ, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να αφορούν τα ίδια κεφάλαια της αποφάσεως που προσβλήθηκε, καθώς και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαίως συνέχονται με αυτά, ασκούνται δε μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον τριάντα, πλήρεις, ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, με σύνταξη κάτω από αυτό εκθέσεως, ενώ αντίγραφό του επιδίδεται, πριν από την ίδια προθεσμία, στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 111 παρ.1 και 2, 568 παρ. 2, 3, 4 και 570 παρ.3 του ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι η άσκηση των προσθέτων λόγων αναιρέσεως ολοκληρώνεται με την κατάθεση του δικογράφου αυτών στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως. Για το παραδεκτό όμως της ασκήσεώς τους απαιτείται και επίδοση του δικογράφου αυτών στην ίδια ως άνω, πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως προθεσμία. Ως ημέρα συζητήσεως της αναίρεσης, η οποία αποτελεί το όριο για την κατάθεση και κοινοποίηση του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης νοείται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 569, 568 παρ.3 και 571 ΚΠολΔικ, εκείνη η οποία ορίζεται από τον Πρόεδρο του οικείου τμήματος του Αρείου Πάγου, όχι δε και η μεταγενέστερη που ορίζεται μετ' αναβολή από την αρχική δικάσιμο ή μετά από ματαίωση ή κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης (ΑΠ 939/2011, ΑΠ 890/2010). Η παράλειψη της καταθέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, αλλά και της κοινοποιήσεώς τους πριν από την 30ήμερη αυτή προθεσμία σε όλους τους διαδίκους, επάγεται το απαράδεκτο αυτών, λόγω έλλειψης προδικασίας, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους. Προς τούτο το δικαστήριο ερευνά και αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της ασκήσεως των προσθέτων λόγων, (ΑΠ 599/2011). Στην προκειμένη περίπτωση οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, των οποίων το δικόγραφο κατατέθηκε εμπρόθεσμα στη γραμματεία του Αρείου Πάγου και συγκεκριμένα στη 17-6-2011, ήτοι τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από την αρχική ορισθείσα, για την αναίρεση, δικάσιμο της 5.10.2011, δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε στο αναιρεσίβλητο, καθόσον η επισπεύσασα τη συζήτηση εκείνη αναιρεσείουσα (κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε) δεν προσκομίζει οικεία έκθεση επιδόσεως. Ενόψει τούτων οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 568/2013). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο περιλαμβάνονται, όπως προεκτέθηκε και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί, η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας τους, παραλείπει να προσφύγει, για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή την ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι, δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 355/2011, ΑΠ 604/2011) ακόμη δε και όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, οπότε ο αναιρετικός έλεγχος καταλαμβάνει και την ορθότητα της κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την ερμηνεία της δικαιοπρακτικής βουλήσεως των μερών, αφού πρόκειται για εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1798/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι ενώ διαπίστωσε την ύπαρξη κενού και ασάφειας στη δήλωση βουλήσεως των συμβληθέντων, στους τίτλους κυριότητας της αναιρεσείουσας και των δικαιοπαρόχων της, αναφορικά με τη μεταβιβασθείσα με αυτά έκταση, δεν προσέφυγε για την ερμηνεία της εν λόγω δήλωσης βούλησης, στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) το περιεχόμενο της οποίας εκτίθεται παρακάτω, το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, ουσιαστική κρίση του, δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βούλησης των συμβληθέντων διαδίκων και των δικαιοπαρόχων τους και συνεπώς δεν συνέτρεξε λόγος προσφυγής στους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες. Ενόψει τούτων, ο λόγος αυτός, πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ, η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματος δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Έτσι κατά τις διατάξεις των ν. 76 παρ.1 Πανδ (18.1), ν. Κώδ. (7.31) Βασ 50 (10.4) ν.12 Πανδ (2.53) και τις αντίστοιχες με αυτές διατάξεις των άρθρων 1033, 1041 και 1045 ΑΚ, η κυριότητα ακινήτου αποκτάται, κατά παράγωγο μεν τρόπο με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται νόμιμα, πρωτότυπα δε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν είχε καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 568/2013). Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν ορθώς εφαρμόσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη ή όταν η διατύπωση της απόφασης είναι ενδοιαστική, ώστε το πόρισμα να μην είναι αναμφίβολο. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 179/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που με επίκληση νομίμως προσκομίσθηκαν σ' αυτό, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία, με την επωνυμία "ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΙΟΥ Ε.Π.Ε." με το υπ' αρ. .../11.8.1973 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ίου Γεωργίου Ιωάννου Ζώρζου, που νόμιμα μεταγράφηκε (τομ. ..., α.α. 42 βιβλίων μεταγραφών υποθηκοφυλακείου Ίου-Φολεγάνδρου), αγόρασε από τον Μ. Μ. του Ε. ένα αγροτικό ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση "..." της περιφερείας ... της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας της νήσου Ίου Κυκλάδων, το οποίο περιγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο ως "... ακαλλιέργητον - άδενδρον και βραχώδες, εκτάσεως 520 στεμμάτων, συνορευόμενον γύρωθεν βορειοανατολικώς με ιδιοκτησίαν Μ. Λ., ανατολικώς με ιδιοκτησία ομοίως Μ. Λ. εν μέρει και εν μέρει με θάλασσαν, νοτίως με θάλασσαν, νοτιοδυτικά ομοίως, βορειοδυτικώς δε με ιδιοκτησίαν Φ. Μ. ..." εμφαινόμενο με στοιχεία Α, Β και Γ στο από 22.6.1973 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Ε. Π.. Στο ίδιο παραπάνω συμβόλαιο αγοράς αναγραφόταν ότι από απλή παραδρομή στο υπ' αρ. .../11.6.1950 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ίου Σταύρου Θεοδώρου Μικρού, που νόμιμα μεταγράφηκε, το οποίο είχε ως τίτλο κτήσεως κυριότητας ο προαναφερόμενος δικαιοπάροχός της Μ. Μ. του Ε. από δωρεά εν ζωή του πατέρα του Ε. Ν., αναγράφεται ότι αυτό (επίδικο) είναι "... εκτάσεως τριάκοντα (30) στρεμμάτων ή όσης ήθελε είσθαι", ενώ πράγματι η αληθής έκτασις αυτού, η ανταποκρινόμενη εις την θέσιν και τα όρια του κτήματος ... εξ ων αναμφισβητήτως προκύπτει η ταυτότης του ειρημένου ακινήτου είναι εκείνη των πεντακοσίων είκοσι (520) στρεμμάτων ...". Στο πιο πάνω υπ' αρ. .../11.6.1950 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ίου Σταύρου Θεοδώρου Μικρού, που νόμιμα μεταγράφηκε (τομ. ..., α.α. 250 βιβλίων μεταγραφών υποθηκοφυλακείου Ίου - Φολεγάνδρου), με το οποίο ο παραπάνω δικαιοπάροχος της ενάγουσας Μ. Ε. Μ. είχε αποκτήσει κατά κυριότητα λόγω δωρεάς εν ζωή από τον πατέρα του Ε. Ν. Μπουλούμπαση, αναφέρεται ότι ο τελευταίος δωρίζει στον πρώτο, μεταξύ άλλων, έναν αγρό "... κείμενον εις θέσιν "..." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητος Ιητών, ακαλλιέργητον, εκτάσεως τριάκοντα (30) στρεμμάτων ή όσης ήθελε είσθαι, συνορευομένου γύρωθεν με κτήματα Ι. Λ., Ε. Δ. Μ. ή Φ. Ε. Μ. και με θάλασσαν περιελθόντα αυτώ εκ Δωρεάς εν ζωή παρά του πατρός του δυνάμει του υπ' αρ. ... της 23ης Ιανουαρίου 1904 έτους προικοσυμφώνου συμβολαίου του συμβολαιογραφείου Ίου...". Περαιτέρω ο ως άνω απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας Ε. Ν. Μ. δυνάμει του υπ' αρ. ... της 23ης Ιανουαρίου 1904 έτους προικοσυμφώνου συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδικούντος Γραμματέως Ίου Μιχαήλ Βερώνη, που νόμιμα μεταγράφηκε (τομ. ..., α.α. 171 βιβλίων μεταγραφών υποθηκοφυλακείου Ίου-Φολεγάνδρου), απέκτησε κατά κυριότητα λόγω προίκας, μεταξύ άλλων, έναν αγρόν "... εις θέσιν ... ακάλλιέργητον, απεριτοίχιστον, εκτάσεως τριάκοντα κοιλλών σποράς, συνορεύοντα με ομοίους Ν. Λ., Ν. Μ. και θάλασσαν υπό τον όρον να δικαιούται ο τε προικοδότης εφ' όσον ζή και ο προικοδόχος να συμβόσκωσιν εν αυτώ τα ζώα των μετά δε τον θάνατον του προικοδότου να περιέρχηται και η νομή του αγρού τούτου ολόκληρος εις την αποκλειστικήν κυριότητα και κατοχήν του προικοδόχου ...". Από την αντιπαραβολή των ως άνω τίτλων κτήσεως κυριότητας προκύπτει ότι: 1) Η έκταση του επιδίκου αγροτικού ακινήτου αναγράφεται μόνο στον τελευταίο χρονολογικά τίτλο (υπ' αρ. .../11.8.1973 συμβόλαιο αγοράς) ότι είναι 520 στρέμματα, ενώ στους προγενέστερους ανωτέρω τίτλους των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας (υπ' αρ. .../11.6.1950 δωρητήριο συμβόλαιο και υπ' αρ. 19 της 23ης Ιανουαρίου έτους 1904 προικοσύμφωνο συμβόλαιο), αναγράφεται η έκταση αυτού άλλοτε μεν ότι είναι 30 "κοιλλά" σποράς, προδιοριζόμενη έτσι κατά χωρητικότητα, όπως εθιμικά γινόταν στην περιοχή των Κυκλάδων τουλάχιστον κατά τα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, άλλοτε δε ότι είναι 30 στρέμματα ή όσα και αν είναι, με αποτέλεσμα έτσι να δεκαεπταπλασιάζεται και πλέον η αγορασθείσα από την ενάγουσα έκταση του επιδίκου. 2) Τα όρια του επιδίκου και στα τρία ως άνω συμβόλαια αναφέρονται γενικά, χωρίς να καθορίζονται οι ειδικότερες πλευρικές διαστάσεις του, που συνορεύουν με τις γειτονικές ιδιοκτησίες. 3) Τα ονοματεπώνυμα των ιδιοκτητών των γειτονικών ιδιοκτησιών εν πολλοίς ταυτίζονται και στα τρία πιο πάνω συμβόλαια, αφού άλλοτε οι ιδιοκτήτες τους είναι οι ίδιοι και άλλοτε, προδήλως, οι κληρονόμοι τους. 4)Τοπογραφικό διάγραμμα για το επίδικο υπάρχει μόνο στο προαναφερθέν υπ' αρ. .../11.8.1973 συμβόλαιο αγοράς. Όμως η καταφανώς πολύ μεγάλη διαφορά της έκτασης του επιδίκου ακινήτου που υπάρχει στο πιο πάνω υπ' αρ. .../11.8.1973 συμβόλαιο αγοράς της ενάγουσας απ' εκείνη των, παραπάνω υπ' αρ. .../11.6.1950 και υπ' αρ. 19 της 23ης Ιανουαρίου 1904 συμβολαίων των δικαιοπαρόχων της, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 αρ.4 ΚΠολΔ), με την εξήγηση όπως αναγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο αγοράς, ότι είναι απλή παραδρομή του υπ' αρ. .../11.6.1950 συμβολαίου ως προς την έκταση του επιδίκου, αφού είναι φανερά ότι δεν πρόκειται περί τέτοιας, αλλά περί εμφανέστατης διαφοροποίησής της (δεκαεπταπλασιασμού της και πλέον), η οποία έτσι καθιστά σημαντικότατη την εν λόγω αγορά του επίδικου ακινήτου προδίδουσα μεγάλη αξία σ' αυτό εν όψει της δημιουργούμενης με τον τρόπο αυτό έκτασης του (520 στρέμματα από 30 περίπου στρέμματα) λαμβανομένης υπόψη και της φανερά περίοπτης θέσης του (αναγράφεται μεταξύ των συνόρων του και η θάλασσα). Εξ άλλου δεν είναι σαφής και πειστική η προαναφερθείσα από 4.6.2003 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα Π. Κ., Πολιτικού Μηχανικού, που μελετώντας τα τρία πιο πάνω συμβόλαια συμπεραίνει ότι "... Οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύνταξη των συμβολαίων δεν απέβλεπαν στον κατά μέτρα προσδιορισμό της έκτασης, αλλά επικρατεί η αντίληψη ... ο κατά τα όρια προσδιορισμός, που σημαίνει ότι πρέπει να δεχθούμε ως επιφάνεια του επιδίκου εκείνη που προκύπτει από την αποτύπωση της έκτασης, όπως αυτή προσδιορίζεται από τα καθορισμένα όρια. Υιοθετώντας την άποψη ότι επικρατεί η αντίληψη ... ο κατά τα όρια προσδιορισμός του επιδίκου, τότε ολόκληρο το επίδικο περιλαμβάνεται στους παραπάνω τίτλους ιδιοκτησίας κατά θέση - όρια και έκταση ...". Στην κρίση αυτή καταλήγει το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι μόνη η γενική αναγραφή στα συμβόλαια των γειτονικών ιδιοκτησιών με ταυτόσημα εν πολλοίς ονοματεπώνυμα των ιδιοκτητών τους, χωρίς όμως ειδικότερη περιγραφή πλευρικών διαστάσεων και μη συνοδευόμενη από τοπογραφικό σχεδιάγραμμα συνταγέν σε ανύποπτο χρόνο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή και πλήρη δικανική πεποίθηση, που να δικαιολογεί την προαναφερθείσα πολύ μεγάλη διαφορά των ανωτέρω συμβολαίων ως προς την έκταση του επιδίκου.
Συνεπώς ναι μεν οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας ήταν ιδιοκτήτες γης στη θέση ... της νήσου Ίου των Κυκλάδων τουλάχιστον από το έτος 1904 εκτάσεως 30 περίπου στρεμμάτων, όπως είχαν τη νομική δυνατότητα, αφού η ιδιοκτησία του ήταν σε ιδιωτική γη καθαρής ιδιοκτησίας, η οποία και πριν απ' αυτούς ανήκε σε ιδιώτες και ουδέποτε μετά την Απελευθέρωση κατέστη αδέσποτη, επί της οποίας δεν είχε τίτλους κυριότητας το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με όσα σχετικά προαναφέρθηκαν στην προηγούμενη μείζονα σκέψη, πλην όμως, με βάση και τον κανόνα του Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου ότι κανείς δεν μπορεί να μεταφέρει περισσότερο δίκαιο απ' ότι αυτός έχει (ΑΠ 1995/2008, Ηλεκτρονική Συλλογή "ΝΟΜΟΣ"), η έκταση αυτή δεν ταυτίζεται με την αγορασθείσα από την ενάγουσα έκταση των 520 στρεμμάτων δυνάμει του υπ' αρ. .../11.8.1973 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ίου Γεωργίου Ιωάννου Ζώρζου, ενώ εξάλλου από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν δεν υπήρξε ασφαλής απόδειξη, σε ποιο τμήμα από την ευρύτερη έκταση των 520 στρεμμάτων του επιδίκου βρισκόταν η έκταση των 30 στρεμμάτων που απέκτησε με δωρεά από τον πατέρα του ο δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης, ώστε να αναγνωρισθεί η κυριότητα αυτής στο εν λόγω τμήμα. Κατ' ακολουθίαν, εφόσον η ενάγουσα δεν απέδειξε την ιστορική βάση της ένδικης αγωγής, όπως όφειλε, έπρεπε, αφού έφερε ως αντικειμενικό βάρος της απόδειξης τον κίνδυνο, που απέρρεε από την αμφιβολία του δικαστηρίου, να απορριφθεί η αγωγή της".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ότι η αναιρεσείουσα είχε γίνει κυρία του επιδίκου ακινήτου εκτάσεως 520 στρεμμάτων με παράγωγο τρόπο και αφού αναδίκασε την αγωγή την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της έκτασης και συνακόλουθα της ταυτότητας του επιδίκου ακινήτου, που καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των προαναφερομένων περί παραγώγου τρόπου κτήσεως κυριότητας διατάξεων του ΑΚ και του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ειδικότερα, ενώ η προσβαλλομένη απόφαση δέχεται ότι στο 19/23.1.1904 προικοσύμφωνο συμβόλαιο αναγράφεται ότι η έκταση του επιδίκου ακινήτου είναι 30 "κοιλά σποράς", προσδιοριζομένη έτσι κατά χωρητικότητα, στη συνέχεια δέχεται ότι οι δικαιοπάροχοι της αναιρεσείουσας ήταν από το έτος 1904 ιδιοκτήτες ακινήτου έκτασης 30 περίπου στρεμμάτων, χωρίς να διευκρινίζει αν η έκταση των 30 "κοιλών σποράς" αντιστοιχεί σε εκείνη των 30 στρεμμάτων. Επιπλέον, όπως από την εκτίμηση του περιεχομένου της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει, το ως άνω πόρισμα, στο οποίο καταλήγει το Δικαστήριο από την εκτίμηση των αποδείξεων, σε σχέση με ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ότι δηλαδή η έκταση του επιδίκου ακινήτου δεν είναι 520 στρέμματα δεν είναι αναμφίβολο, αλλά έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα ορθότητας. Έτσι όμως η προσβαλλομένη απόφαση έχει ανεπαρκή αιτιολογία σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ενόψει τούτων είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών. Πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτός ο αναιρετικός αυτός λόγος.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 εδ.β' του ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" υπό την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 87/2013). Επομένως πράγματα με την έννοια αυτή αποτελούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής, κύρια και επικουρικές και τα για τη θεμελίωση αυτών και των διαφόρων αιτημάτων τους προτεινόμενα περιστατικά (ΑΠ 728/2011). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 εδ.γ' ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της, προστασίας που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία, ήτοι εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής, τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 946/2012). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ.1 και 536 παρ.2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από παραδοχή της έφεσης του ηττηθέντος πρωτόδικα εναγομένου, απορρίπτει την αγωγή κατά την κύρια βάση της που είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρέπει, εφόσον πλέον δεν δικάζεται η έφεση, αλλά η αγωγή, να ερευνήσει χωρίς ειδικό παράπονο του ενάγοντος και την επικουρική ή τις επικουρικές βάσεις της αγωγής του, εκτός αν αυτές ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως ως μη νόμιμες, αφού για την περίπτωση αυτή απαιτείται η υποβολή προσηκόντως παραπόνου από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα με δική του έφεση, έστω και επικουρικού χαρακτήρα, σε σχέση με την τυχόν παραδοχή της έφεσης του εναγομένου. Δηλαδή η έρευνα των βάσεων, που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως, γίνεται από το δευτεροβάθμιο οίκοθεν, ήτοι αυτεπαγγέλτως, λόγω της επερχόμενης από το νόμο υποκατάστασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στη θέση του πρωτοβαθμίου και συνεπώς για την εξέταση αυτή δεν απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος τυχόν δε παράλειψη του εφετείου να ερευνήσει τις βάσεις αυτές, εμπίπτει στους αναιρετικούς λόγους των αριθμών 9 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον άφησε "αίτηση" αδίκαστη και δεν έλαβε υπόψη "πράγματα", αφού όπως προαναφέρθηκε οι βάσεις της αγωγής είναι "αιτήσεις" με την έννοια του αριθμού 9 και "πράγματα" με την έννοια του αριθμού 8 (ΑΠ 394/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) προκύπτουν τα εξής: Η αναιρεσείουσα με την ένδικη αγωγή της ισχυρίστηκε ότι έγινε κυρία του επιδίκου ακινήτου, κυρίως με παράγωγο και επικουρικά με πρωτότυπο τρόπο ήτοι με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με συνυπολογισμό στο χρόνο της νομής της και εκείνου των δικαιοπαρόχων της (άμεσων, απώτερων και απώτατων). Με την πρωτοβάθμια απόφαση, ήτοι την υπ' αριθμ. 3/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, η αγωγή κρίθηκε ως προς όλες τις βάσεις της νομικά και ουσιαστικά βάσιμη. Το Εφετείο, όπως προαναφέρθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή κατά την κύρια βάση της, ήτοι την αφορώσα την κτήση κυριότητας του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, είναι ουσιαστικά αβάσιμη και στη συνέχεια αφού δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου-εναγομένου, απέρριψε την αγωγή, χωρίς όμως να εξετάσει και τις επικουρικές βάσεις της περί πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας του επιδίκου (χρησικτησία) από την αναιρεσείουσα. Ενόψει τούτων είναι βάσιμος ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο και υπό την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 8 περ.β' και 9 εδ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με το να μην εξετάσει τις παραπάνω βάσεις της αγωγής δεν έλαβε υπόψη της "πράγματα" που προτάθηκαν και ότι επιπλέον άφησε αδίκαστη "αίτηση". Πρέπει λοιπόν ο αναιρετικός αυτός λόγος να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ως ηττηθέν, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν. 3693/1997, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ ΚΠολΔικ όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν. 1738/1987 (ΑΠ 192/2013, ΑΠ 481/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 167/2009 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αιγαίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ