Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Υπεξαίρεση, Αρμοδιότητα καθ'ύλη.
Περίληψη:
Καθ' ύλη αρμοδιότητα. Υπόθεση για κακούργημα (κακουργηματική υπεξαίρεση) εισαχθείσα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Παραπέμπεται στο καθ' ύλη αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Αν όμως δεν έχει διεξαχθεί κύρια ανάκριση παραπέμπεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα για να διατάξει κύρια ανάκριση. Αν τούτο δεν ενήργησε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που δίκασε την έφεση του κατηγορουμένου κατά της παραπεμπτικής πρωτοβάθμιας απόφασης, τότε η δευτεροβάθμια απόφαση είναι αναιρετέα για αρνητική υπέρβαση της εξουσίας του. Παραδοχή αίτησης αναίρεσης και παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο Δικαστήριο.
Αριθμός 1275/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης ..., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ζορμπά, περί αναιρέσεως της 548/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαρίσης.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Νοεμβρίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1661/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προς ουσιαστική έρευνα η από 23-11-2009 αίτηση της ..., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 548/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 290/2010 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού και την υποβολή της από 27-4-2010 σχετικής Εισαγγελικής πρότασης, όπως όρισε η ως άνω απόφασή του. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση όλων των εγγράφων της δικογραφίας, που είναι επιτρεπτή από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων αναίρεσης, προκύπτουν τ' ακόλουθα: Η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα είχε κληθεί να δικασθεί αρχικά ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας για το έγκλημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ' εξακολούθηση, που φέρεται να έχει τελέσει σε βάρος της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΣΤΡΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ" ως εντολοδόχος της, το αντικείμενο δε της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως ανερχόμενο συνολικά στο ποσό των 31.581,45 ευρώ. Το ως άνω Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθ. 1527/12-12-2006 απόφασή του, κρίνοντας ότι η αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη πράξη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, με την παραδοχή ότι το φερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και η κατηγορούμενη ήταν εντολοδόχος της παθούσας εταιρίας κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ' ύλην και παρέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας. Κατά της ως άνω απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας η προαναφερόμενη κατηγορούμενη άσκησε την από 18-12-2006, έφεση η οποία δικάσθηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας. Το τελευταίο Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 548/29-9-2009 απόφασή του, με την παραδοχή ότι πράγματι η αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη-εκκαλούσα πράξη είναι κακούργημα (υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στην εκκαλούσα ως εντολοδόχου-άρθρο 375 παρ. 2 ΠΚ) δέχθηκε τυπικά και απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την από 18-12-2006 έφεση της κατηγορουμένης. Κατά της προαναφερόμενης απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας η κατηγορούμενη άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και ζητεί, εκτός των άλλων λόγων, την αναίρεση αυτής για αρνητική υπέρβαση της εξουσίας του, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η του ΚΠΔ και ειδικότερα γιατί το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλειψε να παραπέμψει την υπόθεση στον Εισαγγελέα για να διατάξει κυρία ανάκριση και δέχθηκε (σιωπηρώς) ότι ορθά έχει εισαχθεί για εκδίκαση ενώπιόν του, χωρίς όμως να έχει διέλθει η υπόθεση από το στάδιο της ανάκρισης. Το Δικαστήριο αυτό με την υπ' αριθμ. 290/2010 απόφασή του δέχθηκε ότι προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε αναίρεση, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, και επιφυλάχθηκε να εξετάσει περαιτέρω την κρινόμενη αίτηση αναίρεση μέχρι να υποβάλει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επί της ουσίας της υποθέσεως (της αναίρεσης της κατηγορουμένης), για τους ορισμένους λόγους της αιτήσεως αναίρεσης (έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 1 του ΚΠΔ το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάση της δίκης. Ήτοι πριν από την έναρξη της συζητήσεως εάν η εισαχθείσα σ' αυτό υπόθεση όπως εκτίθεται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή όταν εισήχθη με απ' ευθείας κλήση στο κλητήριο θέσπισμα, υπάγεται κατά τα άρθρα 110 έως 115 ΚΠΔ στην καθύλην αρμοδιότητά του. Μετά την έναρξη της συζητήσεως η καθύλην αρμοδιότητα εξετάζεται με βάση τα δεδομένα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Έτσι, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, εάν κατά την πρόοδο της δίκης, από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, κατά την κρίση του, τελέσεως κακουργήματος, θα πράξει κατά το άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ ότι και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Άρα αν προκύπτουν στο ακροατήριο επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας για κακούργημα, χωρίς να δεσμεύεται από τον δοθέντα στην πράξη χαρακτηρισμό από τον Εισαγγελέα κατά την άσκηση της ποινικής διώξεως, θα χαρακτηρίσει την πράξη ως κακούργημα, θα κηρυχθεί αναρμόδιο και θα παραπέμψει την υπόθεση στο ΜΟΔ ή στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Εάν η πράξη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και δεν έχει διενεργηθεί κυρία ανάκριση πρέπει η υπόθεση να διαβιβασθεί στον Εισαγγελέα προκειμένου να παραγγελθεί κυρία ανάκριση, γιατί δεν νοείται παραπομπή κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικασθεί για κακουργηματική πράξη, χωρίς να έχει προηγηθεί το στάδιο της κύριας ανάκρισης και την νομότυπη περάτωση αυτής μετά τη λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ' αυτόν βαρύτερη κακουργηματική πράξη (άρθρα 246 παρ. 3, 270 και 308 ΚΠΔ). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι αποδοχή βαρύτερης μορφής της κατηγορηθείσας πράξης δεν συνιστά μεταβολή κατηγορίας, όταν μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και από την πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό πλημμελήματος, στην αποδοχή της ίδιας πράξης αλλά σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α' και παρ. 2 του ίδιου άρθρου). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας μετά την ανάγνωση εγγράφων, μεταξύ των οποίων και η από 2-1-2005 κλήση προς την κατηγορουμένη να εμφανισθεί ενώπιόν του και να δικασθεί για το έγκλημα της υπεξαίρεσης, δέχθηκε ότι η αποδιδόμενη στην κατηγορουμένη αξιόποινη πράξη είναι κακουργηματικής μορφής, λόγω του ότι το αντικείμενο που φέρεται ότι η κατηγορουμένη υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και της ιδιότητας αυτής ως εντολοδόχου της παθούσας ασφαλιστικής εταιρίας και γι' αυτό έκρινε εαυτό καθύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ως καθύλην αρμόδιο. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ειδικότερα το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δικάζοντας επί της από 18-12-2006 έφεσης της κατηγορουμένης κατά της παραπεμπτικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δέχθηκε ότι ορθά, και αιτιολογημένα το τελευταίο Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιόν του και στη συνέχει αρκέσθηκε μόνο στην απόρριψη της ως άνω έφεσης κατ' ουσίαν, χωρίς να διαλάβει διάταξη για την ακολουθητέα περαιτέρω διαδικασία για την προκείμενη υπόθεση, με τα δεδομένα ότι δεν προηγήθηκε κυρία ανάκριση καίτοι η αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα αξιόποινη πράξη είναι κακούργημα. Έτσι όμως αποφασίζοντας το Δικαστήριο της ουσίας που έκρινε επί της εφέσεως της κατηγορουμένη υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του και κατέστησε για το λόγο αυτόν την προσβαλλόμενη απόφασή του αναιρετέα, σύμφωνα με τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, ο οποίος εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, αφού η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και περιέχει παραδεκτούς λόγους, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο με την προηγούμενη υπ' αριθμ. 290/2010 απόφασή του και παραπάνω αναφέρεται. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών προβαλλομένων λόγων αναίρεσης, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεση λόγω της αρνητικής υπέρβασης της εξουσίας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, να αναιρεθεί η τελευταία και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 548/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας. Και
Παραπέμπει την παρούσα υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ