Θέμα
Αποδοχές μισθωτού, Αποζημίωση μισθωτού, Εκκαθάριση εταιρίας.
Περίληψη:
Ανάκληση άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης και θέση αυτής σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Οι αξιώσεις του προσωπικού της από τις συμβάσεις εργασίας έχουν γενικό προνόμιο κατά την ικανοποίησή τους, αλλά καταλαμβάνονται από την αναστολή των ατομικών διώξεων, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ασφαλιστική εκκαθάριση. Αβάσιμοι οι αναιρετικοί λόγοι για κακή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ν.δ. 400/1970 για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και του ν. 3588/2007 για τον πτωχευτικό κώδικα και για παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτου της αγωγής.
Αριθμός 2196/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Α. Γ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Σωτηρίου Καλαμίτση, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΥΡΩΣΤΑΡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΖΗΜΙΩΝ", που τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Θεόφιλου Ρουμελιώτη, Γεράσιμου Χαλιώτη και Δημητρίου Προδρομίτη, οι οποίοι ανακάλεσαν την κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση και κατέθεσαν προτάσεις και 2) Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αργυρώς Γρατσία - Πλατή, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-5-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1453/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-2-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 23-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσίβλητων την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, όπως συνομολογείται μεταξύ των διαδίκων, η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επιδόθηκε την 2-1-2014, χωρίς κανένας από αυτούς να ασκήσει έφεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Επομένως, η υπό κρίση, από 18-2-2014 αίτηση αναιρέσεως, που ασκείται από ηττηθέντα διάδικο και στρέφεται κατά αποφάσεως πρωτοβαθμίου μεν δικαστηρίου, η οποία, όμως, δεν υπόκειται ούτε σε ανακοπή ερημοδικίας, λόγω του ότι εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, ούτε σε έφεση, λόγω παρόδου της σχετικής προθεσμίας (ΚΠολΔ 552, 553 παρ.1, 556 παρ.1, 564 παρ.3), πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή.
2. Επειδή, στο άρθρο 10 παρ.1 υποπαρ. γ' του ν.δ. 400/1970 "περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως", όπως προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ.2 του ν. 3557/2007, ορίζεται ότι "Οι απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκτός των απαιτήσεων προσώπων που ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, έχουν προνόμιο επί του συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, εξαιρουμένων των εξόδων εκκαθάρισης και των μαθηματικών αποθεμάτων που υπάγονται στην κατηγορία τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων ζωής [...]. Οι απαιτήσεις του προηγουμένου εδαφίου προηγούνται των απαιτήσεων των δικαιούχων ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και των απαιτήσεων των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών. [...]". Περαιτέρω, στο άρθρο 12α παρ.1, 5 και 10 του ν.δ. 400/1970, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του π.δ. 332/2003, ορίζεται ότι "Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης" (παρ.1, υποπαρ. α'), ότι "Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεως αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης" (παρ.5) και ότι "Ύστερα από αίτηση των μετόχων ή εταίρων που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από πενήντα εκατοστά (50%) του κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης, του εκκαθαριστή ή του επόπτη, η ΕΠΕΙΑ μπορεί, εφ' όσον έχει, σύμφωνα με βεβαίωση του επόπτη και του εκκαθαριστή, περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, να κηρύξει τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. [...] Μετά τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση) [...]" (παρ.10, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3775/2009). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 179 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4013/2011, στο εξής: ΠτΚ), οι διατάξεις του εφαρμόζονται συμπληρωματικά και στις περιπτώσεις εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Στο άρθρο 25 εδ.α' του ΠτΚ ορίζεται ότι "Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη, προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους". Στο άρθρο 26 παρ.2 του ΠτΚ ορίζεται ότι "Με την επιφύλαξη των αναφερομένων στις παρ.3 έως 6, η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές, σχετικά με τα [...] υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας". Τέλος, στο άρθρο 34 παρ.4 του ΠτΚ ορίζεται ότι "Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές, που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτησή τους, όπως, ιδίως, αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές [...]". Από το σύνολο των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης, οι απαιτήσεις των εργαζομένων, οι οποίες έχουν γεννηθεί έναντι της ασφαλιστικής επιχείρησης και μέχρι την περιαγωγή αυτής σε ασφαλιστική εκκαθάριση, έχουν μεν γενικό προνόμιο ως προς την ικανοποίησή τους, δεν εξαιρούνται, όμως, από την υπαγωγή τους στην αναστολή των ατομικών διώξεων. Ως εκ τούτου, οι δικαιούχοι εργατικών αξιώσεων, όπως και οι υπόλοιποι πιστωτές της ασφαλιστικής επιχείρησης, περιορίζονται στη δυνατότητα να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον επόπτη εκκαθάρισης, τηρώντας, αναλογικά, τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970 και, σε περίπτωση διαφωνίας τους προς την εκ μέρους των οργάνων της ασφαλιστικής εκκαθάρισης επαλήθευση των εν λόγω απαιτήσεων, ασκώντας αντιρρήσεις. Οι αντιρρήσεις αυτές, σύμφωνα, πάντοτε, με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970, μπορούν να ασκηθούν με ανακοπή, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση της ανακοίνωσης για την καταχώρηση της κατάστασης με τους αναγγελθέντες πιστωτές στο μητρώο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Για όσο χρόνο, όμως, διαρκεί η ασφαλιστική εκκαθάριση οι εργατικές αξιώσεις, παρά το γενικό προνόμιο που απολαμβάνουν, δεν είναι παραδεκτό να καταχθούν σε δίκη με την άσκηση τακτικής αγωγής (πρβλ. ΑΠ 688/2005). Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, που προβλέπει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, διότι η αναστολή των ατομικών διώξεων, τόσο στην πτώχευση όσο και στην ασφαλιστική εκκαθάριση, είναι μέτρο γενικής ισχύος που αποβλέπει στην, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 και 2 του Συντάγματος), ορθολογική και σύμμετρη ικανοποίηση των μη εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο εξασφαλισμένων πιστωτών.
3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, με την ένδικη, από 18-5-2012, αγωγή, εκθέτει ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία τον είχε προσλάβει την 22-10-1990, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλο προγραμματιστή. Ότι η αρμόδια αρχή, την 3-5-2011, ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της εναγομένης. Ότι με τον τρόπο αυτό η εναγομένη τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Ότι ο ορισθείς επόπτης εκκαθάρισης κατήγγειλε αυθημερόν τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος. Ότι ο ενάγων, την 31-10-2011, ανήγγειλε τις εκ της συμβάσεως εργασίας απαιτήσεις του, από δεδουλευμένες αποδοχές και αποζημίωση απολύσεως, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 162.078,59 ευρώ. Ότι, τέλος, ο προσωρινός εκκαθαριστής της εναγομένης, την 11-4-2012, του κατέβαλε για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις το συνολικό ποσό των 67.517,42 ευρώ. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει τη διαφορά μεταξύ του ποσού, που κατά τη γνώμη του δικαιούται και αυτού που καταβλήθηκε, υπολογιζόμενη στην αγωγή σε 94.847,04 ευρώ. Το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του και κατά παραδοχή της πρόσθετης παρέμβασης, που είχε ασκήσει υπέρ της εναγομένης το "Επικουρικό Κεφάλαιο", απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, διότι δέχθηκε ότι, υπό τα ιστορούμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά, αφ' ενός η εναγομένη εξακολουθεί να βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση και αφ' ετέρου οι απαιτήσεις του ενάγοντος, αν και γενικώς προνομιούχες, ως προερχόμενες από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καταλαμβάνονται από την αναστολή των ατομικών διώξεων, η οποία κατ' άρθρο 12α παρ.5 του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται για όλες τις μη εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια απαιτήσεις των πιστωτών της ασφαλιστικής επιχείρησης, μέχρι τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Με αυτά που δέχθηκε, το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας και στοιχούμενο προς αυτές κήρυξε το απαράδεκτο της αγωγής, η οποία δεν μπορούσε να εκτιμηθεί ως ένδικο βοήθημα αντιρρήσεων κατά της εκ μέρους του επόπτη εκκαθάρισης επαλήθευσης των απαιτήσεων του ενάγοντος και να εκδικασθεί ως τέτοιο. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του καθενός από τους αναιρεσίβλητους, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18-2-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 1453/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του καθενός από τους αναιρεσίβλητους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 11η Νοεμβρίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 9η Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ