Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Επίδομα αλλοδαπής.
Περίληψη:
Το αίτημα για την προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής για οικογενειακά βάρη, είναι νόμιμο. Δεν είναι νόμιμο το αίτημα για την προσαύξηση του ίδιου επιδόματος, λόγω δαπανών στέγασης, αφού η αναιρεσείουσα δεν ανήκει στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, στους οποίους χορηγήθηκε η προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, για την αιτία αυτή, με τις σχετικές ΚΥΑ.
Αριθμός 471/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Π. του Ι., υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών, υπηρετούσης στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Οττάβα (Καναδάς) και τώρα στο Γραφείο Συνδέσμου στα Σκόπια, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Σκορδάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Αναστασία Βασιλείου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-6-2004 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2456/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1855/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-11-2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 23-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου των Εξωτερικών", που ίσχυε μέχρι τις 23-3-1998, το προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών διακρίνεται σε μόνιμο και σε προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 61). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 68 παρ. 1 του ίδιου νόμου προβλέπεται η δυνατότητα πρόσληψης από τον προϊστάμενο της αρχής του εξωτερικού ιδιαίτερων γραμματέων ή μεταφραστών, συνδεόμενων με το Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι, σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, λαμβάνουν, διοριζόμενοι, μηνιαία αποζημίωση, αντίστοιχη με το μισθό του Γραμματέα Ε' Τάξεως του κλάδου των διοικητικών γραμματέων του Υπουργείου Εξωτερικών, ως και το εις τους υπαλλήλους του βαθμού τούτου παρεχόμενο εκάστοτε επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής. Με την παρ. 1 του άρθρου 131 του ν. 419/1976 "περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών", που ίσχυε μέχρι τις 23-3-1998, ορίζεται ότι "ως αποδοχαί απάντων των υπαλλήλων του Υπουργείου νοούνται ο βασικός μισθός του βαθμού μεθ' όλων των, κατά τας κειμένας διατάξεις, χορηγουμένων επιδομάτων και προσαυξήσεων". Με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου, παρασχέθηκε στους υπαλλήλους, που υπηρετούν στο εξωτερικό, προς αντιμετώπιση της διαφοράς κόστους ζωής και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα, επίδομα Υπηρεσίας Αλλοδαπής (Ε.Υ.Α.), σε συνάλλαγμα, ανάλογα με τον κλάδο, το βαθμό, τα οικογενειακά βάρη και το κόστος ζωής του τόπου στον οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος. Σύμφωνα με την παρ. 11 του αυτού άρθρου το ως άνω επίδομα καθορίζεται κάθε φορά για τους υπαλλήλους, που έχουν πρεσβευτικό βαθμό, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν πρότασης των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών και για όλους τους άλλους υπαλλήλους της εξωτερικής υπηρεσίας με την ίδια πράξη σε ποσοστό επί του επιδόματος που καθορίστηκε για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Το εν λόγω επίδομα δικαιούται, κατά το άρθρο 69 παρ. 1 του άνω ν. 419/1976, και το βοηθητικό προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, στο άρθρο 132 του ν. 419/76, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι των διπλωματικών και των εμμίσθων προξενικών αρχών δικαιούνται δωρεάν οίκησης σε βάρος του Δημοσίου και ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ένεκα ειδικών οικιστικών συνθηκών, είναι δυνατό να μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα για τη στέγαση των λοιπών υπαλλήλων της εξωτερικής υπηρεσίας, στην περίπτωση αυτή, όμως, θα εκπίπτεται το ένα τρίτο του καταβαλλόμενου στους υπαλλήλους αυτούς επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Με την Φ 083-58/1988 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας, Εξωτερικών και Οικονομικών, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.1256/1982 και 3 παρ. 8 του 1288/1982 και κυρώθηκε με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1884/1990, καθορίστηκε το παραπάνω επίδομα για τους προϊσταμένους των διπλωματικών και προξενικών αρχών και για τους λοιπούς υπαλλήλους όλων των κλάδων και ορίστηκε επί πλέον στο κεφάλαιο Γ' αυτής ότι στους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος που καθορίστηκε γι' αυτούς αυξάνεται κατά 10%, κατά τις αναφερόμενες εκεί διακρίσεις. Με τις παράγ. Ε' και ΣΤ' της παραπάνω ΚΥΑ, ορίζεται ότι σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη, για κάθε παιδί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 1504/1984. Το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής του επί συμβάσει εν γένει προσωπικού μπορεί να μειώνεται με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, εφόσον συντρέχουν ειδικοί γι' αυτό λόγοι. Ακολούθως, με την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ 2900/1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας και Εξωτερικών, χορηγήθηκε επίδομα στέγασης που ανέρχεται σε προσαύξηση 10% του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής στους μόνιμους υπαλλήλους του Διοικητικού Κλάδου Γεν. Καθηκόντων, του Κλάδου Τεχνικών Επικοινωνιών, του Κλάδου Διοικητικών Γραμματέων και του Κλάδου βοηθητικού προσωπικού, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 132 παρ. 2 του ν.419/1976. Με τη 2001800/185/0022/17-3-1993 ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών, τροποποιήθηκε η παραπάνω παράγραφος Γ' της Φ 083-58/ 1988 και ορίστηκε ότι σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους όλων των κλάδων και κατηγοριών του Υπουργείου Εξωτερικών το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής αυξάνεται από 1-1-1993 κατά ποσοστό 6% στο επίδομα του πρέσβη για κάθε παιδί ηλικίας μέχρις 6 ετών, κατά ποσοστό 8% για κάθε παιδί ηλικίας 7 έως 12 ετών και κατά ποσοστό 14% για κάθε παιδί ηλικίας 13 έως 18 ετών. Τα παραπάνω ποσοστά αυξήθηκαν σε 8, 12 και 16%, αντίστοιχα, από 1.1.2001, με την 083/ΕΥΑ/ΑΣ 11254/ 22.1.2001 ΚΥΑ. Με την τελευταία καθορίστηκε ότι : "Στους υπαλλήλους του Διπλωματικού κλάδου, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 20% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως, εκτός του αρχαιοτέρου εκ των Συμβούλων Πρεσβείας ή του μοναδικού που υπηρετεί σε Πρεσβεία ή Μόνιμη Αντιπροσωπεία, του οποίου το ποσοστό αυξάνεται κατά 30%, αποκλειομένων από τη ρύθμιση αυτή των τυχόν λαμβανόντων επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής ανωτέρας βαθμίδας. Στους μόνιμους υπαλλήλους των λοιπών κλάδων, εφόσον δεν παρέχεται δωρεάν κατοικία από το Δημόσιο, το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής προσαυξάνεται κατά 10% επί του επιδόματος του Προϊσταμένου/Πρέσβεως". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 135 §§ 4 και 5 του ν. 2594/1998, δηλαδή του από 24-3-1998 ισχύοντος νέου Οργανισμού του Υπ. Εξωτερικών, προς αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα παρέχεται σε συνάλλαγμα επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, αναλόγως του κλάδου και του βαθμού. Το επίδομα αυτό προσαυξάνεται αναλόγως των ποσοστών που ορίζονται για τα οικογενειακά βάρη και τη στέγαση. Το επίδομα αυτό καθορίζεται εκάστοτε για τους με πρεσβευτικό βαθμό υπαλλήλους του Υπ. Εξωτερικών με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών, για δε τους λοιπούς υπαλλήλους καθορίζεται με την ίδια ΚΥΑ σε ποσοστό επ' αυτού το οποίο έχει καθοριστεί για τους υπαλλήλους με πρεσβευτικό βαθμό. Με το άρθρο 129 §§ 2 και 5 του παραπάνω νόμου στις αρχές του εξωτερικού ορίζονται με ΠΔ θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Στις θέσεις αυτές προσλαμβάνονται, επιτοπίως, μόνιμοι κάτοικοι της χώρας, όπου εδρεύει η συγκεκριμένη αρχή. Με την ΚΥΑ των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών για την πρόσληψή τους καθορίζεται και το ύψος της αντιμισθίας των ανωτέρω υπαλλήλων. Η πρόσληψη γίνεται με σύμβαση καταρτιζόμενη από τον προϊστάμενο της αρχής. Οι, κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία διατηρούν το συμβατικό καθεστώς τους, μέχρι την καθ' οιονδήποτε χρόνο λήξη του, οπότε οι οργανικές θέσεις τους μετατρέπονται σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και εξακολουθούν να αμείβονται όπως μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Ειδικά, για όσους από αυτούς ελάμβαναν το επίδομα υπηρεσίας στην αλλοδαπή, το ύψος αυτού μπορεί να αναπροσαρμόζεται, με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της αρχής, στην οποία υπηρετούν. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, κατ'αρχήν, ότι τα προβλεπόμενα στις ανωτέρω Κ.Υ.Α. ποσοστά αύξησης για δαπάνες στέγασης δεν αποτελούν ξεχωριστό επίδομα, αλλά αύξηση του καταβαλλομένου επιδόματος Υπηρεσίας Αλλοδαπής, το οποίο καταβάλλεται και στο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό της εξωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που οι κείμενες διατάξεις προβλέπουν για την καταβολή του. Οι εκδιδόμενες, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 131 § 11 του ν. 419/1976 ή του άρθρου 135 § 5 του ν. 2594/1998, κοινές υπουργικές αποφάσεις, που καθορίζουν ή αυξάνουν το επίδομα αυτό με βάση τα οριζόμενα στους εξουσιοδοτικούς αυτούς νόμους κριτήρια και μέσα στα διαγραφόμενα πλαίσια, δεν είναι δυνατό να διακρίνουν τους υπαλλήλους σε κατηγορίες που δεν προβλέπονται από τους εξουσιοδοτικούς νόμους, όπως είναι η διάκριση αυτών σε μόνιμους, που συνδέονται με το Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου και σε υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου και να αυξήσει το επίδομα μόνο στους πρώτους, αποκλείοντας τους δεύτερους. Οι αποφάσεις, συνεπώς, που στηρίζονται αποκλειστικά στην ανωτέρω διάκριση για να αυξήσουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής μόνο των μόνιμων υπαλλήλων, βρίσκονται έξω από τα όρια της προαναφερόμενης νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρ. 43 § 2 του Συντάγματος) και κατά το μέρος που εξαιρούν από την αύξηση αυτή τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου είναι ανίσχυρες. Όμως, η προαναφερόμενη ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ2900/1993 κοινή υπουργική απόφαση, που αφορά τις δαπάνες στέγασης, δεν αυξάνει το ποσοστό του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής όλων των μονίμων υπαλλήλων που υπηρετούν στο εξωτερικό και για τους οποίους δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου κατοικία, αλλά μόνο των μόνιμων υπαλλήλων, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και συνεπώς, ανεξάρτητα από το αν η εν λόγω ρύθμιση καλύπτεται από τις διατάξεις για την απόσπαση ή είναι στο σύνολό της εκτός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 131 § 1 του Ν.419/1976, που δεν παρέχει τη δυνατότητα τροποποίησης της αντίθετης διάταξης του άρθρου 132 § 2 του νόμου, θέμα ανισχύρου της εν λόγω ρύθμισης δεν μπορεί να τεθεί για τους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου, που δεν αποσπάσθηκαν σε Αρχή του εξωτερικού, αλλά προσλήφθηκαν, επιτοπίως, από τον προϊστάμενο της Αρχής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 68 του άνω Νόμου. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι με τις προδιαληφθείσες εξουσιοδοτικές διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του άρθρ. 131 του ν. 419/1976, δόθηκε η εξουσία αρχικά στο Υπουργικό Συμβούλιο και μετέπειτα στους Υπουργούς Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εξωτερικών και Οικονομικών (άρθρ. 25 § 1 ν. 1884/1990, Α' 81 και άρθρ. 12 § 1 ν. 1256/1982, Α' 65), όπως με κοινή υπουργική απόφαση τους καθορίζουν το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής και προβαίνουν σε αύξηση του επιδόματος αυτού κατά ποσοστό για δαπάνες στέγασης (η οποία αύξηση για την αιτία αυτή συνιστά στην ουσία αύξηση του εν λόγω επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής), σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγ. 10 του ιδίου άρθρου 131 ν. 419/1976 κριτήρια και μέσα στα διαγραφόμενα από τον ως άνω νόμο πλαίσια. Με βάση δε την παρεχόμενη από τις ως άνω διατάξεις εξουσιοδότηση, μπορεί η εκδιδόμενη κοινή υπουργική απόφαση να καθορίζει σε διαφορετικό ύψος ή να αυξάνει σε διαφορετικό ποσοστό το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής για ορισμένους υπαλλήλους που έχουν ανάγκη στέγασης στο εξωτερικό. Επομένως, σύμφωνα με την έννοια της εξουσιοδότησης, ευρίσκεται εντός των ορίων αυτής η κατά ποσοστό 10% επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του Πρέσβεως αύξηση, λόγω στέγασης, του επιδόματος αυτού μόνο για τους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, που αποσπώνται σε Αρχή του εξωτερικού και εφόσον δεν μισθώνεται σε βάρος του Δημοσίου οίκημα, ρύθμιση στην οποία προέβη η ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ.2900/5.4.1993 κοινή υπουργική απόφαση. Τούτο, γιατί η απόσπαση του υπαλλήλου στο εξωτερικό γίνεται για την εξυπηρέτηση ειδικής υπηρεσιακής ανάγκης και για βραχύ χρονικό διάστημα τριών έως έξι το πολύ μηνών (άρθρ. 107 ν. 419/1979), με αποτέλεσμα ο υπάλληλος αυτός να αντιμετωπίζει αναγκαίως άμεσες και αυξημένες δαπάνες στέγασης σε σχέση με τον υπηρετούντα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην αλλοδαπή, κατόπιν πρόσληψης ή μετάθεσης ή με οποιοδήποτε άλλο, πλην απόσπασης, νόμιμο τρόπο, ο οποίος έχει εξαρχής ρυθμίσει τις δαπάνες του για στέγαση στα πλαίσια του χορηγούμενου επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής. Οι αυξημένες δε αυτές δαπάνες για στέγαση του αποσπώμενου υπαλλήλου δικαιολογούν την, κατά 10%, επαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής του υπαλλήλου αυτού και τη διαφοροποίησή του από τους, κατ' άλλο τρόπο, υπηρετούντες στο εξωτερικό συναδέλφους του, οι οποίοι δεν δικαιούνται της επαύξησης αυτής, την οποία η κοινή υπουργική απόφαση ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ/ 2900/93 χορήγησε μόνο στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, που αποσπώνται σε Αρχές του εξωτερικού και όχι στους εκεί υπηρετούντες κατόπιν πρόσληψης ή μετάθεσης ή άλλο παρόμοιο νόμιμο τρόπο. Διότι, η ρύθμιση αυτή βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης του άρθρ. 131 §§ 10 και 11 του ν. 419/1976 και δεν αντιβαίνει προς την αρχή της ισότητας, εφόσον δικαιολογείται λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι σε σχέση με άλλους υπαλλήλους, οι οποίοι μετατέθηκαν ή προσλήφθηκαν και υπηρετούν στο εξωτερικό σε άλλου είδους (πλην απόσπασης) υπηρεσιακή σχέση (Α.Ε.Δ.14/2005,ΑΠ 251/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης, από 2-6-2004, αγωγής της, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι την 12-7-1997 προσλήφθηκε από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ως ιδιαιτέρα γραμματέας του Πρέσβη της Ελληνικής Πρεσβείας της Οττάβας του Καναδά, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που υπογράφηκε μεταξύ αυτής και του διευθύνοντος την Πρεσβεία, κατά τη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 2 του ν. 419/1976 και ότι από 21-1-2003 έχει καταταγεί σε μόνιμη θέση κλάδου Διοικητικής Λογιστικής και Γραμματειακής Υποστήριξης στον Ε' βαθμό. Με βάση δε τα παραπάνω ζήτησε να υποχρεωθεί το τελευταίο να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 134.604 δολαρίων ΗΠΑ, για προσαυξήσεις επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω οικογενειακών βαρών και στέγασης, που δεν της κατέβαλε, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 21-1-2003. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι με την Φ. 2218.21/ 1/ΑΣ791/12- 3-1996 Πράξη Πρόσληψης του Πρέσβη της Ελλάδας στην Οττάβα του Καναδά, Ι. Θ., η ενάγουσα προσλήφθηκε από το εναγόμενο, σε κενή οργανική θέση Ιδιαιτέρας Γραμματέως στην Πρεσβεία της Ελλάδας στην Οττάβα του Καναδά, δυνάμει της από 12 Ιουλίου 1997 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Οττάβα του Καναδά, σε εκτέλεση της παραπάνω πράξης πρόσληψης μεταξύ αυτής και του ως άνω Πρέσβη, ο οποίος ενεργούσε ως εκπρόσωπος του εναγομένου. Με αυτή τη σύμβαση (άρθρο 1) ορίστηκε ότι θα καταβάλλεται στην ενάγουσα, μηνιαία αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ.4 του Ν.419/76, δηλαδή, ποσό αντίστοιχο ΅ε το ΅ισθό του βαθ΅ού του Διοικητικού Γρα΅΅ατέα Ε' Τάξης, του κλάδου Διοικητικών Γρα΅΅ατέων του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και το παρεχόμενο επίδο΅α υπηρεσίας αλλοδαπής στους υπαλλήλους του κλάδου αυτού. Η ενάγουσα απασχολήθηκε στο εναγό΅ενο ΅ε την παραπάνω ιδιότητα ΅έχρι την 21-1-2003, οπότε κατατάχθηκε σε ΅όνι΅η θέση του κλάδου Διοικητικής Λογιστικής και Γρα΅΅ατειακής Υποστήριξης στον Ε' βαθ΅ό. Κατά το χρόνο της πρόσληψης της ζούσε ΅όνι΅α στον Καναδά, είχε την Καναδική υπηκοότητα και διέθετε καναδικό διαβατήριο, ενώ κατείχε και δίπλω΅α στην προσχολική αγωγή του George Brown College στο Τορόντο του Καναδά, είχε διατελέσει δασκάλα ελληνικής γλώσσας και πολιτιστικής κληρονο΅ιάς στα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητος Μητροπολιτικού στην ίδια περιφέρεια και στα Συ΅βούλια Παιδείας East York, North York του Τορόντο και ακό΅η είχε εργασθεί ως εκπαιδευτική βοηθός και υπεύθυνη γραμματείας στο δη΅οτικό σχολείο Fran Kland Logan Ave, της ίδιας περιοχής του Καναδά. Καθ' όλο δε το επίδικο χρονικό διάστη΅α της απασχόλησής της λά΅βανε ποσό 3.100 δολαρίων ΗΠΑ και αποδοχές εσωτερικού, στις οποίες περιλα΅βανόταν και επίδο΅α τέκνων, ποσού 17,61 ευρώ για κάθε τέκνο, ανάλογα με τα πιστοποιητικά σπουδών που προσκόμιζε στην υπηρεσία, καθώς και το επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής, όχι, όμως, και την προσαύξηση σ' αυτό, λόγω στέγασης και λόγω τέκνων. Στη συνέχεια, δέχθηκε, ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 21-1-2003, ύψους 17.500 δολαρίων ΗΠΑ, διότι η ενάγουσα δεν είχε την ιδιότητα της "αποσπασμένης" υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών σε αρχή του εξωτερικού, αλλά την ιδιότητα υπαλλήλου, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλου, προσληφθέντος, επιτοπίως, στην αλλοδαπή και ως εκ τούτου δεν έχει δικαίωμα να λάβει μέχρι την 22-1-2001, την προβλεπόμενη, από την ΣΤ1/Μ/Φ.083-13/ΑΣ2900/ 5-4-1993 κοινή υπουργική απόφαση, προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης. Αλλά και ΅ετά ταύτα, ΅ε την έκδοση της προαναφερόμενης 083/ΕΥΑ/ΑΣ11254/22-1-2001 κοινής υπουργικής απόφασης, δεν δικαιούται την αξιού΅ενη προσαύξηση επί του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, δεδομένου, ότι η εν λόγω απόφαση αναφέρεται σε χρόνο, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2594/1998, δηλαδή ΅ετά την 24-3-1998. Έτσι, η χορηγηθείσα ΅ε αυτήν προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, λόγω στέγασης, δεν περιλαμβάνει τους επί συ΅βάσει ιδιωτικού δικαίου προσλαμβανόμενους, επιτοπίως, στην αλλοδαπή υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, καθόσον για τους τελευταίους, ΅ετά την 24-3-1998, ισχύει η ειδική διάταξη του άρθρου 129 παρ.5 εδ. β' του ν. 2594/1998, η οποία προβλέπει διαφορετικό τρόπο και διαδικασία αναπροσαρμογής του πιο πάνω επιδόματος στο προσωπικό αυτό. Με τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά τις αντίστοιχες διατάξεις και απέρριψε την αγωγή, ως προς το προαναφερόμενο κεφάλαιο της, ως μη νόμιμη. Με την κρίση του αυτή το εφετείο, δεν παραβίασε τις διατάξεις των ν. 419/1976 και 2594/1998, ούτε αυτές των άρθρων 4 §1 και 22 §1 εδ. β' και 43 του Συντάγματος, 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ, 99/70/ΕΚ οδηγίας, που θεσπίζουν τις αρχές της ισότητας της αμοιβής, για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, υπό τις αυτές συνθήκες, καθόσον η παροχή διαφορετικής αμοιβής και εν γένει η διαφορετική μισθολογική μεταχείριση των υπαλλήλων του εναγομένου, που έλαβαν προσαύξηση για αντιμετώπιση δαπανών στέγασης, έναντι της ενάγουσας δικαιολογείται, λόγω παροχής διαφορετικής κατά περιεχόμενο και προϋποθέσεις εργασίας και γενικά λόγω διαφορετικών συνθηκών (από άποψη πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης κ.λπ.), υπό τις οποίες τελούν καθεμία από τις κατηγορίες των προαναφερόμενων υπαλλήλων, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), από την οποία πηγάζει η υποχρέωση σεβασμού της περιουσίας του νομικού ή φυσικού προσώπου και 2 §§ 3 και 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το ν. 2462/1997, που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας, αφού, ενόψει των εκτεθέντων, η επίδικη απαίτηση δεν καθίσταται απαιτητή και δεν υπάρχει νόμιμη προσδοκία βάσει του ισχύοντος, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δικαίου ότι θα ικανοποιηθεί δικαστικά. Όπως ήδη αναφέρθηκε, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 129 του ν. 2594/1998, οι κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούντες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εξωτερική υπηρεσία του Υπουργείου εξωτερικών, όπως η αναιρεσείουσα, διατηρούν το συμβατικό καθεστώς τους μέχρι την καθ' οιονδήποτε χρόνο λήξη του.
Συνεπώς, η αναιρεσείουσα θα δικαιούταν την επίμαχη προσαύξηση και μετά την έναρξη της ισχύος του νεότερου Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ν. 2594/1998), μόνο αν, κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, τη δικαιούταν. Αυτό όμως δεν συνέβη, αφού, η αναιρεσείουσα, που δεν ανήκει στην κατηγορία των αποσπασθέντων στο εξωτερικό υπαλλήλων, δεν δικαιούταν, κατά την έναρξη της ισχύος του νεότερου Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ν. 2594/1998), την προσαύξηση για την αντιμετώπιση των δαπανών στέγασης, που χορηγήθηκε με την ισχύουσα, κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του νόμου αυτού, ΣΤ1/Μ/Φ. 083-13/ΑΣ. 2900/1993 ΚΥΑ. Επομένως, ο, περί του αντιθέτου, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ , πρώτος, λόγος αναίρεσης, που αφορά το προαναφερθέν κονδύλιο των δαπανών στέγασης, είναι αβάσιμος, καθώς και ο τρίτος, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλήρεις, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της, ως προς τη ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Από την διάταξη του άρθρου 4§1 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει ότι το Σύνταγμα θεσπίζει την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (Ολ. ΑΠ 23/2004). Εξάλλου, το άρθ. 20 του Συντάγματος, το οποίο εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας, με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη δίκη, δεν στερεί τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία, να θεσπίζει ειδικές ρυθμίσεις για το Δημόσιο και ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση του Δημοσίου, το οποίο από τη φύση του έχει αποστολή και έργο την εξυπηρέτηση των πολιτών και στου οποίου την περιουσία και οικονομική κατάσταση συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες με την καταβολή φόρων. Το συμφέρον αυτό, πρωτίστως, εξυπηρετεί η διάταξη του άρθρου 21 του δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26.6/10.7.1944), με την οποία ορίζεται ότι ο νόμιμος και της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του Δημοσίου ανέρχεται σε 6% ετησίως και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στο Δημόσιο να καταβάλλει με την ιδιότητα του οφειλέτη επί υπερημερίας ποσοστό τόκου (6%) μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση, η οποία υπαγορεύεται από τον ανωτέρω σκοπό και δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις, ούτε προς τις διατάξεις του Συντάγματος των άρθ. 17 περί προστασίας της ιδιοκτησίας και 25 για τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και μέλους του κοινωνικού συνόλου, αυτές του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που προστατεύει την περιουσία του δανειστή, αλλά ούτε και προς τα άρθρα 2§3, 14§1 και 26 του διεθνούς συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αφού η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου είναι αναγκαία για να είναι τούτο σε θέση να εκπληρώνει απρόσκοπτα τους ως άνω σκοπούς του προς εξυπηρέτηση των πολιτών (Ολ. ΑΠ 3/2006). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο επιδίκασε στην αναιρεσείουσα τις γενόμενες δεκτές αξιώσεις της με τον προβλεπόμενο για τις αξιώσεις κατά του Δημοσίου νόμιμο τόκο υπερημερίας 6%. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, κατά το αντίστοιχο μέρος του. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (διάταγμα της 26-6/10-7-1944), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα "Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, για την έναρξη της τοκογονίας των οφειλών του Δημοσίου απαιτείται (και αρκεί) η δημιουργία της επιδικίας, από την οποία λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή μη της απαίτησης για χρηματική παροχή έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Η επιδικία αρχίζει με την επίδοση της αγωγής και, εφ' όσον ο νόμος δεν διακρίνει, ως αγωγή νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, αλλά και η αναγνωριστική (ΑΕΔ 7/2011). Δεν είναι, όμως, δυνατή η έναρξη της τοκογονίας από προγενέστερο χρονικό σημείο, διότι, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αυτό ρητώς έχει αποκλεισθεί, χωρίς ο αποκλεισμός να εισάγει δυσμενή διάκριση, αφού προστατεύει τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος όλων των πολιτών, ως τοιούτων νοουμένων όχι μόνο αυτών που επιδιώκουν ικανοποίηση από συγκεκριμένη επιδικία, αλλά και όσων προσδοκούν την απόλαυση κοινωνικών αγαθών από την κρατική οικονομική ευρωστία. Για την ίδια αιτία, η εν λόγω υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε με τις διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που αποβλέπουν στην προστασία της περιουσίας παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, όταν αυτή δεν είναι αντίθετη προς το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον (πρβλ. Ολ. ΑΠ 3/2006), ούτε στις διατάξεις της 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, κατά μείζονα δε λόγο στις διατάξεις των άρθ. 341, 345, 648, 649 και 655 ΑΚ. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών τις γενόμενες δεκτές αξιώσεις της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου επιδίκασε με το νόμιμο, ως άνω, τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής και όχι από την γένεση αυτών. Με την κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και επομένως είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το αντίστοιχο μέρος του. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 18-11-2010, αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναίρεση της 1855/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2014
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ