Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Λαθρομεταναστών μεταφορά, Δήμευση.
Περίληψη:
Μεταφορά - προώθηση αλλοδαπών στη χώρα (άρθρο 55 παρ. 1 εδ. α΄ Ν. 2910/2001 όπως ισχύει με το άρθρο 37 Ν. 3153/2003). Δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος. Αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Ταυτότης εγγράφων - εφόσον στην πραγματικότητα ανεγνώσθησαν δεν δημιουργείται ακυρότητα από το πως αναφέρονται. Δήμευση μεταφορικού μέσου λαθρομεταναστών. Αναιρεί διότι δεν χρησιμοποιήθηκε το αυτοκίνητο για την λαθρομεταφορά.
Αριθμός 2167/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο (ο οποίος ορίσθηκε, προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με την 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 491/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1019/2007.
Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 εδ. α' Ν. 2910/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 Ν. 3153/2003 "...... οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο .........". Από αυτά προκύπτει: α) ότι θεσμοθετείται ποινικό αδίκημα υπαλλακτικώς μικτό, το οποίο πραγματοποιείται με έκαστον εκ των ανωτέρω τρόπων από τα πρόσωπα που αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, γνωρίζοντας την αυθαίρετη είσοδό τους ως λαθρομεταναστών, β) ότι για την τέλεση του αδικήματος της μεταφοράς ή της προωθήσεως στο εσωτερικό της χώρας ή της διευκολύνσεως της μεταφοράς ή προωθήσεως αλλοδαπού, μη έχοντος δικαίωμα εισόδου στο εσωτερικό της χώρας, απαιτείται υποκειμενικώς δόλος είτε άμεσος είτε ενδεχόμενος.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων εθεμελιώθησαν ταύτα και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφηρμόσθη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος και γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε ιδιαίτερα εξ ενός εκάστου αυτών, αρκεί ωστόσο να προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο τινά, για να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου μεμονωμένα και μεταξύ των, διότι ούτω πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ. ΑΠ 1/2005). Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ για την θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, απαιτείται όμως να διαλαμβάνεται σε αυτή το παράνομο της εισόδου των αλλοδαπών στο Ελληνικό έδαφος και η περί αυτού γνώση του υπαιτίου της πράξεως, (εκτός εάν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και σ' αυτό). Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, έστω και αν αποτελεί αντιγραφή του τελευταίου, εφόσον σ' αυτό παρατίθενται λεπτομερή πραγματικά περιστατικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως, ανάγνωση πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και προσεκομίσθησαν, κατάθεση μαρτύρων υπερασπίσεως, απολογία κατηγορουμένων στο ακροατήριο) (εδέχθη) τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 26.4.2005 στη ... χιλιομετρική θέση της επ. οδού Αμυνταίου - Καστοριάς, ο πρώτος από πρόθεση μετέφερε προς το εσωτερικό της χώρας (είναι ο μη εδώ αναιρεσείων Χ2) και ο δεύτερος των κατηγορουμένων (είναι ο εδώ αναιρεσείων Χ1) με πρόθεση διευκόλυνε την μεταφορά προς το εσωτερικό της χώρας αλλοδαπών, οι οποίοι δεν είχαν τα απαιτούμενα κατά το Νόμο ταξιδιωτικά έγγραφα και ως εκ τούτου δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος και είχαν εισέλθει προηγουμένως παράνομα στη Χώρα. Ειδικότερα, κατελήφθησαν πλησίον της ... χλμ θέσης της Επ. οδού Αμυνταίου- Καστοριάς, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος Χ2) να οδηγεί το με αριθμ. κυκλ. ..... Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, μάρκας ΤΟΥΟΤΑ COROLLA, χρώματος θαλασσί, ιδιοκτησίας του, και να μεταφέρει με αυτό τους πρωτοδίκως συγκατηγορούμενούς του αλλοδαπούς (Αλβανούς υπηκόους) κατευθυνόμενος προς το εσωτερικό της χώρας (προς Θεσσαλονίκη) και ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ1) να οδηγεί το με αριθμ. κυκλ. ..... ΔΧΕ αυτοκίνητο (ΤΑΞΙ), ιδιοκτησίας του, και να προπορεύεται "ως προπομπός" του ως άνω αναφερόμενου ΙΧΕ αυτοκινήτου, προκειμένου να του γνωρίζει τα επικείμενα σημεία ελέγχου, καθόσον το ΙΧΕ αυτοκίνητο ακολουθούσε το προπεριγραφόμενο ΔΧΕ αυτοκίνητο (ΤΑΞΙ), μεταφέροντας με οδηγό τον πρώτο κατηγορούμενο τους πρωτοδίκως συγκατηγορούμενούς τους αλλοδαπούς (Αλβανούς υπηκόους), οι οποίοι προηγουμένως είχαν εισέλθει παράνομα στη χώρα με τα πόδια (πεζή) από αφύλακτο ορεινό σημείο της Ελληνοαλβανικής μεθορίου της ευρύτερης περιοχής της ....., χωρίς να υποβληθούν σε αστυνομικό και τελωνειακό έλεγχο και εκτός των ελεγχόμενων μεθοριακών διαβάσεων με οδηγό Αλβανό υπήκοο, όπου και παρελήφθησαν από τον πρώτο κατηγορούμενο, που τους ανέμενε, και επιβιβάστηκαν στο όχημά του με προορισμό την Θεσσαλονίκη, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος ανέμενε πλησίον του σημείου επιβίβασης των αλλοδαπών στο όχημα του πρώτου κατηγορουμένου και κατά την προσέγγιση αυτού στην ανωτέρω Ε.Ο. άρχισε να προπορεύεται.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των ως άνω πράξεων, κατά πλειοψηφία (άρθρο 370 περ. α' Κ.Π.Δ.), να τους αναγνωρισθούν, όμως, οι ελαφρυντικές περιστάσεις, του μεν πρώτου, ότι έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρο 84&2α Π.Κ.), του δε δευτέρου, ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (84&2ε Π.Κ.). Μετά ταύτα εκήρυξε ένοχο, κατά πλειοψηφία, τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα της αξιοποίνου πράξεως της διευκολύνσεως της μεταφοράς στο εσωτερικό της χώρας αλλοδαπών οι οποίοι δεν είχαν τα νόμιμα έγγραφα εισόδου στη χώρα και, αφού ανεγνώρισε την συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για κάθε μεταφερόμενο εκ των τριών ατόμων και συνολικώς ποινή φυλακίσεως δέκα τεσσάρων (14) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως. Με αυτά που εδέχθη η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε την απαιτουμένη κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού διέλαβε σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του άνω εγκλήματος, για το οποίο και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα επί των οποίων εστηρίχθη προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 Ν. 2910/2001, ως ισχύει μετά το άρθρο 37 Ν. 3153/2003, την οποίαν ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε. Ειδικότερα αναφέρει τον δόλο του αναιρεσείοντος, δεχθείσα ότι αυτός εγνώριζε ότι οι μεταφερόμενοι ήσαν αλλοδαποί και δεν διέθεταν τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα και ως εκ τούτου δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα, είχαν δε εισέλθει παράνομα στο Ελληνικό έδαφος, γνώση η οποία προκύπτει από τον σχεδιασμό της όλης επιχειρήσεως, από την υπ' αυτού εκτέλεση του έργου του προπομπού με το ΔΧΕ αυτοκίνητο ΤΑΞΙ με υποχρέωση ειδοποιήσεως του ετέρου κατηγορουμένου που ακολουθούσε για τα πιθανά σημεία ελέγχου καθ' οδόν.
Για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ότι προσδιορίζονται στην πληττομένη απόφαση τα αποδεικτικά μέσα κατά κατηγορίες, δεν απητείτο δε αναλυτική παράθεσή τους, ούτε και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των, κατά τα άνω εκτεθέντα.
Συνεπώς, ο σχετικός λόγος της αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση, εκ του ότι δεν εκτίθεται στην απόφαση η γνώση περί του παρανόμου της εισόδου των αλλοδαπών, ως και τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, οι συλλογισμοί και οι αποδείξεις, από τα οποία συνήχθη η κρίση περί ενοχής, ως και του ότι το σκεπτικό αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, προς δε και ο λόγος περί εσφαλμένης ερμηνείας της διατάξεως του άρθρου 55 Ν. 2910/2001, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξ άλλου, υπό την επίφαση ελλείψεως αιτιολογίας, η από τον αναιρεσείοντα διάφορος εκτίμηση και αποδεικτική αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και εγγράφων, ως πλήττουσα την περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ιδίου Κώδικος, προκύπτει ότι η λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν ανεγνώσθησαν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, διότι ούτως αποστερείται ο κατηγορούμενος της δυνατότητος να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις ή παρατηρήσεις σχετικές με τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Εξ άλλου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως το περιεχόμενο του εγγράφου, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του, πρέπει πάντως να αναφέρονται τα προσδιοριστικά της ταυτότητός του στοιχεία, ώστε να προκύπτει ποίο έγγραφο ανεγνώσθη και εις ποίον έγγραφον εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου. Η αναγραφή όμως στα πρακτικά των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο του δικαστηρίου εγγράφων, όχι με όλα τα στοιχεία της ταυτότητος και του περιερχομένου τους, αλλά μόνο με τα στοιχεία εκείνα που είναι αρκετά για τον προσδιορισμό τους, δεν θεμελιώνει λόγον απολύτου ακυρότητος της διαδικασίας στο ακροατήριο και δεν ιδρύει τον σχετικόν λόγον αναιρέσεως, διότι, εφ' όσον στην πραγματικότητα συνετελέσθη η ανάγνωση των εγγράφων, παρεσχέθη στον κατηγορούμενο η δυνατότης να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις ή εξηγήσεις σχετικές με αυτά τα αποδεικτικά μέσα, δεδομένου μάλιστα ότι λογικώς η δυνατότης του αυτή δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο παρατίθενται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά από το εάν ανεγνώσθησαν ή όχι.
Στην προκειμένη περίπτωση, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση απόλυτη ακυρότητα, διότι διέλαβε στα ταυτάριθμα με αυτήν πρακτικά συνεδριάσεως ως αναγνωσθείσα, μεταξύ άλλων, και "την από 3.12.2004 ένορκη δήλωση". Όμως, με την αναφορά με τα στοιχεία αυτά του εγγράφου, (το οποίον, ειρήσθω, δεν είναι ένορκος εξέταση μάρτυρος, ούτε ένορκος βεβαίωση), που ανεγνώσθη στο ακροατήριο, έγινε γνωστό στον κατηγορούμενο το περιεχόμενό του και του παρεσχέθη η δυνατότης να προβεί σε έκθεση των απόψεων και παρατηρήσεών του, αφού ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του δεν εναντιώθησαν στην ανάγνωση, ούτε αντέλεξαν σ' αυτή και συνεπώς ουδεμία αμφιβολία εδημιουργήθη αναφορικώς με το είδος και την ταυτότητα της ενόρκου αυτής δηλώσεως, πέραν του ότι εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ότι αυτή ελήφθη υπ' όψη κυρίως (και όχι διηγηματικώς) για την ενοχή του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί απολύτου ακυρότητος, εκ της άνω πλημμελείας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 Ν. 2910/2001, όπως ετροποποιήθη με το άρθρο 37 Ν. 3153/2003, με την απόφαση του δικαστηρίου δημεύονται τα μεταφορικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την μεταφορά προσώπων, εκτός αν ο κύριος των μέσων αποδείξει ότι δεν γνώριζε το σκοπό για τον οποίο αυτά χρησιμοποιήθηκαν. Εξ αυτής προκύπτει ότι η απαίτηση προς επιβολή της δημεύσεως των ως άνω μεταφορικών μέσων με την καταδικαστική απόφαση, εφ' όσον τα δημευτέα ανήκουν στην ιδιοκτησία του αυτουργού ή των συμμετόχων των προβλεπομένων στο άρθρο αυτό αξιοποίνων πράξεων, καθιστά τη δήμευση παρεπομένη ποινή, η οποία επιβάλλεται από τον νόμο υποχρεωτικώς σε περίπτωση καταδίκης του κυρίου τους, η εν λόγω δε διάταξη, ως ειδική ειδικού ποινικού νόμου, κατισχύει των γενικών διατάξεων του άρθρου 76 ΠΚ. Περαιτέρω, η απόφαση που διατάσσει την δήμευση του μεταφορικού μέσου κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 55 Ν. 2910/2001, όπως ισχύει, έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφ' όσον διαλαμβάνεται σ' αυτήν ότι το μεταφορικό μέσο, που δημεύθηκε και προσδιορίζεται κατά τα στοιχεία του, εχρησιμοποιήθη για την τέλεση της προβλεπομένης στο άνω άρθρο μεταφοράς ή διευκολύνσεως της μεταφοράς ή προωθήσεως των λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της χώρας και ανήκει στην κυριότητα του αυτουργού ή των συμμετόχων που κατεδικάσθησαν για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας διέταξε, εκτός άλλων, και την δήμευση του υπ' αριθ. κυκλοφορίας ΤΑΕ 5854 ΔΕΧ αυτοκινήτου (ΤΑΞΙ) ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, το οποίο είχε κατασχεθεί με την από 27.4.2005 έκθεση κατασχέσεως αυτοκινήτου του Ανθυπαστυνόμου ..... του ΑΤ Αμυνταίου Φλώρινας. Σχετικά με τη δήμευση αυτή το δικαστήριο είπε: Επειδή, πρέπει, να επικυρωθεί η κατάσχεση, περί της οποίας η από 27-4-2005 έκθεση κατάσχεσης αυτοκινήτου, του Ανθ/μου ..... του Α.Τ. Αμυνταίου Φλώρινας και να διαταχθεί η δήμευση του κατασχεθέντος, ήτοι του υπ' αριθμ. κυκλοφ. ..... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου (ΤΑΞΙ), μάρκας DAIMLER - BENZ (MERCEDES), με αριθμό πλαισίου ..... και αριθμό κινητήρα ....., χρώματος ασημί, κατάσταση οχήματος καλή, ιδιοκτησίας του 2ου κατηγορουμένου (Χ1). Όμως η αιτιολογία αυτή της περί δημεύσεως αποφάσεως της προσβαλλομένης προδήλως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού είναι αντιφατική με την αιτιολογία της αποφάσεως περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και του συγκατηγορουμένου του και του τρόπου που χρησιμοποιήθηκε το μεταφορικό αυτό μέσο για την τέλεση της πράξεως υπ' αυτών, καταφανώς δε δεν προσήκει στον γενόμενο από αυτή (απόφαση) δεκτό τρόπο ενεργείας εκάστου εξ αυτών στην αξιόποινη πράξη, δια την οποίαν έκαστος κατεδικάσθη. Τούτο δε με δεδομένο, περαιτέρω ότι, όπως έγινε δεκτό, ο ίδιος ο αναιρεσείων δεν μετέφερε κανένα λαθρομετανάστη με το αυτοκίνητό του, αλλά τούτο το χρησιμοποίησε ως προπομπό του υπ' αριθ. κυκλοφορίας ..... ΙΧΕ αυτοκινήτου του συγκατηγορουμένου του Χ2, στο οποίο επέβαιναν οι τρεις αλλοδαποί, για να εξασφαλίσει την ασφαλή μεταφορά τους, ειδοποιών τον μεταφορέα συγκατηγορούμενό του για τα επικείμενα σημεία ελέγχου.
Συνεπώς, ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ, με τον οποίον προβάλλεται η αιτίαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, στο σκεπτικό της αποφάσεως για την δήμευση του υπ' αριθ. κυκλοφορίας ..... ΔΧΕ αυτοκινήτου (ΤΑΞΙ), ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 55 Ν. 2910/2001, όπως ισχύει, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση ως προς την περί δημεύσεως διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστάς, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), απορριφθεί δε κατά τα λοιπά η αναίρεση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθ. 491/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας και δη κατά την περί δημεύσεως του αυτοκινήτου του αναιρεσείοντος διάταξή της.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά την αναιρουμένη εις το σκεπτικό διάταξή της, στο ίδιο δικαστήριο. Και
Απορρίπτει την από 31.5.2007 αίτηση τού Χ1 κατά τα λοιπά.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ