Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1892 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική υπεξαίρεση. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία, ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ο λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 375 § 3 ΠΚ, εφόσον το Συμβούλιο στήριξε την περί ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του σε περιστατικά που θεμελιώνουν την ως άνω αξιόποινη πράξη και δεν έλυσε κανένα προδικαστικό ζήτημα υπαγόμενο κατά ρητή διάταξη νόμου στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Η διενέργεια ή μη συμπληρωματικής ανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική επί της ουσίας κρίση του δικαστικού Συμβουλίου και δεν συνιστά λόγο αναίρεσης η απόρριψη σχετικού αιτήματος. Δεν παράγουν δεδικασμένο οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων επί ζητήματος που έχει σχέση με την ποινική δίκη. Απορρίπτονται οι περί του αντιθέτου λόγοι αναίρεσης.




Αριθμός 1892/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1887/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1912/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 32/26.01.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Ι) Το συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ'αριθμ. 338/2008 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών τους Χ και Ζ για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως υπεξαίρεσης αντικειμένου η αξία του οποίου υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ) κατά συναυτουργία και κατεξακολούθηση κατά το χρονικό διάστημα από 29-10-1999 και από 12-11-1999 έως 12-1-2000 - 45, 98, 375 παρ. 1 εδ. γ - α ΠοινΚ- ήτοι σε βαθμό κακουργήματος.
Κατά του άνω βουλεύματος ο πρώτος κατηγορούμενος άσκησε την υπ'αριθμ. 111/11-3-2008 έφεση, η οποία απερρίφθη ως ουσία αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 1887/2008 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Ειδικώτερα το βούλευμα αυτό δέχθηκε, με καθολική, επιτρεπτή, αναφορά, στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών ότι, "από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, εκτιμώμενες καθ' εαυτές και στο σύνολο τους, σε συνδυασμό με τα έγγραφα (συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων υπομνημάτων των διαδίκων και της εκθέσεως εφέσεως), και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ' αριθμ. ... συμβολαιογραφικό έγγραφο του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Παπαθέου του Ιωάννη συστήθηκε μεταξύ του εγκαλούντος Ψ, του κατηγορουμένου Ζ και του Ξ ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "AGRONEF Γεωργοδενδροκτηνοτροφικές - Εμποροβιομηχανογεωργικές - Εισαγωεξαγωγικές Επιχειρήσεις - Ανώνυμος Εταιρία" και τον διακριτικό τίτλο "AGRONEF", με έδρα την ... και επί της οδού .... Το κεφάλαιο της εταιρίας ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των 35.100.000 δρχ. διαιρέθηκε σε 1.755 ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας 20.000 δρχ. εκάστη και έκαστος των ιδρυτών έλαβε 855 μετοχές, συνολικής αξίας 11.700.000 δρχ. Σκοπός της εταιρίας ήταν η αγορά εκτάσεως 555 στρεμμάτων κειμένης στη θέση "..." ... του Δήμου ... επ' ονόματι της, για την οποία έκταση είχε ήδη καταρτισθεί το υπ' αριθμ. ... προσύμφωνο αγοραπωλησίας, του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, η καλλιέργεια και παραγωγή οικολογικών αγροτικών προϊόντων, η ίδρυση και εκμετάλλευση ιχθυοτροφείου, η αναπαραγωγή θηραμάτων ατ/ρίων ζώων κ.λπ. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου από τον ίδιο τον εγκαλούντα και στη συνέχεια ο Ξ του κατέβαλε το αναλογούν σ' αυτόν ποσό των 11.700.000 δρχ. Τούτο δε προκύπτει τόσον από την έγκληση όσο και από την μαρτυρική κατάθεση του Ξ. Η κατάθεση του εν λόγω μετοχικού κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε την 2-11-1999 στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος από τον Ξ ως ιδρυτή της εταιρίας (βλ. σχετ. απόδειξη είσπραξης της Ε.Τ.Ε.). Με το από 3-3-2000 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.), που καταχωρήθηκε στο μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Αθηνών και δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμ. ... ΦΕΚ, το πρώτο Δ.Σ. της εταιρίας, αποτελούμενο από τους ιδρυτές της, συγκροτήθηκε σε σώμα με πρόεδρο τον Ξ, αντιπρόεδρο τον εγκαλούντα και διευθύνοντα σύμβουλο και εκπρόσωπο τον κατηγορούμενο Ζ. Στην πραγματικότητα όμως, από τη σύσταση της εταιρίας, με την διαχείρισή της ασχολούντο τόσον ο εκκαλών-κατηγορούμενος όσο και ο συγκατηγορούμενός του, οι οποίοι είναι αδελφοί και οι οποίοι άλλωστε εξ αρχής ενδιαφέρονταν για την αγορά και εκμετάλλευση της προαναφερομένης έκτασης. Ειδικότερα, ο εκκαλών- κατηγορούμενος, ο οποίος είναι δικαστικός λειτουργός Διοικητικών Δικαστηρίων με βαθμό Εφέτη, κρατούσε και ενημέρωνε τα βιβλία της εταιρίας, συνέτασσε αποδείξεις είσπραξης, ιδιωτικά συμφωνητικά, επιστολές κ.λπ. για τις ανάγκες λειτουργίας της εταιρίας και γενικά ήταν γνώστης και ρυθμιστής των δραστηριοτήτων αυτής και των μετόχων της. Σημειωτέον, ότι σύμφωνα με το άρθρο 41 του καταστατικού της εταιρίας ο Ξ κατέστη πληρεξούσιος των λοιπών, προκειμένου να υποβάλει τούτο προς έγκριση στην αρμόδια Νομαρχία και εκπροσωπήσει τους συμβαλλομένους έναντι της Νομαρχίας αυτής, καθώς και υπογράψει σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο για τυχόν συμπλήρωση, διόρθωση ή τροποποίηση του καταστατικού, επιβαλλόμενη από το νόμο κατά το στάδιο της εγκρίσεως (βλ. τις καταθέσεις του εγκαλούντος και του μάρτυρος Ξ, το καταστατικό, το Φ.Ε.Κ., τις από 14-10-1999, 15-10-1999 και 20-10-1999 χειρόγραφες αποδείξεις, την από 28-2-2000 επιστολή, 20 συναλλαγματικές έκδοσης του εκκαλούντος - κατηγορουμένου και αποδοχής του εγκαλούντος και την από 22-3-2002 εξώδικη πρόσκληση του Ξ προς τον εγκαλούντα, στην οποία σε ανύποπτο χρόνο γίνεται αναφορά στην παρουσία και στην συμμετοχή του εκκαλούντος- κατηγορουμένου στις συζητήσεις και στις συμφωνίες για την σύσταση της εταιρίας και την αγορά του ακινήτου). Όσον αφορά το ακίνητο, το οποίο σκόπευε να αγοράσει η εταιρία, το διαπραγματεύονταν προς αγορά από το έτος 1997 ο εκκαλών και ο κατηγορούμενος Ζ καθώς επίσης και η εταιρία του τελευταίου με την επωνυμία "..." με εμφανιζόμενη αγοράστρια αυτή (εταιρία). Επρόκειτο περί ιδιωτικής δασικής έκτασης, ιδιοκτησίας των ..., ..., ..., ... και ..., πληρεξούσιος δικηγόρος των οποίων ήταν ο Ξ. Εξαιτίας του δασικού χαρακτήρα της έκτασης απαιτείτο η έκδοση αδείας πώλησης, αποχαρακτηρισμού και εκχέρσωσης αυτής, την οποία ανάλαβαν ο εκκαλών και ο κατηγορούμενος Ζ και συντάχθηκε το υπ' αριθμ. ... προσύμφωνο πώλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Παπαθέου μεταξύ των ιδιοκτητών της έκτασης, των προαναφερομένων (εκκαλούντος και κατηγορουμένου Ζ) και του μάρτυρος Ξ ατομικά, με την ειδική συμφωνία της υπόσχεσης μεταβίβασης της εν λόγω έκτασης είτε στους τότε συμβαλλομένους είτε στην εταιρία του κατηγορουμένου Ζ είτε σε άλλη εταιρία, που θα συσταθεί. Έτσι, μετά την έκδοση όλων των αδειών συντάχθηκε το υπ' αριθμ. ... οριστικό συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου με αγοράστρια την εταιρία "AGRONEF" (βλ. την από 26-8-1997 αίτηση του Ξ προς το Δασαρχείο Λαμίας, την υπ' αριθμ. ... άδεια εκχέρσωσης και το υπ' αριθμ. 22/22-1-2001 πρακτικό της Επιτροπής Εκδίκασης ενστάσεων ΟΣΔΕ σε συνδυασμό με τα απολογητικά υπομνήματα εκκαλούντος και κατηγορουμένου Ζ).
Επειδή η νεοσύστατη εταιρία "AGRONEF" παρουσίαζε πρόβλημα ρευστότητας, ο εγκαλώ ν κατέβαλε για την συμμετοχή του στην εταιρία και την αγορά του ακινήτου της το χρηματικό ποσό των 60.000.000 δρχ. (176.082,17 ευρώ) σε τραπεζικές επιταγές και 40.000.000 δρχ. (117.388,11 ευρώ) σε ογδόντα (80) συναλλαγματικές αποδοχής του, εκ των οποίων τις σαράντα (40) ο ίδιος παρέδωσε στον εκκαλούντα και τον κατηγορούμενο Ζ και τις λοιπές σαράντα (40) στον Ξ. Ειδικότερα, κατέβαλε την 14-10-1999 ποσό 9.000.000 δρχ. ( 26.412,33 ευρώ) με την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας CITIBANK, την 15-10-1999 ποσό 16.000.000 δρχ. (46.955,25 ευρώ) με την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας και την 20-10-1999 ποσό 35.000.000 δρχ. ( 102.714,60 ευρώ) με τις υπ' αριθμ. ... και ... επιταγές των Τραπεζών CITIBANK και Εργασίας αντίστοιχα. Για τις καταβολές αυτές συντάχθηκαν τρεις αντίστοιχες χειρόγραφες αποδείξεις, τις οποίες συνέταξε ο εκκαλών - κατηγορούμενος, γεγονός που ομολογεί και ο ίδιος, και υπέγραψε ο Ξ και στις οποίες γίνεται αναφορά σε έναντι καταβολές, "οφειλομένου του υπολοίπου συμφωνηθέντος ποσού κατά τα συμφωνηθέντα", χωρίς αυτό να προσδιορίζεται.
Επίσης, από τις ογδόντα (80) συναλλαγματικές αποδοχής του εγκαλούντα, ποσού 500.000 δρχ. (1.467,35 ευρώ) εκάστη, οι σαράντα (40) εκδόθηκαν από τον Ξ, στον οποίο πληρώθηκαν ορισμένες και ως προς τις λοιπές υπήρξε συμβιβαστική τακτοποίηση, οι δε λοιπές σαράντα (40) εκδόθηκαν από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο σε διαταγή του ιδίου την 12-11-1999, τις αποδέχθηκε αυθημερόν ο εγκαλών, ήταν πληρωτέες στην Τράπεζα Εργασίας και είχαν ημερομηνία λήξεως την 12-12-1999 η πρώτη εξ αυτών και κάθε επόμενο μήνα οι λοιπές μέχρι την 12-3-2003 (βλ. τις καταθέσεις του εγκαλούντος και του Ξ, τις από 14-10-1999, 15-10-1999 και 20-10-1999 αποδείξεις είσπραξης, μία ειδοποίηση αποδέκτη της Τράπεζας Εργασίας για τριάντα οκτώ (38) συναλλαγματικές, είκοσι (20) συναλλαγματικές με εκδότη τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο και αποδέκτη τον εγκαλούντα σε συνδυασμό με τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα του εκκαλούντα και του κατηγορουμένου Ζ). Κι' ενώ τα ανωτέρω χρηματικά ποσά και αξιόγραφα προορίζονταν για το ταμείο της εταιρίας, στα βιβλία της οποίας έπρεπε να καταχωρηθούν, κατέληξαν στα χέρια του εκκαλούντος και του κατηγορουμένου Ζ, οι οποίοι τα ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους, χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Συγκεκριμένα, από το χρηματικό ποσό των 60.000.000 δρχ. (176.082,17 ευρώ), που κατατέθηκε την 29-10-1999 στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό που τηρούσε ο Ξ στην Εμπορική Τράπεζα, καταβλήθηκαν απ' αυτόν (Ξ) αυθημερόν στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε ο κατηγορούμενος Ζ στην ίδια Τράπεζα, ποσά 9.000.000 δρχ. + 9.000.000 δρχ. + 9.000.000 δρχ. + 9.000.000 δρχ. + 9.000.000 δρχ. + 5.000.000 δρχ. = 50.000.000 δρχ. ( 146.735,14 ευρώ), με τα υπ' αριθμ. ..., ..., ..., ..., ..., ... γραμμάτια είσπραξης της τράπεζας αυτής, για να τα καταθέσουν στο λογαριασμό- ταμείο της ως άνω εταιρίας, πλην όμως παρέλειψαν να εγγράψουν τα ποσά αυτά-στα βιβλία εσόδων της εταιρίας και δεν τα κατέθεσαν στο λογαριασμό-ταμείο της, αν και είχαν υποχρέωση, αλλά τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από την 12-11-1999 έως τον μήνα Μάρτιο του έτους 2003 τις συναλλαγματικές, έκδοσης του εκκαλούντα- κατηγορουμένου, πλην των δύο πρώτων που πλήρωσε στον ίδιο ο εγκαλών, ούτος (εκκαλών) αφού τις μεταβίβασε σε τρίτους, τις κατέθεσε τελικά στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό, που τηρούσαν στην Τράπεζα Εργασίας ο κατηγορούμενος Ζ και ο ... (βλ. σχετικά έγγραφα).
Ο εκκαλών καθώς και ο συγκατηγορούμενός του Ζ ισχυρίζονται ότι μόνος ταμίας και εκπρόσωπος της εταιρίας μέχρι την έγκριση και δημοσίευση του καταστατικού της στο Φ.Ε.Κ. ήταν ο Ξ, ο οποίος ήταν και πληρεξούσιος δικηγόρος των λοιπών ιδρυτών της, σύμφωνα με το άρθρο 41 του καταστατικού και ότι ο εκκαλών δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την εταιρία, ενώ ο συγκατηγορούμενός του μέχρι την 24-4-2000, που δημοσιεύθηκε το πρακτικό συγκρότησης του Δ.Σ. της εταιρίας σε σώμα δεν είχε καμία ιδιότητα πέραν του απλού μέλους του Δ.Σ. Επίσης, ισχυρίζονται ότι ο Ξ και ο εγκαλών είχαν ιδιαίτερη μυστική προφορική συμφωνία μεταξύ τους, άγνωστη και άσχετη προς αυτούς, που αφορούσε την καταβολή από τον εγκαλούντα του χρηματικού ποσού των 60.000.000 δρχ. και των σαράντα (40) συναλλαγματικών έκδοσης του Ξ, γεγονός που αυτοί αποκρύπτουν δολίως, ευρισκόμενοι σε συμπαιγνία, ότι το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δρχ. που καταβλήθηκε την 29-10-1999 από τον Ξ στον κατηγορούμενο Ζ, αφορούσε την εγγύηση που είχε καταβάλει ο τελευταίος στον πρώτο κατά το έτος 1997 για την κατοχύρωση της αγοράς του ακινήτου των 555 στρεμμάτων και που αυτός του όφειλε, αφού είχαν εκδοθεί οι απαιτούμενες άδειες για την πώληση του, καθώς και ότι ο εκκαλών- κατηγορούμενος έλαβε τις σαράντα (40) συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 20.000.000 δρχ. για την πώληση στον εγκαλούντα του μεριδίου του επί του ακινήτου, την οποία είχε συμφωνήσει με αυτόν, προκειμένου να "εξέλθει" από το προσύμφωνο πώλησης.
Πράγματι, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 19-12-1997 απόδειξη, ο κατηγορούμενος Ζ είχε καταβάλει στον Ξ, ο οποίος ενεργούσε ως πληρεξούσιος δικηγόρος των ιδιοκτητών του προαναφερομένου ακινήτου, το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δρχ. ως εγγύηση έναντι της προσφερθείσης τιμής πωλήσεως των 120.000.000 δρχ. για να μην πωλήσουν οι ιδιοκτήτες το ακίνητο μέχρι να ληφθούν οι απαιτούμενες άδειες για την πώλησή του, μετά δε την έκδοση των αδειών αυτών από τον παραπάνω κατηγορούμενο η πιο πάνω εγγύηση έπρεπε να επιστραφεί σ' αυτόν. Όμως, ο εγκαλών δεν είχε καμία σχέση με την εν λόγω συμφωνία και την απορρέουσα απ' αυτήν υποχρέωση του Ξ, όπως δε προκύπτει από το περιεχόμενο των τριών αποδείξεων καταβολής του ποσού των 60.000.000 δρχ. από τον εγκαλούντα σε συνδυασμό με τις καταθέσεις του τελευταίου και του Ξ, καθώς και εκκαλούντος- κατηγορουμένου, το ανωτέρω (40) συναλλαγματικές έκδοσης του παραδόθηκαν στον εκκαλούντα και τον συγκατηγορούμενό του για. τις ανάγκες λειτουργίας της εταιρίας, λαμβανομένου υπόψη ότι το κατατεθέν μετοχικό κεφάλαιο ανερχόταν σε 35.100.000 δρχ., η δε αξία αγοράς του ακινήτου σε 35.000.000 δρχ., γεγονός που ούτοι (κατηγορούμενοι) γνώριζαν, αφού και οι τρεις αποδείξεις συντάχθηκαν και οι συναλλαγματικές συμπληρώθηκαν από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο".
Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 26-11-2008 (155 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠΔ) και κατ'αυτού άσκησε ο ίδιος στις 24-11-2008 ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 196/2008 αναίρεση προβάλλων ως λόγους αναίρεσης α) εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτού αφού δεν περιήλθε ποτέ στην κατοχή και κυριότητά του το ποσό των 60.000.000 δραχμών (και αναφέρει γιατί δεν έγινε αυτό με αναφορά σε συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα και επιχειρήματα, ενώ το συμβούλιο δεν εκτίμησε ορθά τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ούτε αναφέρει ότι αξιολόγησε συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδεικνύονται οι απόψεις του και ότι δεν είχε καμία σχέση με την εταιρία και τον εγκαλούντα) αλλά και για παραβίαση των διατάξεων του ν. 2190/20 περί ΑΕ και δη τις διατάξεις περί κεφαλαίου.
β) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας - διότι "καθ'υποθετισμό και μόνο δέχεται την ύπαρξη δήθεν ενδείξεων ενοχής - και προβαίνει σε αξιολόγησε αποδεικτικών μέσων ότι δεν προκύπτουν αυτές.
Υπέρβαση εξουσίας.
γ) διότι η υπό κρίση μήνυση είναι δεύτερη για το ίδιο θέμα εναντίον του.
δ) Υπέρβαση εξουσίας διότι έλυσε ζήτημα για το ποίο αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα "αν και κατά ποσό τα ποσά αυτά που έδωσε στον Ξ ο εγκαλών αποτελούσαν ποτέ κεφάλαιο και μετρητά του ταμείου του νομικού προσώπου της εταιρείας".

ΙΙ) Επειδή το ένδικο μέσο της αναίρεσης δεν ανοίγει τρίτο βαθμό ουσιαστικής δικαιοδοσίας. Κατ'αυτή δεν λαμβάνει χώρα συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως, δεν γίνεται αποδεικτική διαδικασία, αλλά μόνον νομικός έλεγχος της απόφασης. Βάση της αναίρεσης είναι το υπό της προσβαλλομένης αποφάσεως ή βουλεύματος διαπιστωθέν πραγματικό υλικό, και ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τον τρόπο σχηματισμού της κρίσης αλλά δεν μπορεί να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανάκρισης ή της αποδεικτικής διαδικασίας, δηλ. πραγματικών περιστατικών για τα οποία το συμβούλιο-δικαστήριο κρίνει κυριαρχικώς (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. ΚΠΔ τομ. β σελ. 195, ΑΠ 33/89, ΑΠ 86/82 κ.α.).
Επομένως κάθε λόγος αναίρεσης που πλήττει το βούλευμα (ή την απόφαση) για κακή εκτίμηση των εκ της ανακρίσεως (ή της αποδεικτικής διαδικασίας) προκυψάντων πραγματικών περιστατικών ή αντικρουώντων την υπό του βουλεύματος (ή της αποφάσεως) δεκτήν γενομένη ύπαρξη αυτών τυγχάνει απαράδεκτος, όπως επίσης η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης.
Βλ. ΑΠ 956/2003, ΑΠ 33/89, ΑΠ 451/2000, ΑΠ 859/2001, ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 276/2007, ΑΠ 567/2006, ΑΠ 501/2006 κ.α.
'Ετσι και όταν η υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής - που υποκρύπτουν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
-βλ. ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 533/2003, ΑΠ 1580/2002 κ.ά ή όταν επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού πρβλ ΑΠ 829/2006, ΑΠ 2148/2005 κ.α. ή όταν προβάλλεται ότι δεν προκύπτουν τα δεκτά γενόμενα πρβλ ΑΠ 1542/2006 κ.α. Ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη, δεν απαιτείται να γίνεται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου, ούτε να μνημονεύεται τί προκύπτει από καθένα από αυτά, αλλά αρκεί ο προσδιορισμός του είδους τους κατά κατηγορία-βλ. ΑΠ 2/2003 ολ, ΑΠ 540/2006 κ.α. χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται σε ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα στηρίζεται η κάθε παραδοχή.
Εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή (ουσιαστική ποινική διάταξη) έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει (βλ. ΑΠ 1535/2008, ΑΠ 276/2007, ΑΠ 1371/2006 κ.α.) ή όταν δεν υπάγει τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά στην αληθινή διάταξη (-βλ. ΑΠ 276/2007, ΑΠ 259/2006 κ.α.). Ο άνω λόγος αναίρεσης ελέγχεται, όπως είναι φυσικό και εύλογο, με βάση τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά.
Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι α) οι α, β λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι - αφού ανάγονται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών που δεν ελέγχεται αναιρετικά - η δε φερομένη μη εκτίμηση των σημειουμένων αποδεικτικών μέσων είναι αβάσιμη, αφού προκύπτει ότι περιλαμβάνονται στα κατ'είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, η δε επίσης φερομένη ως εσφαλμένη ερμηνεία - εφαρμογή του άρθρου 375 ΠΚ είναι αβάσιμη.
β) ο τρίτος λόγος είναι αόριστος - αφού δεν προσκομίζεται αντίγραφο της φερομένης δεύτερης μήνυσης, το δε δεν αναφέρεται το περιεχόμενο αυτής.
γ) ο τέταρτος λόγος είναι το μεν απαράδεκτος το δε αβάσιμος αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προέβη σε λύση του αναφερομένου ζητήματος, ούτε η λύση αυτού ανάγεται κατά ρητή διάταξη νόμου στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (60 παρ. 2 ΚΠοινΔ).
Πρέπει συνεπώς να αποριφθεί η υπό κρίση αναίρεση.
Όπως επίσης και η αίτηση αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο συμβούλιο του Αρείου Πάγου δεδομένου ότι αυτή είναι και αόριστη αφού δεν εξειδικεύει τον λόγο εμφάνισης, ο δε φερόμενος λόγος δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυτή.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α----------------------------
Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως απορριφθεί η υπ'αριθμ. 196/2008 αναίρεση του Χ κατά του υπ'αριθμ. 1887/2008 βουλεύματος του Εφετείου Αθηνών και να καταδικαστεί ο ανωτέρω στα δικαστικά έξοδα, να απορριφθεί δε η αίτηση αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
Αθήνα 22 Δεκεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρ. 375 Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 375 αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 ως εξής "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθ. 98 Π.Κ., όπως αυτή συμπληρώθηκε με το αρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999, σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα, υπό την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση ότι οι μερικότερες πράξεις έλαβαν χώρα μετά την 3.6.1999, όταν δηλαδή άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999 (Ολ. Α.Π. 5/2002). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 €). Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 Π.Κ., συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση κάποιου εγκλήματος, το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεσή της, ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της πράξης και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτόν τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί ότι όλοι τελούν εν γνώσει της πρόθεσης μεταξύ τους για την τέλεση του ίδιου εγκλήματος. Ειδικότερα επί υπεξαιρέσεως υπάρχει συναυτουργία όταν το ιδιοποιούμενο αντικείμενο περιέρχεται στην συγκατοχή των πλειόνων δραστών, οι οποίοι ενεργούν από κοινού, λόγω της μεταξύ τους ιδιαίτερης σχέσης και των ειδικών στην συγκεκριμένη περίπτωση συνθηκών. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ, πρέπει να αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το συμβούλιο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Δεν αποτελούν όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο 338/2008 βούλευμά του με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι από τα σ' αυτή μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ήτοι από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, των εγγράφων της δικογραφίας και της απολογίας του κατηγορουμένου και του απολογητικού υπομνήματος του κατηγορουμένου προέκυψαν τα εξής: Με το υπ' ... συμβολαιογραφικό έγγραφο του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Παπαθέου του Ιωάννη συστήθηκε μεταξύ του εγκαλούντος Χ, του κατηγορουμένου Ζ και του Ξ ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "AGRONEF Γεωργοδενδροκτηνοτροφικές - Εμποροβιομηχανογεωργικές - Εισαγωεξαγωγικές Επιχειρήσεις - Ανώνυμος Εταιρία" και τον διακριτικό τίτλο "AGRONEF", με έδρα την ... και επί της οδού .... Το κεφάλαιο της εταιρίας ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των 35.100.000 δρχ. διαιρέθηκε σε 1.755 ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας 20.000 δρχ. εκάστη και έκαστος των ιδρυτών έλαβε 855 μετοχές, συνολικής αξίας 11.700.000 δρχ. Σκοπός της εταιρίας ήταν η αγορά εκτάσεως 555 στρεμμάτων, κειμένης στη θέση "..." Δήμου ... επ' ονόματί της, για την οποία έκταση είχε ήδη καταρτισθεί το υπ' αριθμ. .... προσύμφωνο αγοραπωλησίας, του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου, η καλλιέργεια και παραγωγή οικολογικών αγροτικών προϊόντων, η ίδρυση και εκμετάλλευση ιχθυοτροφείου, η αναπαραγωγή θηραμάτων αγρίων ζώων κ.λπ. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου από τον ίδιο τον εγκαλούντα και στη συνέχεια ο Ξ του κατέβαλε το αναλογούν σ' αυτόν ποσό των 11.700.000 δρχ. Τούτο δε προκύπτει τόσον από την έγκληση όσο και από την μαρτυρική κατάθεση του Ξ. Η κατάθεση του εν λόγω μετοχικού κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε την 2-11-1999 στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος από τον Ξ ως ιδρυτή της εταιρίας (βλ. σχετ. απόδειξη είσπραξης της Ε.Τ.Ε.). Με το από 3-3-2000 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.), που καταχωρήθηκε στο μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Αθηνών και δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμ. ... ΦΕΚ, το πρώτο Δ.Σ. της εταιρίας, αποτελούμενο από τους ιδρυτές της, συγκροτήθηκε σε σώμα με πρόεδρο τον Ξ, αντιπρόεδρο τον εγκαλούντα και διευθύνοντα σύμβουλο και εκπρόσωπο τον κατηγορούμενο Ζ. Στην πραγματικότητα όμως, από τη σύσταση της εταιρίας, με την διαχείρισή της ασχολούντο τόσον ο εκκαλών-κατηγορούμενος όσο και ο συγκατηγορούμενός του, οι οποίοι είναι αδελφοί και οι οποίοι άλλωστε εξ αρχής ενδιαφέρονταν για την αγορά και εκμετάλλευση της προαναφερομένης έκτασης. Ειδικότερα, ο εκκαλών-κατηγορούμενος, ο οποίος είναι δικαστικός λειτουργός Διοικητικών Δικαστηρίων με βαθμό Εφέτη, κρατούσε και ενημέρωνε τα βιβλία της εταιρίας, συνέτασσε αποδείξεις είσπραξης, ιδιωτικά συμφωνητικά, επιστολές κ.λπ. για τις ανάγκες λειτουργίας της εταιρίας και γενικά ήταν γνώστης και ρυθμιστής των δραστηριοτήτων αυτής και των μετόχων της. Σημειωτέον, ότι σύμφωνα με το άρθρο 41 του καταστατικού της εταιρίας ο Ξ κατέστη πληρεξούσιος των λοιπών, προκειμένου να υποβάλει τούτο προς έγκριση στην αρμόδια Νομαρχία και εκπροσωπήσει τους συμβαλλομένους έναντι της Νομαρχίας αυτής, καθώς και υπογράψει σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο για τυχόν συμπλήρωση, διόρθωση ή τροποποίηση του καταστατικού, επιβαλλόμενη από το νόμο κατά το στάδιο της εγκρίσεως (βλ. τις καταθέσεις του εγκαλούντος και του μάρτυρος Ξ, το καταστατικό, το ΦΕ.Κ., τις από 14-10-1999, 15-10-1999 και 20-10-1999 χειρόγραφες αποδείξεις, την από 28-2-2000 επιστολή, 20 συναλλαγματικές έκδοσης του εκκαλούντός - κατηγορουμένου και αποδοχής του εγκαλούντος και την από 22-3-2002 εξώδικη πρόσκληση του Ξ προς τον εγκαλούντα, στην οποία σε ανύποπτο χρόνο γίνεται αναφορά στην παρουσία και στην συμμετοχή του εκκαλούντος - κατηγορουμένου στις συζητήσεις και στις συμφωνίες για την σύσταση της εταιρίας και την αγορά του ακινήτου). Όσον αφορά το ακίνητο, το οποίο σκόπευε να αγοράσει η εταιρία, το διαπραγματεύονταν προς αγορά από το έτος 1997 ο εκκαλών και ο κατηγορούμενος Ζ καθώς επίσης και η εταιρία του τελευταίου με την επωνυμία "..." με εμφανιζόμενη αγοράστρια αυτή (εταιρία). Επρόκειτο περί ιδιωτικής δασικής έκτασης, ιδιοκτησίας των ..., ..., ..., ... και ..., πληρεξούσιος δικηγόρος των οποίων ήταν ο Ξ. Εξαιτίας του δασικού χαρακτήρα της έκτασης απαιτείτο η έκδοση αδείας πώλησης, αποχαρακτηρισμού και εκχέρσωσης αυτής, την οποία ανάλαβαν ο εκκαλών και ο κατηγορούμενος Ζ και συντάχθηκε το υπ' αριθμ. ... προσύμφωνο πώλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Παπαθέου μεταξύ των ιδιοκτητών της έκτασης, των προαναφερομένων (εκκαλούντος και κατηγορουμένου Ζ) και του μάρτυρος Ξ ατομικά, με την ειδική συμφωνία της υπόσχεσης μεταβίβασης της εν λόγω έκτασης είτε στους τότε συμβαλλομένους είτε στην εταιρία του κατηγορουμένου Ζ είτε σε άλλη εταιρία, που θα συσταθεί. Έτσι, μετά την έκδοση όλων των αδειών συντάχθηκε το υπ'αριθμ. ... οριστικό συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου με αγοράστρια την εταιρία "AGRONEF" (βλ. την από 26-8-1997 αίτηση του Ξ προς το Δασαρχείο Λαμίας, την υπ' αριθμ. ... άδεια εκχέρσωσης και το υπ' αριθμ. ... πρακτικό της Επιτροπής Εκδίκασης ενστάσεων ΟΣΔΕ σε συνδυασμό με τα απολογητικά υπομνήματα εκκαλούντος και κατηγορουμένου Ζ). Επειδή η νεοσύστατη εταιρία "AGRONEF" παρουσίαζε πρόβλημα ρευστότητας, ο εγκαλών κατέβαλε για την συμμετοχή του στην εταιρία και την αγορά του ακινήτου της το χρηματικό ποσό των 60.000.000 δρχ. (176.082,17 ευρώ) σε τραπεζικές επιταγές και 40.000.000 δρχ. (117.388,11 ευρώ) σε ογδόντα (80) συναλλαγματικές αποδοχής του, εκ των οποίων τις σαράντα (40) ο ίδιος παρέδωσε στον εκκαλούντα και τον κατηγορούμενο Ζ και τις λοιπές σαράντα (40) στον Ξ. Ειδικότερα, κατέβαλε την 14-10-1999 ποσό 9.000.000 δρχ. (26.412,33 ευρώ) με την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας CITIBANΚ, την 15-10-1999 ποσό 16.000.000 δρχ. (46.955,25 ευρώ) με την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας και την 20-10-1999 ποσό 35.000.000 δρχ. (102.714,60 ευρώ) με τις υπ' αριθμ. .... και .... επιταγές των Τραπεζών CITIBANK και Εργασίας αντίστοιχα. Για τις καταβολές αυτές συντάχθηκαν τρεις αντίστοιχες χειρόγραφες αποδείξεις, τις οποίες συνέταξε ο εκκαλών-κατηγορούμενος, γεγονός που ομολογεί και ο ίδιος, και υπέγραψε ο Ξ και στις οποίες γίνεται αναφορά σε έναντι καταβολές, "οφειλομένου του υπολοίπου συμφωνηθέντος ποσού κατά τα συμφωνηθέντα", χωρίς αυτό να προσδιορίζεται. Επίσης, από τις ογδόντα (80) συναλλαγματικές αποδοχής του εγκαλούντα, ποσού 500.000 δρχ. (1.467,35 ευρώ) εκάστη, οι σαράντα (40) εκδόθηκαν από τον Ξ, στον οποίο πληρώθηκαν ορισμένες και ως προς τις λοιπές υπήρξε συμβιβαστική τακτοποίηση, οι δε λοιπές σαράντα (40) εκδόθηκαν από τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο σε διαταγή του ιδίου την 12-11-1999, τις αποδέχθηκε αυθημερόν ο εγκαλών, ήταν πληρωτέες στην Τράπεζα Εργασίας και είχαν ημερομηνία λήξεως την 12-12-1999 η πρώτη εξ αυτών και κάθε επόμενο μήνα οι λοιπές μέχρι την 12-3-2003 (βλ. τις καταθέσεις του εγκαλούντος και του Ξ, τις από 14-10-1999, 15-10-1999 και 20-10-1999 αποδείξεις είσπραξης, μία ειδοποίηση αποδέκτη της Τράπεζας Εργασίας για τριάντα οκτώ (38) συναλλαγματικές, είκοσι (20) συναλλαγματικές με εκδότη τον εκκαλούντα- κατηγορούμενο και αποδέκτη τον εγκαλούντα σε συνδυασμό με τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα του εκκαλούντα και του κατηγορουμένου Ζ). Κι' ενώ τα ανωτέρω χρηματικά ποσά και αξιόγραφα προορίζονταν για το ταμείο της εταιρίας, στα βιβλία της οποίας έπρεπε να καταχωρηθούν, κατέληξαν στα χέρια του εκκαλούντος και του κατηγορουμένου Ζ, οι οποίοι τα ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους, χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Συγκεκριμένα, από το χρηματικό ποσό των 60.000.000 δρχ. (176.082,17 ευρώ), που κατατέθηκε την 29-10-1999 στον υπ'αριθμ. ... λογαριασμό που τηρούσε ο Ξ στην Εμπορική Τράπεζα, καταβλήθηκαν απ' αυτόν (Ξ) αυθημερόν ,στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό, που τηρούσε ο κατηγορούμενος Ζ στην ίδια Τράπεζα, ποσά 9.000.000 δρχ. + 9.000.000 δρχ. + 9.000.000 δρχ. + 9.000.000 δρχ. + 9.000.000 δρχ. + 5.000.000 δρχ. = 50.000.000 δρχ. (146.735,14 ευρώ), με τα υπ' αριθμ. ..., ..., ..., ..., ..., ... γραμμάτια είσπραξης της τράπεζας αυτής, για να τα καταθέσουν στο λογαριασμό - ταμείο της ως άνω εταιρίας, πλην όμως παρέλειψαν να εγγράψουν τα ποσά αυτά στα βιβλία εσόδων της εταιρίας και δεν τα κατέθεσαν στο λογαριασμό - ταμείο της, αν και είχαν υποχρέωση, αλλά τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από την 12-11-1999 έως τον μήνα Μάρτιο του έτους 2003 τις συναλλαγματικές, έκδοσης του εκκαλούντα - κατηγορουμένου, πλην των δύο πρώτων που πλήρωσε στον ίδιο ο εγκαλών, ούτος (εκκαλών) αφού τις μεταβίβασε σε τρίτους, τις κατέθεσε τελικά στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό, που τηρούσαν στην Τράπεζα Εργασίας ο κατηγορούμενος Ζ και ο ... (βλ. σχετικά έγγραφα). Ο εκκαλών καθώς και ο συγκατηγορούμενός του Ζ ισχυρίζονται ότι μόνος ταμίας και εκπρόσωπος της εταιρίας μέχρι την έγκριση και δημοσίευση του καταστατικού της στο Φ.Ε.Κ. ήταν ο Ξ, ο οποίος ήταν και πληρεξούσιος δικηγόρος των λοιπών ιδρυτών της, σύμφωνα με το άρθρο 41 του καταστατικού και ότι ο εκκαλών δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την εταιρία, ενώ ο συγκατηγορούμενός του μέχρι την 24-4-2000, που δημοσιεύθηκε το πρακτικό συγκρότησης του Δ.Σ. της εταιρίας σε σώμα δεν είχε καμία ιδιότητα πέραν του απλού μέλους του Δ.Σ. Επίσης, ισχυρίζονται ότι ο Ξ και ο εγκαλών είχαν ιδιαίτερη μυστική προφορική συμφωνία μεταξύ τους, άγνωστη και άσχετη προς αυτούς, που αφορούσε την καταβολή από τον εγκαλούντα του χρηματικού ποσού των 60.000.000 δρχ. και των σαράντα (40) συναλλαγματικών έκδοσης του Ξ, γεγονός που αυτοί αποκρύπτουν δολίως, ευρισκόμενοι σε συμπαιγνία, ότι το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δρχ. που καταβλήθηκε την 29-10-1999 από τον Ξ στον κατηγορούμενο Ζ, αφορούσε την εγγύηση που είχε καταβάλει ο τελευταίος στον πρώτο κατά το έτος 1997 για την κατοχύρωση της αγοράς του ακινήτου των 555 στρεμμάτων και που αυτός του όφειλε, αφού είχαν εκδοθεί οι απαιτούμενες άδειες για την πώληση του, καθώς και ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος έλαβε τις σαράντα (40) συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 20.000.000 δρχ. για την πώληση στον εγκαλούντα του μεριδίου του επί του ακινήτου, την οποία είχε συμφωνήσει με αυτόν, προκειμένου να "εξέλθει" από το προσύμφωνο πώλησης. Πράγματι, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 19-12-1997 απόδειξη, ο κατηγορούμενος Ζ είχε καταβάλει στον Ξ, ο οποίος ενεργούσε ως πληρεξούσιος δικηγόρος των ιδιοκτητών του προαναφερομένου ακινήτου, το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δρχ. ως εγγύηση έναντι της προσφερθείσης τιμής πωλήσεως των 120.000.000 δρχ. για να μην πωλήσουν οι ιδιοκτήτες το ακίνητο μέχρι να ληφθούν οι απαιτούμενες άδειες για την πώλησή του, μετά δε την έκδοση των αδειών αυτών από τον παραπάνω κατηγορούμενο η πιο πάνω εγγύηση έπρεπε να επιστραφεί σ' αυτόν. Όμως, ο εγκαλών δεν είχε καμία σχέση με την εν λόγω συμφωνία και την απορρέουσα απ' αυτήν υποχρέωση του Ξ, όπως δε προκύπτει από το περιεχόμενο των τριών αποδείξεων καταβολής του ποσού των 60.000.000 δρχ. από τον εγκαλούντα σε συνδυασμό με τις καταθέσεις του τελευταίου και του Ξ, καθώς και την απολογία του εκκαλούντος- κατηγορουμένου, το ανωτέρω ποσό και οι σαράντα (40) συναλλαγματικές έκδοσής του παραδόθηκαν στον εκκαλούντα και τον συγκατηγορούμενό του για τις ανάγκες λειτουργίας της εταιρίας, λαμβανομένου υπόψη ότι το κατατεθέν μετοχικό κεφάλαιο ανερχόταν σε 35.100.000 δρχ., η δε αξία αγοράς του ακινήτου σε 35.000.000 δρχ., γεγονός που ούτοι (κατηγορούμενοι) γνώριζαν, αφού και οι τρεις αποδείξεις συντάχθηκαν και οι συναλλαγματικές συμπληρώθηκαν από τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και απέρριψε την έφεσή του επικυρώνοντας το πρωτόδικο με αριθμ. 338/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για την πράξη αυτή. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. γ', στ', 26, 27, 94, 98όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 και 375 § 2, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2408/1996 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσεις ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα με πληρότητα αιτιολογείται η ως άνω αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης με τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων παρέλαβε τις επιταγές και τις συναλλαγματικές, αξιόγραφα στα οποία ενσωματούντο το χρηματικό ποσό το οποίο ανήκε εξ' ολοκλήρου στον πολιτικώς ενάγοντα έχοντας προς τούτο υπογράψει σχετικές αποδείξεις, και ότι, ενώ όφειλε κατά τα συμφωνηθέντα να τα επιστρέψει στο ταμείο της υπό σύσταση εταιρείας, τα ενσωμάτωσε από κοινού με τον αδελφό του Ζ στην περιουσία τους.
Συνεπώς ο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ περί του αντιθέτου συναφής λόγος αναίρεσης με τον οποίο προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, που προβάλλονται στα πλαίσια του παραπάνω λόγου αναιρέσεως, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι μ' αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Απορριπτέος επίσης πρωτίστως ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως στηριζόμενος είναι και ο κατ' εκτίμηση από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. ε' του ΚΠΔ συναφής λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Συμβούλιο έλυσε προκαταρτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, αφού κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές του το Συμβούλιο δεν έλυσε κανένα προκαταρκτικό ζήτημα υπαγόμενο κατά ρητή διάταξη νόμου στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων αλλά στήριζε την περί ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του σε περιστατικά τα οποία απαιτούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 375 § 3 Π.Κ. για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας πρέπει ν'απορριφθεί ο κατ' εκτίμηση από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. γ ΚΠΔ συναφής λόγος αναίρεσης για μη κήρυξη απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω εκκρεμοδικίας κατ' ανάλογο εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 57 § 3 του ΚΠΔ με την ειδικότερη αιτίαση ότι είχε ήδη ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη η οποία εκκρεμή για το ίδιο θέμα, αφού ούτε ο χρόνος άσκησης της προγενέστερης δίωξης καθορίζεται ούτε το ακριβές περιεχόμενό της αναφέρεται αλλ' ούτε ότι προσκομίσθηκε από αυτόν, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητάς του από τον Άρειο Πάγο.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 παρ. 1, 309 παρ. 1δ', '316 και 318 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η διενέργεια ή μη περαιτέρω συμπληρωματικής ανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική επί της ουσίας κρίση του δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Κατ' ακολουθία η παράλειψη του Συμβουλίου, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, να διατάξει περαιτέρω ανάκριση συνεπεία αιτήματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, προκειμένου να ζητηθεί α) ανάλυση του λογαριασμού του Ξ στην Εμπορική Τράπεζα, β) ανάλυση του λογαριασμού κεφαλαίου της εταιρείας ΑΓΡΟΝΕΦ ΑΕ στην Εθνική Τράπεζα Κατάστημα Μητροπόλεως Αθηνών επ' ονόματι Ξ γ) ανάλυση των λογαριασμών του Ψ (εγκαλούντος) των Τραπεζών επί των οποίων εξέδωσε και παρέδωσε τις αναφερόμενες επιταγές στον Ξ καθώς και φωτοαντίγραφα των σωμάτων αμφοτέρων των όψεων αυτών, δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ, ούτε συνιστά αυτή μόνη έλλειψη αιτιολογίας, όταν αιτιολογείται πλήρως, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η κρίση του Συμβουλίου αυτού για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντος από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που παραθέτει και έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της περί παραπομπής κρίσεώς του.
Συνεπώς ο κατ' εκτίμηση από το άρθρο 484 § 1 συναφής περί του αντιθέτου λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

ΙΙΙ. Κατά την έννοιαν του άρθρου 57 παρ. 1 του ΚΠΔ, δεδικασμένο, η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου έστω και αν δίδεται κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στη πράξη. Αντιθέτως δεν παράγουν δεδικασμένο και δεν δεσμεύουν τον ποινικό δικαστή οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων επί ζητήματος που έχει σχέση με την ποινική δίκη, ούτε παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών με την οποίαν κατ' άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠΔ, αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς κατ' ουσίαν αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, αλλ' ούτε και η διάταξη αυτού, με την οποίαν απορρίπτεται, κατ' άρθρο 47 του ΚΠΔ η έγκληση ως μη νόμιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Στη τελευταία μόνον περίπτωση εφ' όσον η απορριπτική αυτή διάταξη εγκριθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών, παρέχεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το δικαίωμα ν' απορρίψει, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 του ΚΠΔ κάθε νέα καταγγελία κατά του ιδίου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτών, με συνέπεια την δημιουργία περιορισμένου οιονεί δεδικασμένου, που ισχύει κατά το στάδιο, που προηγείται της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και κάμπτεται όταν μεταγενεστέρως προκύψουν νεώτερα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της ασκήσεως ποινικής διώξεως. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 36,43,57,310 και 370 εδ' γ του ΚΠΔ προκύπτει ότι αν για την ίδια αξιόποινη πράξη ασκήθηκαν κατά του ιδίου προσώπου δύο διαδοχικές ποινικές διώξεις, κηρύσσεται απαράδεκτη η μεταγενέστερη τούτων λόγω της υφισταμένης από την άσκηση της προγενέστερης ποινικής δίωξης εκκρεμοδικίας, αποτέλεσμα της οποίας είναι η απαγόρευση της εκ νέου ποινικής δίωξης καl της διεξαγωγής δύο διαδικασιών για την ίδια αξιόποινη πράξη, υπό την προϋπόθεση όμως ότι πράγματι η πρώτη ποινική δίωξη προηγείται διαδικαστικά της δεύτερης, δηλαδή έχει εισέλθει σε προχωρημένο στάδιο δικονομικής έρευνας.
Συνεπώς οι από το άρθρο 484 § 1 περ. γ ΚΠΔ με αριθμ. 3 και 6 συναφείς λόγοι αναίρεσης με τους οποίους κατ' εκτίμηση αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης δεδικασμένου (άρθρ. 3) και απαραδέκτου λόγω εκκρεμοδικίας (αριθ. 6) με τις ειδικότερες αντίστοιχα αιτιάσεις α) ότι παραβιάσθηκαν το δεδικασμένο αμετακλήτου αποφάσεων αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων όπως η 52509/2005 πολιτική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, όπως και αμετάκλητες εισαγγελικές διατάξεις από σωρρεία ψευδών μηνύσεων, β) ότι η μήνυση του εγκαλούντος αποτελεί δεύτερη μήνυση αυτού για το ίδιο θέμα εκ των οποίων η μία είναι η ΑΒΜ Α03/1323/24.3.03 και η άλλη η υπ' αριθμ. ΑΒΜ Β05/1177 και ήδη ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως δίωξη εναντίον του που έλαβε αριθμ. ΑΒΜ Ε-2008/10957 είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, ο μεν υπό τον αριθμό (3) λόγω μη συνδρομής των αξιουμένων από το άρθρο 57 ΚΠΔ προϋποθέσεων, οι δε υπό τον αριθμό (6) λόγω της πλήρους αοριστίας του.
IV. Από την αντιπαραβολή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 60 Κ.Π.Δ. και της διατάξεως του άρθρου 61 του ιδίου Κώδικα, σαφώς προκύπτει, ότι το ποινικό δικαστήριο κρίνει και περί των ενώπιον αυτού αναφυομένων ζητημάτων αστικής φύσεως και μόνον όταν κατά ρητή διάταξη νόμου απαιτείται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου επί του αναφυομένου ζητήματος αστικής φύσεως, υποχρεούται ν' αναστείλει την πρόοδο της ποινικής δίκης, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου. Εξάλλου υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρον 510 § 1 Θ' έδ. β' Κ.Π.Δ., υφίσταται, όταν το Ποινικό Δικαστήριο έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα, υπαγόμενο κατά ρητή διάταξη νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Στην προκειμένη περίπτωση με τα ως άνω που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως εκτίθενται στην πρώτη σκέψη δεν επέλυσε ζήτημα υπαγόμενο κατά ρητή διάταξη νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και ο με αριθμ. 7 λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. ζ που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24/11/2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του 1887/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Ιουλίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή