Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1 / 2008    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Κατηγορούμενος, Κλητήριο θέσπισμα, Αναίρεση υπέρ του νόμου.




Περίληψη:
Οι ακυρότητες της προδικασίας δεν επιδρούν επί του κύρους ούτε μπορεί να αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητήριου θεσπίσματος, αφού αυτό δεν ορίζεται στο νόμο, αλλά μόνο να προταθούν ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου ή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών με την κατά το άρθρο 322 του Κ.Π.Δ. προσφυγή, το δε δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ερευνήσει τέτοιες ακυρότητες. Αναιρείται επομένως υπέρ του νόμου η απόφαση του Εφετείου με την οποία κηρύχθηκε άκυρη η λήψη της απολογίας του κατηγορούμενου κατά την προδικασία (έγινε εντός 24 αντί των 48 ωρών από της εμφανίσεώς του), καθώς και οι ενέργειες που ακολούθησαν, δηλαδή η παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο με απ’ ευθείας κλήση (κλητήριο θέσπισμα) και η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, κρίθηκε ότι θα έπρεπε να παραπεμφθεί η υπόθεση στον ανακριτή προς επανάληψη και τη λήψη νέας απολογίας, στη συνέχεια όμως παύθηκε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου. (Επιμέλεια περίληψης: Χρύσανθος Παπούλιας, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)




Αριθμός 1/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο - Φιλητά Περίδη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Ιωάννη Παπανικολάου και Μιχαήλ Δέτση, Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Ηλία Γιαννακάκη, Γρηγόριο Μάμαλη, Γεώργιο Καπερώνη, Εμμανουήλ Καλούδη, Αθανάσιο Θεμέλη, Γεώργιο Πετράκη, Χρήστο Αλεξόπουλο, Ειρήνη Αθανασίου, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αλέξανδρο Νικάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Γεώργιο Γιαννούλη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Ζαΐρη, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσώτακη, Ελένη Σπίτσα, Ελευθέριο Μάλλιο και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου της 1730/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με κατηγορούμενο τον ..........., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αφού δεν κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επειδή πρόκειται για αναίρεση υπέρ του νόμου, η οποία δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 30/22.5.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Αγγελικής Ανυφαντή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 939/2007.

Αφού άκουσε
Τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Νόμιμα εισάγεται στο Δικαστήριο της πλήρους Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η με αριθμό 30/22-5-2007 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση υπέρ του νόμου της υπ' αριθμ. 1730/2005 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία κηρύχθηκε άκυρη η παραπομπή του κατηγορουμένου ......... στο ακροατήριο για την πράξη της διακεκριμένης περίπτωσης λαθρεμπορίας και έπαυσε οριστικώς η εναντίον του ποινική δίωξη για την εν λόγω πράξη, λόγω παραγραφής. Η αναίρεση ζητείται για εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 2, 176 παρ. 1, 320, 321 και 322 του ΚΠοινΔ και αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα, άρα είναι παραδεκτή, νόμιμη (άρθρα 505 παρ. 2, 510 παρ. 1 στοιχ. Η', 498 εδ. α' και 474 παρ. 2 ΚΠοινΔ) και πρέπει να ερευνηθείς την ουσία της.
II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω κατά το άρθρο 173 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο. Αν οι ακυρότητες αυτές προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας, αφού τούτο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας. Ούτε έχει την εξουσία το δικαστήριο να παραπέμψει πάλι την υπόθεση στην ανάκριση προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη. Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 321 παρ. 1 και 4 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι το κλητήριο θέσπισμα πρέπει επί ποινή ακυρότητας να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν παρίσταται ανάγκη και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου αυτός καλείται, γ) την χρονολογία, ημέρα της εβδομάδας και ώρα της εμφανίσεως αυτού, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξεως, για την οποία κατηγορείται και μνεία του προβλέποντας αυτήν άρθρου του ποινικού νόμου και ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου ή του πταισματοδίκη κατά το άρθρο 27 παρ. 2. Τα ανωτέρω στοιχεία που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας να περιέχει το κλητήριο θέσπισμα ορίζονται περιοριστικώς. Ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο από το νόμο. Δύναται όμως ακυρότητα πράξεως της προδικασίας, εφόσον δεν προτάθηκε ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, να προταθεί με την κατ' άρθρο 322 ΚΠοινΔ προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον συνάπτεται με τη βασιμότητα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 539/1989). Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας Εφετών δύναται εφόσον κρίνει ότι οι προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας της προδικασίας είναι βάσιμοι, ενώ από τα λοιπά στοιχεία δεν δικαιολογείται η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, να διατάξει τη συμπλήρωση της διενεργηθείσας προανακρίσεως. Αν οι ακυρότητες της προδικασίας δεν προεβλήθησαν δια της κατ' άρθρο 322 ΚΠοινΔ προσφυγής ή προβληθείσες απορρίφθηκαν από τον Εισαγγελέα Εφετών, δεν επιδρούν επί του κύρους της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και συνεπώς δεν δύνανται να προβληθούν ενώπιον του δικαστηρίου ως λόγος ακυρότητας αυτής (ΑΠ 539/1989)/ Συνακόλουθα δεν έχει εξουσία το δικαστήριο να κηρύξει την ακυρότητα της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής και να παραπέμψει και πάλι την υπόθεση στην ανάκριση, προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 1730/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) κατά του κατηγορουμένου ....... ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών ποινική δίωξη για διακεκριμένη περίπτωση λαθρεμπορίας και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως. Ο κατηγορούμενος στις 28-9-2004 προσήλθε προς απολογία ενώπιον του Ανακριτή του Β' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πατρών. Κατά την εμφάνιση του ζήτησε παρ' αυτού κατά το άρθρο 102 παρ. 1 ΚΠοινΔ προθεσμία 48 ωρών για να ετοιμάσει την υπεράσπιση του και να απολογηθεί. Ο Ανακριτής όμως χορήγησε σ' αυτόν προθεσμία 24 ωρών, αρνηθείς τη χορήγηση της αιτηθείσας προθεσμίας των 48 ωρών. Κατά της αρνήσεως αυτής του Ανακριτή ο κατηγορούμενος προσέφυγε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών, το οποίο με το υπ' αριθμ. 380/2004 βούλευμα του απέρριψε την προσφυγή. Ακολούθως δε την 12°° ώρα της 29-9-2004, οπότε έληγε η χορηγηθείσα προθεσμία των 24 ωρών, ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε ενώπιον του ίδιου Ανακριτή και αφού απαγγέλθηκε σ' αυτόν η ανωτέρω κατηγορία αρνήθηκε να απαντήσει επ' αυτής εμμένων στο αίτημα της χορηγήσεως 48 ωρών προθεσμίας, η οποία δεν του χορηγήθηκε. Μετά ταύτα την ίδια ημέρα, ήτοι την 29-9-2004, επιδόθηκε σ' αυτόν κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο καλούνταν για να δικαστεί για την προαναφερθείσα πράξη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Ο κατηγορούμενος κατά την εμφάνιση του ενώπιον του πιο πάνω Δικαστηρίου, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας προέβαλε, ότι η μη χορήγηση από τον Ανακριτή της 48ώρου προθεσμίας προς απολογία ήταν μη νόμιμη και συνεπέφερε την ακυρότητα της απολογίας του και της παραπομπής του στο ακροατήριο. Πλην το Δικαστήριο τούτο με την υπ' αριθμ. 714/2004 απόφαση του απέρριψε τη σχετική ένσταση του, την οποία αυτός επανέφερε ως λόγο εφέσεως με το ένδικο αυτό μέσο που άσκησε κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού έκρινε ότι είχε αρμοδιότητα, κήρυξε την ακυρότητα της προαναφερθείσας απολογίας του κατηγορουμένου, της επακολουθήσασας δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του στο ακροατήριο και της εκδοθείσας πρωτόδικης απόφασης. Ακολούθως έκρινε, ότι ναι μεν έπρεπε η υπόθεση να παραπεμφθεί και πάλι στον Ανακριτή προκειμένου κατ' άρθρο 176 παρ. 2 ΚΠοινΔ να επαναληφθεί η άκυρη απολογία του κατηγορουμένου, πλην επειδή τούτο δεν ήταν εφικτό, λόγω του ότι η ανωτέρω αξιόποινη πράξη είχε υποκύψει ήδη στην παραγραφή λόγω παρελεύσεως πενταετίας από της τελέσεως της, που δεν είχε ανασταλεί ένεκα της ακυρότητας της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής, έπαυσε οριστικώς την κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη. Με αυτόν τον τρόπο όμως το παραπάνω Δικαστήριο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 2, 176 παρ. 1, 320, 321 και 322 του ΚΠοινΔ έκρινε, ότι είχε αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα της απολογίας του κατηγορουμένου ενώπιον του πιο πάνω ανακριτή, περί της οποίας είχε αποφανθεί αμετακλήτως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών με το υπ' αριθμ. 380/2004 βούλευμα του, που ήταν και αποκλειστικά αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα αυτής, για το λόγο δε αυτόν και ο κατηγορούμενος δεν προσέφυγε κατ' άρθρο 322 ΚΠοινΔ ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών. Ακολούθως κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των αυτών διατάξεων έκρινε, ότι η προαναφερθείσα ακυρότητα της προδικασίας συνεπέφερε την ακυρότητα της δια κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επομένως με την παύση οριστικώς της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής, ένεκα παρελεύσεως πενταετίας από της τελέσεως της προαναφερθείσας πράξεως, που όμως δεν είχε παραγραφεί, αφού δεν είχε επέλθει ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος και τούτο είχε επιδοθεί στον κατηγορούμενο πριν την παρέλευση της πενταετίας, με συνέπεια να επέλθει αναστολή της παραγραφής, το δικαστήριο υπέπεσε στην υπό του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας.
Συνεπώς είναι βάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί υπέρ του νόμου την υπ' αριθμ. 1730/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιανουαρίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή