Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2177 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Συνήγορος κατηγορουμένου.




Περίληψη:
Άρθρα 369 παρ. 1, 333 παρ. 3 ΚΠΔ Ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του μιλούν πάντοτε τελευταίοι, έστω και αν δεν το ζητήσουν άλλως ακυρότης κατ' άρθρα 171 παρ. 1 εδ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2177/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Πέτρου, περί αναιρέσεως της 1172, 1188 και 1219/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 927/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατ' άρθρο 369§1 Κ.Π.Δ. "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα....έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα... ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο" και §3 ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με την του άρθρου 333§3 ιδίου Κώδικος, κατά την οποίαν.... "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχουν το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε τελευταίοι", προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δίδεται ο λόγος από τον διευθύνοντα τη συζήτηση στον εισαγγελέα και τους διαδίκους με την άνω κεκανονισμένη σειρά, στον δε κατηγορούμενο ή το συνήγορό του στο τέλος περί της ενοχής και μετά την απαγγελία της περί ενοχής αποφάσεως στον ίδιο ή τον συνήγορό του περί της ποινής ακόμη και αν δεν ζητήσουν αυτοί τούτο. Η παράβαση των ανωτέρω διατάξεων επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171§1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., διότι αφορά εις την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, για την παράβαση των οποίων ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, ο οποίος κατά το άρθρο 511 ιδίου Κώδικος λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποίαν εξεδόθη η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 1172, 1188 και 1219/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μετά την πρόταση του Εισαγγελέως επί της ενοχής "οι συνήγοροι του δευτέρου κατηγορουμένου" (είναι ο εδώ ο αναιρεσείων ...) "αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο διαδοχικά και ανέπτυξαν την υπεράσπιση ζήτησαν την απαλλαγή του. Οι κατηγορούμενοι όταν ρωτήθηκαν από την Πρόεδρο, αν έχουν να προσθέσουν τίποτα για την υπεράσπισή τους απάντησαν αρνητικά". Ούτως ο σχετικώς πρώτος λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το σκέλος του, κατά το οποίον ο αναιρεσείων παραπονείται ότι "η διευθύνουσα την συζήτηση, μετά την κήρυξη από την ίδια της λήξης της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση του εισαγγελέα επί της ενοχής....δεν έδωσε το λόγο σ' εμένα και τον συνήγορό μου προκειμένου να αναπτύξουμε την υπεράσπιση..." και, εντεύθεν, υπέπεσε στη πλημμέλεια των διατάξεων των άρθρων 171§1 στοιχ. δ' και 510§1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 , 333§2, 358, 364 και 369 Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171§1 στοιχ. δ' ιδίου Κώδικος, προκύπτει ότι η λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου, το οποίο δεν ανεγνώσθη κατά την συζήτηση στο ακροατήριο συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., λόγον αναιρέσεως διότι ούτω παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 Κ.Π.Δ., δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Ο αυτός λόγος αναιρέσεως δημιουργείται, διότι παραβιάζονται οι ανωτέρω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπ' όψη του το δικαστήριο και όταν στα πρακτικά της αποφάσεως δεν αναγράφονται τα προσδιοριστικά στοιχεία των εγγράφων που φέρονται ότι έχουν αναγνωσθεί διότι τότε δεν μπορεί να διαγνωσθεί χωρίς αμφιβολία ποίον εγγράφον ανεγνώσθη και εις ποίον έγγραφον εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, ούτε είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του, ενώ τα στοιχεία που το προσδιορίζουν δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του. Ούτως ο προσδιορισμός της ταυτότητος του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για την δημιουργία βεβαιότητος ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο ανεγνώσθη στη συγκεκριμένη δίκη. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφασή του εκήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο εκβιάσεως από κοινού κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα και παθητικής δωροδοκίας από κοινού κατ' εξακολούθηση, με την συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2α ε' Π.Κ. και επέβαλε εις αυτόν ποινή φυλακίσεως συνολικώς τριών (3) ετών και έξι μηνών. Δια την κρίση του αυτή, το δικαστήριο, και δη την περί ενοχής τοιαύτη, έλαβεν υπ' όψη του, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, μεταξύ άλλων εγγράφων, που ανεγνώσθησαν και "1) φωτοτυπία εθνοκάρτας υπ' αριθμ. (αναγνωσθέντων) 5, 2) την από 20/5/2001 έκθεση εγχειρίσεως εγγράφων (υπ' αριθμ. 3), 3) το από...πιστοποιητικό σπουδών της Ελληνικής Αστυνομίας (υπ' αριθμ. 12), 4)το από .../1987 μέχρι ...1988 αναμνηστικό δίπλωμα (υπ' αριθμ. 13), 5) την από ...2007 -ιατρική γνωμάτευση- βεβαίωση του Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν (υπ' αριθμ. 15), και 6) τις από ...και ... αποδείξεις εισπράξεως της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (υπ' αριθμ. 16)". Η ούτω γενομένη καταχώριση επαρκώς προσδιορίζει την ταυτότητα των άνω εγγράφων και ουδεμία γεννάται αμφιβολία περί αυτής, εν όψει του ότι άλλα έγγραφα με τον ως άνω προσδιορισμόν έκαστον δεν ανεγνώσθησαν και ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με τα έγγραφα αυτά, εφ' όσον, εις πάσα περίπτωση, κατά την ανάγνωσή των έλαβε γνώση (της ταυτότητος) αυτών.
Συνεπώς ο σχετικός (πρώτος) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το έτερον σκέλος του κατά το οποίον ο αναιρεσείων αιτιάται ότι "από τα πρακτικά δεν προκύπτει ποία συγκεκριμένα ήταν τα άνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν....διότι δεν αναφέρεται ο συντάκτης και σε ποιόν απευθύνονται αυτά", και εντεύθεν το δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια των άρθρων 171§1 στοιχ. δ' και 510§1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει λόγον αναιρέσεως κατ' άρθρον 510§1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη στη διάταξη που εφηρμόσθη καθώς και όταν η διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου για τον λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως αναγόμενο στην ταυτότητα και τα στοιχεία του οικείου εγκλήματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Εξ άλλου κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ' εδ. α' Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Η περίπτωση της διατάξεως αυτής αποτελεί συνήθως επιβαρυντική περίσταση που επιτείνει την τιμώρηση του βασικού εγκλήματος. Ούτω για την συνδρομή της τοιαύτης επιβαρυντικής περιστάσεως, της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστου, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστου να ποριστεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένως τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, επανειλημμένη δε τέλεση υπάρχει και επί του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος. Εντεύθεν και για την τέλεση του εγκλήματος κατ' επάγγελμα μπορεί να δεχθεί το δικαστήριο ότι συντρέχει τόσον η επανειλημμένη τέλεση αυτού όσον και η υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση τοιαύτης τελέσεως. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177§1 και 178 Κ.Π.Δ. (Ολ. ΑΠ 1/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση και δη το σκεπτικό αυτής, υπ' αριθμ. 1172, 1118 και 1219/2009 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, τούτο εδέχθη., κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και δη "(από) τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως καθώς και του προκύψαντος από τη διαδικασία και προταθέντος από τον εισαγγελέα μάρτυρα, οι οποίοι εξετάσθηκαν ενόρκως στο δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, από τις απολογίες των κατηγορουμένων και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία" (εδέχθη) τα εξής, όσον αφορά την τέλεση της πράξεως της κατ' επάγγελμα εκβιάσεως κατ' εξακολούθηση: " Οι κατηγορούμενοι ενεργούν την πιο πάνω πράξη της εκβιάσεως και της απόπειρας εκβιάσεως κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση αυτής, προϋπόθεση η οποία συντρέχει και επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση όπως στην προκειμένη περίπτωση (ΑΠ 1074/2006 σε συμβ. Π.Χρ. ΝΖ. 405, Α.Π. 1174/2005 σε συμβούλιο Π. Χρ. ΝΣΤ. 155) αλλά και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως αυτής (όπως η κατανομή των ρόλων κατά την τέλεση των πράξεων αυτών και οι προφυλάξεις τις οποίες λάμβαναν για να μη συλληφθούν επ' αυτοφώρω) προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Τα πιο πάνω προκύπτουν ιδίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας... και ... ενώπιον του δικαστηρίου, καθώς και από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας ...ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η οποία περιέχεται στα αναγνωσθέντα πρακτικά της εκκαλουμένης, παρά το γεγονός ότι οι δύο τελευταίοι (παθόντες), είτε από φόβο είτε λόγω της παλαιάς γνωριμίας τους με τους κατηγορουμένους, απέφυγαν να αναφερθούν αναλυτικά στην απειλητική συμπεριφορά των τελευταίων....". Με αυτά που εδέχθη το άνω εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα άνω απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όσον αφορά την κατ' επάγγελμα τέλεση της εκβιάσεως, τετελεσμένης και εν αποπείρα και δη τον σκοπό πορισμού εισοδήματος που προκύπτει τόσο από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής όσο και από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως και συνεπώς ορθώς εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 385§1 β' και 13 στοιχ. στ' εδ. α' Π.Κ., τις οποίες δεν παρεβίασεν ούτε εκ πλαγίου. Εντεύθεν και οι σχετικοί δεύτερος λόγος αναιρέσεως (ως) και τρίτος κατά το εν σκέλος του, υποστηρίζοντες τα αντίθετα και δη ο μεν ότι ουχί νομίμως εδέχθη η απόφαση και επανειλημμένη τέλεση και υποδομή με τοιαύτη πρόθεση, ο δε ότι εδέχθη την κατ' επάγγελμα τέλεση της εκβιάσεως χωρίς την παράθεση πραγματικών περιστατικών, λόγοι εκ του άρθρου 510§1 Ε' και Δ' Κ.Π.Δ., αντιστοίχως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473§2, 474§2, 476§1, 484§1, 509§1 και 510 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων και βουλευμάτων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους περιοριστικά στα άρθρα 510 και 484 Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τοιαύτη απορριπτέα (άρθρο 476 και 513 Κ.Π.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλουμένη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Οι αόριστοι και ασαφείς λόγοι αναιρέσεως είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και δεν μπορούν να συμπληρωθούν με παραπομπή σε στοιχεία που βρίσκονται, σε άλλα έγγραφα (ή με την άσκηση προσθέτων λόγων με έγγραφο που κατατίθεται στο γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου κατ' άρθρου 509§2 Κ.Π.Δ.). Και τούτο διότι απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού των προσθέτων λόγων είναι η ύπαρξη ενός τουλάχιστον παραδεκτού κυρίου λόγου αναιρέσεως (Ολ. ΑΠ 2/2002). Επίσης δεν επιτρέπεται να εξεταστούν ούτε αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, οι υπό στοιχ. Α', Γ', Δ', ΣΤ' και Θ'(και ήδη Η') του άρθρου 510§1 Κ.Π.Δ. λόγοι αναιρέσεως, διότι η αυτεπάγγελτη έρευνα αυτών, που προβλέπεται από το άρθρο 511 ιδίου Κώδικος, προϋποθέτει παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως. Ειδικότερα για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., λόγου αναιρέσεως, της ελλείψεως από την απόφαση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το Σύνταγμα, και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως πρέπει, εάν ελλείπει μεν παντελώς η αιτιολογία, να προσδιορίζεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση, αν δε υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να διευκρινίζεται επί πλέον εις τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως ήτοι ποίες οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία αυτής ή οι αντιφατικές αιτιολογίες ή ποία αποδεικτικά μέσα δεν έχουν ληφθεί υπ' όψη ή δεν εξετιμήθησαν από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 2/2002, 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγον αναιρέσεώς του κατά το έτερον σκέλος του, αφού εκθέτει στην αίτησή του το μεν τις διατάξεις των άρθρων 93§3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. και τι απαιτούν, το δε τό διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την πράξη της παθητικής δωροδοκίας του άρθρου 235 ΠΚ (δωροληψίας) αιτιάται ότι " με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την επιβαλλομένη από τις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγματος ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την κρίση του ότι συντρέχουν τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος της δωροδοκίας για νόμιμες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκα, αφού δεν παραθέτει και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία θεμελίωσε την κρίση του και τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και τα οποία πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος και τέλος τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 13 παρ. α και 235 ΠΚ και του άρθρου 17 παρ. 8 Ν 1337/1983". Ούτως όμως ο λόγος αυτός περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας το μεν είναι αόριστος και ασαφής και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, αφού δεν προσδιορίζει εις τι συνίσταται η έλλειψη αιτιολογίας ή από ποίες συγκεκριμένες παραδοχές προκύπτει η έλλειψη αυτή ή ποίες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες ή οι αντιφατικές (πιθανόν) αιτιολογίες της αποφάσεως, το δε είναι αβάσιμος, εις το σημείο που αναφέρει ότι δεν παραθέτει η απόφαση "τα αποδεικτικά στοιχεία", αφού όπως προαναφέρθη, από τα πρακτικά προκύπτει ότι ελήφθησαν υπ' όψη αποδεικτικά μέσα για την καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου και δια την παθητική δωροδοκία και τέλος ο αναιρεσείων δεν κατεδικάσθη για παράβαση του άρθρου 17§8 Ν. 1337/1983, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει ούτος, και, επομένως ο λόγος ως προς αυτό είναι και αλυσιτελής. Δι' ο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός. Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει η κρινομένη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583§1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29/5/2009 αίτηση του ... για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1172-1188-1219/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή