Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Μαστροπεία, Ακροάσεως έλλειψη.
Περίληψη:
Μαστροπεία. Έννοια (ΑΠ 561/ 2008). 1) Αβάσιμος ουσία ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ του ότι δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα ορισμένων τεσσάρων εγγράφων που αναγνώστηκαν (ΑΠ 31/2008, 129/2008, 600/2008, 909/2008), διότι επαρκώς καθορίζεται η ταυτότητα των 4 αυτών εγγράφων και με την ανάγνωσή τους, έλαβε γνώση του περιεχομένου τους ο αναιρεσείων και ο συνήγορός του. 2) Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως εκ του ότι δεν αναγνώστηκαν ορισμένα έγγραφα που κατέθεσε ο κατηγορούμενος, διότι από τα πρακτικά, τα οποία δεν προσβάλλονται για πλαστότητα, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου για ανάγνωση αυτών και το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στο αίτημα αυτό (ΑΠ 1941/2007). 3) Αβάσιμοι ουσία οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ. Η ρωσίδα δεν ήταν προηγούμενα πόρνη, εκπορνευόταν τις τελευταίες 10 ημέρες. Δεν αναφέρεται στο Διατακτικό ότι η εκπόρνευση γινόταν επί 30 ημέρες. Όμως πρώτη φορά μετερχόταν την πορνεία, όπως η ίδια παραδέχθηκε στην απολογία στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. 4) Αβάσιμος ουσία ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της απορρίψεως του υποβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του 84 παρ. 2α΄ του ΠΚ.
ΑΡΙΘΜΟΣ 166/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δημητράτο, περί αναιρέσεως της 756/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 724/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333, 358,364 και 369 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ.δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται για ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα, ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου, που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σε αυτό την κρίση του, οπότε, όμως, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε, με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου τους. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητος ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει την κατά το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα, που καθιδρύει, κατά τα ανωτέρω, τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, επικαλούμενος ότι το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του έλαβε υπόψη του και στήριξε την περί της ενοχής κρίση του και σε μη αναγνωσθέντα έγγραφα και συγκεκριμένα στο σκεπτικό της στη σελίδα 7, αναφέρει ότι αναγνώσθηκαν και έλαβε υπόψη του τα έγγραφα: α) Την υπ' αριθ. ΥΖΧ άδεια κυκλοφορίας ΙΧΕ αυτοκινήτου, β) Μικρή αγγελία εφημερίδας, γ) Την Ένορκη κατάθεση μάρτυρα Α (αστ) και δ) Την απολογία της κατ/νης Β, των οποίων εγγράφων η ταυτότητα δεν προσδιορίζεται επακριβώς και δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά τους, για το αν και ποία από τα πρωτοδίκως αναγνωσθέντα έγγραφα λήφθηκαν τελικά υπόψη στην κατ'έφεση δίκη και ότι παραβιάστηκαν έτσι τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ δικαιώματά του. Πράγματι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν τα παραπάνω τέσσερα έγγραφα με τον πιο πάνω αναφερόμενο τίτλο. Όμως με την αναφορά αυτή των εν λόγω εγγράφων, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενο, ο συντάκτης, η χρονολογία αυτών, τα πρόσωπα εις τα οποία αφορούν κ.λ.π., αφού με την ανάγνωσή τους στην επί ακροατηρίου διαδικασία στο Τριμελές Εφετείο, κατέστησαν γνωστά όλα τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός και δια του παραστάντος συνηγόρου του στη δίκη, μετά την ανάγνωσή τους, είχε πλήρη δυνατότητα, να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σε σχέση με την ταυτότητά τους και με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης αυτής.
Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του ΚΠοινΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, υποβάλλει αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο της ουσίας οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει όμως από την τελευταία κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο απ' αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για έλλειψη ακροάσεως, γιατί κατά παραβίαση του άρθρου 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ το Δικαστήριο 1) δεν αναφέρει στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων καίτοι ανέγνωσε τα υπ' αυτού παραδοθέντα έγγραφα, α) ανάλυση μισθοδοσίας του και απόδειξη πληρωμής του από Ιούλιο 2003 έως Απριλίου 2004, β)ιδιωτικό συμφωνητικό - σύμβαση εργασίας του από 1/8/2005 έως 1/1/2006, γ) σύμβαση εργασίας του από 1/1/2006 και 2) δεν ανέγνωσε το έγγραφο αγγελίας της εφημερίδας "....." που ζητήθηκε, εφόσον τα εν λόγω πρακτικά του Δικαστηρίου, στα οποία τα ανωτέρω έγγραφα δεν φέρονται αναγνωσθέντα, δεν προσβάλλονται για πλαστότητα και εφόσον δεν προβάλλεται, αλλ' ούτε και από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο εν λόγω αναιρεσείων ως κατηγορούμενος ή η συνήγορός του, ζήτησαν την ανάγνωσή τους και ότι κατά της αρνήσεως της Διευθύνουσας τη συζήτηση να αναγνώσει τα άνω έγγραφα, προσέφυγαν στο Δικαστήριο και τούτο παρά το νόμο απέρριψε την προσφυγή ή παράλειψε να αποφανθεί επ' αυτής, είναι προεχόντως απαράδεκτος και εντεύθεν απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του αρ. 349 παρ.3 εδ. α του ΠΚ, "όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία, προάγει στην πορνεία γυναίκες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και μη χρηματική ποινή". Η αναφερόμενη διάταξη δεν έχει θιγεί με το αρ. 7 του Ν. 3064/2002 και απλώς προστέθηκε εδ. 2, που προβλέπει την τέλεση της πράξεως από υπάλληλο, ως επιβαρυντική περίσταση. Προαγωγεία στην πορνεία νοείται η καθοιονδήποτε τρόπο (με παροτρύνσεις, πιέσεις, συστάσεις κλπ) και με οποιαδήποτε μέσα (με παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων, άσκηση ψυχολογικής βίας κλπ), παρακίνηση της γυναίκας, που δεν είναι ακόμη πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσας ακόμη αποφάσεως αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας, ενήλικη δηλαδή ή και ανήλικη. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν περισσότερες γυναίκες θύματα (ούτε από τη χρήση του όρου "γυναίκες" προκύπτει το αντίθετο), ούτε επίσης η γυναίκα να είναι "αμέμπτων" ηθών ή ανήλικη. Είναι όμως αναγκαίο, να μην είναι αυτή ήδη πόρνη, υπό την έννοια που αναφέρεται παρακάτω. Η άποψη ότι αρκεί και η παρακίνηση της ήδη εταιριζόμενης γυναίκας, να συνεχίσει τη δραστηριότητά της αυτή, δεν έχει επικρατήσει. Στοιχείο επομένως του εγκλήματος της μαστροπείας είναι, η προαγωγεία στην πορνεία να αφορά γυναίκα που δεν είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος, σε περισσότερα πρόσωπα άνευ εκλογής, για σαρκική επαφή, έναντι χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Η προαγωγεία στην πορνεία, πρέπει επίσης να γίνεται κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία ή και από τα δύο αυτά. Κατ' επάγγελμα άσκηση της μαστροπείας υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για τον πορισμό εισοδήματος, αρκεί δε το όφελος του δράστη και από μία μόνο γυναίκα, ενώ από κερδοσκοπία άσκηση υπάρχει όταν ο δράστης ενεργεί με κίνητρο και σκοπό τον προσπορισμό αθεμίτου περιουσιακού ωφελήματος ή ενός αθέμιτου κέρδους, θετικού ή αποθετικού, αποτιμητού όμως σε χρήμα, ανεξάρτητα από την επίτευξή του. Δεν απαιτείται η απόδειξη και αναφορά στην απόφαση του συγκεκριμένου προσώπου, στο οποίο παρέχεται έναντι αμοιβής η σαρκική ηδονή, ούτε δημιουργείται ασάφεια από την παραδοχή τελέσεως της παραπάνω πράξεως και κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία σωρευτικά. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, αρκεί δε και ο ενδεχόμενος δόλος.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, ιδιαίτερα πρέπει να αιτιολογείται όπως πιο πάνω και η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών που προβάλλει ο κατηγορούμενος. Τέτοιοι ισχυρισμοί, είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρος της πράξεως ή στην άρση ή στη μείωση της ικανότητος καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και το αίτημα για την αναγνώριση κάποιας από τις ενδεικτικά στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ αναφερόμενες ελαφρυντικές περιστάσεις, όταν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω:
"Κατά τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 3 του ΠΚ όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην παρακίνηση με οποιοδήποτε τρόπο γυναίκας που δεν έχει γίνει ακόμη πόρνη, να παρέχει κατά συνήθεια σαρκική ηδονή σε αόριστο αριθμό προσώπων αντί χρωμάτων ή άλλης αμοιβής χωρίς να απαιτείται το άμεμπτο των ηθών της κατ' επάγγελμα τελείται η πράξη όταν υπάρχει θέληση επανάληψη προς βιοπορισμό και αρκεί το όφελος του δράστη και από μία μόνο γυναίκα ενήλικη ή ανήλικη, κερδοσκοπία υπάρχει δε, όταν ο δράστης αποβλέπει σε πορισμό εισοδήματος έστω και μία φορά, υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση και στη θέληση των στοιχείων της πράξεως, αρκεί δε και ο ενδεχόμενος (Α.Π. 1999/2005, ΑΠ 1013/2005, 942/2005 Ποινικά Χρονικά 2006 σελίδες 534, 124 παρ. 52 αντίστοιχα.
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 28-8-2003 στην εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ" και στις στήλες "προσωπικά" υπήρχε η εξής διαφήμιση "ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΕΣ Ρωσίδες ανεξάρτητες από 20 έως 30 ετών αναζητούν αυθημερόν γνωριμίες χωρίς επαγγελματισμούς και βιασίνες ..... .....". Στις 16-9-2003 και κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ο αστυνομικός της Υπ/νσης Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών, Α σε εκτέλεση σχεδίου της υπηρεσίας του μαζί με άλλους συναδέλφους του μετέβη στο Ξενοδοχείο "....." που βρίσκεται επί της ..... αρ. ... και αυτός μεν εισήλθε εντός του ξενοδοχείου ως πελάτης και μίσθωσε το υπ' αριθ. ..... δωμάτιο, ενώ οι συνάδελφοί του έμειναν εκτός αυτού αλλά πέριξ (του ξενοδοχείου). Ο προαναφερόμενος αστυνομικός Α από το μισθωμένο δωμάτιο τηλεφώνησε στο διαφημιζόμενο κατά τα προαναφερόμενα αριθμό κινητού τηλεφώνου. Στο τηλέφωνο απάντησε άλλος στην γυναίκα και ο αστυνομικός προσποιούμενος τον πελάτη συμφώνησε να του στείλει μία γυναίκα προκειμένου να έλθει σε σαρκική συνάφεια μαζί της αντί της χρηματικής αμοιβής των 130 ευρώ. Περί ώρα 0.3 και τέταρτο στο άνω ξενοδοχείο έφθασε ο κατηγορούμενος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ..... ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του από το οποίο αποβιβάσθηκε μία γυναίκα την οποία μεταφέρει εκεί για το προαναφερόμενο προγραμματισμένο ραντεβού στο δωμάτιο 32 του ξενοδοχείου όπου και πράγματι αυτή κατευθύνθηκε, ο δε κατηγορούμενος στάθμευσε το αυτοκίνητό του σε μικρή απόσταση από το άνω ξενοδοχείο και συγκεκριμένα έμπροσθεν του οικοδομικού αριθμού ... της ....., αναμένοντας την άνω γυναίκα να ολοκληρώσει το ραντεβού και να την παραλάβει. Η γυναίκα όταν μπήκε στο δωμάτιο 32 συστήθηκε στον αστυνομικό - πελάτη ότι έρχεται από το γραφείο στο οποίο αυτός είχε τηλεφωνήσει, εκείνος της προσέφερε το συμφωνηθέν ποσό των 130 ευρώ και μόλις αυτή άρχισε να αποβάλει τα ενδύματά της της γνωστοποίησε την ιδιότητά του και την συνέλαβε. Η ίδια τότε του δήλωσε ότι ονομάζεται Β. Αμέσως μετά από τους εκτός του ξενοδοχείου ευρισκόμενους αστυνομικούς συνελήφθη ο κατηγορούμενος ο οποίος σύμφωνα και με την παραδοχή της γυναίκας αυτής ήταν ο άνδρας που την μετέφερε σε 5-6 ερωτικά ραντεβού με διαφορετικούς άνδρες καθημερινά σε διάφορα ξενοδοχεία και σπίτια, γεγονός βέβαια που και ο ίδιος όχι μόνο δεν αμφισβητεί αλά παραδέχεται ότι "τη δουλειά αυτή τη βρήκε μέσω αγγελιών της ".....", διότι είχε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα εξαιτίας του ότι η μητέρα του ήταν άρρωστη από καρκίνο και χρειαζόταν και δεύτερη δουλειά. Η προαναφερόμενη γυναίκα παρέδιδε στον κατηγορούμενο τα χρήματα που εισέπραττε από κάθε ραντεβού και στο τέλος της βάρδιας αυτός της έδιδε 55 ευρώ για κάθε ραντεβού. Ύστερα από έρευνα που οι άνω αστυνομικοί διενήργησαν στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν εκτός αυτού 870 ευρώ, 8 προφυλακτικά, λιπαντική κρέμα, δύο κινητά τηλέφωνα MOTOROLA και ΝΟΚΙΑ και τρία φύλλα χάρτου με ιδιόχειρη γραφή. Ισχυρίζεται βέβαια ο κατηγορούμενος ότι η γυναίκα ήταν πόρνη και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της μαστροπείας για το οποίο κατηγορείται. Όμως ο προαναφερόμενος αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός δεν αποδείχθηκε καθόσον μόνο το γεγονός το οποίο επικαλείται ο κατηγορούμενος ότι στην απολογία της στο Τμήμα Ηθών αναφέρεται ότι "ένας γνωστός της στη ..... της συνίστησε να κάνει αυτή τη δουλειά και ότι αυτή κατά τους τελευταίους τρεις μήνες έκανε αυτή τη δουλειά" δεν μπορεί να οδηγήσει ότι το Δικαστήριο σε κρίση ότι αυτή είχε γίνει πόρνη, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά την ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απολογία της, η οποία νόμιμα αναγνώσθηκε από τα πρακτικά της εκκαλουμένης αναφέρει ότι "πρώτη φορά την έκανε αυτή τη δουλειά". Εξάλλου αν όντως ήταν πόρνη θα είχε κάποια ιδική της υποδομή και θα δεχόταν η ίδια άμεσα πελάτες εισπράττονταςολόκληρη την αμοιβή και δεν θα είχε μεσάζοντες, ούτε θα μεταφερόταν από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και από σπίτι σε σπίτι όπως συνέβαινε εν προκειμένω εισπράττοντας μικρό μόνο μέρος της καταβαλλόμενης αμοιβής. Στην κρίση αυτή του δικαστηρίου συνηγορούν και τα ευρήματα στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου ήτοι προφυλακτικά κ.λ.π. κάτι που μαρτυρεί ότι η εν λόγω γυναίκα βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο του κατηγορουμένου και εκτιμούσε τα ραντεβού υπό τον έλεγχο και την καθοδήγησή του και δεν είχε γίνει ακόμη πόρνη. Σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος με τον άνω τρόπο προήγαγε στην πορνεία την άνω γυναίκα από πρόθεση και κατ' επάγγελμα, δεδομένου ότι προέβαινε στην πράξη με τη θέληση να αποτελεί γι' αυτόν η επανάληψή της και μάλιστα 5-6 φορές ημερησίως επί 10 συνεχείς ημέρες μέχρι της συλλήψεως του πηγή βιοπορισμού κερδοσκοπώντας, αφού απέβλεπε σε πορισμό εισοδήματος που προερχόταν από την παραπάνω γυναίκα. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξεως της μαστροπείας κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Αυτοτελής είναι οι ισχυρισμοί που οδηγούν στην άρση ή μείωση του καταλογισμού του δράστη ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και "περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περίπτωση του άρθρου 84 παρ. 2 Π.Κ. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ. θεωρείται μεταξύ άλλων (εδ. α ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο και έγινε το έγκλημα έντιμη, οικογενειακή επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή όπως ισχυρίζεται, καθόσον δεν προσάγει κάποια πειστική απόδειξη ότι ο βίος του υπήρξε έντιμος, αφού μόνο από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου που λόγω καταδίκης του σε μικρή ποινή των σαράντα ημερών ενέχει θετική προϋπόθεση και την κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως η οποία αναφέρει ότι "της φαίνονται αδιανόητα όλα αυτά, ότι τον γνωρίζει 20 χρόνια, ότι δουλεύει πάντα σε 2-3 δουλειές και ότι εκείνη την εποχή είχε μεγάλη ανάγκη για χρήματα γιατί η μητέρα του ήταν άρρωστη βαρειά, δεν αποδεικνύεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, χωρίς τη συνεπικουρία άλλων αποδεικτικών μέσων, ο έντιμος βίος του προ της τελέσεως της ανωτέρω πράξεως". Ακολούθως το Δικαστήριο της ουσίας, αφού δέχθηκε ως άνω ότι στοιχειοθετείται το έγκλημα της μαστροπείας και όχι εκείνο της διευκόλυνσης ακολασίας άλλου(άρθρο 348 παρ.1ΠΚ), όπως ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος, απέρριψε ως αβάσιμους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδάφ. α και ε του ΠΚ, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο προαγωγής σε πορνεία γυναίκας κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία και επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, ως και χρηματική ποινή 1500 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1,84 παρ.2, 349 παρ.3 του ΠΚ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού συνάγεται, επαρκώς και πλήρως αιτιολογείται η εκ μέρους του κατηγορουμένου προαγωγή σε πορνεία της Ρωσίδας υπηκόου Β, ότι η Ρωσίδα αυτή γυναίκα που μετέφερε με ιδικό του ΙΧΕ αυτοκίνητο ο κατηγορούμενος στα ραντεβού εξευρισκομένων, βάσει αγγελιών σε εφημερίδα, τηλεφωνικά, ανδρών πελατών για σαρκική συνάφεια με αμοιβή 130 ευρώ, δεν ήταν προηγούμενα πόρνη, βρισκόταν υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση του κατηγορουμένου που ελάμβανε ως ποσοστό του ποσό 75 ευρώ από τα 130 ευρώ της αμοιβής για κάθε σαρκική συνάφεια αυτής με πελάτη και ότι η άνω γυναίκα πρώτη φορά μετερχόταν την πορνεία, όπως παραδέχτηκε η ίδια κατά την αναγνωσθείσα απολογία της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίον την προήγαγε σε πορνεία, η υποδομή που είχε δημιουργήσει ο κατηγορούμενος, η άσκηση κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία, επί 5-6 φορές την ημέρα τις τελευταίες 10 ημέρες προ της συλλήψεώς τους και δεν αναφέρεται στο διατακτικό ότι η εκπόρνευση γινόταν επί 30 ημέρες, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, επικαλούμενος σχετική αντίφαση, ενώ ουδόλως στο αιτιολογικό το Δικαστήριο, δέχεται, στις σελίδες 12 και 15, αντιφατικά προς τα πιο πάνω, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ότι στην εν λόγω Ρωσίδα γυναίκα "συνέστησε να κάνει αυτή τη δουλειά ένας γνωστός της από τη ..... και ότι έκανε αυτή τη δουλειά τους τελευταίους τρεις μήνες" και όχι το τελευταίο δεκαήμερο προ της συλλήψεώς τους. Επίσης, στο αιτιολογικό αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους δε συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α του ΠΚ. και το Δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό υποβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα λόγοι αναιρέσεως, τρίτος και τέταρτος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 349 παρ.3 του ΠΚ, με εκ πλαγίου παράβαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Συνεπώς, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-4-2007 Αίτηση -Δήλωση του Χ για αναίρεση της με αριθμό 756/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ