Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 715 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ηθική αυτουργία, Συναυτουργία, Εκβίαση.




Περίληψη:
Κακουργηματική εκβίαση. Έννοια συναυτουργίας και ηθικής αυτουργίας. Πλήρης και σαφής αιτιολογία. Έννοια άρθρου 211Α ΚΠΔ. Δεν εφαρμόζεται στην προδικασία. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 715/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού-Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου,
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Φεβρουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1609/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1) Χ2 και 2) Χ3 και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1516/09.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 404/16.12.09, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το ά. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την 182/9-10-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ... (...) κατά του 1609/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 2980/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών : Α) τον Χ2, κάτοικο ..., για να δικαστεί για: α) εκβίαση σε βαθμό κακουργήματος β) παράνομη βία γ) διατάραξη οικιακής ειρήνης και δ) φθορά ξένης ιδιοκτησίας και Β) τους Χ1 και Χ3 για ηθική αυτουργία από κοινού στις αμέσως παραπάνω πράξεις του πρώτου κατηγορουμένου. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν εφέσεις οι παραπάνω ηθικοί αυτουργοί οι οποίες απορρίφθηκαν ως αβάσιμες στην ουσία τους από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 1016/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών ο Χ1 άσκησε την 129/10-7-08 αίτησή του αναιρέσεως η οποία έγινε δεκτή με την 1376/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο τόσο γι' αυτόν όσο και για τον συγκατηγορούμενό του Χ3. Συγκεκριμένα ο Άρειος πάγος αναίρεσε το βούλευμα αυτό για έλλειψη αιτιολογίας και ειδικότερα για το ότι (ακριβής αντιγραφή ) σ' αυτό: "Δεν παρατίθεται συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό με το οποίο να αποδεικνύεται α)ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ο αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενός του, προκάλεσαν την απόφαση, δηλαδή την με οποιονδήποτε τρόπο δημιουργία βούλησης στο δέκτη φυσικό αυτουργό, β)τα μέσα με τα οποία οι αναφερόμενοι πέτυχαν την κατά τα άνω πρόκληση και γ)τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της δράσης αυτών, ως ηθικών αυτουργών, και των τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων. Τέλος, δεν μνημονεύεται σχετικό περιστατικό που να θεμελιώνει το δόλο του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του, συνιστάμενο στη συνείδηση αυτών ότι παρήγαγαν στον φυσικό αυτουργό Χ2 την απόφαση να εκτελέσει τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται, καθώς και στη συνείδηση των αξιοποίνων πράξεων, στις οποίες τον παρακίνησαν. Οι παραλείψεις αυτές καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, αναφορικά με την ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις κατά τα άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν και για το λόγο αυτό, κατά παραδοχή του εκ του άρθρου 484 παρ.1 περ. δ' Κ.Π.Δ πρώτου λόγου της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο βασίμως προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου αναίρεσης, τόσο για τον αναιρεσείοντα, όσο και για τον συγκατηγορούμενό του Χ3, ο οποίος δεν άσκησε αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 469 Κ.Π.Δ., καθόσον οι λόγοι αναιρέσεως δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ)." Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών επανήλθε και με το 1609/2009 βούλευμά του δέχθηκε τυπικά και απέρριψε στην ουσία τους εν μέρει τις εφέσεις του Χ1 και του Χ3 κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος ως αβάσιμες για την πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε κακουργηματική εκβίαση ενώ δέχθηκε αυτές στην ουσία τους και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος τους για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε παράνομη βία, διατάραξη οικιακής ειρήνης και φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 6-10-2009 στον κατηγορούμενο με θυροκόλληση και στις 22-10-2009 στον αντίκλητο δικηγόρο του Ι. Ηρειώτη, όπως προκύπτει από το σχετικά αποδεικτικά των δικαστικών επιμελητών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς ... και ..., και αυτός στις 9-10-2009 εμπρόθεσμα, δηλ. εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (αρθ. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ ), άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και ζητά την εξαφάνισή του για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. (α. 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ ). Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή (α. 473, 474 και 482 του ΚΠΔ ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία της.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το α. 385 παρ.1 εδ. α` του ΠΚ "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ.1 και 2 αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου η με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω κακουργηματική μορφή του, απαιτείται αντικειμενικώς α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλές, οι ποίες εκλαμβάνονται ως σοβαρές (πραγματοποιήσιμες) από τον απειλούμενο, είναι δε ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής με την έννοια ότι η πραγματοποίηση του προαγγελθέντος κακού πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν ο εξαναγκαζόμενος δεν ήθελε προβεί στην επιζητούμενη επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς (αν δηλαδή ο εξαναγκασμός δεν επιτυγχάνεται με σωματική βία ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιότητας ή της ζωής) πρόκειται για εκβίαση, τιμωρούμενη, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφ. γ` του ίδιου ως άνω άρθρου, σε βαθμό πλημμελήματος. Για την υποκειμενική υπόσταση του ίδιου εγκλήματος απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής (βασικός δόλος) και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος), ανεξαρτήτως της επιτεύξεως ή μη του οφέλους. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα (ΑΠ 1117/2004 Π Λόγος 2004.1384, ΑΠ 1886/2005 ΠΧ' 2006.524 , ΑΠ 829/2006 ΠΧ1 2007.229 ). Σύμφωνα με το α. 45 του ΠΚ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται κοινός δόλος των προσώπων που συμπράττουν και αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξή τους, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική κατά την ενέργεια από τον καθένα των επί μέρους πράξεων, οι οποίες άμεσα συντελούν στην ολοκλήρωση του εγκληματικού αποτελέσματος. Υπάρχει δε ο κοινός δόλος στη συναπόφαση που έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε ο καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσής της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου (ΑΠ 871/2007 ΠΧ' 2008.242, ΑΠ 810/2006 ΠΧ' 2007.222, ΑΠ 1585/2005 ΠΧ' 2006.418). Τέλος σύμφωνα με το α. 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς: α) πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης (πραγματικής, νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια), με πειθώ ή φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός( ΑΠ 949/2007 ΠΧ' 2008.249 , ΑΠ 1477/2005 ΠΧ' 2006.249, ΑΠ 1585/2005 ΠΧ' 2006.418). Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι είναι δυνατή η από κοινού ηθική αυτουργία στην τέλεση ενός εγκλήματος (ΑΠ 7/1977 ΠΧ' 1977.485). Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (Ολ. ΑΠ 1/2005 ΠΛογ 2005.49, Ολ. ΑΠ 2/2004 ΠΛογ 2004.1015 , ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2095/2008, ΑΠ 2253/2002 ΠΧ' 2003.795, ΑΠ 911/1995 ΠΧ' 1995.1440, ΑΠ 459/1992 ΠΧ' 1992.545).
ΙV. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με καθολική αναφορά στην στη ενσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέα ότι, μετά από στάθμιση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, και ειδικότερα της έγκλησης, των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων και του εγκαλούντα, (εκτός των μαρτυρικών καταθέσεων των κατηγορούμενων που δόθηκαν κατά την αστυνομική προανάκριση οι οποίες δεν ελήφθησαν υπόψη), των απολογιών όλων των κατηγορουμένων και των υπομνημάτων τους, των εφέσεων και των υπομνημάτων των εκκαλούντων και όλων των λοιπών εγγράφων της δικογραφίας, προέκυψαν, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών Ψ, κάτοικος ..., ήταν εμπορικός διευθυντής της εταιρείας με την επωνυμία CONFINE ΕΛΛΑΣ ΑΕΠΕΥ και η σύζυγος του ΑΑ, μέτοχος κατά 70% και πρόεδρος του Δ.Σ. Στην εταιρεία αυτή εργαζόταν ως υπάλληλος και ο ΓΓ, ο οποίος γνώριζε από παλαιότερα τον εκκαλούντα Χ1 και τον έπεισε να αγοράσει μέρος των μετοχών της εταιρείας αυτής η οποία θα εισήρχετο στο Χρηματιστήριο και θα ανέβαινε η αξία τους . Πράγματι το καλοκαίρι του 2000 ο εκκαλών αγόρασε μετοχές της εταιρίας αυτής αξίας 14.000.000 δραχμών. Ο έτερος των εκκαλούντων Χ3, αφού πληροφορήθηκε από τον πρώτο, με τον οποίο είχαν από παλαιότερα γνωριμία και επαγγελματική σχέση, τη συμφέρουσα επένδυση που επρόκειτο να κάνει, ζήτησε από αυτόν να συμμετέχει και εκείνος σε αυτήν και του παρέδωσε το ποσό των 350.000 δραχμών για το σκοπό αυτό. Όμως οι μετοχές της εταιρείας αυτής δεν εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο και η αξία τους μειώθηκε. Μεγάλος αριθμός προσώπων τα οποία είχαν επενδύσει χρήματα σε αξιόγραφα της ίδιας εταιρείας υπέβαλλαν εγκλήσεις κατά του εγκαλούντα και της συζύγου του για απάτη αφού έχασαν τα χρήματα τους . Εν όψει του γεγονότος αυτού, ο εγκαλών Ψ, προκειμένου να αποφύγει την υποβολή εγκλήσεως εκ μέρους του Χ1 για απάτη, εξέδωσε μια επιταγή ποσού 23.700 κυπριακών λιρών με ημερομηνία 29-1-2004, σε διαταγή του εκκαλούντα αυτού, την οποία του παρέδωσε δια χειρός του ΓΓ. Την επιταγή αυτή ο εκκαλών με οπισθογράφηση μεταβίβασε στον ΔΔ, κάτοικο ..., ο οποίος την εμφάνισε για πληρωμή σε τράπεζα στην Κύπρο την 8-4-2004 και την 8-6-2004 αλλά βρέθηκε ακάλυπτη και δεν πληρώθηκε. Ο κομιστής ΔΔ την 7-7-2004 υπέβαλλε έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών για το αδίκημα τη ακάλυπτης επιταγής αλλά αυτή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. Β71/2004 διάταξη του ως άνω Εισαγγελέα, λόγω μη εγκυρότητας του τίτλου και συγκεκριμένα λόγω ελλείψεως τόπου έκδοσης. Οι εκκαλούντες αφού αντιλήφθηκαν ότι με τη νόμιμη οδό δε μπορούσαν να εισπράξουν την επιταγή απευθύνθηκαν στον συγκατηγορούμενό τους Χ2 ο οποίος ήταν γνώστης και άλλων τρόπων είσπραξης αμφισβητούμενων ή και ανύπαρκτων οφειλών και ζήτησαν από αυτόν να προβεί στην είσπραξη του ποσού της επιταγής, με τους τρόπους που αυτός γνώριζε και σε αντάλλαγμα θα του κατέβαλλαν μέρος του ποσού αυτού, το οποίο δε διακριβώθηκε στην ανάκριση, όμως θα ήταν περίπου το 30% του ποσού που θα εισπράττετο. Ο Χ2 πείστηκε από τους εκκαλούντες και ανέλαβε το έργο αυτό αντί της ως άνω αμοιβής την οποία ο ίδιος αποκαλεί χαρτζιλίκι. Για την εκτέλεση του προέβη στις παρακάτω ενέργειες. 1) Το Νοέμβριο του 2006 προσήλθε στα γραφεία της εταιρίας ΣΑΙΝ ΤΖΩΡΤΖ Α.Ε., που βρίσκονται στην ... σε πολυκατοικία επί της οδού ..., βασικός μέτοχος της οποίας ήταν ο παθών Ψ και απαίτησε από την υπάλληλο ΒΒ, τα χρήματα που όπως είπε του οφείλει ο εγκαλών. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του, της επέδειξε μία επιταγή της Κυπριακής τράπεζας HELLENIC BANK, που είχε εκδοθεί από τον Ψ, με ημερομηνία 29-1-2004 εις διαταγή του εκκαλούντος-κατηγορουμένου Χ1, ποσού είκοσι τριών χιλιάδων επτακοσίων (23.700) κυπριακών λιρών. Όταν η υπάλληλος του είπε, ότι δεν έχει τέτοια εντολή, της απάντησε να τον βρει, εννοώντας Ψ και να έχει τα χρήματα σε δύο (2) ημέρες, γιατί αλλιώς "ξέρει τι θα πάθει". Μετά από δύο - τρεις ημέρες ο ανωτέρω ξαναπήγε στην έδρα της προαναφερθείσας εταιρίας και επανέλαβε τις απειλές εναντίον του εγκαλούντος. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, ερευνώντας για την κατοικία του μηνυτή, πήγε στο σπίτι της μητέρας του, στην οδό ... στο ... και την απείλησε λέγοντας της ότι όπου και να κρύβεται ο γιος της θα τον βρει γιατί του χρωστάει χρήματα. "Την 7-3-2007 το πρωί και ενώ ο εγκαλών βρισκόταν στην κατοικία του στη ..., εμφανίσθηκε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εισέβαλε με την βία στο διαμέρισμα και του επέδειξε την προαναφερόμενη επιταγή, λέγοντας του "χρωστάς στον φίλο μου χρήματα και εγώ ήρθα για να εισπράξω και να πάρω την αμοιβή μου". Ο Ψ απάντησε ότι δεν οφείλει χρήματα στον Χ1 και του ζήτησε να συζητήσουν για το θέμα αυτό μετά από την επιστροφή του από επαγγελματικό ταξίδι στην Κίνα. Το βράδυ της 14-3-07, μετά από απαίτηση του Χ2, συναντήθηκαν σε καφενείο στο ..., όπου ο κατηγορούμενος αυτός του ζήτησε δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για αμοιβή του, προκειμένου να λήξει το θέμα της επιταγής. Του υποσχέθηκε μάλιστα προστασία με τη φράση "θα μου δώσεις 15.000 ευρώ και θα κλείσουμε το θέμα με την επιταγή και μάλιστα από δω και πέρα όποιος σε πειράξει θα έχει να κάνει μαζί μου". Όταν ο εγκαλών αρνήθηκε, ο ανωτέρω κατηγορούμενος τον απείλησε με τη φράση "θα μείνεις εδώ όλο το βράδυ, δεν πρόκειται να ξαναδείς το σπίτι σου, εγώ θα πάρω τα 15 χιλιάρικα" και ακολούθως τον επιβίβασε με τη βία στο αυτοκίνητο του, το οποίο δεν έφερε πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας και κινήθηκε στην Λ. Πεντέλης με μεγάλη ταχύτητα και επικίνδυνους ελιγμούς. Ταυτόχρονα με τις απειλές "εδώ πιο πάνω έχω καθαρίσει και άλλον έναν που έκανε το ζόρικο όπως εσύ ... ή θα μου δώσεις τα 15 χιλιάρικα ή θα σε στείλω στο νοσοκομείο για 8 μήνες το ίδιο θα σου κοστίσει, ίσως και περισσότερο γιατί μόλις βγεις θα σε ξαναστείλω... δεν πρόκειται να γλιτώσεις από μας, ξέρουμε το σπίτι σου, ξέρουμε τη γυναίκα σου, μετά θα έρθει η σειρά της ... κατάλαβες τι σου λέω, θα μου δώσεις τα χρήματα γιατί εγώ δεν αστειεύομαι, θα ανοίξω την πόρτα τώρα και θα σε πετάξω έξω ..." και κρατώντας τον με το δεξιό χέρι του από το λαιμό, απαιτούσε το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό. Τότε ο εγκαλών υποσχέθηκε να του καταβάλει το ποσό των 15.000 € και ζήτησε χρόνο για να το συγκεντρώσει. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος τον απείλησε και πάλι με τη φράση "πρόσεξε γιατί εάν δεν έχω τα χρήματα την Τετάρτη εσύ την Πέμπτη δεν θα ζεις ...". Το απόγευμα της 21-03-2007 ο Χ2 πήγε πάλι στην εταιρία "ΣΑΙΝΤ ΤΖΩΡΤΖ Α.Ε." και με απειλητική διάθεση ζήτησε από την ΒΒ να δει τον Ψ. Επειδή αυτός απουσίαζε μίλησε μαζί του στο τηλέφωνο και αφού έφυγε για λίγα λεπτά, επανήλθε. Τότε ο Ψ επικοινώνησε με την υπάλληλο του τηλεφωνικά και της συνέστησε να αποχωρήσει από το γραφείο. Όταν αυτή είπε στον κατηγορούμενο ότι πρέπει να φύγει για επαγγελματικούς λόγους, αυτός εξαγριώθηκε και, αφού της είπε "δεν θα πας πουθενά", την εμπόδιζε να αποχωρήσει. Παρενέβη τότε υπάλληλος της ιδιωτικής ασφάλειας του κτιρίου, ο οποίος ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς από τον εγκαλούντα και η υπάλληλος βρήκε την ευκαιρία και αποχώρησε. Επιστρέφοντας στο γραφείο, μετά από μία ώρα, διαπίστωσε ότι ήταν κατεστραμμένος ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο εκτυπωτής, η ντουλάπα του γραφείου, ένα σερβίτσιο και διάφορα άλλα αντικείμενα. Περί ώρα 14.00, της 30-3-2007, ο Χ2 πήγε εκ νέου στην οικία του εγκαλούντος με απειλητικές διαθέσεις και αυτός φοβούμενος δεν του άνοιξε και κάλεσε την Άμεση Δράση. Τέλος, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν την ίδια ημέρα συμφώνησαν να καταβάλει στον κατηγορούμενο το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ την 4 ή την 5 Απριλίου 2007. Την 3-4-2007 ο εγκαλών υπέβαλε στο Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής την έγκληση του κατά του Χ2 για την πράξη της εκβίασης και κατά των ΓΓ και Χ1 για ηθική αυτουργία σε εκβίαση. Από το Τμήμα αυτό προσημειώθηκαν τα χαρτονομίσματα και τις απογευματινές ώρες της 4-4-2007 ο Χ2 συνελήφθη στην κατοικία του Ψ, μόλις παρέλαβε το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Απολογούμενος κατά την προανάκριση και κατά την κυρία ανάκριση ο Χ2 αποκάλυψε ότι ανέλαβε την είσπραξη του ποσού της επιταγής κατ' εντολή του κατηγορουμένου Χ3, αρνήθηκε ότι απείλησε τον εγκαλούντα πλην όμως δέχθηκε ότι επισκέφθηκε κατ' επανάληψη το γραφείο του και την κατοικία του, καθώς και την κατοικία της μητέρας του, ομολόγησε ότι προκάλεσε φθορές σε πράγματα (ηλεκτρονικό υπολογιστή κ.τ.λ.) στο γραφείο του και ότι με τη βία τον οδήγησε στη Λ. Πεντέλης και ισχυρίσθηκε, αρχικά ότι τα χρήματα που θα εισέπραττε θα ήταν δικά του και στη συνέχεια ότι αν εισέπραττε ολόκληρο το ποσόν της επιταγής θα ελάμβανε ένα μέρος από αυτό ως "χαρτζιλίκι". Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορούμενου Χ2 δεν αντικρούουν τις κατηγορίες που του αποδίδονται αλλά τις ενισχύουν. Από τα ως άνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι αυτός με απειλές ενωμένες με κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα αλλά και για τη ζωή του εγκαλούντα και των ως άνω συγγενικών και φιλικών του προσώπων, που απεύθυνε προς τους παθόντες Ψ, ΕΕ, ΒΒ και στη μητέρας του εγκαλούντα, απαίτησε από τον εγκαλούντα να του καταβάλει το ποσό των 23.700 κυπριακών λιρών ή 40.862 ευρώ γνωρίζοντας ότι η απαίτηση αυτή ήταν παράνομη. Από τον τρόπο ενέργειας και τις φράσεις που απεύθυνε στους παθόντες προκύπτει ότι το κακό που προανήγγειλε ο κατηγορούμενος επρόκειτο να επακολουθήσει αμέσως αν ο εγκαλών στην ορισθείσα προθεσμία δεν κατέβαλλε το ποσό που αυτός του ζητούσε. Τα γεγονότα αυτά ανάγκασαν τον εγκαλούντα να απευθυνθεί στην αστυνομία να υποβάλλει την έγκληση και να συλληφθεί ο κατηγορούμενος αυτός κατά την παραλαβή του προϊόντος της εκβίασης. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η απαίτηση των εκκαλούντων δεν ήταν νόμιμη και ότι για το λόγο αυτό είχε επιλεγεί αυτός για να την εισπράξει, άλλως οι εκκαλούντες θα είχαν καταφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο. Ο εγκαλών Ψ δεν όφειλε τα χρήματα αυτά στους εκκαλούντες αφού δεν επέστρεψαν τις μετοχές που είχαν αγοράσει και ο εγκαλών δεν αγόρασε από αυτούς κάτι. Η έκδοση της επιταγής έγινε από τον εγκαλούντα όχι επειδή όφειλε χρήματα στους εκκαλούντες αλλά επειδή ήθελε να αποφύγει τυχόν υποβολή έγκλησης από αυτούς σε βάρος του για απάτη λόγω της απαξίωσης των μετοχών που αυτοί είχαν αγοράσει, από την εταιρεία που αυτός ήταν διευθυντής οικονομικού. Η πράξη της εκβίασης έγινε με περισσότερες από μία επιμέρους πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος αυτού, όπως προκύπτει από την ως άνω παράθεση αυτών. Εκτός από την πράξη της εκβίασης κατ' εξακολούθηση που στοιχειοθετείται πλήρως σε βάρος του κατηγορούμενου αυτού στοιχειοθετούνται πλήρως και οι λοιπές πράξεις της παράνομης βίας, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και διατάραξης οικιακής ειρήνης, με τις οποίες κατηγορείται και έχει παραπεμφθεί να δικαστεί με το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο ως προς αυτόν έχει καταστεί αμετάκλητο. Επίσης πλήρως στοιχειοθετείται σε βάρος των εκκαλούντων η πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού στην εκβίαση κατ' εξακολούθηση που τέλεσε ο Χ2, αφού αυτοί με εντολή που του έδωσαν και με αμοιβή που υποσχέθηκαν να του δώσουν τον έπεισαν να εκβιάσει τον εγκαλούντα και με τον τρόπο αυτό να εισπράξει το ποσό της επιταγής. Οι εκκαλούντες με τις απολογίες τους και την έφεση τους αρνούνται την κατηγορία, και προβάλουν αντίθετους ισχυρισμούς, αποδίδοντας ο ένας στον άλλον την εντολή προς τον Χ2 για την είσπραξη του ποσού της επιταγής. Όμως από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, που αναφέρονται ανωτέρω, οι ισχυρισμοί τους αυτοί διαψεύδονται, από αυτά προκύπτει ότι αυτοί από κοινού, βρήκαν τον Χ2 και τον έπεισαν να τελέσει την πράξη της εκβίασης. Εφόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω, προκύπτουν σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων, ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο την εναντίον τους κατηγορία για την πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε εκβίαση κατ' εξακολούθηση που κατηγορούνται, πρέπει να παραπεμφθούν στο αρμόδιο δικαστήριο να δικαστούν γι αυτή και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών που τους παρέπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών να δικαστούν για την πράξη αυτή καλώς έπραξε, ενώ οι εκκαλούντες, που με τις εφέσεις τους υποστηρίζουν τα αντίθετα, σφάλουν και πρέπει οι εφέσεις αυτές ν' απορριφθούν κατ' ουσία ως προς την πράξη αυτή και να επιβληθούν σ' αυτούς τα δικαστικά έξοδα. Επίσης το ίδιο Συμβούλιο εκτός από αυτά δέχθηκε ακόμα με δικές του συμπληρωματικές σκέψεις ότι : Συμπληρωματικά δε προς όσα αναφέρονται στην πιο πάνω εισαγγελική πρόταση πρέπει να τονιστεί ότι οι πιο πάνω κατηγορούμενοι ήσαν εμπνευστές και επινόησαν την τέλεση του αδικήματος της εκβίασης, για να υλοποιήσουν δε τη συγκεκριμένη πράξη, ήτοι την είσπραξη της αναφερόμενης τραπεζικής επιταγής, απευθύνθηκαν στο συγκατηγορούμενό τους Χ2 και άσκησαν αποφασιστική επίδραση και επιρροή στο σχηματισμό της βούλησης αυτού, προκειμένου να τελέσει την πιο πάνω αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα, οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι με εντολή που έδωσαν στον πιο πάνω συγκατηγορούμενό τους και με υπόσχεση καταβολής αμοιβής (οικονομικού ανταλλάγματος) σ' αυτόν, του προκάλεσαν την απόφαση να εκτελέσει την ως άνω διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη, που συνιστά την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκβίασης (κακουργηματικής). Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ως άνω τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι για την παρακίνηση του ως άνω συγκατηγορουμένου τους (φυσικού αυτουργού) στην εκτέλεση της πράξης του, παρήγαγαν πραγματικά σ' αυτόν την απόφαση να την εκτελέσει. Τούτο δε διότι ο τελευταίος δεν είχε καμία απολύτως σχέση, γνωριμία ή άλλη εμπλοκή με τον εγκαλούντα Ψ, η δε ανάμειξη του στην υπόθεση οφείλεται στην πρόκληση της σχετικής απόφασης από τους εκκαλούντες-κατηγορουμένους. Επιπλέον, αυτοί είχαν την πρόθεση να επιδράσουν στη βούληση του πιο πάνω φυσικού αυτουργού με το συγκεκριμένο περιεχόμενο και αποσκοπούσαν στην παρότρυνση τούτου να διαπράξει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κακουργηματικής εκβίασης. Ακόμη, η εν λόγω πράξη του φυσικού αυτουργού ταυτίζεται και δεν συνιστά κάτι διαφορετικό σε σχέση με την πράξη που προκάλεσαν οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι ηθικοί αυτουργοί και ως εκ τούτου υφίσταται η απαιτούμενη σχέση εξαρτήσεως της συμμετοχικής πράξης από την αυτουργία. Αντίθετα, ως προς τις αποδιδόμενες στους ίδιους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε παράνομη βία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και διατάραξη οικιακής ειρήνης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω πράξεις που τελέστηκαν από το φυσικό αυτουργό δεν προκλήθηκαν απ' αυτούς, δηλαδή δεν ήσαν οι πράξεις που αυτοί θέλησαν και συνεπώς δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής τους γι' αυτές. Περαιτέρω, η ως άνω κρίση του Συμβουλίου τούτου περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής των εκκαλούντων-κατηγορουμένων για την παραπάνω αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε εκβίαση (κακουργηματική) κατ' εξακολούθηση προκύπτει από την, κατά την καθιερούμενη με τη διάταξη του άρθρου 177 ΚΠοινΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως, προσήκουσα συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, των εγγράφων που προσκομίστηκαν και έχουν επισυναφθεί στη δικογραφία, σε συνδυασμό με τις απολογίες των εκκαλούντων-κατηγορουμένων, το περιεχόμενο της εκθέσεως εφέσεως αυτών, όλων των υπομνημάτων αυτού των διαδίκων, καθώς και την απολογία των λοιπών κατηγορουμένων. Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επειδή: α) εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας σε εκβίαση από κοινού σε βαθμό κακουργήματος β) αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των α. 45, 46 και 385 του Π.Κ., γ) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα εκθέτει ρητά: α) την παράνομη απαίτηση που είχε ο αναιρεσείων από τον εγκαλούντα Ψ, ύψους 23.700 κυπριακών λιρών από επιταγή που ελήφθη υπό καθεστώς εκβίασης ώστε να μην υποβληθεί έγκληση σε βάρος του για απάτη β) την πρόθεσή του να εισπράξει το ποσό αυτό της επιταγής χωρίς προσφυγή στην δικαιοσύνη γ) την ανεύρεση από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Χ3 τον Χ2, δ) την δημιουργία σ' αυτόν (Χ2) και από τους δύο από κοινού της απόφασης να εξαναγκάσει τον εγκαλούντα με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής να καταβάλει το ποσό αυτό δ) τα μέσα δημιουργίας αυτής της απόφασης (υπόσχεση καταβολής ποσοστού 30% επί του ποσού που αυτός θα εισέπραττε) γ) τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του αυτουργού Χ2 να εξαναγκάσει τον εγκαλούντα με τα μέσα που συμφωνήθηκαν (απειλές με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής) να καταβάλει το παραπάνω ποσό δ) την ευόδωση των απειλών αυτών και την καταβολή ποσού 10.000 ευρώ από τον εγκαλούντα προς τον Χ2 με προορισμό τους ηθικούς αυτουργούς ε) τον αιτιώδη σύνδεσμο των απειλών με την καταβολή και την αμέσως μετά από αυτή σύλληψή του Χ2 με το ποσό που είχε αποσπάσει. Ακόμα ο αναιρεσείων παραπονείται επειδή ελήφθη υπόψη για την παραπομπή του, κατά παράβαση του α. 211 Α του ΚΠΔ, η επιβαρυντική γι' αυτόν απολογία του συγκατηγορουμένου Χ3. Οι θέσεις του όμως αυτές είναι νομικά αβάσιμες επειδή: α) η παραπομπή του στηρίχτηκε εκτός από την απολογία του Χ3 και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρει αναλυτικά και β) η παραπομπή με μόνη την απολογία συγκατηγορουμένου δεν αντίκειται στο α. 211 Α του ΚΠΔ και δεν δημιουργείται από αυτή λόγος αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος (ΑΠ 2066/2008 , ΑΠ 1450/2006 ΠΔ' 2007.253, ΑΠ 854/2006 ΠΧ' 2007.236, ΑΠ 1302/2004 ΠΧ' 2005.533). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η εσφαλμένη κατά την άποψη του αναιρεσείοντος εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ειδικότερα των υπέρ αυτού θέσεων του αυτουργού Χ2, ανάγεται στην ανέλεγκτη εκ μέρους του Συμβουλίου κρίση των πραγματικών περιστατικών η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1534/2008, AΠ 567/2006, ΑΠ 501/2006, ΑΠ 1071/2005 ΠΧ' 2006.134). Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παρέπεμψε στο ακροατήριο τον Χ2, εκτός των άλλων, και για κακουργηματική εκβίαση και τον αναιρεσείοντα Χ1 και τον Χ3 για ηθική αυτουργία από κοινού στην πράξη αυτή. Το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε τις εφέσεις των ηθικών αυτουργών ως αβάσιμες στην ουσία τους και επικύρωσε το πρωτοβάθμιο βούλευμα. Το Συμβούλιο όμως Εφετών ενώ διατυπώνει την άποψη ότι η συμπεριφορά του Χ2 έχει την μορφή της εξακολουθητικής εκβίασης παρά ταύτα δεν διαφοροποίησε το διατακτικό του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που έχει αποδεχθεί την τέλεση μιας μόνο πράξης εκβίασης και κατ' επέκταση μιας πράξεως ηθικής αυτουργίας από κοινού. Από την θέση αυτή του Συμβουλίου Εφετών δεν δημιουργείται κανένας λόγος αναιρέσεως του προσβαλλόμενου βουλεύματος επειδή και σε περίπτωση που αυτό παρέπεμπε τους κατηγορουμένους για εξακολουθητική εκβίαση δεν υπήρχε πρόβλημα ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας αφού: α) οι μερικότερες πράξεις περιλαμβάνονται στην αρχική πράξη β) δεν διαφοροποιείται ο χρόνος τελέσεώς τους γ) με τον τρόπο αυτό γίνεται διευκρίνιση και ακριβέστερος προσδιορισμός των πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 811/2004) και δ) ο χαρακτηρισμός ενός εγκλήματος κατ' εξακολούθηση ανήκει στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστικού συμβουλίου (ΑΠ 1834/2008). Με βάση τα δεδομένα αυτά η αίτηση αυτή αναιρέσεως του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (α. 583 παρ. 1 , όπως αντ. από το α. 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 , σε συνδ. με το α. 3 παρ. 3 του Ν. 773/1977 και την 58553/19/28-6-2006 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί η 182/9-10-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ... (...) κατά του 1609/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
Β) Να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 16 Δεκεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη 182/9-10-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, στρεφόμενη κατά του 1609/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ' ουσίαν εν μέρει την έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του πρωτόδικου 2980/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, και με το οποίο παραπέμπει τελικά αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε κακουργηματική εκβίαση (άρθρ. 45,46 § 1α, 385 § 1 στοιχ. α' σε συνδ. με το άρθρο 380 § 1 ΠΚ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, εφόσον αυτός παραπέμπεται για κακούργημα (άρθρ. 482 § 1 περ. α' ΚΠΔ), γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Σύμφωνα με το άρθρο 385 § 1 εδ. α' του ΠΚ "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 § 1 και 12 (δηλ. με κάθειρξη και περίπτωση θανάτου κλπ με ισόβια κάθειρξη), αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλή ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω κακουργηματική μορφή του, απαιτείται αντικειμενικώς α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλές, οι ποίες εκλαμβάνονται ως σοβαρές (πραγματοποιήσιμες) από τον απειλούμενο, είναι δε ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής με την έννοια ότι η πραγματοποίηση του προαγγελθέντος κακού πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν ο εξαναγκαζόμενος δεν ήθελε προβεί στην επιζητούμενη επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς (αν δηλαδή ο εξαναγκασμός δεν επιτυγχάνεται με σωματική βία ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιότητας ή της ζωής) πρόκειται για εκβίαση, τιμωρούμενη, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφ. γ' του ίδιου ως άνω άρθρου, σε βαθμό πλημμελήματος. Για την υποκειμενική υπόσταση του ίδιου εγκλήματος απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής (βασικός δόλος) και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος), ανεξαρτήτως της επιτεύξεως ή μη του οφέλους. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται κοινός δόλος των προσώπων που συμπράττουν και αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξη τους, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική κατά την ενέργεια από τον καθένα των επί μέρους πράξεων, οι οποίες άμεσα συντελούν στην ολοκλήρωση του εγκληματικού αποτελέσματος. Υπάρχει δε ο κοινός δόλος στη συναπόφαση που έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεση της, ώστε ο καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεση της και να γνωρίζει ότι ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσης της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ.1 εδ. α' του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς: α) πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης (πραγματικής, νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια), με πειθώ ή φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι είναι δυνατή η από κοινού ηθική αυτουργία στην τέλεση ενός εγκλήματος. Τέλος, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με καθολική αναφορά στην στη ενσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέα δέχθηκε ότι, μετά από στάθμιση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, και ειδικότερα από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών Ψ, κάτοικος ..., ήταν εμπορικός διευθυντής της εταιρείας με την επωνυμία CONFΙΝΕ ΕΛΛΑΣ ΑΕΠΕΥ και η σύζυγος του ΑΑ, μέτοχος κατά 70% και πρόεδρος του Δ.Σ. Στην εταιρεία αυτή εργαζόταν ως υπάλληλος και ο ΓΓ, ο οποίος γνώριζε από παλαιότερα τον εκκαλούντα Χ1 και τον έπεισε να αγοράσει μέρος των μετοχών της εταιρείας αυτής η οποία θα εισήρχετο στο Χρηματιστήριο και θα ανέβαινε η αξία τους. Πράγματι το καλοκαίρι του 2000 ο εκκαλών αγόρασε μετοχές της εταιρίας αυτής αξίας 14.000.000 δραχμών. Ο έτερος των εκκαλούντων Χ3, αφού πληροφορήθηκε από τον πρώτο, με τον οποίο είχαν από παλαιότερα γνωριμία και επαγγελματική σχέση, τη συμφέρουσα επένδυση που επρόκειτο να κάνει, ζήτησε από αυτόν να συμμετέχει και εκείνος σε αυτήν και του παρέδωσε το ποσό των 350.000 δραχμών για το σκοπό αυτό. Όμως οι μετοχές της εταιρείας αυτής δεν εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο και η αξία τους μειώθηκε. Μεγάλος αριθμός προσώπων τα οποία είχαν επενδύσει χρήματα σε αξιόγραφα της ίδιας εταιρείας υπέβαλλαν εγκλήσεις κατά του εγκαλούντα και της συζύγου του για απάτη αφού έχασαν τα χρήματα τους. Εν όψει του γεγονότος αυτού, ο εγκαλών Ψ, προκειμένου να αποφύγει την υποβολή εγκλήσεως εκ μέρους του Χ1 για απάτη, εξέδωσε μια επιταγή ποσού 23.700 κυπριακών λιρών με ημερομηνία 29-1-2004, σε διαταγή του εκκαλούντα αυτού, την οποία του παρέδωσε δια χειρός του ΓΓ. Την επιταγή αυτή ο εκκαλών με οπισθογράφηση μεταβίβασε στον ΔΔ, κάτοικο ..., ο οποίος την εμφάνισε για πληρωμή σε τράπεζα στην Κύπρο την 8-4-2004 και την 8-6-2004 αλλά βρέθηκε ακάλυπτη και δεν πληρώθηκε. Ο κομιστής ΔΔ την 7-7-2004 υπέβαλλε έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών για το αδίκημα τη ακάλυπτης επιταγής αλλά αυτή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. Β71/2004 διάταξη του ως άνω Εισαγγελέα, λόγω μη εγκυρότητας του τίτλου και συγκεκριμένα λόγω ελλείψεως τόπου έκδοσης. Οι εκκαλούντες αφού αντιλήφθηκαν ότι με τη νόμιμη οδό δε μπορούσαν να εισπράξουν την επιταγή απευθύνθηκαν στον συγκατηγορούμενό τους Χ2 ο οποίος ήταν γνώστης και άλλων τρόπων είσπραξης αμφισβητούμενων ή και ανύπαρκτων οφειλών και ζήτησαν από αυτόν να προβεί στην είσπραξη του ποσού της επιταγής, με τους τρόπους που αυτός γνώριζε και σε αντάλλαγμα θα του κατέβαλλαν μέρος του ποσού αυτού, το οποίο δε διακριβώθηκε στην ανάκριση, όμως θα ήταν περίπου το 30% του ποσού που θα εισπράττετο. Ο Χ2 πείστηκε από τους εκκαλούντες και ανέλαβε το έργο αυτό αντί της ως άνω αμοιβής την οποία ο ίδιος αποκαλεί χαρτζιλίκι. Για την εκτέλεση του προέβη στις παρακάτω ενέργειες. 1) Το Νοέμβριο του 2006 προσήλθε στα γραφεία της εταιρίας ΣΑΙΝ ΤΖΩΡΤΖ Α.Ε., που βρίσκονται στην ... σε πολυκατοικία επί της οδού ..., βασικός μέτοχος της οποίας ήταν ο παθών Ψ και απαίτησε από την υπάλληλο ΒΒ, τα χρήματα που όπως είπε του οφείλει ο εγκαλών. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του, της επέδειξε μία επιταγή της Κυπριακής τράπεζας HELLENIC ΒΑΝΚ, που είχε εκδοθεί από τον Ψ, με ημερομηνία 29-1-2004 εις διαταγή του εκκαλούντος- κατηγορουμένου Χ1, ποσού είκοσι τριών χιλιάδων επτακοσίων (23.700) κυπριακών λιρών. Όταν η υπάλληλος του είπε, ότι δεν έχει τέτοια εντολή, της απάντησε να τον βρει, εννοώντας Ψ και να έχει τα χρήματα σε δύο (2) ημέρες, γιατί αλλιώς "ξέρει τι θα πάθει". Μετά από δύο - τρεις ημέρες ο ανωτέρω ξαναπήγε στην έδρα της προαναφερθείσας εταιρίας και επανέλαβε τις απειλές εναντίον του εγκαλούντος. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, ερευνώντας για την κατοικία του μηνυτή, πήγε στο σπίτι της μητέρας του, στην οδό ... στο ... και την απείλησε λέγοντας της ότι όπου και να κρύβεται ο γιος της θα τον βρει γιατί του χρωστάει χρήματα. "Την 7-3-2007 το πρωί και ενώ ο εγκαλών βρισκόταν στην κατοικία του στη ..., εμφανίσθηκε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εισέβαλε με την βία στο διαμέρισμα και του επέδειξε την προαναφερόμενη επιταγή, λέγοντας του "χρωστάς στον φίλο μου χρήματα και εγώ ήρθα για να εισπράξω και να πάρω την αμοιβή μου". Ο Ψ απάντησε ότι δεν οφείλει χρήματα στον Χ1 και του ζήτησε να συζητήσουν για το θέμα αυτό μετά από την επιστροφή του από επαγγελματικό ταξίδι στην Κίνα. Το βράδυ της 14-3-07, μετά από απαίτηση του Χ2, συναντήθηκαν σε καφενείο στο ..., όπου ο κατηγορούμενος αυτός του ζήτησε δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για αμοιβή του, προκειμένου να λήξει το θέμα της επιταγής. Του υποσχέθηκε μάλιστα προστασία με τη φράση "θα μου δώσεις 15.000 ευρώ και θα κλείσουμε το θέμα με την επιταγή και μάλιστα από δω και πέρα όποιος σε πειράξει θα έχει να κάνει μαζί μου". Όταν ο εγκαλών αρνήθηκε, ο ανωτέρω κατηγορούμενος τον απείλησε με τη φράση "θα μείνεις εδώ όλο το βράδυ, δεν πρόκειται να ξαναδείς το σπίτι σου, εγώ θα πάρω τα 15 χιλιάρικα" και ακολούθως τον επιβίβασε με τη βία στο αυτοκίνητό του, το οποίο δεν έφερε πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας και κινήθηκε στην Λ. Πεντέλης με μεγάλη ταχύτητα και επικίνδυνους ελιγμούς. Ταυτόχρονα με τις απειλές "εδώ πιο πάνω έχω καθαρίσει και άλλον έναν που έκανε το ζόρικο όπως εσύ ... ή θα μου δώσεις τα 15 χιλιάρικα ή θα σε στείλω στο νοσοκομείο για 8 μήνες το ίδιο θα σου κοστίσει, ίσως και περισσότερο γιατί μόλις βγεις θα σε ξαναστείλω ... δεν πρόκειται να γλιτώσεις από μας, ξέρουμε το σπίτι σου, ξέρουμε τη γυναίκα σου, μετά θα έρθει η σειρά της ... κατάλαβες τι σου λέω, θα μου δώσεις τα χρήματα γιατί εγώ δεν αστειεύομαι, θα ανοίξω την πόρτα τώρα και θα σε πετάξω έξω ..." και κρατώντας τον με το δεξιό χέρι του από το λαιμό, απαιτούσε το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό. Τότε ο εγκαλών υποσχέθηκε να του καταβάλει το ποσό των 15.000 € και ζήτησε χρόνο για να το συγκεντρώσει. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος τον απείλησε και πάλι με τη φράση "πρόσεξε γιατί εάν δεν έχω τα χρήματα την Τετάρτη εσύ την Πέμπτη δεν θα ζεις ...". Το απόγευμα της 21-03-2007 ο Χ2 πήγε πάλι στην εταιρία "ΣΑΙΝΤ ΤΖΩΡΤΖ Α.Ε." και με απειλητική διάθεση ζήτησε από την ΒΒ να δει τον Ψ. Επειδή αυτός απουσίαζε μίλησε μαζί του στο τηλέφωνο και αφού έφυγε για λίγα λεπτά, επανήλθε. Τότε ο Ψ επικοινώνησε με την υπάλληλο του τηλεφωνικά και της συνέστησε να αποχωρήσει από το γραφείο. Όταν αυτή είπε στον κατηγορούμενο ότι πρέπει να φύγει για επαγγελματικούς λόγους, αυτός εξαγριώθηκε και, αφού της είπε "δεν θα πας πουθενά", την εμπόδιζε να αποχωρήσει. Παρενέβη τότε υπάλληλος της ιδιωτικής ασφάλειας του κτιρίου, ο οποίος ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς από τον εγκαλούντα και η υπάλληλος βρήκε την ευκαιρία και αποχώρησε. Επιστρέφοντας στο γραφείο, μετά από μία ώρα, διαπίστωσε ότι ήταν κατεστραμμένος ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο εκτυπωτής, η ντουλάπα του γραφείου, ένα σερβίτσιο και διάφορα άλλα αντικείμενα. Περί ώρα 14.00, της 30-3-2007, ο Χ2 πήγε εκ νέου στην οικία του εγκαλούντος με απειλητικές διαθέσεις και αυτός φοβούμενος δεν του άνοιξε και κάλεσε την Άμεση Δράση. Τέλος, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν την ίδια ημέρα συμφώνησαν να καταβάλει στον κατηγορούμενο το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ την 4 ή την 5 Απριλίου 2007. Την 3-4-2007 ο εγκαλών υπέβαλε στο Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής την έγκληση του κατά του Χ2 για την πράξη της εκβίασης και κατά των ΓΓ και Χ1 για ηθική αυτουργία σε εκβίαση. Από το Τμήμα αυτό προσημειώθηκαν τα χαρτονομίσματα και τις απογευματινές ώρες της 4-4-2007 ο Χ2 συνελήφθη στην κατοικία του Ψ, μόλις παρέλαβε το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Απολογούμενος κατά την προανάκριση και κατά την κυρία ανάκριση ο Χ2 αποκάλυψε ότι ανέλαβε την είσπραξη του ποσού της επιταγής κατ' εντολή του κατηγορουμένου Χ3, αρνήθηκε ότι απείλησε τον εγκαλούντα πλην όμως δέχθηκε ότι επισκέφθηκε κατ' επανάληψη το γραφείο του και την κατοικία του, καθώς και την κατοικία της μητέρας του, ομολόγησε ότι προκάλεσε φθορές σε πράγματα (ηλεκτρονικό υπολογιστή κ.τ.λ.) στο γραφείο του και ότι με τη βία τον οδήγησε στη Λ. Πεντέλης και ισχυρίσθηκε, αρχικά ότι τα χρήματα που θα εισέπραττε θα ήταν δικά του και στη συνέχεια ότι αν εισέπραττε ολόκληρο το ποσόν της επιταγής θα ελάμβανε ένα μέρος από αυτό ως "χαρτζιλίκι". Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορούμενου Χ2 δεν αντικρούουν τις κατηγορίες που του αποδίδονται αλλά τις ενισχύουν. Από τα ως άνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι αυτός με απειλές ενωμένες με κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα αλλά και για τη ζωή του εγκαλούντα και των ως άνω συγγενικών και φιλικών του προσώπων, που απεύθυνε προς τους παθόντες Ψ, ΕΕ, ΒΒ και στη μητέρας του εγκαλούντα, απαίτησε από τον εγκαλούντα να του καταβάλει το ποσό των 23.700 κυπριακών λιρών ή 40.862 ευρώ γνωρίζοντας ότι η απαίτηση αυτή ήταν παράνομη. Από τον τρόπο ενέργειας και τις φράσεις που απεύθυνε στους παθόντες προκύπτει ότι το κακό που προανήγγειλε ο κατηγορούμενος επρόκειτο να επακολουθήσει αμέσως αν ο εγκαλών στην ορισθείσα προθεσμία δεν κατέβαλλε το ποσό που αυτός του ζητούσε. Τα γεγονότα αυτά ανάγκασαν τον εγκαλούντα να απευθυνθεί στην αστυνομία να υποβάλλει την έγκληση και να συλληφθεί ο κατηγορούμενος αυτός κατά την παραλαβή του προϊόντος της εκβίασης. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η απαίτηση των εκκαλούντων δεν ήταν νόμιμη και ότι για το λόγο αυτό είχε επιλεγεί αυτός για να την εισπράξει, άλλως οι εκκαλούντες θα είχαν καταφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο. Ο εγκαλών Ψ δεν όφειλε τα χρήματα αυτά στους εκκαλούντες αφού δεν επέστρεψαν τις μετοχές που είχαν αγοράσει και ο εγκαλών δεν αγόρασε από αυτούς κάτι. Η έκδοση της επιταγής έγινε από τον εγκαλούντα όχι επειδή όφειλε χρήματα στους εκκαλούντες αλλά επειδή ήθελε να αποφύγει τυχόν υποβολή έγκλησης από αυτούς σε βάρος του για απάτη λόγω της απαξίωσης των μετοχών που αυτοί είχαν αγοράσει, από την εταιρεία που αυτός ήταν διευθυντής οικονομικού. Η πράξη της εκβίασης έγινε με περισσότερες από μία επιμέρους πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του εγκλήματος αυτού, όπως προκύπτει από την ως άνω παράθεση αυτών. Εκτός από την πράξη της εκβίασης κατ' εξακολούθηση που στοιχειοθετείται πλήρως σε βάρος του κατηγορούμενου αυτού στοιχειοθετούνται πλήρως και οι λοιπές πράξεις της παράνομης βίας, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και διατάραξης οικιακής ειρήνης, με τις οποίες κατηγορείται και έχει παραπεμφθεί να δικαστεί με το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο ως προς αυτόν έχει καταστεί αμετάκλητο. Επίσης πλήρως στοιχειοθετείται σε βάρος των εκκαλούντων η πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού στην εκβίαση κατ' εξακολούθηση που τέλεσε ο Χ2, αφού αυτοί με εντολή που του έδωσαν και με αμοιβή που υποσχέθηκαν να του δώσουν τον έπεισαν να εκβιάσει τον εγκαλούντα και με τον τρόπο αυτό να εισπράξει το ποσό της επιταγής. Οι εκκαλούντες με τις απολογίες τους και την έφεση τους αρνούνται την κατηγορία, και προβάλουν αντίθετους ισχυρισμούς, αποδίδοντας ο ένας στον άλλον την εντολή προς τον Χ2 για την είσπραξη του ποσού της επιταγής. Όμως από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, που αναφέρονται ανωτέρω, οι ισχυρισμοί τους αυτοί διαψεύδονται, από αυτά προκύπτει ότι αυτοί από κοινού, βρήκαν τον Χ2 και τον έπεισαν να τελέσει την πράξη της εκβίασης. Εφόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω, προκύπτουν σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων, ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο την εναντίον τους κατηγορία για την πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε εκβίαση κατ' εξακολούθηση που κατηγορούνται, πρέπει να παραπεμφθούν στο αρμόδιο δικαστήριο να δικαστούν γι αυτή και το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών που τους παρέπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών να δικαστούν για την πράξη αυτή καλώς έπραξε, ενώ οι εκκαλούντες, που με τις εφέσεις τους υποστηρίζουν τα αντίθετα, σφάλουν και πρέπει οι εφέσεις αυτές ν' απορριφθούν κατ' ουσία ως προς την πράξη αυτή και να επιβληθούν σ' αυτούς τα δικαστικά έξοδα". Επίσης το ίδιο Συμβούλιο εκτός από αυτά δέχθηκε ακόμα με δικές του συμπληρωματικές σκέψεις ότι : "Συμπληρωματικά δε προς όσα αναφέρονται στην πιο πάνωεισαγγελική πρόταση πρέπει να τονιστεί ότι οι πιο πάνω κατηγορούμενοι ήσαν εμπνευστές και επινόησαν την τέλεση του αδικήματος της εκβίασης, για να υλοποιήσουν δε τη συγκεκριμένη πράξη, ήτοι την είσπραξη της αναφερόμενης τραπεζικής επιταγής, απευθύνθηκαν στο συγκατηγορούμενό τους Χ2 και άσκησαν αποφασιστική επίδραση και επιρροή στο σχηματισμό της βούλησης αυτού, προκειμένου να τελέσει την πιο πάνω αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα, οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι με εντολή που έδωσαν στον πιο πάνω συγκατηγορούμενό τους και με υπόσχεση καταβολής αμοιβής (οικονομικού ανταλλάγματος) σ' αυτόν, του προκάλεσαν την απόφαση να εκτελέσει την ως άνω διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη, που συνιστά την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκβίασης (κακουργηματικής). Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ως άνω τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι για την παρακίνηση του ως άνω συγκατηγορουμένου τους (φυσικού αυτουργού) στην εκτέλεση της πράξης του, παρήγαγαν πραγματικά σ' αυτόν την απόφαση να την εκτελέσει. Τούτο δε διότι ο τελευταίος δεν είχε καμία απολύτως σχέση, γνωριμία ή άλλη εμπλοκή με τον εγκαλούντα Ψ, η δε ανάμειξη του στην υπόθεση οφείλεται στην πρόκληση της σχετικής απόφασης από τους εκκαλούντες-κατηγορουμένους. Επιπλέον, αυτοί είχαν την πρόθεση να επιδράσουν στη βούληση του πιο πάνω φυσικού αυτουργού με το συγκεκριμένο περιεχόμενο και αποσκοπούσαν στην παρότρυνση τούτου να διαπράξει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κακουργηματικής εκβίασης. Ακόμη, η εν λόγω πράξη του φυσικού αυτουργού ταυτίζεται και δεν συνιστά κάτι διαφορετικό σε σχέση με την πράξη που προκάλεσαν οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι ηθικοί αυτουργοί και ως εκ τούτου υφίσταται η απαιτούμενη σχέση εξαρτήσεως της συμμετοχικής πράξης από την αυτουργία. Αντίθετα, ως προς τις αποδιδόμενες στους ίδιους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε παράνομη βία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και διατάραξη οικιακής ειρήνης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω πράξεις που τελέστηκαν από το φυσικό αυτουργό δεν προκλήθηκαν απ" αυτούς, δηλαδή δεν ήσαν οι πράξεις που αυτοί θέλησαν και συνεπώς δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής τους γι' αυτές. Περαιτέρω, η ως άνω κρίση του Συμβουλίου τούτου περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής των εκκαλούντων-κατηγορουμένων για την παραπάνω αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε εκβίαση (κακουργηματική) κατ' εξακολούθηση προκύπτει από την, κατά την καθιερούμενη με τη διάταξη του άρθρου 177 ΚΠοινΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως, προσήκουσα συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, των εγγράφων που προσκομίστηκαν και έχουν επισυναφθεί στη δικογραφία, σε συνδυασμό με τις απολογίες των εκκαλούντων-κατηγορουμένων, το περιεχόμενο της εκθέσεως εφέσεως αυτών, όλων των υπομνημάτων αυτού των διαδίκων, καθώς και την απολογία των λοιπών κατηγορουμένων".
Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτόδικου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επειδή : α) εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας σε εκβίαση από κοινού σε βαθμό κακουργήματος β) αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των α. 45, 46 και 385 του Π.Κ., γ) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα εκθέτει ρητά : α) την παράνομη απαίτηση που είχε ο αναιρεσείων από τον εγκαλούντα Ψ, ύψους 23.700 κυπριακών λιρών από επιταγή που ελήφθη υπό καθεστώς εκβίασης ώστε να μην υποβληθεί έγκληση σε βάρος του για απάτη β) την πρόθεση του να εισπράξει το ποσό αυτό της επιταγής χωρίς προσφυγή στην δικαιοσύνη γ) την ανεύρεση από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Χ3 του Χ2 δ) την δημιουργία σ' αυτόν (Χ2) και από τους δύο από κοινού της απόφασης να εξαναγκάσει τον εγκαλούντα με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής να καταβάλει το ποσό αυτό δ) τα μέσα δημιουργίας αυτής της απόφασης (υπόσχεση καταβολής ποσοστού 30% επί του ποσού που αυτός θα εισέπρατε) γ) Το γεγονός ότι ο Χ2 δεν είχε καμία απολύτως σχέση, γνωριμία ή άλλη εμπλοκή ή μέχρι τότε με τον εγκαλούντα Ψ, η δε ανάμειξή του στην υπόθεση οφείλεται στην πρόκληση της σχετικής απόφασης από τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του Χ3, δ) τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του αυτουργού Χ2 να εξαναγκάσει τον εγκαλούντα με τα μέσα που συμφωνήθηκαν (απειλές με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής) να καταβάλει το παραπάνω ποσό ε) την ευόδωση των απειλών αυτών και την καταβολή ποσού 10.000 ευρώ από τον εγκαλούντα προς τον Χ2 με προορισμό τους ηθικούς αυτουργούς στ) τον αιτιώδη σύνδεσμο των απειλών με την καταβολή και την αμέσως μετά από αυτή σύλληψη του Χ2 με το ποσό που είχε αποσπάσει. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος από τα άρθρα 484 § 1 στοιχ. δ' και β' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω ο αναιρεσείων παραπονείται επειδή ελήφθη υπόψη για την παραπομπή του, κατά παράβαση του άρθρου 211 Α του ΚΠΔ, η επιβαρυντική γι' αυτόν απολογία του συγκατηγορουμένου του Χ3. Ο ισχυρισμός αυτός του αναιρεσείοντος είναι νομικά αβάσιμος επειδή: η παραπομπή με μόνη την απολογία συγκατηγορουμένου δεν αντίκειται στο άρθρο 211 Α του ΚΠΔ και δεν δημιουργείται από αυτή λόγος αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, πράγμα που ισχύει μόνον κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και όταν το δικαστήριο άγεται σε καταδικαστική κρίση. Εξάλλου, η παραπομπή του αναιρεσείοντος στηρίχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός από την απολογία του Χ3, και σε άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται αναλυτικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα. Επομένως ο δεύτερος από το άρθρ. 484 § 1δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι η εσφαλμένη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ειδικότερα των υπέρ αυτού θέσεων του αυτουργού Χ2, ανάγεται στην ανέλεγκτη εκ μέρους του Συμβουλίου κρίση των πραγματικών περιστατικών η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερομένων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 182/9-10-2009 αίτηση του Χ1, κατοίκου ... (...), για αναίρεση του 1609/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή