Θέμα
Γαίες, Οθωμανικό δίκαιο.
Περίληψη:
Εφαρμογή διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών στη Θεσσαλία. Από την προσάρτησή της στην Ελλάδα, εισήχθη στη Θεσσαλία ημεδαπή νομοθεσία, η οποία ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις που εφεξής δημιουργούνται με τη διάκριση, ότι, ως προς το παρελθόν, αυτές ρυθμίζονται κατά τον προϊσχύοντα Οθωμανικό Νόμο, θεωρούμενο ως νόμο –όχι αλλοδαπό, αλλά– εσωτερικό.
Αριθμός 625/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)α. Χ. Π. του Ν., )Π. Π. του Ν., )Θ. Π. του Ν., )Ά. Π. του Ν., κατοίκων ..., ως καθολικών διαδόχων της αποβιωσάσης Α. χας Ν. Π., 2)Ι. Π. του Π., 3)Θ. Π. του Π., 4)Κ. Μ. του Δ., κατοίκων ..., 5)Ό. συζ. Δ. Μ., το γένος Κ. Π., κατοίκου ... και 6)Ε. συζ. Φ. Χ., το γένος Κ. Π., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπουγά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/10/2002 αγωγή της αρχικής διαδίκου Α. Π. και των ήδη 2ου, 3ου, 4ου και 5ης και 6ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 263/2004 μη οριστική, 279/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 264/2009 οριστική του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το Ελληνικό Δημόσιο με την από 22/11/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 20/12/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης ως προς τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της, και να απορριφθεί ως προς τους λοιπούς.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.α'και β'ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί αναγνωριστικής κυριότητας και επικαρπίας ακινήτου αγωγής, απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, πλήν άλλων και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ'όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαίο, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της ένδικης - από 1.10.2002 - αναγνωριστικής κυριότητας και επικαρπίας τμημάτων μείζονος ακινήτου αγωγής, το μείζον περιγραφόμενο σ'αυτήν ακίνητο, δηλαδή ένα αγροτικό ακίνητο, γνωστό με το όνομα "..." ή "...", αποτελούμενο από καλλιεργούμενες και λειβαδιακές εκτάσεις (βοσκοτόπους) μετά των επί του αγροτικού αυτού ακινήτου οικιών, γεωργικών οικιών, αποθηκών, αχυρώνων, σταύλων, κονακίων, χανίων, χορτονομών, προβατονομών, μανδρών, αλωνίων κ.λπ., κείμενο πλησίον του χωριού Περσοφλί της επαρχίας, τότε, Λάρισας και στη συνέχεια της κτηματικής περιφέρειας της τέως Κοινότητας Αερινού Βελεστίνου Βόλου και τώρα Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Φερρών του Νομού Μαγνησίας, εκτάσεως 10.000 περίπου στρεμμάτων και συνορευόμενο γύρω-γύρω με το κτήμα Ουσλάρ και γαίες των χωριών Αερινού (περσοφλί), Σέσκουλου και Ν.Αγχιάλου, κατά δε τον τίτλο κτήσης αυτού από το Γ. ή Γ. Κ. με αγορά από ιδιοκτήτη του οθωμανό Ε. Ε., ήτοι το …/14.5.1882 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λάρισας Παναγιώτη Σκαμπούγερα, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, "με δερέν, όστις εμπεριέχει βάτον (καρά κιελέ) και απ'αυτόν μέχρι Καρά Δερέ και απ'αυτόν με την άκραν του Ουζλαρίν Δερέ μέχρι Καμπαγιά και από αυτόν μέχρι το Καρά - Τας (Μαυρόπετρα) και μέχρι του αγρού Παναγιάς και μέχρι του Γιαγιλά", τμήμα του οποίου απαλλοτριώθηκε με την 7/24.4.1924 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και οι ιδιοκτήτες του αποζημιώθηκαν, ενώ το υπόλοιπο μέρος του, έκτασης 6.252,264 στρεμμάτων ή όσης έκτασης επί πλέον ή έλαττον και αν είναι, εμφαινόμενο με τον αριθμό δώδεκα (12) στους υπό του Υπουργείου Γεωργίας συνταχθέντες κτηματολογικό πίνακα και κτηματολογικό διάγραμμα της οριστικής διανομής (1930) του κτήματος αυτού "Παλαιόν" ή "Ντουμουλλάρ", η οποία - διανομή - εγκρίθηκε με τη 48144/23.4.1932 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 40/9.5.1932), συνορευόμενο δε κατά το άνω κτηματολογικό διάγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας, γύρω-γύρω, με απαλλοτριωθείσες κατά τα άνω εδαφικές εκτάσεις του αρχικού αγροκτήματος "...", με όρια των κοινοτήτων Αερινού (πρώην Περσοφλί) και Σεσκούλου, με ιδιοκτησία Α. και όρια Αγχιάλου και Ούσλαρ, εξαιρέθηκε της κατά τα άνω απαλλοτρίωσης υπέρ των - τότε - συνιδιοκτητών του, και αποτελούμενο ήδη - κατόπιν άτυπης διανομής του, κατά το μήνα Ιούνιο 1975, μεταξύ των τότε ιδιοκτητών του -, α)από το τμήμα (περιοχή) αυτού, εκ καλλεργούμενων αγρών και βοσκοτόπων, έκτασης (συνολικής) 2.100, περίπου, στρεμμάτων, εμφαινόμενο με το λατινικό αριθμό δύο (
ΙΙ) στο από Μαρτίου 2000 διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Θ. και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, κατά το σχεδιάγραμμα αυτό αα)με τις δια της άνω 7/1924 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου απαλλοτριωθείσες εκτάσεις του αρχικού τσιφλικίου "...", ββ)με το υπό το λατινικό αριθμό τρία (
ΙΙΙ) τμήμα (περιοχή) του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας σήμερα του εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων Ι. Π.Π., γγ)με τα με τους αραβικούς αριθμούς 1,2,4,5,9 και 11 αγροτικά ακίνητα, του με το λατινικό αριθμό ένα (Ι) τμήματος (περιοχής) του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας σήμερα των εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων Ό. Δ. Μ. - Π., Κ. Δ. Μ. και Ε. Φ. Χ. - Π., δδ)με όρια των κτηματικών περιφερειών Σεσκούλου και Ν.Αρχιάλου και εε)με ιδιοκτησία Α., β)από το τμήμα (περιοχή) έκτασης 2000 περίπου στρεμμάτων, εκ καλλιεργούμενων αγρών και βοσκοτόπου, εμφαινόμενο στο παραπάνω σχεδιάγραμμα του μηχανικού Α. Θ. με το λατινικό αριθμό τρία (
ΙΙΙ) και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, κατά το διάγραμμα αυτό αα)με τις δια της άνω 7/1924 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου απαλλοτριωθείσες γαίες του μείζονος αγροκτήματος "..." προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, ββ)με το υπό το λατινικό αριθμό δύο (
ΙΙ) αγρόκτημα (περιοχή) του διαγράμματος αυτού, ιδιοκτησίας σήμερα της ήδη αποβιώσασας Α. χήρας Ν. Π. (συνενάγουσας) στη θέση της οποίας έχουν υπεισέλθει οι υπό στοιχεία 1α, 1β, 1γ και 1δ ήδη αναιρεσίβλητοι - τέκνα της και εκ διαθήκης κληρονόμοι της - , γγ)με όριο κτηματικής περιφέρειας της τέως κοινότητας Σεσκούλου ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος Δήμου Αισθωνίας Μαγνησίας, δδ)με αγρούς κατοίκων Αερινού (Περσόφλι) και εε)με τον υπό το λατινικό αριθμό τέσσερα (IV) αγρό (περιοχή) του ως άνω διαγράμματος, ιδιοκτησίας σήμερα του εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων Θ. Π. Π., γ)από το τμήμα (περιοχή), ήτοι αγρό καλλιεργούμενο έκτασης 160, περίπου, στρεμμάτων, εμφαινόμενο στο παραπάνω σχεδιάγραμμα (Α. Θ.) υπό το λατινικό αριθμό τέσσερα (IV) και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, κατά το σχεδιάγραμμα αυτό αα)με τις απαλλοτριωθείσες γαίες δυνάμει της άνω 7/1924 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου και ββ)με το υπό το λατινικό αριθμό τρία (
ΙΙΙ) αγροτικό ακίνητο (αγροτελειβαδική έκταση - περιοχή) του αυτού ως άνω σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας σήμερα του εκ των αναιρεσιβλήτων Ι. Π. Π., και δ)από το τμήμα (περιοχή), αποτελούμενο από καλλιεργούμενους αγρούς και βοσκοτόπους, έκτασης 2000, περίπου, στρεμμάτων, εμφαινόμενο υπό το λατινικό αριθμό ένα (Ι) στο άνω από Μαρτίου 2000 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Θ. και συνορευόμενο, κατά το σχεδιάγραμμα αυτό, γύρω-γύρω, αα)με το υπό το λατινικό αριθμό δύο (
ΙΙ) τμήμα (περιοχή) του σχεδιαγράμματος αυτού, ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας ως άνω από τους εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων υπό στοιχεία Ια, Ιβ, Ιγ και Ιδ Α. χήρας Ν. Π. το γένος Χ. Κ., ββ)με τις απαλλοτριωθείσες γαίες του αρχικού αγροκτήματος "..." δυνάμει της παραπάνω 7/1924 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βόλου, γγ)με το πρώην αγρόκτημα Ουσλάρ και ήδη αγρούς ιδιοκτησίας αδελφών Σ., δδ)με κτηματική περιφέρεια Αγχιάλου, εε)με ιδιοκτησία Α. και ζζ)με κτηματική περιφέρεια Σεσκούλου, το τελευταίο δε από τα οποία (υπό στοιχ.δ) η ήδη αποβιώσασα ιδιοκτήτριά του Ε. Κ.Π., δυνάμει των μνημονευόμενων ιδιόγραφων διαθηκών της, που έχουν νόμιμα δημοσιευθεί, κατέλιπε κατά διαιρετά τμήματα αυτού στους εκ των ήδη αναιρεσιβλήτων Κ. Μ. του Δ. (εγγονό της), Ό. Δ. Μ. και Ε. Φ. Χ. (θυγατέρες της) και συγκεκριμένα α) Στον Κ. Δ. Μ.: 1) κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ένα αγρό καλλιεργημένο εκτάσεως 240 περίπου στρεμμάτων, εμφαινόμενο στο άνω από Μαρτίου 2000 σχεδιάγραμμα του πολιτικού Μηχανικού Α. Θ. υπό τον αραβικό αριθμό δύο (2) και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, κατά το σχεδιάγραμμα αυτό: α) με το υπό τον αραβικό αριθμό ένα (1) ακίνητο του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας των εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και Ε. Χ., β) με όρια Δήμου Ν. Αγχιάλου, γ) με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) ιδίου σχεδιαγράμματος αγροτικό ακίνητο ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω, Α. Ν. Π., δ) με το υπό τον αραβικό αριθμό 9 αγρό ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και ε) με αγρούς ιδιοκτησίας Αφών Σ. (πρώην αγρόκτημα Ούσλαρ), και 2) κατά ψιλή κυριότητα: α) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινομένο στο ως άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. με τον αραβικό αριθμό τρία (3), εκτάσεως 105 στρεμμάτων, πλέον ή έλαττον, και συνορευόμενο κατά το σχεδιάγραμμα αυτό, γύρω-γύρω, με το υπό τον αραβικό αριθμό 9 ακίνητο του αυτού σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και με ιδιοκτησία Αφών Σ. (πρώην κτήμα Ούσλαρ), β) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινομένο στο ως άνω σχεδιάγραμμα Αλ. Θεοδωρέλλου με τον αραβικό αριθμό 4, εκτάσεως 17 (δέκα επτά) στρεμμάτων, περίπου, και συνορευόμενο, γύρω-γύρω με το υπό τον αραβικό αριθμό 9 αγροτεμάχιο του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) ακίνητο του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω Α. Ν. Π., γ) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινόμενο στο άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. υπό τον αραβικό αριθμό 5, εκτάσεως δέκα οκτώ (18) περίπου στρεμμάτων και συνορευομενο γύρω-γύρω με το υπό τον αραβικό αριθμό 9 αγροτεμάχιο του ίδιου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) ακίνητο (περιοχή) του αυτού σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω Α. Ν. Π., δ) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινόμενο στο αυτό ως άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. με τον αραβικό αριθμό 7, εκτάσεως είκοσι (20), περίπου, στρεμμάτων και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, με τους υπό τους αραβικούς αριθμούς 9, 10, 8 και 11 αγρούς του ιδίου παραπάνω διαγράμματος, ε) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινόμενο στο άνω σχεδιάγραμμα Α.Θ. υπό τον αραβικό αριθμό οκτώ (8), εκτάσεως 37 (τριάντα επτά) περίπου στρεμμάτων και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, 1) με το υπ' αριθμόν 9 αγροτεμάχιο του ίδιου ως άνω διαγράμματος ιδιοκτησίας της έκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Δ. Μ., 2) με τον υπό τον αραβικό αριθμό επτά (7) ως άνω αγρό του ιδίου σχεδιαγράμματος, ιδιοκτησίας του ιδίου, και 3) με τους υπό τους αραβικούς αριθμούς 10 και 11 αγρούς του αυτού ως άνω σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ε. Φ. Χ. - Π. και στ) αγρό (καλλιεργούμενο) εμφαινόμενο στο ίδιο ως άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. με τον αραβικό αριθμό 6, εκτάσεως πέντε (5) περίπου στρεμμάτων και συνορευόμένο γύρω-γύρω, με τον υπό τον αραβικό αριθμό 9 αγροτεμάχιο του αυτού ως άνω διαγράμματος ιδιοκτησίας της εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Μ. και με το υπό τον λατινικό αριθμό II ακίνητο (περιοχή) του ίδιου σχεδιαγράμματος ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω Α. χήρας Ν. Π.. β)Στην εκ των αναιρεσιβλήτων Ό. Δ. Μ. το γένος Κ. και Ε. Π. (θυγατέρα της), 1)κατά πλήρη κυριότητα α)το αγροτικό ακίνητο (λειβάδι), εκτάσεως 200, περίπου, στρεμμάτων, που φαίνεται στο παραπάνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. με τον αραβικό αριθμό εννέα (9) και συνορεύει, κατά το διάγραμμα αυτό, 1) με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) ακίνητο (περιοχή) του διαγράμματος αυτού, ιδιοκτησίας της ήδη αποβιώσασας και κληρονομηθείσας, ως άνω Α. Ν. Π., 2) με τους υπό τους αραβικούς αριθμούς 2,3,4,5,6,7,8,10 και 11 αγρούς του αυτού ως άνω σχεδιαγράμματος, 3) με τις απαλλοτριωθείσες, με την άνω υπ' αριθμ. 7/1924 απόφαση της Επιτροπής απαλλοτριώσεων Βόλου, γαίες του μείζονος κτήματος "..." και 4) με ιδιοκτησία Αφών Σ. και Γ. (πρώην κτήμα Ούζλαρ), και β) το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου (λειβαδίου), εκτάσεως (του όλου) 700 περίπου στρεμμάτων, εμφαινόμενο στο ως άνω σχεδιάγραμμα Α. Θ. υπό τον αραβικό αριθμό ένα (1) και συνορευόμενο, γύρω-γύρω, με το υπό τον λατινικό αριθμό δύο (II) αγροτικό ακίνητο (περιοχή) του ίδιου σχεδιαγράμματος, με το υπό τον αραβικό αριθμό δύο (2) ακίνητο, αγρό καλλιεργούμενο, του αυτού διαγράμματος, ιδιοκτησίας του από μας Κ. Μ., και με όρια του Δήμου Ν. Αγχιάλου και 2) κατ' επικαρπία, εφόρου ζωής, τα προπεριγραφέντα υπό τους αραβικούς αριθμούς 3, 4, 5, 6, 7 και 8 ακίνητα (αγροί), του ως άνω σχεδιαγράμματος Α.Θ., που κατελήφθησαν και ανήκουν κατά ψιλή κυριότητα στον εκ των αναιρεσιβλήτων Κ. Δ. Μ., περιήλθαν δε τα προεκτεθέντα ακίνητα στους δικαιοπαρόχους των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων από το έτος 1882 και εν τέλει σ'αυτους - ήδη αναιρεσιβλήτους ενάγοντες - κατά τις ως άνω διακρίσεις σε καθένα απ'αυτούς κατά πλήρη κυριότητα, ψιλή κυριότητα και επικαρπία, από αληθείς κυρίους με τα αναφερόμενα διαδοχικά συμβόλαια που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, καθώς και με κληρονομική διαδοχή με αποδοχή και μεταγραφή, ως άνω, και, πάντως, με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμόμενοι οι δικαιοπάροχοί τους από το έτος 1882 και ακολούθως οι ίδιοι οι ήδη αναιρεσίβλητοι ενάγοντες έως και την άσκηση της αγωγής με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, με την έννοια του προϊσχύοντος βρδ έως της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα, δηλαδή με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων, ασκώντας διαδοχικά σ'αυτά τις αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις. Τόσο το μείζον ακίνητο όσο και το ακίνητο των 6.252,264 στρεμμάτων, καθώς και τα προεκτεθέντα εδαφικά τμήματα, όπως περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο, κατά είδος, θέση, έκταση και όρια, κατονομάζονται δε στο ίδιο δικόγραφο και οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων, εξατομικεύονται πλήρως, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά τους. Το Εφετείο, επομένως, που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε πλήρως ορισμένη την ένδικη αγωγή και ως προς την περιγραφή του μείζονος ακινήτου και των επί μέρους τμημάτων του, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου περί αοριστίας της εν λόγω αγωγής λόγω μη περιγραφής σ'αυτή τόσο του μείζονος ακινήτου, τμήματα του οποίου αποτελούν τα προεκτεθέντα επίδικα, όσο και των τελευταίων, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, γι'αυτό και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια (που αφορά στην ποσοτική αοριστία της αγωγής) από την ίδια πιο πάνω αιτία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, οι διατάξεις του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών καταργήθηκαν, τα δε δικαιώματα "επί των αγροκηπίων, βοσκών, λειμώνων, δασών, νομών και παντός είδους γαιών κατεχομένων παρ'ιδιώτου ή κοινοτήτων δυνάμει φιρμανίων, χοτζετίων, ταπίων και άλλων τίτλων ή δυνάμει απλώς των διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου" βάσει των άρθρων 4 και 9 της από 20.6/2.7.1881 συμβάσεως μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το νόμο ..ΛΗ'/1882 (ΑΠ 417/1938), αναγνωρίσθηκαν και μετατράπηκαν εις πλήρη κυριότητα των δικαιούχων των δικαιωμάτων αυτών και οι μεταξύ αυτών κτηματικές σχέσεις υπήχθησαν έκτοτε στο κοινό δίκαιο. Δηλαδή, από την προσάρτησή της στην Ελλάδα, εισήχθη στη Θεσσαλία η ημεδαπή νομοθεσία, η οποία ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις που εφεξής δημιουργούνται, με τη διάκριση, ότι, ως προς το παρελθόν, αυτές ρυθμίζονται κατά τον προϊσχύοντα Οθωμανικό Νόμο, θεωρούμενο ως νόμο - όχι αλλοδαπό, αλλά - εσωτερικό. Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), δημόσιες γαίες είναι οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα δάση και οι παρόμοιοι με αυτούς τόποι, η δε κυριότητα επ'αυτών ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο, το οποίο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, διαδέχθηκε σ'αυτή το Ελληνικό Δημόσιο, εκτός αν, με βάση τα προεκτεθέντα, είχε αποκτηθεί νομίμως από τρίτο. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 9, 19, 30, 68 και 71 του ίδιου Οθωμανικού νόμου, επί των δημοσίων γαιών μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούν να αποκτήσουν οι ιδιώτες, με την έκδοση έγγραφου τίτλου, ταπίου, που φέρει την αυτοκρατορική σφραγίδα ή μονόγραμμα και στο οποίο ρητά αναφέρεται το είδος των παραχωρούμενων γαιών (ΑΠ 385/2012, ΑΠ 1053/1982 ΝοΒ 31.1163). Όπως δε προκύπτει από τα άρθρα 36 και 37 του ίδιου νόμου περί γαιών, το πιο πάνω δικαίωμα μπορούσε να μεταβιβασθεί εν ζωή η αιτία θανάτου ή και να γίνει ανταλλαγή γαιών κατόπιν αδείας της Αρχής. Ειδικά επί καλλιεργήσιμων αγρών, δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσης (τεσσαρούφ) μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και χωρίς να απαιτείται η έκδοση "ταπίου" στο όνομά του, το οποίο άλλωστε ήταν αποδεικτικό και όχι συστατικό του δικαιώματος "τεσσαρούφ". Προϋπόθεση, όμως, για την κτήση του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από το σφετεριστή είναι όχι μόνον η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση κατοχή του αγρού επί μια δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού και επομένως δεν είναι δυνατή η, κατά τον ως άνω τρόπο, από το σφετεριστή απόκτηση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) επί δασών. Ενώ, η τυχόν εγκατάλειψη της δημόσιας γης επί τριετία χωρίς να υπάρχει δικαιολογημένο κώλυμα για την καλλιέργεια, είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση του δικαιούχου από το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), σύμφωνα με τα άρθρα 68, 69 έως 71 και 75 του άνω Οθωμανικού νόμου περί γαιών, η οποία είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη επαναφορά του πιο πάνω δικαιώματος στο Οθωμανικό Δημόσιο. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1248 και 1660 του Οθωμανικού ΑΚ, στην πρώτη από την οποία προβλέπονται οι τρόποι κτήσης κυριότητας, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία, και στη δεύτερη που προβλέπει τη δεκαπενταετή αποσβεστική παραγραφή υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει, ότι δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του Οθωμανικού δικαίου, με την επιφύλαξη των προαναφερθέντων για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από εκείνον που καλλιέργησε δημόσια γη επί δεκαετία, κατά το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών (ΑΠ 1817/2011 Ελλ.Δνη 54.1013, 1014). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.8 παρ.1 κωδ.(7-39), ν.9 παρ.1 πανδ. (50-4), ν.2 παρ.20, πανδ. (41-4), ν.6 πρ.πανδ. (44-3), ν.76 παρ.1, πανδ.(18-1) και 7 παρ.3 πανδ. (23-3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ'άρθρο 51 Εισ.Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου αδιαλείπτως, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού ο οποίος χρησιδέσποζε να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ως "καλή πίστη" νοείται, κατά τις διατάξεις των ν.27 πανδ.(18.1), 15 παρ.3, 48 πανδ. (41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16) η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας, άλλου επ'αυτού (ΑΠ 1789/2005, ΑΠ 1060/1999, ΑΠ 873/1973). Προκειμένου για έκτακτη χρησικτησία που άρχισε υπό το κράτος του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαΪκού δικαίου, είναι απαραίτητη η ύπαρξη καλής πίστης, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη περιστατικών που καθιστούν εύλογη την πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος για το ανεπίληπτο της νομής του (ΑΠ 464/2004, ΑΠ 13/1980). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων" προκύπτει, ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ'αυτά (Ολ.ΑΠ 75/1967 ΝοΒ 37.85). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Με το …/14.5.1882 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Λάρισας Παναγιώτη Σκαμπούγερα, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο απώτατος δικαιοπάροχος των εναγόντων Γ. ή Γ. Κ. απέκτησε από τον αληθή κύριο αυτού Οθωμανό Α. Ε. του Ι. το σ'αυτόν ανήκον κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή αγρόκτημα (τσιφλίκι) στη θέση "..." ή " Παλαιόν" ή " ...", τμήμα του οποίου αποτελούν τα επίδικα ακίνητα. Ήτοι ένα αγρόκτημα αποτελούμενο από καλλιεργούμενες και λιβαδικές εκτάσεις (βοσκότοπους), μετά των οικιών, γεωργικών οικιών, αποθηκών, αχυρώνων, στάβλων, κονακίων, χανιών, χορτονομών, προβατονομών, μανδριών, αλωνιών κλπ που υπήρχαν μέσα σ'αυτό. Το όλο αυτό ακίνητο βρισκόταν κοντά στο χωριό Περσοφλί (ήδη Αερινό), της επαρχίας τότε Λάρισας και στη συνέχεια της κτηματικής περιφέρειας του Αέρινου Βελεστίνου Μαγνησίας, και ήδη εντός του Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Φερών Ν. Μαγνησίας. Είχε έκταση περί τα 10.000 στρέμματα και συνόρευε με το κτήμα Ουσλάρ και γαίες των χωριών Αέρινου (Περσοφλί), Σέσκουλου και Ν. Αγχιάλου. Στον ως άνω Οθωμανό πωλητή Ε. Ε. του Ι., είχε περιέλθει το ως άνω τσιφλίκι, δυνάμει των στο αγοραπωλητήριο αυτό συμβόλαιο (.../1882) αναφερόμενων δώδεκα επίσημων οθωμανικών τίτλων (ταπίων), τα οποία,όπως αναφέρεται στο ως άνω συμβόλαιο παραδόθηκαν στον αγοραστή;τα οποία, όμως, δεν προσκομίσθηκαν λόγω καταστροφής του Υποθηκοφυλακείου Φερών. Με τα ταπία αυτά αυτός αγόρασε το ήμισυ του ενός μεριδίου των σε οκτώ ίσια μερίδια διανεμηθέντων και πωληθέντων αγροκτημάτων, ήτοι το 1/16 (προφανώς εξ αδιαιρέτου) των δώδεκα τσιφλικιών ονομαζόμενων Ουζουτζέ, Ουρμπά, Τουρχαλή, Κάπουρνα, ..., ... (...), Χατζή Ουμπέρ, Εσκή Χαμάν και λοιπών ευρισκομένων κοντά στον Αλμυρό, υπαγομένων, τότε, στην Επαρχία Λαρίσης, καλουμένων Δαβουτλή Καλεμών και κατόπιν παραχωρήσεως στους συνιδιοκτήτες του μεριδίου του (1/16) επί των δώδεκα τσιφλικιών, εκτός των τσιφλικιών "..." και ... (...α) και αντ'αυτού έλαβε στην κυριότητα του ολόκληρα τα μερίδια των συνιδιοκτητών του επί των δύο αυτών αγροκτημάτων (... και ...α), γεγονός που έλαβε χώρα το έτος 1865 (τουρκικό έτος1281 από Εγίρας, στο οποίο αντιστοιχεί το Χριστιανικό έτος 1865) δυνάμει του από 1.2.1281 (Τουρκικού έτους) εξηκοστού πέμπτου (65ου) ανταλλακτηρίου ή διανεμητηρίου εγγράφου των συνιδιοκτητών των τσιφλικιών αυτών. Δηλαδή κατόπιν διανομής-ανταλλαγής που έγινε το έτος 1865 μεταξύ των συνιδιοκτητών των ως άνω δώδεκα (12) τσιφλικιών με την οποία αυτός (Ε. Ε.) έλαβε στην αποκλειστική του κυριότητα, νομή και κατοχή του ολόκληρα τα τσιφλίκια "... και ..." ( ...) και έκτοτε τα κατείχε και νέμονταν αυτά κατά τον προορισμό τους με καλή πίστη, διάνοια κυρίου και νόμιμο τίτλο συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιαταράκτως μέχρι της δια του άνω συμβολαίου (…/1882) πωλήσεως αυτών στον Γ. Κ.. Από την περιέλευση δε του ακινήτου αυτού στον Γ. Κ. αυτός το κατείχε και το νέμονταν με τη θέληση να είναι κύριος αυτού, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, ασκώντας επ'αυτων όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση και τον προορισμό τους. Ειδικότερα καλλιεργούσε τους αγρούς με δημητριακά, συνέλεγε τους καρπούς και τη χορτονομή, αποθήκευε αυτά στις αποθήκες, εκμίσθωνε τους υπόλοιπους αγρούς σε καλλιεργητές, τις προβατονομές, χορτονομές και προβατομάντρες σε κτηνοτρόφους, για βόσκηση και σταυλισμό των ποιμνίων τους, τις οικίες τις διέθετε για κατάλυμα στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό και τις οικογένειες τους, συνεχίζοντας τη νομή του δικαιοπαρόχου του Οθωμανού. Στη συνέχεια ο Γ. Κ. με το υπ'αρ. .../7-3-1885 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Βόλου Κ. Καραμανώλη που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε το 1/2 εξ αδιαιρέτου του όλου ακινήτου στο Δ. Γ. Γ. και έκτοτε ασκούσαν μαζί κοινά και αδιαίρετα, ο καθένας κατά το ποσοστό συγκυριότητας του όλες τις διακατοχικές πράξεις επ' αυτού. Μετά το θάνατο του Δ. Γ. Γ., αυτός κληρονομήθηκε από την κόρη του Ζ. Δ. Γ., που ήταν το μοναδικό τέκνο του και η μοναδική και καθολική κληρονόμος του. Η τελευταία υπεισήλθε και αναμείχθηκε στην κληρονομιά αυτή διάνοια κληρονόμου δικαιούχου και το παρέλαβε στη νομή της, κατά το ίδιο εξ αδιαιρέτου ποσοστό του δικαιοπαρόχου της, μαζί με τον Γ. Κ.. Στη συνέχεια με το υπ'αρ. .../8-4-1905 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Βόλου Κων. Καραμανώλη που μεταγράφηκε νόμιμα, οι παραπάνω συγκύριοι, Γ. Κ. και Ζ. Γ. μεταβίβασαν το παραπάνω ακίνητο κατά τα ποσοστά της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας του ο καθένας, στον Μ. Χ. Α., ο οποίος κατέλαβε το ακίνητο ως αποκλειστικός κύριος αυτού και ασκούσε όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση και τον προορισμό του με καλή πίστη, νόμιμο τίτλο και με τη θέληση να είναι κύριος αυτού, μέχρι και το θάνατο του 1.2.1915. Ενώ με την από 22-07-1914 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, ο Μ. Α., κατέλιπε μοναδικούς κληρονόμους του, κατά μεν την επικαρπία του ακινήτου τη σύζυγο του Ε., κατά δε την ψιλή κυριότητα τους γιους του Α., Ρ. και Χ. κοινά αδιαίρετα και κατ'ισομοιρίαν κατά ποσοστό 1/3 τον καθένα, οι οποίοι υπεισήλθαν και αναμίχθηκαν στην κληρονομιά διάνοια κληρονόμου και το παρέλαβαν στη νομή τους. Όλα τα προαναφερόμενα πρόσωπα, ο καθένας από το χρόνο που έλαβε χώρα το γεγονός μεταθέσεως σ' αυτόν της κυριότητας, παρέλαβε στη νομή του τα ιδανικά μερίδια που του αναλογούσαν στο αγρόκτημα και ασκούσε ανεμπόδιστα κάθε πράξη νομής που αρμόζει σε κύριο. Ειδικότερα, λόγω της φύσεως του κτήματος, κατά κανόνα βοσκούσαν τα ζώα τους σ' αυτό, καλλιεργούσαν τους αγρούς με δημητριακά συνέλεγαν τους καρπούς, εκμίσθωναν τους υπόλοιπους αγρούς σε καλλιεργητές, τις προβατονομές, χορτονομές και προβατομάντρες σε κτηνοτρόφους για βόσκηση και σταυλισμό των ποιμνίων τους, τις οικίες διέθεταν για κατάλυμα στο προσωπικό και τις οικογένειες τους. Όλες οι ανωτέρω πράξεις νομής ήταν ικανές κατά το δίκαιο που ίσχυε μέχρι το 1915 να στηρίξουν νομή του επιδίκου αγροκτήματος και κατά συνέπεια να δημιουργήσουν προϋποθέσεις χρησικτησίας. Ήταν δε όλοι ανεξαίρετα καλής πίστεως νομείς αφού ανεπίληπτα (με την άδολη δηλαδή και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων πάνω σ αυτό) πίστευαν ο μεν πρώτος απ'αυτούς λόγω των "ταπίων" που έλαβε από το Οθωμανικό Δημόσιο, οι δε διάδοχοι του λόγω των προαναφερόμενων τίτλων κυριότητας, με βάση τα οποία ο καθένας παρέλαβε και συνέχισε τη νομή του δικαιοπαρόχου του, ότι ήταν οι αληθινοί κύριοι αυτού. Φυσικά ο απώτερος δικαιοπάροχος τους είχε την εξουσίαση του κτήματος ήδη πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), πλην όμως ο χρόνος νομής υπό το καθεστώς της Τουρκοκρατίας δεν μπορεί να προσμετρηθεί διότι από τα άρθρα 1248 και 1674 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα και του άρθρου 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών δεν αναγνωριζόταν ο θεσμός της χρησικτησίας ως τρόπος κτήσεως της κυριότητας τόσο ως προς τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας, όσο και ως προς τις δημόσιες γαίες και συνεπώς δεν υπολογίζεται για τη χρησικτησία ο χρόνος νομής που διέδραμε υπό το κράτος της Οθωμανικής νομοθεσίας (ΑΠ 416/1963 ΑρχΝ ΙΔ'σελ.650).
Συνεπώς με τις ανωτέρω πράξεις νομής που άσκησαν οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων από το 1881 μέχρι το 1915 με διάνοια κυρίου και καλή πίστη (την οποία δικαιολογούσε η γνώση ότι είχαν εκδοθεί τα προαναφερόμενα "ταπία" που καταστράφηκαν), οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων απέκτησαν την κυριότητα των επιδίκων, την οποία μεταβίβασαν με παράγωγο τρόπο στους άμεσους δικαιοπαρόχους αυτών, όχι με τίτλο (ταπί) από το Οθωμανικό Δημόσιο, αλλά με έκτακτη χρησικτησία που άρχισε το 1881 που απελευθερώθηκε η Θεσσαλία από τον τουρκικό ζυγό και συμπληρώθηκε μέχρι το 1915. Σημειωτέον ότι η αναφορά στην αγωγή των τίτλων που είχαν λάβει οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων από το Οθωμανικό Δημόσιο και οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς τους απωλέσθηκαν δεν γίνεται να θεμελιωθεί η κτήση κυριότητας και σε ένα τέτοιο τρόπο, αλλά για να δικαιολογηθεί η αξιούμενη από το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο καλή πίστη για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία".... Με τον παραπάνω τρόπο οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά με παράγωγο τρόπο του επι'δικου ακινήτου το οποίο κατά τον κτηματολογικό πίνακα της οριστικής διανομής του 1930, βρίσκεται στην περιφέρεια της τέως κοινότητας Αέρινου και Δημοτικού Διαμερίσματος Δήμου Φερών και συνορεύει α)με τις κατά τα παραπάνω απαλλοτριωθείσες γαίες, β) με κτηματική περιφέρεια Περσοφλί (Αέρινου), γ) με κτηματική περιφέρεια Σέσκουλου, δ) με ιδιοκτησία Αργυροπούλου, ε) με κτηματική περιφέρεια Αγχιάλου και στ)με παλαιόν κτήμα Ουσλάρ. Επίσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, απεδείχθη ότι οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι αυτού και με τα προσόντα έκτακτης χρησικτησίας, καθ όσον, όπως προαναφέρθηκε, ήδη από το έτος 1882, οπότε κατά τα προεκτεθέντα το όλο ακίνητο-τσιφλίκι "..." περιήλθε στη νομή και κατοχή του απώτατου δικαιοπαρόχου τους Γ. Κ. μέχρι και το έτος 1915, από το οποίο και εφεξής κατέστη αδύνατη η έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Δημοσίου, είχε ήδη συμπληρωθεί (από το έτος 1912) η χρησικτησία επ' αυτού, στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων των εναγόντων. Με βάση λοιπόν τα προαναφερόμενα, η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες συγκύριοι του επιδίκου αγροκτήματος ο καθένας με τα αιτούμενα ιδανικά μέρη. Εφόσον τα ίδια είπε και η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς δεν έσφαλε. Οι δε αντίθετοι λόγοι της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι....." Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της με καλή πίστη νομής των δικαιοπαρόχων των εναγόντων (αναιρεσιβλήτων), με την έννοια που προπαρατέθηκε των πιο πάνω διατάξεων του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαΪκού δικαίου, ώστε να είχαν καταστεί κύριοι με έκτακτη χρησικτησία με τη συμπλήρωση τριακονταετίας έως στις 11.9.1915 και εν τέλει οι αναιρεσίβλητοι κατά τις ως άνω διακρίσεις ο καθένας απ'αυτούς κατά πλήρη κυριότητα, ψιλή κυριότητα και επικαρπία αντίστοιχα, διότι ενώ δέχτηκε ότι το μείζον ακίνητο, έκτασης περί τα 10.000 στρέμματα, είχε περιέλθει στον Οθωμανό Ε. Ε. του Ι. - πωλητή του απώτατου δικαιοπαρόχου των εναγόντων (εφεσιβλήτων) - "δυνάμει των στο αγοραπωλητήριο (.../1882) συμβόλαιο αναφερόμενων δώδεκα επίσημων οθωμανικών τίτλων (ταπίων), τα οποία - όπως αναφέρεται στο ως άνω συμβόλαιο- παραδόθηκαν στον αγοραστή (απώτατο δικαιοπάροχο των εφεσιβλήτων Γ. ή Γ. Κ.)", έκρινε ακολούθως, ότι τα ταπία αυτά "δεν προσκομίσθηκαν λόγω καταστροφής του Υποθηκοφυλακείου Φερών", αν και κατά τα άνω δέχτηκε, ότι τα ταπία αυτά είχαν παραδοθεί "στον αγοραστή (προαναφερόμενο απώτατο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων)", έτσι, ώστε, εξαιτίας της ανεπαρκούς και ασαφούς αυτής αιτιολογίας, να μην μπορεί να ελεγχθεί εάν αυτά είχαν ή όχι νόμιμα εκδοθεί και, εν τέλει, ότι υπήρχαν. Περαιτέρω, ενώ δέχτηκε, ότι το μείζον αυτό ακίνητο είχε περιέλθει στον προαναφερόμενο Οθωμανό πωλητή Ε. Ε. του Ι. "δυνάμει του από 1.2.1281 (Τουρκικού έτους στο οποίο αντιστοιχεί το χριστιανικό έτος 1865) εξηκοστού πέμπτου (65ου ) ανταλλακτηρίου ή διανεμητηρίου εγγράφου των συνιδιοκτητών των τσιφλικιών αυτών", δεν αποσαφηνίζεται εάν η ανταλλαγή αυτή έγινε ή όχι με την - κατά τα προαναφερθέντα - απαραίτητη, για το κύρος της, άδεια της Αρχής. Έτσι, ενώ - το Εφετείο - ακολούθως δέχτηκε, ότι το ίδιο ακίνητο το νεμήθηκε αποκλειστικά ο απώτατος δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων από την περιέλευσή του σ'αυτόν και από το έτος 1885 κοινά και αδιαίρετα με το Δ. Γ. Γ. - στον οποίο, κατά τα άνω, είχε μεταβιβασθεί κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου με το πιο πάνω .../7.3.1885 συμβόλαιο - μετά δε το θάνατο αυτού, με την κόρη του Ζ. Δ. Γ., έως τη μεταβίβασή του με το προεκτεθέν .../8.4.1905 συμβόλαιο, στο Μ. Χ. Α., ο οποίος - κατά τις παραδοχές του Εφετείου - συνέχισε να το νέμεται μέχρι το θάνατό του τη 1.2.1915, και, ότι, έτσι, οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων (εναγόντων) κατέστησαν κύριοι του εν λόγω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον άσκησαν από το έτος 1881, που απελευθερώθηκε η Θεσσαλία, έως το 1915 (δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας) τις ανωτέρω πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη κατά τις προμνημονευθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, δηλαδή με την άδολη και ειλικρινή πεποίθηση, ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων (την οποία δικαιολογούσε η γνώση ότι είχαν εκδοθεί τα προαναφερόμενα "ταπία" που καταστράφηκαν), υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του - του Εφετείου- δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος του εάν οι προαναφερθέντες δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων (εναγόντων) άσκησαν ή όχι τις ανωτέρω πράξεις νομής στο άνω ακίνητο με καλή πίστη με την έννοια που προπαρατέθηκε και, εν τέλει, το εάν ορθώς εφαρμόστηκαν ή όχι οι προμνημονευθείσες διατάξεις του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την έκτακτη χρησικτησία. Παρεκτός αυτού - το Εφετείο - ενώ δέχτηκε, ότι το ίδιο ακίνητο είναι "αγρόκτημα αποτελούμενο από καλλιεργούμενες και λιβαδικές εκτάσεις (βοσκοτόπους)" δεν αποσαφηνίζεται ποιες οι καλλιεργούμενες και ποιες οι λιβαδικές εκτάσεις, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του Οθωμανικού νόμου περί γαιών για απόκτηση επί του πιο πάνω ακινήτου δικαιώματος "τεσσαρούφ" χωρίς την έκδοση ή όχι ταπίου. Επομένως, είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η προσβαλλόμενη 264/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 εδ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 264/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο όμως από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18η Φεβρουαρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 19η Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ