Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 126 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Περιβάλλοντος προστασία.




Περίληψη:
Παράβαση Ν. 1650/1986. 1. Το κατ' έφεση δικάσαν Εφετείο, δεσμευόμενο από την αρχική εμφάνιση των εκπροσωπησάντων τους εκκαλούντες κατηγορούμενους δικηγόρων, κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, προς υποστήριξη της εφέσεώς τους, με το να θεωρήσει, ότι κατά την άνω αρχική δικάσιμο, είχε αρχίσει η συζήτηση της εφέσεως, η αναβολή δε έγινε μετά ταύτα για σημαντικά αίτια στο πρόσωπο των συνηγόρων τους, λόγω αποχής των δικηγόρων, κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε από τους δηλώσαντες παράσταση εξουσιοδοτημένους δικηγόρους τους και όχι υπ' αυτών των δικηγόρων ενεργούντων ως αγγέλων τους, για την επόμενη ρητή δικάσιμο, και περαιτέρω, με το να κρίνει ωσεί παρόντες τους απολιπόμενους αναιρεσείοντες κατά μετ' αναβολή δικάσιμο και με το να προχωρήσει στην εκδίκαση των εφέσεων στην ουσία και στην καταδίκη των εκκαλούντων κατηγορουμένων και να μην απορρίψει τις εφέσεις αυτές ως ανυποστήρικτες, δεν υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του. 2. Δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας παράβ. ν. 1650/1986, να διαλάβει η προσβαλλόμενη απόφαση ποίες ήσαν οι αρνητικές επιπτώσεις και στην οικολογική ισορροπία από την εκτέλεση των παραπάνω μεγάλων έργων εντός του υγρότοπου, αλλά αρκεί η παραδοχή στο αιτιολογικό ότι από την απόρριψη αυτή των μπάζων και τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση των δρόμων προκλήθηκε υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και δεν ήταν αναγκαίο γ να διαλάβει με ποίο προεδρικό διάταγμα ή ποία υπουργική απόφαση χαρακτηρίστηκε η περιοχή ως προστατευόμενος υγρότοπος, αφού κατά τις παραδοχές η περιοχή ήταν υγρότοπος και απαιτείτο προηγούμενη έγκριση της περιβαλλοντολογικής Αρχής για εκτέλεση οιασδήποτε εργασίας εντός αυτού. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 126/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο- Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευαγγέλου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων 1. Ε. Η. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Πανταζή, 2. Ι. Γ. του Γ., 3. Κ. Χ. του Α., 4. Π. Κ. του Γ. και 5. Σ. Μ. του Γ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Πανταζή, περί αναιρέσεως της 3378/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2012 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 810/12.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρων 501 παρ. 1 και 4 ΚΠΔ, ορίζεται, "Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως δεν εμφανιστεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών". Ορίζει δε η παρ. 2 του άρθρου 340 ΚΠΔ, ότι "Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του ... Στην περίπτωση αυτή, ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν". Κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 ΚΠΔ, ορίζεται επίσης ότι, "Αν ο εκκαλών εμφανισθεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση του άρθρου 340 παρ.2, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329-338, 340, 344, 347, 348, 349, 352, 357-363, 366-373". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση εφέσεως, ο εκκαλών - κατηγορούμενος εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου, που τον εκπροσωπεί, κατ' άρθρο 340 παρ.2 του ΚΠΔ, κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια, μετά την έναρξη της συζητήσεως, απεχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσμευόμενο από την εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη κατά το άρθρο 501 ΚΠΔ, αλλά οφείλει να την ερευνήσει κατ' ουσίαν. Το αυτό ισχύει, για την ομοιότητα της περιπτώσεως και όταν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο συνήγορος που τον εκπροσωπεί, εμφανίσθηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια, κατόπιν σχετικού αιτήματος, η δίκη αναβλήθηκε και στη μετ' αναβολή δικάσιμο ο εκκαλών δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η αναβολή θεωρείται ότι έγινε μετά την έναρξη της διαδικασίας και της συζήτησης της εφέσεως, οπότε ο κατηγορούμενος λογίζεται σαν να ήταν παρών στη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο και το δικαστήριο, δεσμευόμενο από την αρχική εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αλλά οφείλει να τη δικάσει στην ουσία. Διαφορετικά, η απόφαση του Εφετείου είναι αναιρετέα, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ, για υπέρβαση εξουσίας (βλ.ΟλΑΠ 3/2006). Η άποψη αυτή συνάδει και με τη σκέψη που διατυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδ.ΚΠΔ για την αιτιολόγηση της ρύθμισης του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία, εκείνος ο οποίος αδικαιολόγητα δεν εμφανίζεται για να υποστηρίξει την έφεσή του παραιτείται σιωπηρά από αυτήν, αναγνωρίζοντας την ορθότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, υπό την έννοια, ότι δεν είναι νοητό η μετ' αναβολή μη εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ο οποίος είχε εμφανισθεί και υποστηρίξει την έφεσή του σε προγενέστερη συζήτησή της, να θεωρείται ως σιωπηρή παραίτησή του από την έφεσή του και αναγνώριση της αποφάσεως που προσέβαλε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 349 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, κατά δε το εδάφιο γ' της αυτής παραγράφου η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο εκτός αν ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται στην απόφαση, δεν το επιτρέπουν. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, εάν το σημαντικό αίτιο αναγγέλθηκε από το συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεώς του.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα σχετικού λόγου της αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι αναιρεσείοντες, με την 10161/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάστηκαν για παράβαση του ν. 1650/1986, σε ποινή φυλακίσεως 7 μηνών και σε χρηματική ποινή 3.000 ευρώ ο καθένας. Κατά της αποφάσεως αυτής οι καταδικασθέντες - νυν αναιρεσείοντες άσκησαν τις με αριθ. 36,37,38,39/10-12-2009 και 480/30-11-2009 εφέσεις τους αντίστοιχα, κατά την εκδίκαση των οποίων ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, στην αρχική δικάσιμο της 9-3-2011 και μετά διακοπή της 15-4-2011, απουσιάζοντες, εκπροσωπήθηκαν όλοι, προς υποστήριξη των εφέσεών τους, δια των παραστάντων πληρεξουσίων δικηγόρων τους Γεωργίου Ζαφείρη και Ηλία Πανταζή αντίστοιχα, οι οποίοι όπως προκύπτει από τα πρακτικά εκείνα συνεδριάσεως με αρ. 1243/2011, δήλωσαν ότι "παρίστανται αντί των κατηγορουμένων σύμφωνα με εξουσιοδοτήσεις που αναγνώσθηκαν και επίσης δήλωσαν ότι λόγω της παρόδου του ωραρίου εργασίας του γραμματέα και του ωραρίου παραστάσεως των δικηγόρων στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων κατά τη δεύτερη ημέρα συνεδριάσεως αυτού, απέχουν, σύμφωνα με απόφαση του ΔΣΑ, από την άσκηση των καθηκόντων τους μετά τη δεύτερη ημέρα διάρκειας της συνεδριάσεως". Ήτοι, οι άνω δικηγόροι, δεν παρέστησαν ως άγγελοι των κατηγορουμένων μόνον, για να υποβάλουν το αίτημα αναβολής, αλλά παρέστησαν ως εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι των εκκαλούντων κατηγορουμένων προς υποστήριξη των εφέσεων και ως τέτοιοι ζήτησαν την αναβολή της δίκης, λόγω αποχής από τα καθήκοντά τους. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την 1243/15-4-2011 απόφασή του ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεως σε ρητή δικάσιμο για την 2-12-2011, χωρίς κλήτευση των κατηγορουμένων, με αιτιολογικό ότι " σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 349 ΚΠΔ, η αποχή των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους αποτελεί λόγο ανώτερης βίας που δικαιολογεί κατά την παρ.7 του άρ. 349, την αιτούμενη από τους κατηγορουμένους αναβολή της δίκης σε μεταγενέστερη δικάσιμο". Το Πενταμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 3378/2011 αποφάσεώς του, κατά την ανωτέρω μετ' αναβολή δικάσιμο της 2-12-2011, επειδή κατά την εκφώνηση των ονομάτων των εκκαλούντων κατηγορουμένων αυτοί δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από συνήγορο, με την άνω προσβαλλόμενη 3378/2011 απόφασή του, αφού ανέγνωσε την παραπάνω αναβλητική απόφασή του σε ρητή δικάσιμο, ορθά κατά τα παραπάνω αναπτυχθέντα, δεν απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 501 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά δίκασε τους κατηγορούμενους - εκκαλούντες ωσάν να ήταν παρόντες, δεχθέν ότι οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι είχαν παρασταθεί κατά την αρχική δικάσιμο δια των εκπροσωπησάντων αυτούς συνηγόρων, κατ' άρθρο 340 παρ.2 ΚΠΔ, προς υποστήριξη της εφέσεώς τους, ο δε μετ' αναβολή ορισμός της νέας ως παραπάνω ρητής δικασίμου που ανακοινώθηκε στους αιτήσαντες την αναβολή δικηγόρους αυτών, επέχει, κατ' άρθρο 349 παρ.2 του ΚΠΔ θέση κλητεύσεώς τους. Άρα, το κατ' έφεση δικάσαν Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δεσμευόμενο από την αρχική εμφάνιση των εκπροσωπησάντων τους εκκαλούντες κατηγορούμενους δικηγόρων, κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, προς υποστήριξη της εφέσεώς τους, με το να θεωρήσει, ότι κατά την άνω αρχική δικάσιμο, είχε αρχίσει η συζήτηση της εφέσεως, η αναβολή δε έγινε μετά ταύτα για σημαντικά αίτια στο πρόσωπο των συνηγόρων τους, λόγω αποχής των δικηγόρων, κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε από τους δηλώσαντες παράσταση εξουσιοδοτημένους δικηγόρους τους και όχι υπ' αυτών των δικηγόρων ενεργούντων ως αγγέλων τους, για την επόμενη ρητή δικάσιμο της 2-12-2011, και περαιτέρω, με το να κρίνει ωσεί παρόντες τους απολιπόμενους και ουδόλως παραστάντες ή εκπροσωπηθέντες εκκαλούντες κατά την ανωτέρω μετ' αναβολή δικάσιμο και με το να προχωρήσει στην εκδίκαση των εφέσεων στην ουσία και στην καταδίκη των εκκαλούντων κατηγορουμέων και να μην απορρίψει τις εφέσεις αυτές ως ανυποστήρικτες, νόμιμα συγκροτηθέν και με τη συμμετοχή της γραμματέως του Βασιλικής Ανδριοπούλου, όπως από τα πρακτικά προκύπτει, δεν υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του, ούτε παραβίασε τις διατάξεις που αφορούν την εμφάνιση και την παράσταση των κατηγορουμένων στο δικαστήριο.
Συνεπώς, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας για το λόγο ότι δεν απέρριψε την έφεσή τους ως ανυποστήρικτη και γιατί το Εφετείο δεν είχε νόμιμη σύνθεση λόγω ωραρίου γραμματέα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Αυτά δε ανεξάρτητα του ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως, είναι απορριπτέος και ως απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3378/2011 απόφαση και από την εκκληθείσα 10161/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, θεωρηθέντες ωσεί παρόντες στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδικάστηκαν σε ίδια ποινή φυλάκισης επτά μηνών και Χ.Π. 3.000 ευρώ ο καθένας, όπως ακριβώς και στον ίδιο βαθμό και όχι σε ανώτερη, δεν έχουν πλέον το απαιτούμενο, κατ' άρθρο 463 παρ.2 του ΚΠΔ, έννομο συμφέρον να προβάλουν ότι η έφεσή τους έπρεπε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη και να μην ερευνηθεί κατ'ουσίαν(βλ. ΑΠ 1359/2009, 2080/2009). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1α, του ν. 1650/1986 "για την προστασία του περιβάλλοντος", όπως αντικ. με το άρ. 2 του ν. 3010/2002, με φυλάκιση τριών μηνών έως δύο έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος προκαλεί ρύπανση ή υποβαθμίζει το περιβάλλον με πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού ή των κατ' εξουσιοδότησή του εκδιδομένων υπουργικών ή νομαρχιακών αποφάσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του ίδιου νόμου, οι βασικοί στόχοι αυτού είναι, μεταξύ άλλων, και η αποτροπή της ρύπανσης και γενικότερα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, η λήψη όλων των αναγκαίων, για το σκοπό αυτό, προληπτικών μέτρων και η διασφάλιση της ανθρώπινης υγείας και από τις διάφορες μορφές υποβάθμισης του περιβάλλοντος και ειδικότερα από τη ρύπανση και τις οχλήσεις. Κατά δε το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ως περιβάλλον νοείται το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. Ρύπανση δε είναι η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα ή υλικές ζημιές και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του. Ως υποβάθμιση περιβάλλοντος νοείται η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες. Τοπίο δε είναι κάθε δυναμικό σύνολο βιοτικών και μη βιοτικών παραγόντων και στοιχείων του περιβάλλοντος, που μεμονωμένα ή αλληλοεπιδρώντας σε συγκεκριμένο χώρο, συνθέτουν μία οπτική εμπειρία. Κατά δε το άρθρο 18 του ιδίου ως άνω νόμου, η φύση και το τοπίο προστατεύονται και διατηρούνται ώστε να διασφαλίζονται οι φυσικές διεργασίες, η αποδοτικότητα των φυσικών πόρων, η ισορροπία και η εξέλιξη των οικοσυστημάτων καθώς και η ποικιλομορφία, η ιδιαιτερότητα ή η μοναδικότητά τους.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα απ' αυτά, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη 3378/2011 απόφασή του, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από όλα τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή αντιγραφή, πραγματικά περιστατικά: "Κατά το χρονικό διάστημα από 10.6.2004 μέχρι και του μηνός Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους Α) οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι -εκκαλούντες, ενεργούντες από κοινού και με πρόθεση α) άσκησαν δραστηριότητα χωρίς την προαπαιτούμενη έγκριση σύμφωνα με το Ν. 1650/1986, β) υποβάθμισαν το περιβάλλον με πράξεις που αντιβαίνουν στον ως άνω Νόμο. Ειδικότερα, ο πρώτος ως τότε Δήμαρχος Ωρωπού και οι άλλοι δύο μέλη της δημαρχιακής Επιτροπής προέβησαν σε μπάζωμα του υγρότοπου Ωρωπού (χρησιμοποιώντας αυτοκίνητα του Δήμου καθώς και Δ.Χ. φορτηγά που ανήκαν στους τρίτο και τέταρτο των κατηγορουμένων), περαιτέρω δε προέβησαν σε διάνοιξη και ασφαλτόστρωση τριών οδών εντός του άνω υγρότοπου, χωρίς σχετική άδεια της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής, Β) οι τέταρτος και πέμπτος, όντες ιδιοκτήτες Δ.Χ. φορτηγών, παρέσχον άμεση συνδρομή στους ως άνω τρεις κατηγορουμένους, κατά τη τέλεση υπ' αυτών των προαναφερθεισών παρανόμων πράξεων. Συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι".
Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 την ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο σκεπτικό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και τους συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27, 45, 46 ΠΚ 2, και 2, 11, 12, 18, 28 παρ. 1 περ. α', 2 του ν. 1650/1986, όπως αντικ. με το άρ. 2 του ν. 3010/2002, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού στο πόρισμα της αποφάσεώς του που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση και την ταυτότητα του ως άνω εγκλήματος δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τους αναιρεσείοντες αιτιάσεις: α) εκτίθενται με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση και αιτιολογείται επαρκώς εμπεριστατωμένα ότι οι πέντε κατηγορούμενοι, ενεργούντες με πρόθεση, οι τρεις πρώτοι, Δήμαρχος και μέλη αντίστοιχα Δημαρχιακής Επιτροπής Δήμου Ωρωπίων, με την άμεση συνέργεια των λοιπών δύο, ιδιοκτητών και οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, χωρίς την προαπαιτούμενη από το νόμο 1650/1986 έγκριση της περιβαλλοντικής Αρχής, προέβησαν σε μπάζωμα μεγάλων εκτάσεων του υγρότοπου Ωρωπού και σε διάνοιξη και ασφαλτόστρωση τριών δρόμων εντός του ανωτέρω υγρότοπου, μήκους 150 μ., 180 μ. και 300 μ. αντίστοιχα, προκαλώντας έτσι υποβάθμιση του περιβάλλοντος, β) δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να διαλάβει η προσβαλλόμενη απόφαση ποίες ήσαν οι αρνητικές επιπτώσεις και στην οικολογική ισορροπία από την εκτέλεση των παραπάνω μεγάλων έργων εντός του υγρότοπου, αλλά αρκεί η παραδοχή στο αιτιολογικό ότι από την απόρριψη αυτή των μπάζων και τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση των δρόμων προκλήθηκε υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Με την ανωτέρω δε παραδοχή ότι με το μπάζωμα μεγάλων εκτάσεων του υγρότοπου Ωρωπού και με τη διάνοιξη και ασφαλτόστρωση τριών μεγάλων δρόμων εντός του ανωτέρω υγρότοπου, προκλήθηκε υποβάθμιση του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα στη μείζονα σκέψη, σαφώς νοείται ότι έγινε μεταβολή στο περιβάλλον του αναγνωρισμένου υγρότοπου Ωρωπού και δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται περαιτέρω και αναλυτικά η ανωτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος, ότι δηλαδή οι ανωτέρω ενέργειες των κατηγορουμένων στον υγρότοπο είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων της περιοχής Ωρωπού, αφού αυτές οι επιπτώσεις δεν είναι απλώς πιθανές, όπως απαιτεί ο παραπάνω ν. 1650/1986, αλλά αυτονόητες συνέπειες της ανωτέρω παραδοχής περί υποβάθμισης του περιβάλλοντος, με το εκτεταμένο μπάζωμα του υγρότοπου, γ) δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να διαλάβει το δικαστήριο με ποίο προεδρικό διάταγμα ή με ποία υπουργική απόφαση χαρακτηρίστηκε η περιοχή ως προστατευόμενος υγρότοπος, αφού κατά τις παραδοχές η περιοχή ήταν υγρότοπος και απαιτείτο προηγούμενη έγκριση της περιβαντολογικής Αρχής για εκτέλεση οιασδήποτε εργασίας εντός αυτού, όπως του μπαζώματος και της διάνοιξης δρόμων που προέβησαν οι αναιρεσείοντες. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-3-2012 κοινή αίτηση - δήλωση των Σ. Μ. του Γ., Ι. Γ. του Γ., Ε. Η. του Κ., Π. Κ. του Γ. και Κ. Χ. του Α., περί αναιρέσεως της 3378/2-12-2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. και
Καταδικάζει τους αιτούντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή