Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αιτιολογία.
Περίληψη:
Περάτωση της ανάκρισης με τυπική κλήση. Απόφανση του Συμβουλίου Εφετών, ότι προέκυψαν ενδείξεις. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ, 1δ ΚΠΔ), όταν το Συμβούλιο Εφετών εκτιμώντας το ανακριτικό υλικό αποφαίνεται ότι για τους κατηγορουμένους για τους οποίους η ανάκριση έχει περατωθεί με τυπική κλήση προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής και επιβάλλεται η αντίκρουσή τους με ουσιαστική απολογία του κατηγορουμένου. Αντίθετη μειοψηφία ( Ολομ ΑΠ 8/2002 Ποιν.Χρον.ΝΒ. 785). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
ΑΡΙΘΜΟΣ 8/2002
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΒ' ΣΥΝΘΕΣΗ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο Πέτρο Κακκαλή, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Δημήτριο Ζέρβα, Θεόδωρο Λαφαζάνο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Νικόλαο Γεωργίλη, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη-Εισηγητή, Κωνσταντίνο Βαλμαντώνη, Δημήτριο Παπαμήτσο, Γεράσιμο Σιμόπουλο, Ρωμύλο Κεδίκογλου , Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Χρήστο Μπαλντά, Γεώργιο Ναυπλιώτη και Ανάργυρο Πλατή Ευριπίδη Αντωνίου Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών).
Με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονύσιου Κατσιρέα και της Γραμματέως Μηλιάς Αθανασοπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο κατάστημά του στις 16 Μαϊου 2002, για να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 139/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορουμένους τους : 1...., 2. ....., 3. ......, 4. Χ1, 5. Χ2 και 6. Χ3. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 139/2001 βούλευμά του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτό.
Ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2001 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίσθηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 467/2001.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το 686/2002 βούλευμα του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
'Επειτα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Διονύσιος Κατσιρέας , έφερε για κρίση στο Συμβούλιο την ποινική δικογραφία, που έχει σχηματισθεί κατά των πιο πάνω κατηγορουμένων και την πιο πάνω αίτηση αναιρέσεως, με την από 8 Μαϊου 2002 πρότασή του, και στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα : Το Εφετείο Αθηνών με το 139/2001 βούλευμά του δέχτηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων .... κ.λ.π. στις αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις, τιμωρούμενες σε βαθμό κακουργήματος, διέταξε δε την ενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως για να κληθούν σε απολογία οι τρεις τελευταίοι εκ των κατηγορουμένων, Χ1, Χ2 και Χ3 (ως προς τους οποίους ο ανακριτής είχε περατώσει την ανάκριση με την έκδοση κατ'αυτών τυπικών κλήσεων) και να απαγγελθεί κατ'αυτών κατηγορία, να γίνει δε επί πλέον, ως προς όλους τους κατηγορουμένους, και οποιαδήποτε άλλη ανακριτική πράξη, χρήσιμη κατά την κρίση του ανακριτή για την πληρέστερη διαλεύκανση της υποθέσεως. Ο αναιρεσείων Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και η πλειοψηφία των μελών του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο έκριναν, υιοθετούντες εξ ολοκλήρου σχετικό αίτημα των κατηγορουμένων Χ1, Χ2 και Χ3, ότι το ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών είναι αναιρετέο για τον εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.α' Κ.Π.Δ. λόγο της απόλυτης ακυρότητας, γιατί με αυτό έγινε δεκτό ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής των προαναφερθέντων τριών κατηγορουμένων χωρίς προηγουμένως να έχουν αυτοί απολογηθεί ή να έχουν κληθεί προς απολογία. Κατά την άποψη αυτή το Συμβούλιο που διατάσσει περαιτέρω ανάκριση δεν επιτρέπεται να ερευνήσει και αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής εις βάρος του κατηγορουμένου, αν δε πράξει τούτο, το βούλευμά του πάσχει από απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 αριθμ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., γιατί δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, δοθέντος ότι : α) ο κατηγορούμενος καλείται να αντικρούσει την βαρύνουσα αυτόν κατηγορία, όχι όπως την απαγγέλλει ο ανακριτής, αλλά όπως τη δέχθηκε ως προς την ύπαρξή της το δικαστικό Συμβούλιο, β) με μια τέτοια παραδοχή του Συμβουλίου περιορίζεται, αν δεν εκμηδενίζεται, η ευχέρεια του ανακριτή, τουλάχιστον ως προς το θέμα της λήψεως ή μη για τον κατηγορούμενο περιοριστικών όρων μετά την απολογία του, και γ) με την παραδοχή αυτή «καθίσταται ουσιαστικώς κενή περιεχομένου η άσκηση από τον κατηγορούμενο του υπερασπιστικού του δικαιώματος, αφού το μέλλον να επιληφθεί και πάλι μετά τη για τυπικούς πλέον λόγους αναγκαία απολογία δικαιοδοτικό όργανο, ήτοι το ίδιο Συμβούλιο, έχει ήδη εκφράσει, ύστερα από εκτίμηση των αποδείξεων, την κρίση του ότι τον κατηγορούμενο βαρύνουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής». Κατά τη γνώμη μου ο λόγος αναιρέσεως, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με το 686/2002 βούλευμα του Ε' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο γιατί η απόφασή του ελήφθη με πλειοψηφία μιας μόνο ψήφου, είναι αβάσιμος, γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα : α) Ο ανακριτής προδιορίζει τα στοιχεία του αδικήματος, για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη, και απαγγέλλει την κατηγορία, χωρίς να δεσμεύεται από όσα τυχόν σχετικώς διέλαβε το Συμβούλιο στο διατάσσον περαιτέρω ανάκριση βούλευμά του. β) Από τα εκτιθέμενα στο ανωτέρω βούλευμα δεν περιορίζεται καθόλου κατά το νόμο η ευχέρεια του ανακριτή να επιβάλει ή να μην επιβάλει περιοριστικούς όρους στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του. Αν δε οι εκτιμήσεις του Συμβουλίου συντελέσουν στο να σχηματίσει εσφαλμένη εικόνα της υποθέσεως κάποιος ανακριτής, ο οποίος έχει μειωμένη ανεξαρτησία γνώμης ή δεν έχει το προσήκον σθένος, αυτό δεν μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό των δικαιωμάτων υπερασπίσεως του κατηγορουμένου που οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος. Και γ) Η απολογία του κατηγορουμένου μετά το διατάσσον περαιτέρω ανάκριση βούλευμα δεν λαμβάνεται «για τυπικούς πλέον λόγους». Ο κατηγορούμενος μπορεί με αυτή να επικαλεσθεί αποδεικτικά μέσα και να προβάλει ισχυρισμούς και επιχειρήματα προς απόδειξη της αθωότητάς του, το Συμβούλιο δε είναι υποχρεωμένο να εκτιμήσει τα νέα στοιχεία που θα συγκεντρωθούν και ουδόλως δεσμεύεται από το προηγούμενο βούλευμά του, το οποίο, όπως παγίως έχει γίνει δεκτό και από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, είναι προπαρασκευαστικό και σύμφωνα με το άρθρο 548 εδ.β' Κ.Π.Δ. ανακαλείται πάντοτε ελευθέρως. Την ευχέρεια δε αυτή να ανακαλέσει το προηγούμενο βούλευμά του έχει το Συμβούλιο ακόμη και αν ο κατηγορούμενος παρόλον ότι είχε κληθεί, δεν προσήλθε ενώπιον του ανακριτή για να απολογηθεί.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω να απορριφθεί η από 22 Φεβρουαρίου 2001 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δωρή για αναίρεση του 139/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Αθήνα, 8 Μαίου 2002 Ο Προτείνων Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Διονύσιος Κατσιρέας»
Αφού άκουσε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διονύσιο Κατσιρέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την απόφαση 686/2002 του Ε' Τμήματος (σε Συμβούλιο) παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια λόγω διαφοράς μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν.1757/1988) και 3 παρ.3 του ν. 3810/1957, η 12/ 22-2-2001 αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του 139/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 484 παρ.1 α' Κ.Ποιν.Δ.), στην οποία πλημμέλεια υπέπεσε κατά τον αναιρεσείοντα το Συμβούλιο διατάσσοντας περαιτέρω κύρια ανάκριση για να απολογηθούν οι κατηγορούμενοι αλλά με αιτιολογία που συνιστά ήδη πρόκριση ενοχής και θίγει έτσι το δικαίωμα της υπερασπίσεώς του.
Κατά το άρθρο 484 παρ.1α' Κ.Ποιν.Δ., λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι η απόλυτη ακυρότητα ( άρθ.171 αριθ.1), κατά δε το άρθρο 171 παρ.1, ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο επέρχεται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ( παρ.1δ'). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 270 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ., η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος ( εδάφ.α'), μπορεί όμως να θεωρηθεί τελειωμένη ακόμη και όταν ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάσθηκε για να απολογηθεί ύστερα από κλήτευση που του έγινε, εφόσον δεν προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις εναντίον του. Κατά τη διάκριση της διατάξεως του άρθρου 270 παρ.1, προϋπόθεση της κατ' εξαίρεση περατώσεως της ανακρίσεως χωρίς την λήψη πραγματικής απολογίας του κατηγορουμένου τίθεται η έστω και σιωπηρά εκτίμηση του ανακριτή ότι δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, διότι σε αντίθετη περίπτωση η λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου είναι υποχρεωτική. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 308, 309 παρ.1, 310, 312 και 313 του Κ.Ποιν.Δ. το δικαστικό συμβούλιο, αρμόδιο να κηρύξει το πέρας της κύριας ανακρίσεως, αποφασίζει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο όταν διαπιστώσει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία ( άρθ.309 περ. ε' και 313), ενώ διατάσσει περαιτέρω ανάκριση αν θεωρεί απαραίτητο να γίνουν ορισμένες ανακριτικές πράξεις ή να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον ορισμένου προσώπου ( άρθ.309 περ. δ' και 312). 'Εχοντας, άρα, το δικαστικό συμβούλιο ίδια εξουσία να καταλήξει σε αντίθετη εκτίμηση του υλικού της ανακρίσεως από εκείνη του ανακριτή αλλά και την υποχρέωση εκ του νόμου ( άρθ.138 παρ.1β' και 139 Κ.Ποιν.Δ.) να αιτιολογήσει την κρίση του, δεν κωλύεται όταν διατάσει περαιτέρω ανάκριση να εκτιμήσει, έστω και αν αυτό δεν απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 309 περ.δ' και 312, ότι προέκυψαν από το μέχρι τούδε αποδεικτικό υλικό επαρκείς ενδείξεις (υπόνοιες) ενοχής και επιβάλλεται η αντίκρουσή τους με ουσιαστική απολογία του κατηγορουμένου. Το βούλευμα έχει εκ του διατακτικού του στην περίπτωση αυτή χαρακτήρα προπαρασκευαστικής μόνον αποφάσεως (άρθρα 138 παρ.1β', 548 Κ.Ποιν. Δ.), δεσμευτικής για τον ανακριτή μόνον ως προς την ανάγκη διενέργειας της διατασσόμενης ανακριτικής πράξεως, χωρίς να παρεμποδίζεται έτσι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προτείνει νέα αποδεικτικά μέσα ή να υποβάλλει αιτήματα ή να ασκήσει τα όποια άλλα υπερασπιστικά δικαιώματα έχει στο στάδιο αυτό εκ του νόμου. Εξ ουδεμιάς όμως διατάξεως του Κ.Ποιν.Δικονομίας προκύπτει στην περίπτωση αυτή, ανεξαρτήτως των όποιων τυχόν πλεοναστικών φράσεων το βούλευμα διέλαβε, πρόκριση ενοχής επί της ουσίας της κατηγορίας.
Συνεπώς τέτοια τυχόν εκτίμηση του δικαστικού συμβουλίου δεν παραβιάζει κάποια συγκεκριμένη διάταξη του Κ.Ποιν.Δ. που αφορά την υπεράσπιση, ούτε πλήττεται έτσι το κατοχυρούμενο με το άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, σύμφωνα με το οποίο δεν επιτρέπεται άμεση ή έμμεση πρόκριση ενοχής χωρίς και την απολογία του εφόσον έχει οριστικό και δεσμευτικό χαρακτήρα. Επομένως δεν θίγεται στην περίπτωση αυτή ο πυρήνας του δικαιώματος υπερασπίσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αναιρεσι-βαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτό διατάχθηκε περαιτέρω κύρια ανάκριση για τη λήψη των απολογιών των εκ των κατηγορουμένων Χ2, Χ3 και Χ1 για την αποδιδόμενη σ' αυτούς κακουργηματική πράξη ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα απάτης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία το επιδιωχθέν όφελος και η απειληθείσα ζημία υπερβαίνουν τα 50.000.000 δραχμές, ως προς τους οποίους κατηγορουμένους ο ανακριτής περαίωσε την ανάκριση με τυπική κλήση σε απολογία. Για να καταλήξει στο διατακτικό του αυτό το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού εξετίμησε αναλυτικώς το αποδεικτικό υλικό, αιτιολόγησε την αντίθετη προς τον ανακριτή κρίση του, δεχόμενο ότι «…..….υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι ετέλεσαν ………οι κατηγορούμενοι Χ2, Χ3 και Χ1 την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της ηθικής αυτουργίας στην άνω απάτη….». Με την ανωτέρω κρίση του το Συμβούλιο Εφετών δεν παραβίασε κάποια από τις διατάξεις που αφορούν στο δικαίωμα υπερασπίσεως των ανωτέρω κατηγορουμένων, ούτε άρα επήλθε η οριζόμενη με το άρθρου 171 παρ.1δ' Κ.Ποιν.Δ. απόλυτη ακυρότητα και δεν ιδρύθηκε και ο κατά το άρθρο 484 παρ.1α' μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του εισαγγελέως, η οποία συνεπώς πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη γνώμη όμως πέντε μελών του δικαστηρίου, ήτοι των Αρεοπαγιτών Χαραλάμπους Γεωργακόπουλου, Δημητρίου Ζέρβα, Θεόδωρου Λαφαζάνου, Ρωμύλου Κεδίκογλου και Ευριπίδη Αντωνίου το δικαστικό Συμβούλιο και στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, κρίνοντας ότι δεν μπορεί να αχθεί στην ίδια με τον ανακριτή αρνητική κρίση επί της κατηγορίας και διατάσσοντας περαιτέρω κύρια ανά-κριση για να ληφθεί η απολογία των κατηγορουμένων, δεν μπορεί ταυτοχρόνως να ερευνήσει αν από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, πολύ περισσότερο να διατυπώσει γνώμη περί συνδρομής τέτοιων ενδείξεων σε βάρος των κατηγορουμένων. Επιπλέον η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου μπορεί να συναχθεί μόνο μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης, δηλαδή μόνο όταν έχει απολογηθεί ο κατηγορούμενος ή έστω όταν του έχει δοθεί η δυνατότητα να απολογηθεί, διαφορετικά παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητάς του και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος (άρθρα 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, 171 παρ. 1 περιπτ. δ' και 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ). Η παραμπίπτουσα αυτή κρίση του δικαστικού συμβουλίου, με την οποία ουσιαστικά, ρυθμίζεται το δύσκολο θέμα της ανάκρισης (άρθρο 307 περιπτ. β' ΚΠοινΔ) έχει ισχύ μέχρις ότου τυχόν ανακληθεί και δεσμεύει τον ανακριτή, ο οποίος δεν δικαιούται να διαφωνεί, παρά μόνο σε παραγγελία του εισαγγελέα (άρθρο 247 ΚΠοινΔ). Εξάλλου η κρίση αυτή του συμβουλίου δεν μπορεί να θεωρηθεί πλεοναστική, διότι κυρίως αυτή στηρίζει το διατακτικό του βουλεύματος, το οποίο θα έπρεπε να είχε ως αιτιολογία την ύπαρξη απλών ενδείξεων και την κρίση του δικαστή να προηγηθεί η απολογία του κατηγορουμένου, πριν αποφανθεί το συμβούλιο για την έλλειψη επαρκών ενδείξεων ενοχής, ώστε να δικαιολογηθεί περάτωση της ανάκρισης με την έκδοση τυπικής κλήσης του κατηγορουμένου.
Συνεπώς παραβιάσθηκε ευθέως το δικαίωμα υπερασπίσεως των κατηγορουμένων και επήλθε απόλυτη ακυρότητα (Κ.Ποιν.Δ. 171 παρ.1δ'), που ιδρύει τον σχετικό αναιρετικό λόγο από το άρθρο 484 παρ.1α' του Κ.Ποιν.Δ., ώστε η αίτηση αναιρέσεως έπρεπε να γίνει δεκτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 12/ 22-2-2001 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του βουλεύματος 139/2001 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2002.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ