Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά.
Περίληψη:
Ναρκωτικά. Έννοια κατοχής. Αίτηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για ναρκωτικά. Απόρριψη ισχυρισμών περί τοξικομανίας του κατηγορουμένου και περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2δ και 2ε ΠΚ. Επάρκεια σχετικών ισχυρισμών. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης.
Αριθμός 1531/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Γκέκοβιτς, για αναίρεση της 2166/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Νοεμβρίου 2008 αίτηση του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1914/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 5 παρ. 1 περ. ζ του ν. 1729/1987, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του αν. ν. 2161/1993 (ήδη άρθρο 20 παρ. 1 περ. ζ του ΚΝΝ - Ν 3459/2006), τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές όποιος κατέχει ναρκωτικά. Η κατοχή των ναρκωτικών ουσιών πραγματώνεται με τη φυσική εξουσίασή τους από το δράστη, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τις διαθέτει πραγματικά. Ακόμα κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ "αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων". Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και8 χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι οι ισχυρισμοί για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 2166/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Τέλεσε (ο κατηγορούμενος) την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της κατοχής ποσότητας ακατέργαστης ινδικής κάνναβης την οποία άλλωστε και ο ίδιος ομολογεί στην απολογία του. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι, εντός της οικίας του στο ..., βρέθηκε στις 21-10-2005 να κατέχει μέσα σε πλαστική λεκάνη 5 συσκευασίες ακατέργαστης ινδικής κάνναβης (74,5 γραμ., 78.5 γραμ., 55,5 γραμ., 20,4 γραμ., και 3,9 γραμ.) συνολικού βάρους 232,8 γραμ. και αρίστης ποιότητας.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την ως άνω πράξη και μάλιστα χωρίς να είναι τοξικομανής (βλ. τη με ημερομηνία 5-12-2005 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης) και χωρίς ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 δ και ε του ΠΚ, αφού δεν αποδείχθηκε έμπρακτη μεταμέλειά του ή ότι συμπεριφέρθηκε καλά μετά την τέλεση της πράξεώς του, για μεγάλο χρονικό διάστημα". Ακολούθως, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της κατοχής ναρκωτικών ουσιών για περαιτέρω διάθεση και επέβαλε σ' αυτόν ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ.1 και 98 ΠΚ, 4 και 5 παρ. 1 περ. ζ του ν. 1729/1987 (όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2161/1993, ν. 3161/1993, ν. 2479/1997 και ν. 3459/2006), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Περαιτέρω το Δικαστήριο με πλήρη και ειδική αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι κατά το χρόνο που τέλεσε την πράξη της κατοχής της ποσότητας των 232,8 γραμμαρίων ινδικής κάνναβης με σκοπό την εμπορία (21-10-2005) δεν ήταν τοξικομανής με αναφορά του ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης σε συνδυασμό με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου ως προς τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί της συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ και ε του ΠΚ αυτός, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου της ουσίας (βλ. αρχή 6ης σελίδας αυτών), προβλήθηκε κατά τρόπο λίαν αόριστο, χωρίς επίκληση οιουδήποτε περιστατικού, και γι' αυτό το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα. Παρά ταύτα το Δικαστήριο εκ περισσού απήντησε σ' αυτόν απορρίπτοντας τον ως κατ' ουσίαν αβάσιμο ως προς αμφότερες τις επικαλούμενες ελαφρυντικές περιστάσεις με σχετική αιτιολογία. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ, 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10 Νοεμβρίου 2008 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2166/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ