Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Άρθρα 362, 363 ΠΚ. Στοιχεία. Τι είναι γεγονός. Δόλος. Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις ως και τους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που πλήττει την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 504 § 1 ΚΠΔ). Απαράδεκτος ο λόγος που πλήττει την ουσία. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1180/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 30 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Θανόπουλο, περί αναιρέσεως της 6858/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 212/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 Π.Κ. κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει ή για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά την δευτέρα "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" προκύπτει ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης προϋποθέτει είτε ισχυρισμόν ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τοιούτου γεγονότος, το οποίον ανεκοινώθη προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε κατά την έννοια των άνω διατάξεων θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου, του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστου ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος, αλλ'απαιτείται άμεσος δόλος.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ'ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ'αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαίτερα, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κυρία αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, όπως και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμον την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος, δηλαδή, δόλος από μέρους του υπαιτίου , η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την διαληφθείσα γνώση.
Η κατά τα άνω αιτιολογία, ειδική και εμπεριστατωμένη της αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις σχετικά με τις αιτήσεις που υποβάλλονται, ανεξαρτήτως εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή εάν η έκδοσή τους αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, και εφ'οσον οι αιτήσεις αυτές είναι σαφείς και ορισμένες, προς δε (η ειδική αιτιολογία) πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους, δηλαδή οι οποίοι προβάλλονται, κατά τα άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως ή την ικανότητα προς καταλογισμόν ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι με όλα τα πραγματικά περιστατικά, αναγκαία για τη κατά νόμο θεμελίωσή τους, ώστε να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγησή τους να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους.
Ούτως είναι αυτοτελής ο ισχυρισμός εκ του άρθρου 367 ΠΚ και υπό στοιχ.γ' αυτού, κατά το οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων , την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και συνεπώς εάν υπεβλήθη κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, το δικαστήριο πρέπει να απαντήσει με αιτιολογημένη απόφασή του, ενώ κατά την διάταξη της παρ.2 του ιδίου ως άνω άρθρου η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται επί συκοφαντικής δυσφημήσεως.
Εκ της διατάξεως του άρθρου 504 παρ.1 ΚΠΔ, κατά την οποίαν "όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που όπως απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης".....προκύπτει ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα διήλθε και από τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποίαν έχει ενσωματωθεί και η πρωτόδικη απόφαση, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, που ησκήθη κατ'αυτής και κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση, είναι απαράδεκτος.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δικάσαν κατ'έφεση, με την προσβαλλομένη υπ'αριθμ.6858/2009 απόφασή του, καταδικαστική δια τον αναιρεσείοντα, δια συκοφαντική δυσφήμηση της εγκαλούσης συζύγου του απέρριψε την ένστασή του περί αοριστίας της δηλωθείσης υπ'αυτής παράστάσεως πολιτικής αγωγής "για χρηματική ικανοποίηση σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ με επιφύλαξη που της επιδικάστηκαν πρωτόδικα για την ηθική βλάβη που της προκάλεσε η κρινόμενη πράξη", με την εξής αιτιολογία: "Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης εμφανίστηκε η εγκαλούσα ... και δήλωσε προς το Δικαστήριο ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του κατηγορουμένου και ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει ως χρηματική αποζημίωση το πρωτοδίκως εκδικασθέν ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη σε βάρος της φερομένη ως τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης. Προς το σκοπό αυτό διόρισε πληρεξούσιο το δικηγόρο Αθηνών Κων/νο Καρακώτια, ο οποίος αποδέχθηκε το διορισμό του, κατέθεσε δε σχετικό παράβολο του δημοσίου ως δικαστικό ένσημο για την εν λόγω παράσταση.
Συνεπώς, ο περί αοριστίας της αξίωσης πολιτικής αγωγής ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος" Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και ο σχετικός λόγος, δεύτερος της αναιρέσεως, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, και εκ του ότι η απόφαση αυτή παρέθεσεν ό,τι και η πρωτόδικος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο έτερος λόγος αναιρέσεως, σχετικά με την παράσταση της πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στρεφόμενος κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως εις όλην του την έκταση, είναι απαράδεκτος, και εντεύθεν, απορριπτέος.
Περαιτέρω το άνω δικαστήριο της ουσίας, μετ'αναφορά και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβεν υπ'όψη ήτοι "καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, την ανώμοτη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά την απολογία του κατηγορουμένου", εδέχθη κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, (ότι απεδείχθησαν) τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος και η πολιτικώς ενάγουσα έχουν τέλεσει νόμιμο γάμο στις 11-3-2000 και συμβίωσαν μέχρι τον Αύγουστο του επόμενου έτους (2001), οπότε η έγγαμη συμβίωση διασπάστηκε. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν δύο παιδιά, ένα αγόρι τον ..., που γεννήθηκε στις 7-6-2000 και ένα κορίτσι που γενήθηκε στις 20-6-2001. Μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους και συγκεκριμένα στις 26-6-2003 ο κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τη με ίδια ημερομηνία αγωγή κατά της συζύγου του (πολιτικώς ενάγουσας) με την ιδιότητά της ως ειδικής επιτρόπου των ανήλικων τέκνων του, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι τα δύο ανήλικα δεν είναι γνήσια τέκνα αυτού. Στην εν λόγω αγωγή ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε, εκτός των άλλων, ότι η σύζυγός του-πολιτικώς ενάγουσα επιζητούσε την άμεση επίσπευση τελέσεως του γάμου τους, ότι το παραπάνω άρρεν τέκνο τους γεννήθηκε σε χρόνο μικρότερο της ερωτικής τους συνεύρεσης, ότι η πολιτικώς ενάγουσα τον καθησύχαζε διαρκώς περί της καταπληκτικής δήθεν ομοιότητας του ανηλίκου με αυτόν, ότι καθόλο το χρονικό διάστημα από τη γέννηση του άρρενος τέκνου μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2000 δεν είχαν ερωτικές σχέσεις με την πολιτικώς ενάγουσα και παρά ταύτα στις 20-6-2001 γεννήθηκε το δεύτερο τέκνο και ότι η πολιτικώς ενάγουσα του δήλωσε ευθέως από το Δεκέμβριο του 2002 ότι δεν είναι πατέρας των ως άνω δύο τέκνων. Τα παραπάνω γεγονότα τα οποία ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε με το προαναφερόμενο δικόγραφο για την πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον τρίτων και συγκεκριμένα ενώπιον του Γραμματέα του άνω δικαστηρίου και του δικαστή που επιλήφθησαν του παραπάνω δικογράφου, αλλά και του δικαστικού επιμελητή που το κοινοποίησε στην πολιτικώς ενάγουσα, είναι ψευδή και ο κατηγορούμενος τα ισχυρίστηκε εν γνώσει της αναλήθειάς τους, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της πολιτικώς ενάγουσας, αφού την παρουσίαζαν ως πρόσωπο μειωμένης ηθικής υπόστασης. Το ότι τα ως άνω γεγονότα είναι ψευδή αποδεικνύεται από τον έλεγχο πατρότητας στον οποίο υποβλήθηκαν στις 10-10-2003 ο κατηγορούμενος και τα δύο ανήλικά στο Ανοσολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών "Γ.Γεννηματάς", από τον οποίο προέκυψε ότι και τα δύο ανήλικα είναι φυσικά τέκνα αυτού και της πολιτικώς ενάγουσας. Μάλιστα μετά το αποτέλεσμα του παραπάνω ελέγχου ο κατηγορούμενος παραιτήθηκε από το δικόγραφο της προαναφερόμενης αγωγής του με την από 26-1-2004 δήλωση παραίτησης. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των όσων ισχυρίστηκε με την παραπάνω αγωγή του για την πολιτικώς ενάγουσα συνάγεται και από τα παρακάτω περιστατικά: Μετά την παραπάνω διάσπαση της έγγαμης σχέσης του υπέβαλε κατά της πολιτικώς ενάγουσας-συζύγου του, α)στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 24-7-2002 αίτηση προσωρινής επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ'αριθ.7057/2002 απόφαση, που ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα παιδιά του, β)στο ίδιο δικαστήριο την από 30-10-2002 αίτηση με την οποία ζήτησε και πέτυχε με την υπ'αρ.8387/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (είχε προηγηθεί η υπ'αρ.810/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) την καταδίκη, της πολιτικώς ενάγουσας σε χρηματική ποινή λόγω παράβασης της προαναφερόμενης απόφασης επικοινωνίας, ποσού 146,73 ευρώ, γ)στην Εισαγγελία Ανηλίκων Αθηνών την από 10-2-2003 αίτηση παραπονούμενος για την άρνηση της πολιτικώς ενάγουσας να συμμορφωθεί με την ως άνω απόφαση επικοινωνίας και δ)στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 7-1-2003 αγωγή αναθέσεως της επιμέλειας του προσώπου των ανηλίκων στον ίδιο. Από τα παραπάνω το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος καμία αμφιβολία δεν είχε σχετικά με την πατρότητα των παραπάνω ανηλίκων, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση δεν θα υποβαλόταν σε δικαστικούς αγώνες για να επιτύχει την επικοινωνία με αυτά και την επιμέλεια του προσώπου τους. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε, είτε από τη συμπεριφορά της πολιτικώς ενάγουσας, είτε από οποιοδήποτε άλλο γεγονός, οποιοδήποτε στοιχείο ικανό να δημιουργήσει στον κατηγορούμενο αμφιβολίες ως προς την πατρότητα των ανηλίκων παιδιών του, ούτε αυτός (κατηγορούμενος) είχε καταμαρτυρήσει σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας-συζύγου μέχρι την άσκηση της από 26-6-2003 αγωγής του οποιαδήποτε εξωσυζυγική της σχέση. Κατά συνέπεια θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της αποδιδόμενης με το κατηγορητήριο πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ..., αναγνωριζομένου στο πρόσωπό του του ελαφρυντικού του ότι έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (άρθρ.84 παρ.2α ΠΚ), απορριπτομένου δε του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί άρσεως του αδίκου της πράξης του κατ'εφαρμογή του άρθρου 367 παρ.1 περ.γ'ΠΚ, καθόσον η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή επί συκοφαντικής δυσφήμησης (ΑΠ 1305/2007 Ποιν.Χρ.ΝΗ 348)".
Με αυτά που εδέχθη το άνω Τριμελές Εφετείο που δίκασε, διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιοποίνου πράξεως, για την οποία κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκαμε την υπαγωγή του στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 362-363 Π.Κ., τις οποίες, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε. Ειδικότερα στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβεν υπ'όψη της και όχι μόνον ορισμένα από αυτά και δη (μόνο) οι καταθέσεις της εγκαλούσης και της μάρτυρος μητρός της, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, τα ψευδή γεγονότα τα οποία ούτος ισχυρίσθη ενώπιον τρίτων και ο τρόπος με τον οποίο έλαβε χώραν τούτο, τα περιστατικά που συνιστούν τον άμεσο δόλο του για την συκοφαντική δυσφήμηση, για την οποία και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων, και εκ του πράγματος, εντεύθεν, απερρίφθη ο ισχυρισμός του για την μεταβολή της κατηγορίας, ενώ δεν απητείτο ειδικοτέρα αιτιολογία, αφού υποβλήθη εντελώς αορίστως, όπως εκ των πρακτικών της αποφάσεως προκύπτει ούτε, πολλώ, μάλλον, έπρεπε να δώσει επ'αυτού τον λόγον στον εισαγγελέα. Επίσης αναφέρεται (στην απόφαση), πλήρης αιτιολογία, με την οποίαν απερρίφθη ο εκ του άρθρου 367 στοιχ.γ'ΚΠΔ αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος. Κατ'ακολουθίαν όλων αυτών οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, τρίτος περί απολύτου ακυρότητος, σχετικά με την μη δόση του λόγου στον εισαγγελέα για την μεταβολή της κατηγορίας, τέταρτος, ως εκτιμάται, περί ελλείψεως αιτιολογίας, εκ του ότι δεν περιελήφθη και στο διατακτικό απορριπτική διάταξη του εκ του άρθρου 367 στοιχ.γ'ΠΚ ισχυρισμού και πέμπτος, επίσης περί ελλείψεως αιτιολογίας, εκ του ότι ελήφθησαν "μονομερώς και αποσπασματικώς" υπ'όψη καταθέσεις μόνο μαρτύρων κατηγορίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Καθ'ο μέρος δε με τον τελευταίον αυτόν λόγον και υπό την επίκλησή του επιχειρείται διάφορος εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ( ο λόγος) αυτός είναι απαράδεκτος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, και, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ'ουσίαν αβάσιμη, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ.583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση του ... για αναίρεση της υπ'αριθμ.6858/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ