Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1470 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από εντολοδόχο. Είναι αβάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, διότι από το αιτιολογικό, καθίσταται σαφές, ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος εντολοδόχος δεν ρευστοποίησε τις μετοχές και ιδιοποιήθηκε τα σώματα των αξιόγραφων αυτών, καίτοι ήταν ονομαστικές και όχι ανώνυμες μετοχές και δεν ιδιοποιήθηκε το αντίτιμο αυτών, οπότε στοιχειοθετείται και η υπεξαίρεση και δεν υπήρχε ανάγκη να ερευνήσει και να εξειδικεύσει με ποίο νόμιμο τρόπο ενσωματώθηκαν οι ονομαστικές αυτές μετοχές στην περιουσία του κατηγορουμένου, αφού όπως δέχεται, ο κατηγορούμενος "μπορούσε τις μετοχές αυτές να τις ενσωματώσει στην περιουσία του αφού είχε στα χέρια του σχετική εξουσιοδότηση του εγκαλούντος για ρευστοποίηση", εμφανίζει επομένως την ενσωμάτωση ως γεγονός και όχι ως δυνατότητα. Απορρίπτει.




Αριθμός 1470/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπαδάκη, περί αναιρέσεως της 1226/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7.7.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1291/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ.3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 375 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 ως εξής "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται στην απόφαση, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Κατά τα μέσα Νοεμβρίου 1999, η υπερήλικη τότε και ήδη αποβιώσασα Θ1 ζήτησε από τον Προϊστάμενο Συναλλαγής του υποκαταστήματος ....της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Ε1 (ήδη μηνυτή), με τον οποίο, λόγω των καταθέσεων μεγάλων χρηματικών ποσών που διατηρούσε στην Τράπεζα αυτή, είχε αποκτήσει οικειότητα και φιλική σχέση, να της συστήσει κάποιο δικηγόρο έμπειρο περί τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, προκειμένου να αναλάβει τις διαδικασίες ρευστοποιήσεως 91 μετοχών της Τράπεζας της Ελλάδος και 91 μετοχών της Εθνικής Τράπεζας, τις οποίες είχε αποκτήσει με δωρεά εν ζωή από την αποβιώσασα στις 24.1.1986 θεία της Ζ1 . Ο Ε1 σε εκτέλεση της εντολής αυτής, γνώρισε, μέσω του κουμπάρου του ... ταμία στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στην ... τον δικηγόρο κατηγορούμενο, ο οποίος δέχθηκε να αναλάβει την ανωτέρω υπόθεση, Ακολούθως, η Θ1 που ενημερώθηκε σχετικά, παρέδωσε στον Ε1 τις πιο πάνω μετοχές και ο τελευταίος τις παρέδωσε στον κατηγορούμενο με την εντολή να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για τη ρευστοποίησή τους, αλλιώς να τις επιστρέψει στην Θ1. Προς το σκοπό αυτό, συντάχθηκε η από 17.11.1999 εξουσιοδότηση, στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο μηνυτής παρέδωσε στον κατηγορούμενο τις πιο πάνω μετοχές, όπως οι αριθμοί αυτών αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό. Στις 3.4.2000, ο κατηγορούμενος, που μέχρι τότε είχε εξαφανιστεί και σε καμιά ενέργεια για την εκτέλεση της παραπάνω εντολής δεν προέβη, σε συνάντηση που είχε με τον μηνυτή, ανέλαβε και πάλι εγγράφως, με δήλωσή του πίσω από την από 17.11.1999 εξουσιοδότηση, την υποχρέωση να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες ρευστοποιήσεως των προαναφερομένων μετοχών και, σε περίπτωση που αυτή δεν πραγματοποιηθεί, να τις επιστρέψει στην ιδιοκτήτρια αυτών, ορίζοντας μάλιστα ως απώτατο χρονικό όριο την 15.4.2000. Η προθεσμία αυτή παρήλθε και ο κατηγορούμενος ούτε το αντίτιμο της ρευστοποιήσεώς τους, που ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 4.095.000 δρχ. (182 μετοχές προς 22.500 δρχ. η καθεμιά) ή 12.017,61 ευρώ, απέδωσε, ούτε τις εν λόγω μετοχές, επέστρεψε, αλλά τις ιδιοποιήθηκε παράνομα. Το αντικείμενο της υπεξαίρεσης αυτής ήταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα μεγάλο, με τα οικονομικά δεδομένα του χρόνου τελέσεως της πράξεως, και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για το αντίθετο είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ισχυρίζεται, ακόμη, ο κατηγορούμενος ότι οι συγκεκριμένες μετοχές ήταν ονομαστικές και όχι ανώνυμες και, επομένως, το δικαίωμα που απέρρεε από τη νόμιμη κατοχή του τίτλου τους δεν ήταν δυνατό, νομικώς και πραγματικώς, να ενσωματωθεί στην περιουσία του. Και ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί ο κατηγορούμενος μπορούσε να ενσωματώσει τις μετοχές στην περιουσία του, αφού αυτός, όπως αναφέρθηκε, είχε εξουσιοδότηση να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για τη ρευστοποίησή τους και, κατά συνέπειαν, μπορούσε να εισπράξει το ποσό που αντιπροσώπευαν, οπωσδήποτε δε οι εν λόγω μετοχές ποτέ δεν επεστράφησαν στην παθούσα. Κατά συνέπειαν, στοιχειοθετείται η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που του το είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη αυτή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, με το ελαφρυντικό, όμως, του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α ΠΚ, το οποίο του είχε αναγνωρισθεί και πρωτοδίκως". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος υπεξαιρέσεως, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 375 παρ. 2 α του ΠΚ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου και δε στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού, σε συνδυασμό με το διατακτικό, συνάγεται: α) καθίσταται σαφές, ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος εντολοδόχος, ως δικηγόρος, με την από 17-11-1999 έγγραφη εξουσιοδότηση παρέλαβε από τον μηνυτή τραπεζικό υπάλληλο, εκπροσωπούντα την εγκαλούσα κάτοχο Θ1 τις σε αυτή σημειούμενες συγκεκριμένες ονομαστικές μετοχές της Τράπεζας της Ελλάδος και της ΕΤΕ προς ρευστοποίηση, αναλαβών ρητά την υποχρέωση να επιστρέψει αυτές αν δεν τις ρευστοποιήσει μέχρι 15-4-2000, β) αναφέρεται σαφώς ότι ο κατηγορούμενος δικηγόρος δεν ρευστοποίησε τις εν λόγω μετοχές και δεν ιδιοποιήθηκε το αντίτιμο αυτών, αλλά είχε σκοπό ιδιοποιήσεως και ιδιοποιήθηκε παράνομα τα σώματα, οπότε στοιχειοθετείται το έγκλημα της υπεξαίρεσης, για το οποίο καταδικάσθηκε, και όχι υπεξαγωγής εγγράφων, κατ' άρθρον 222 ΠΚ, αδιάφορα του ότι αυτές ήταν ονομαστικές και όχι ανώνυμες μετοχές και για την τυπική ολοκλήρωση της μεταβιβάσεώς τους, εκτός από τη συμφωνία και την παράδοση των τίτλων, απαιτείτο, κατ' άρθρον 8 β του Ν. 2190/1920, και εγγραφή στο ειδικό βιβλίο των άνω τραπεζικών εταιρειών και δεν υπήρχε ανάγκη να ερευνήσει και να εξειδικεύσει το Δικαστήριο με ποίο νόμιμο τρόπο ενσωματώθηκαν οι ονομαστικές αυτές μετοχές στην περιουσία του κατηγορουμένου, αφού όπως δέχεται, ο κατηγορούμενος "μπορούσε τις μετοχές αυτές να τις ενσωματώσει στην περιουσία του αφού είχε στα χέρια του σχετική εξουσιοδότηση του εγκαλούντος για ρευστοποίηση", εμφανίζει την ενσωμάτωση σαφώς ως γεγονός και όχι ως απλή δυνατότητα, γ) οι άνω υπεξαιρεθείσες ονομαστικές μετοχές ανήκαν κατά κυριότητα στη θανούσα θεία της εγκαλούσας Ζ1 η οποία και τις είχε εν ζωή άτυπα δωρήσει και παραδώσει στην εγκαλούσα, δ) οι ονομαστικές αυτές μετοχές, ως τίτλοι, είχαν και έχουν αυτοτελή αγοραία οικονομική αξία, ανεξάρτητα των δυσχερειών αποϋλοποιήσεως και ρευστοποιήσεώς τους από τον κάτοχο αυτών, δυσχέρειες άλλωστε τις οποίες και είχε αναλάβει ο κατηγορούμενος ως ειδικός νομικός επί πιστωτικών τίτλων να ξεπεράσει, εφόσον όμως, έχοντας σχετική έγγραφη εντολή και εξουσιοδότηση, δεν τις ρευστοποίησε ως εντολοδόχος και δεν τις επέστρεψε μετά την πάροδο της δήλης προθεσμίας της 15-4-2000, ούτε και τις έχει επιστρέψει μέχρι σήμερα παραμένων κάτοχος, διέπραξε υπεξαίρεση των μετοχών αυτών, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας 4.095.000 δραχμών τότε και ε) η εγκαλούσα υπέστη βλάβη στην περιουσία της από την άνω υπεξαίρεση των ανωτέρω ονομαστικών μετοχών, που τυπικά στα βιβλία των εταιρειών ανήκαν στην προαναφερθείσα θανούσα δωρήτρια θεία της και όχι στην ιδία, καθόσον, ως δωρεοδόχος με άτυπη δωρεά και μη κάτοχος πλέον των μετοχών αυτών, που περιουσιακά της ανήκαν και μπορούσε οποτεδήποτε να διεκδικήσει αυτές από τους νόμιμους κληρονόμους της φερόμενης ως ιδιοκτήτριας θείας της, τώρα, χωρίς την κατοχή των αξιογράφων αυτών, ευρίσκεται νομικά σε αδυναμία να ολοκληρώσει τη διαδικασία τυπικής μεταβιβάσεώς τους στο όνομά της και να διεκδικήσει αυτές και να ικανοποιήσει την αξίωσή της επί των υπεξαιρεθέντων τίτλων.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ως εκ της κηρύξεως του κατηγορουμένου ως ενόχου υπεξαιρέσεως και της απορρίψεως των εν λόγω ως άνω ισχυρισμών αυτού, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7-7-2008 Αίτηση - Δήλωση του ...., για αναίρεση της με αριθμό 1226/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή