Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 714 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Έμπρακτη μετάνοια. Μερική ικανοποίηση του ζημιωθέντος δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της πράξεως. Αναφορά στο βούλευμα ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη "τις μαρτυρικές κα-ταθέσεις" και όχι τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, δεν σημαίνει ότι αυτές δεν ελήφθησαν ενόρκως. Έννοια ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία. Πλήρης αιτιολογία. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 714/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού- Εισηγητή και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Φεβρουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου Ρόδου Δωδεκανήσου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.916/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενο τον Λ.
Με πολιτικώς ενάγουσα "ΦΑΡΜΑΚΑΠΟΘΗΚΗ ΣΙΦΑΡΜ ΕΠΕ" που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιουνίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 947/09. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό ..., στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω: Ι) Το συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 2083/2008 βούλευμά του "
Παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τους: 1), πρώην κάτοικο ... και ήδη αγνώστου διαμονής και 2) Χ, φαρμακοποιό, κάτοικο ... και ήδη προσωρινά κρατούμενο στη Δικαστική Φυλακή ..., για να δικασθούν ως υπαίτιοι του ότι στους παρακάτω τόπους και χρόνους, τέλεσαν τις ακόλουθες πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Α) Στην ... από αρχές του θέρους 2003 έως 8-8-2003 από κοινού ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση και με κοινό δόλο, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ενώ το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ο Χ είναι φαρμακοποιός και εκμεταλλεύεται επιχείρηση φαρμακείου στη ... με την εταιρική επωνυμία "Χ Ε.Ε. φαρμακευτική εταιρία". Στα πλαίσια άσκησης της παραπάνω δραστηριότητας του συνεργαζόταν από αρκετά έτη με την μηνύτρια εταιρία με την επωνυμία "SIFARM ΕΠΕ" που διατηρεί φαρμακαποθήκη στο ..., προμηθευόμενος απ'αυτήν διάφορες πoσότnτες φαρμάκων. Στις αρχές του θέρους του έτους 2003 ο Χ εμφανίστηκε στα γραφεία της μηνύτριας εταιρίας, στη λεωφόρο ... και τον νόμιμο εκπρόσωπο της Ξ, μαζί με τον πρώτο κατηγορούμενο Γάλλο υπήκοο Λ, τον οποίο συνέστησε ως νόμιμο εκπρόσωπο της γαλλικής εταιρίας φαρμάκων με την επωνυμία "PHARMA LAB SA" με την οποία ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν. Οι ως άνω Χ και Λ ενεργώντας από κοινού κατόπιν συναπόφασης παρέστησαν ψευδώς στον Ξ ότι η γαλλική αυτή εταιρία "PHARMA LAB SA" της οποίας ο Λ ήταν δήθεν εκπρόσωπος επιθυμεί να παραγγείλει μια μεγάλη ποσότητα των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων STANOZOLE και OXYBOLONE με σκοπό την εξαγωγή τους στη Γαλλία. . Ο Ξ πείσθηκε από τις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις των κατηγορουμένων, ενόψει μάλιστα της μακροχρόνιας συνεργασίας που είχε στο παρελθόν με τον Χ να προβεί στη σχετική πώληση προς τη γαλλική εταιρία των φαρμακευτικών αυτών ιδιοσκευασμάτων συνολικής αξίας 204.130 ευρώ. Στη συνέχεια ο Χ εμφανίσθηκε στην έδρα της μηνύτριας εταιρίας στις 28-7-2003, μαζί με άγνωστο συνεργό τους που εμφανίσθηκε ως υπάλληλος της εταιρίας κούριερ με την επωνυμία ACS, ο οποίος παρέλαβε μέρος των εμπορευμάτων, υποτίθεται με σκοπό να παραδοθούν αυτά στην ανωτέρω αγοράστρια γαλλική εταιρία. Συγκεκριμένα παρελήφθησαν 23.600 δισκία του σκευάσματος STANOZOLE bt 30 tabs (σε κουτιά των 30 δισκίων έκαστο), προς 3,32 ευρώ έκαστο, συνολικής αξίας 76.360 ευρώ και 6.700 δισκία του σκευάσματος Oxybolone bt 20 tabs ( σε κουτιά των 20 δισκίων έκαστο) προς 10,70 έκαστο, συνολικής αξίας 71.690 ευρώ. Για τα εμπορεύματα αυτά, αξίας 148.050 ευρώ, που παραδόθηκαν στον Χ και τον άγνωστο συνεργό τους, η μηνύτρια εταιρία εξέδωσε και παρέδωσε το υπ' αριθμ. ...τιμολόγιο και το υπ' αριθμ. ... δελτίο αποστολής, ενώ ο άγνωστος δράστης, υποτίθεται υπάλληλος της πιο πάνω εταιρίας κούριερ, εξέδωσε και παρέδωσε στον Ξ το υπ' αριθμ. ... πλαστό αποδεικτικό παράδοσης- παραλαβής της εταιρίας κούριερ με την επωνυμία ACS. Ο Χ κατέβαλε εξ ιδίων μέρος της αξίας των παραληφθέντων εμπορευμάτων στο νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρίας και συγκεκριμένα το ποσό των 50.000 ευρώ σε μετρητά. Ακολούθως, την 8-8-2003 εμφανίσθηκε ο ίδιος ο Λ στο νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας, μαζί με τον Χ και τον υποτιθέμενο υπάλληλο κούριερ της εταιρίας ACS, και παριστάνοντας και πάλι εν γνώσει τους ψευδώς ότι ο Λ είναι νόμιμος εκπρόσωπος της γαλλικής εταιρίας φαρμάκων με την επωνυμία " PHARMA L,AB S.A.", έπεισαν τον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρίας να τους παραδώσει .το υπόλοιπο μέρος των εμπορευμάτων, δηλαδή 4.000 δισκία του σκευάσματος "STANOZOLE bt 30 tabs (σε κουτιά των 30 δισκίων έκαστο) προς 3,32 ευρώ έκαστο, συνολικής αξίας 13.280 ευρώ και 4.000 δισκία του σκευάσματος "Oxybolone" σε κουτιά των 20 δισκίων έκαστο προς 10,70 ευρώ το καθένα, συνολικής αξίας 42.800 ευρώ (αμφότερα τα σκευάσματα είχαν αξία 56.080 ευρώ) υποτίθεται με σκοπό να τα παραδώσει στην ανωτέρω αγοράστρια εταιρία. Η μηνύτρια εταιρία εξέδωσε και τους παρέδωσε το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο και το υπ' αριθμ. ... δελτίο αποστολής και ο άγνωστος συνεργός τους, υποτίθεται υπάλληλος της πιο πάνω εταιρίας κούριερ, εξέδωσε και παρέδωσε στον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρίας το υπ' αριθμ. ... πλαστό αποδεικτικό παράδοσης- παραλαβής της εταιρίας κούριερ με την επωνυμία ACS. Την ίδια ημέρα [8.8.2003] ο Χ κατέλαβε και πάλι με δικά του χρήματα μέρος της αξίας των εμπορευμάτων ποσού 50.000 ευρώ στον Ξ ενώ απέμεινε ανεξόφλητο ποσό 104.130 ευρώ. Για το υπόλοιπο μέρος του τιμήματος των φαρμάκων, που ανήλθε συνολικά σε 204.130 ευρώ, ποσού 104.130 ευρώ, ο Χ παρέδωσε στον Ξ ρονολογημένες επιταγές με αριθμούς : α) ..., με αναφερόμενη ημερομηνία έκδοσης 15-1-2004, ποσού 20.000 ευρώ της Αγροτικής Τράπεζας, έκδοσης της εταιρίας με την επωνυμία "Ροίηt Εκδοτική ΑΕ" εις διαταγήν του Χ, β)..., με ημερομηνία έκδοσης 28-2-2004, ποσού 20.000 ευρώ της Αγροτικής Τράπεζας, έκδοσης της εταιρίας με την επωνυμία "Ροίηt Εκδοτική ΑΕ" εις διαταγήν του Χ, γ) ..., με ημερομηνία έκδοσης 30-10-2004 ποσού 30.000 ευρώ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, έκδοσης της εταιρίας με την επωνυμία "Text Color A.E." εις διαταγήν του Χ και δ) ..., με ημερομηνία έκδοσης 10-11-2004 ποσού 30.000 ευρώ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, έκδοσης της εταιρίας με την επωνυμία "Text & Color Α.Ε." εις διαταγήν του Χ, τις οποίες ο τελευταίος μεταβίβασε λόγω οπισθογράφησης στην εταιρία SIFARM ΕΠΕ και παρέδωσε έναντι μέρους του τιμήματος στον εκπρόσωπο της Ξ με τη διαβεβαίωση ότι θα πληρωθούν πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω ανάκλησης τους, μάλιστα οι δύο πρώτες ανακλήθηκαν λόγω κλοπής τους. Όλα όμως τα ανωτέρω ήταν ψευδή καθόσον η γαλλική εταιρία με την επωνυμία "PHARMA LAB S.A'." ουδέποτε προτίθετο να συνάψει σύμβαση αγοραπωλησίας αναβολικών φαρμάκων, με τη μηνύτρια εταιρία, ουδέποτε είχε αποστείλει στην Ελλάδα νόμιμο εκπρόσωπο της για να παραλάβει τα εμπορεύματα αυτά, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν ήταν ο Λ, ουδέποτε παρήγγειλε και παρέλαβε η γαλλική εταιρία τα εμπορεύματα αυτά. Τούτα δε διαπιστώθηκαν με την υπ' αριθμ. ... Έκθεση Ελέγχου και Επεξεργασίας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, καθόσον η μηνύτρια εταιρία κατηγορήθηκε για εικονικές συναλλαγές, ενώ προέκυψε ότι οι αποδείξεις της παραπάνω εταιρίας κούριερ ήταν πλαστές και ο εμφανισθείς ως υπάλληλος της, ουδέποτε εργάσθηκε σ' αυτήν. Μάλιστα στην μηνύτρια εταιρία επιβλήθηκε πρόστιμο για τα δύο παραπάνω εικονικά τιμολόγια για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις που πραγματοποίησε δήθεν προς τη γαλλική εταιρία PHARMA LAB S.A ποσού 408.260 ευρώ. Οι ως άνω κατηγορούμενοι δρούσαν από κοινού και με τον άγνωστο συνεργό τους βάσει οργανωμένου σχεδίου με σκοπό αφού εξαπατήσουν τη μηνύτρια και προμηθευτούν απ'αυτήν τα εν λόγω αναβολικά σκευάσματα να τα διακινήσουν ακολούθως σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας , με τις ψευδείς δε παραστάσεις τους ότι η παραγγελία και η πώληση των φαρμάκων γίνεται προς τη γαλλική εταιρία PHARMA LAB S.A έπεισαν τον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρίας να τους παραδώσει εμπορεύματα συνολικής αξίας 204.130 ευρώ, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η μηνύτρια εταιρία κατά το ποσό των 104.130 ευρώ, δηλαδή το μέρος του τιμήματος που έμεινε ανεξόφλητο, με αντίστοιχο δικό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, ποσό που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Β) Στην Αθήνα στις 28-7-2003 και 8-8-2003 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, από κοινού ενεργώντας ύστερα από συναπόφαση και με κοινό δόλο, με πρόθεση προκάλεσαν σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Συγκεκριμένα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, με πειθώ, φορτικότητα, προτροπές και παραινέσεις έπεισαν τον άγνωστο συνεργό τους να διαπράξει πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, από την οποία το .προσδοκώμενο συνολικό όφελος και. η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Ειδικότερα, έπεισαν τον ανωτέρω άγνωστο συνεργό του να καταρτίσει με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, υποκρινόμενος ότι είναι υπάλληλος της εταιρίας με την επωνυμία "ACS" κούριερ, τις υπ' αριθμ. ... και ... πλαστές αποδείξεις παράδοσης - παραλαβής της εταιρίας αυτής, των φαρμάκων που εκτίθενται στην υπό στοιχείο Α πράξη του παρόντος, έτσι ώστε να εμφανίζεται ότι δυνάμει αυτών των αποδείξεων, αυτά πράγματι παρελήφθησαν από την εταιρία κούριερ, με σκοπό να αποσταλούν στην γαλλική εταιρία εμπορίας φαρμάκων με την επωνυμία "PHARMA LAB S.A.", της οποίας ήταν δήθεν νόμιμος εκπρόσωπος ο Λ, ενώ τα γεγονότα τούτα ήταν ψευδή, καθώς η γαλλική εταιρία ουδέποτε είχε παραγγείλει ή παρέλαβε τα φάρμακα αυτά, ο άγνωστος συνεργός ουδέποτε υπήρξε υπάλληλος της εταιρίας κούριερ, της οποίας τα στελέχη των αποδείξεων περιήλθαν σ' αυτόν με άγνωστο τρόπο.. Ακολούθως, έκανε χρήση των πλαστών αυτών αποδείξεων, καθώς παρέδωσε αυτές στο νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρίας, κατά τις ίδιες ημερομηνίες κατάρτισης τους, με σκοπό να παραπλανήσει αυτόν, όπως και τον παραπλάνησε, σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα σχετικά με το ότι πράγματι τα φάρμακα είχαν πράγματι παραδοθεί στην εταιρία κούριερ, προς περαιτέρω αποστολή στην υποτιθέμενη αγοράστρια γαλλική εταιρία με την επωνυμία "PHARMA LAB SA". Με τις ανωτέρω πράξεις τους προσπόρισαν παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, καθώς το τίμημα των φαρμάκων που εξακολουθούσε να οφείλεται και δεν καταβλήθηκε, το οποίο υποτίθεται ότι όφειλε η γαλλική αγοράστρια εταιρία, ανερχόταν στο ποσό των 104.130 ευρώ, το οποίο ενθυλάκωσαν παράνομα στην περιουσία τους και ξεπερνάει αυτό των 73.000 ευρώ. Γ] Στην Αθήνα, την 28-7-2003 και 8-8-2003 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, από κοινού ενεργώντας με σκοπό να βλάψουν άλλον, απέκρυψαν έγγραφα των οποίων δεν ήταν κύριοι και των οποίων άλλος είχε δικαίωμα να ζητήσει την παράδοση τους. Συγκεκριμένα, στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνους, κατόπιν συναπόφασης και με τον άγνωστο συνεργό τους, αφού, εξαπάτησαν τον νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτριας εταιρίας και τον παρέπεισαν να τους παραδώσει αναβολικά φάρμακα, συνολικής αξίας 204.130 ευρώ και στη συνέχεια αφού πλαστογραφήθηκαν από τον άγνωστο συνεργό τους με τη δική τους ηθική αυτουργία οι αποδείξεις της εταιρίας ACS κούριερ, με τις οποίες υποτίθεται ότι αποδεικνυόταν η παράδοση των φαρμάκων στην αγοράστρια εταιρία "PHARMA LAB SA.", κατάφεραν να πείσουν το νόμιμο εκπρόσωπο της μηνύτρια εταιρίας να εκδώσει και να τους παραδώσει την 28-7-2003 το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο πώλησης και το υπ' αριθμ. ... δελτίο αποστολής, που αφορούσαν 23.600 δισκία του σκευάσματος "STANOZOLE συνολικής αξίας 76.36C ευρώ και 6.700 δισκία του σκευάσματος OXYBOLONE συνολικής αξίας 71.690 εύρο και την 8-8-2003 το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο και το υπ' αριθμ. ...ολής, τα οποία αφορούσαν 4.000 δισκία του σκευάσματος "STANOZOLE, συνολικής αξίας 13.280 ευρώ και 4.000 δισκία του σκευάσματος "OXYBOLONE, συνολικής αξίας 42.800 ευρώ. Στη συνέχεια τα τιμολόγια αυτά και τα αντίστοιχα δελτία αποστολής, των οποίων δεν ήταν κύριοι και των οποίων άλλος είχε δικαίωμα να-ζητήσει την παράδοση, δηλαδή η αγοράστρια εταιρία, όπως πίστευε ο νόμιμος εκπρόσωπος της μηνύτριας εταιρίας, απέκρυψαν με σκοπό να βλάψουν άλλον, δηλ. τη μηνύτρια εταιρία, ώστε αυτή αφενός να μην μπορέσει να διαθέσει στην αγορά το συγκεκριμένο εμπόρευμα, το οποίο δεν εξοφλήθηκε, αφετέρου να κατηγορηθεί για εικονικές συναλλαγές και να της επιβληθεί δυνάμει της υπ' αριθμ. 124/2004 απόφασης του προϊσταμένου της ΔΟΥ ..., πρόστιμο εκ ποσού 408.260 ευρώ".
Κατά του άνω βουλεύματος άσκησε την υπ'αριθμ. 371/2008 έφεση ο Χ και το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 916/2009 βούλευμά του απέρριψε αυτή ως ουσία αβάσιμη σε σχέση με τις α, β πράξεις και έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη για την γ πράξη. Ειδικώτερα το βούλευμα αυτό του συμβουλίου Εφετών δέχθηκε με επιτρεπτή, καθολοκληρία παραπομπή στην πρότση του Εισαγγελέα Εφετών, τα εξής: "Από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν στην δικογραφία τόσο κατά την κυρία ανάκριση όσο και κατά την προηγηθείσα προανακριτική εξέταση - δηλαδή την έγκληση, τις μαρτυρικές καταθέσεις που λήφθηκαν, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και την απολογία του κατηγορουμένου, καθώς και τις έγγραφες εξηγήσεις του κατά την προκαταρκτική εξέταση - προκύπτουν με σαφήνεια τα εξής ουσιώδη περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι φαρμακοποιός και διατηρεί επιχείρηση φαρμακείου στη ... με την εταιρική μορφή υπό την επωνυμία Χ Ε.Ε. -Φαρμακευτική Εταιρεία". Υπό την εν λόγω ιδιότητα του συνεργαζόταν από το έτος 1999 με την εγκαλούσα εταιρεία, η οποία διατηρεί μεγάλη φαρμακαποθήκη στο ..., προμηθευόμενος από αυτήν διάφορες ποσότητες φαρμάκων. Στις αρχές του θέρους ο εκκαλών κατηγορούμενος εμφανίστηκε στις εγκαταστάσεις της εγκαλούσας εταιρείας και ειδικότερα στο νόμιμο εκπρόσωπο της Ξ, συνοδευόμενος από πρόσωπο που συνέστησε ως Λ, υπήκοο και ως νόμιμο εκπρόσωπο της γαλλικής εταιρείας φαρμάκων με την επωνυμία "PHARMA LAB S.A." που εδρεύει στο .... Περαιτέρω, ο εκκαλών - συνεπικουρούμενος από, τον Λ - παρέστησε στον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι η γαλλική εταιρεία ενδιαφερόταν να αγοράσει από αυτήν μεγάλες ποσότητες των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων "STANOZOL" και "OXYBOLONE". Τα εν λόγω φαρμακευτικά προϊόντα είναι αναβολικά και απαγορεύεται η διάθεση τους στην ελληνική αγορά. Επιτρέπεται όμως η παραγωγή και η εξαγωγή τους στο εξωτερικό, μέσω φαρμακαποθηκών, όπως αυτή που διατηρεί η εγκαλούσα εταιρεία, η οποία δεν είχε συνεργαστεί ποτέ στο παρελθόν με τη γαλλική εταιρεία. Όμως ο εκκαλών κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι ο ίδιος είχε συνεργαστεί πολλές φορές με αυτήν δια του παριστάμενου - φερόμενου ως εκπροσώπου της - Λ, με επικερδή αποτελέσματα. Έτσι, ο Ξ συμφώνησε στη συγκεκριμένη αγοραπωλησία. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η πώληση στη γαλλική εταιρεία 27.600 δισκίων STANOZOL και 10.700 δισκίων OXYBOLONE, αντί συνολικού τιμήματος 204.130 ευρώ. Ωστόσο, οι ανωτέρω παραστάσεις του εκκαλούντα κατηγορουμένου και του Λ προς τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας Ξ ήταν εν γνώσει τους ψευδείς και απατηλές. Ειδικότερα, η ως άνω γαλλική εταιρεία (υπαρκτή μεν και εδρεύουσα στο ...) ουδόλως είχε ενδιαφερθεί για τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία και είχε πλήρη άγνοια για τη συναλλαγή. Ο δε Λ ουδεμία σχέση (και μάλιστα εκπροσωπήσεως) είχε με την αλλοδαπή εταιρεία. Περαιτέρω, η εγκαλούσα εταιρεία σε εκτέλεση της συμφωνηθείσας συναλλαγής - απότοκης των προεκτεθεισών απατηλών παραστάσεων - στις 28/7/2003 παρέδωσε στον εκκαλούντα κατηγορούμενο α) 23.000 δισκία STANOZOL, σε κουτιά των 30 δισκίων, συνολικής αξίας 76.360 ευρώ και β) 6.700 δισκία OXYBOLONE, σε κουτιά των 20 δισκίων, συνολικής αξίας 71.690 ευρώ. Κατά τη συναλλαγή ο εκκαλών συνοδευόταν από άγνωστο άνδρα, τον οποίο συνέστησε ως εκπρόσωπο της εταιρείας κούριερ "ACS", που θα αναλάμβανε τη μεταφορά των φαρμακευτικών εμπορευμάτων στην έδρα της γαλλικής εταιρείας στο .... Το εν λόγω άγνωστο πρόσωπο μάλιστα εξέδωσε και την υπ' αριθμ. ... απόδειξη παραλαβής για μεταφορά επί εντύπου με το λογότυπο και τα λοιπά στοιχεία της εταιρείας κούριερ "ACS". Σημειώνεται ότι και η εγκαλούσα από την πλευρά της εξέδωσε το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο πώλησης και το αντίστοιχο ... δελτίο αποστολής. Μετά δεκαήμερο, εξάλλου - και για την ολοκλήρωση της όλης συναλλαγής -στις 8-8-2003, ο εκκαλών κατηγορούμενος, συνοδευόμενος από τον φερόμενο ως Λ και τον ως άνω άγνωστο άνδρα, φερόμενο ως υπάλληλο της "ACS", εμφανίστηκε εκ νέου στις εγκαταστάσεις της εγκαλούσας εταιρείας και παρέλαβε 4.000 δισκία STANOZOL (σε κουτιά των 30 δισκίων) αξίας 13.280 ευρώ και 4.000 δισκία OXYBOLONE (σε κουτιά των 20 δισκίων) αξίας 42.800 ευρώ. Και για τη συναλλαγή αυτή η εγκαλούσα εταιρεία εξέδωσε το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο πώλησης και το αντίστοιχο υπ' αριθμ. ... δελτίο αποστολής, ο δε φερόμενος ως υπάλληλος της "ACS" εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... απόδειξη παραλαβής για μεταφορά, επίσης με το λογότυπο και τα λοιπά στοιχεία της ταχυμεταφορικής εταιρείας. Για την εξόφληση του ισόποσου της αξίας των παραδοθέντων φαρμακευτικών εμπορευμάτων τιμήματος που ανήλθε συνολικά σε 204.130 ευρώ (= 76.360 + 71.690 + 13.280 + 42.800 ευρώ), ο εκκαλών κατέβαλε ο ίδιος σε μετρητά (για την ακρίβεια με επιταγές εκδόσεώς του που πληρώθηκαν αμέσως) 50.000 ευρώ στις 28-7-2003 και ίδιο ποσό στις 8-8-2003. Για το υπόλοιπο δε του συνολικού τιμήματος ο εκκαλών κατηγορούμενος παρέδωσε και μεταβίβασε (με οπισθογράφηση) στην εγκαλούσα τέσσερις μεταχρονολογημένες επιταγές συνολικού ποσού 100.000 ευρώ, τις οποίες παρέστησε ως έγκυρες και ισχυρές. Ειδικότερα μεταβίβασε στην εγκαλούσα α) τις υπ' αριθμ. ... και ... δύο επιταγές της Αγροτικής Τράπεζας, ποσού 20.000 ευρώ η καθεμία, εκδόσεως της εταιρείας "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." και β) τις υπ' αριθμ.... και ...δύο επιταγές της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 30.000 ευρώ η καθεμία, εκδόσεως της εταιρείας "TEXT COLOR A.E.". Το δε υπολειπόμενο ποσό (4.130 ευρώ) συμφωνήθηκε να καταβληθεί όταν ο εκκαλών θα εξοφλείτο από τη γαλλική εταιρεία. Ωστόσο, οι ανωτέρω παραστάσεις του εκκαλούντα κατηγορουμένου αναφορικά με τον ως άνω άγνωστο άνδρα, φερόμενο ως υπάλληλο - εκπρόσωπο της "ACS" και την εγκυρότητα και ισχύ των προαναφερθεισών επιταγών ήταν εν γνώσει του ψευδείς και απατηλές. Ειδικότερα, ο ως άνω άγνωστος άνδρας δεν ήταν υπάλληλος της ταχυμεταφορικής εταιρείας, οι δε αποδείξεις παραλαβής που είχε εκδώσει είναι πλαστές και τα οικεία έντυπα προέρχονταν από μπλοκ της ταχυμεταφορικής εταιρείας που είχε κλαπεί. Στην κατάρτιση και υπογραφή των πλαστών αυτών αποδείξεων ο άγνωστος δράστης προέβη αφού πείστηκε από τον εκκαλούντα και τον Λ, οι οποίοι μετήλθαν πειθώ, επίμονες προτροπές και υποσχέσεις για παροχή χρηματικών ωφελημάτων, με τελικό σκοπό να πειστεί ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας να τους παραδώσει τις ανωτέρω ποσότητες των φαρμακευτικών σκευασμάτων και να ωφεληθούν παράνομα την αξία των ποσοτήτων που θα παρέμενε ανεξόφλητη, ανερχόμενη στο ποσό των 104.130 ευρώ, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας. Οι ανωτέρω, εξάλλου, επιταγές είχαν καταστεί ανίσχυρες διότι είχαν ανακληθεί στις πληρώτριες Τράπεζες από τις εκδότριες εταιρείες και μάλιστα οι δύο πρώτες (εκδόσεως "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.") είχαν ανακληθεί λόγω κλοπής. Με τις προεκτεθείσες απατηλές παραστάσεις και τεχνάσματα ο εκκαλών κατηγορούμενος και ο Λ ωφελήθηκαν παράνομα - όπως είχαν προαποφασίσει - την αξία των φαρμακευτικών εμπορευμάτων, που παρέμεινε ανεξόφλητη - ανελθούσα στο ποσό των 104.130 ευρώ - βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας. Από την πλευρά του ο εκκαλών κατήγορου μένος διατείνεται ότι δεν είχε εκ δόλου συμμετοχή στις αξιόποινες πράξεις, διότι, όπως ισχυρίζεται, εξαπατήθηκε και ο ίδιος από τον συγκατηγορούμενό του Λ. Ωστόσο, από την αξιολόγηση των προεκτεθέντων περιστατικών - με βάση τη λογική και την κοινή πείρα - οι ισχυρισμοί του εκκαλούντα προκύπτουν ως προδήλως αβάσιμοι και αντίθετα προκύπτει ότι αυτός είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τέλεση των εν προκειμένω αξιόποινων πράξεων, δεδομένου ότι: Αυτός έκανε τις διαπραγματεύσεις με την εγκαλούσα εταιρεία, αυτός συνέστησε τον Λ ως δήθεν εκπρόσωπο της γαλλικής εταιρείας (ισχυριζόμενος μάλιστα ότι συνεργαστεί μαζί της πολλές φορές κατά το παρελθόν), αυτός παρουσίασε τον ανωτέρω άγνωστο άνδρα ως δήθεν υπάλληλο της "ACS", αυτός κατέβαλε τα μετρητά χρήματα για την εξόφληση μέρος του τιμήματος και αυτός μεταβίβασε τις (ανίσχυρες) μεταχρονολογημένες επιταγές στην εγκαλούσα εταιρεία. Σημειώνεται ότι ο εκκαλών στις 12-3-2005 κατέβαλε στην εγκαλούσα εταιρεία ποσό 8.000 ευρώ και στις 10-3-2006 ίδιο ποσό χρημάτων για την απόσβεση της ζημίας που αυτή έχει υποστεί. Η εν λόγω όμως επιγενόμενη συμπεριφορά αυτού δεν συνιστά (εν μέρει έστω) έμπρακτη μετάνοια - σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στο νομικό μέρος της παρούσας - αφού δεν υπήρξε προϊόν οικείας ελεύθερης βουλήσεως, δεδομένου ότι εκδηλώθηκε μετά την υποβολή της εγκλήσεως, μετά την παραγγελία για διεξαγωγή προκαταρκτικής εξετάσεως και μάλιστα (η δεύτερη καταβολή) μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως, ούτε προσωπικό λόγο - εν μέρει έστω - απαλλαγής από την ποινή, αφού η πράξη της απάτης φέρει τον χαρακτήρα κακουργήματος". Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 9-6-2009 στα χέρια του και κατ'αυτού άσκησε δια του πληρεξουσίου του ... - με βάση την από 11-6-2009 εξουσιοδότησή του, στην οποία η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του γίνεται από τον διευθυντή του τόπου κρατήσεώς του - στις 18-6-2009 ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών την υπ'αριθμ. 134/2009 αναίρεση προβάλλων ως λόγους αναίρεσης: α) εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ διότι (το προσβαλλόμενο βούλευμα) ενώ δέχεται ότι η ζημία της εγκαλούσης εταιρείας ήταν 104.130 ευρώ ευρώ από τα οποία όμως κατέβαλε (ο αναιρεσείων) στις 12-3-2005 ποσό 18.000 ευρώ και στις 10-3-2006 ποσό 18.000 € και συνεπώς η ζημιά ανέρχεται 68.130 Ευρώ σε- εσφαλμένα - τον παρέπεμψε για κακούργημα, ήτοι ότι η ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ.
β) Απόλυτη ακυρότητα (171 ΚΠΔ), διότι ενώ έλαβε υπόψη, δηλ. εκτίμησε, τις μαρτυρικές καταθέσεις δεν βεβαιώνει ότι οι μάρτυρες έχουν ορκισθεί κατά τα άρθρα 218, 219 ΚΠΔ.
γ) 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι δεν περιέχει πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την κρίση περί παραπομπής, ούτε εξειδικεύει "το περιεχόμενο της πειθούς, της προτροπής, τον τρόπο ενέργειας και τις συναφείς έμμεσες διεργασίες με στόχο τη δράση του φυσικού αυτουργού υποκειμένου σε επηρεασμόν και άνετη δραστηριότητα"
δ) δεν έλαβε υπόψη του έγγραφα και δη τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής και αποδείξεις είσπραξης (που αναφέρονται σε συναλλαγές με την εγκαλούσα εταιρεία και μετά την τέλεση των υπό κρίση πράξεων) και τις έγγραφες εξηγήσεις που έδωσε κατά την προκαταρκτική εξέταση.
Επειδή η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει όταν διαλαμβάνονται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο χώρησε η παραπομπή, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα άνω πραγματικά περιστατικά, και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κρίθηκε ότι τα ρηθέντα πραγματικά περιστατικά αποτελούν αποχρώσες ενδείξεις για τη στήριξη της κατηγορίας στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1/2005 ολ). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεδομένου ότι ο 'Αρειος Πάγος δεν είναι δικαστήριο ουσίας, αρκεί η κατ'είδος αναφορά αυτών (π.χ. μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κλπ) και δεν απαιτείται ιδιαίτερη αναφορά του καθενός αποδεικτικού μέσου και τί συνήχθη από το καθένα (βλ. ΑΠ 2/2003 ολ, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 540/2006 κ.α).
Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν δεν υπήχθησαν ορθά τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική διάταξη, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από αυτή που πραγματικά έχει (βλ. ΑΠ 7/2008 ολ, ΑΠ 1535/2008, ΑΠ 276/2007 κ.α.). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α ΠΚ "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αφού νόμος δεν ορίζει τα μέσα και τον τρόπο προκλήσεως της απόφασης, αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε μέσα, τα οποία και πρέπει να αναφέρονται (βλ. ΑΠ 949/2007, ΑΠ 1057/2008, ΑΠ 471/2006 κ.α)- όπως: πειθώ, παραινέσεις, προτροπές, υπόσχεση αμοιβής κλπ - (βλ. ΑΠ 949/2005, ΑΠ 1477/2005, ΑΠ 740/2004, ΑΠ 1585/2005, ΑΠ 1983/2005, ΑΠ 1910/2001, ΑΠ 1469/2003 κ.α.). 'Ετσι δεν απαιτείται και ανάλυση-εξειδίκευση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιήθησαν τα μέσα (π.χ. πειθώ, φορτικότητα κλπ). Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίθηκε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε την απόφαση στον αυτουργό με τα μέσα που αναφέρονται? -βλ. και Χωραφά - Ποινικό Δίκαιο (1978) 349, 350 κείμενο και σημ. 1, Μπουρόπουλο Ερμ ΠΚ τομ Α σελ. 141, Ζησιάδη, Ποινικό Δίκαιο ΓενΜ Τομ. β σελ. 73. Ενόψει των ανωτέρω: ο πρώτος λόγος είναι απαράδεκτος αλλά και νόμω αβάσιμος. Απαράδεκτος διότι δεν στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, αφού το συμβούλιο δεν δέχεται ότι συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 379 παρ. 1 - σε συνδυασμό με 393 παρ. 1 εδ. β - ΠΚ, ήτοι περί εμπράκτου μετανοίας, αφού μόνον τότε "η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος". Δεν αρκεί συνεπώς και μόνο η μερική απόδοση ή ικανοποίηση για την εξάλειψη του αντίστοιχου μέρους αλλά απαιτείται όπως αυτή γίνει με "δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές" (άρθρο 379 παρ. 1 εδ α ΠΚ), πράγμα που ούτε ο ίδιος ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε, ούτε δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι συνέτρεξε. Εξ άλλου τόσο το άρθρο 379 παρ. 2, όσο και το άρθρο 393 παρ. 2 ΠΚ απαιτούν αφενός μεν πλήρη ικανοποίηση του ζημιωθέντος αφετέρου απάτη σε βαθμό πλημμελήματος, αμφότερα δε δεν συντρέχουν εδώ.
Τέλος, δεν υπάρχει διάταξη νόμου, ούτε άλλωστε ο αναιρεσείων επικαλείται τέτοια, κατά την οποία η μερική ικανοποίηση το ζημιωθέντος από το έγκλημα της απάτης εξαλείφει από μόνη της το αντίστοιχο μέρος του εγκλήματος αυτού (απάτης). Ο δεύτερος λόγος είναι αβάσιμος αφού δεν υπάρχει καμία διάταξη του ΚΠΔ ή άλλου νόμου που να ορίζει ότι απαιτείται να βεβαιούται στο βούλευμα ή την απόφαση ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων που ελήφθησαν υπόψη έχουν ληφθεί ενόρκως. Οι διατάξεις των άρθρων 218, 219 ΚΠΔ ορίζουν απλώς ότι οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως και πως γίνεται ο όρκος. Δεν ορίζουν ότι πρέπει να βεβαιούνται τ'ανωτέρω. 'Αλλωστε ακυρότητα δημιουργείται όταν δεν γίνεται ένορκη εξέταση κάποιου μάρτυρα, ήτοι όταν γίνεται χωρίς όρκο εξέταση κάποιου μάρτυρα χωρίς να συντρέχει κάποια νόμιμη προϋπόθεση της τοιαύτης εξέτασης (πράγμα όμως και το οποίο πρέπει να συγκεκριμενοποιείται), όχι όμως και το αντίθετο, ήτοι ότι αν γίνεται ένορκη εξέταση καίτοι συνέτρεχε νόμιμη προϋπόθεση εξέτασης χωρίς όρκο (βλ. ΑΠ 452/2006, ΑΠ 1089/2007 κ.α.).
Ο τρίτος λόγος είναι αβάσιμος αφού πράγματι περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων για τα οποία χώρησε η παραπομπή του αναιρεσείοντος, όπως επίσης και τα μέσα και ο τρόπος που ο αναιρεσείων προκάλεσε την απόφαση στον -άγνωστο- αυτουργό. Ο τέταρτος λόγος είναι αβάσιμος αφού πράγματι το προσβαλλόμενο βούλευμα έλαβε υπόψη, εκτίμησε "τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν..... και τις έγγραφες εξηγήσεις" - όπως ρητά γίνεται αναφορά σ'αυτό και συνεπώς και τα αναφερόμενα στον οικείο λόγο αναίρεσης. Εξ άλλου ούτε αυτά που επικαλείται ο αναιρεσείων μπορεί να θεμελιώσουν κάποιον αυτοτελή ισχυρισμό έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι η μη απάντηση σ'αυτόν ή η μη αιτιολογημένη απάντηση συνεπάγεται ακυρότητα τινά ή έλλειψη αιτιολογίας. Η φερόμενη δε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν ελέγχεται αναιρετικά.
Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως απορριφθεί η υπ'αριθμ. 134/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά του υπ'αριθμ. 916/2009 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να καταδικαστεί δε αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 15-9-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής"
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά μεν το άρθρο 379 παρ. 1 ΠΚ, το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαίρεσης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με όποιον τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος, κατά δε το άρθρο 393 παρ. 1 ΠΚ, οι διατάξεις του άρθρου 379 εφαρμόζονται και για τις πράξεις των άρθρων 386, 387, 389, 390, 391 και 392. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι και στην περίπτωση μερικής μόνο απόδοσης ή ικανοποίησης εξαλείφεται το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μέρος, εφόσον ο υπαίτιος των προαναφερόμενων πράξεων προέβη στη ενέργεια αυτή με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές. Στην προκείμενη περίπτωση με το προσβαλλόμενο 916/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, επικυρώθηκε το πρωτόδικο 2083/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα για τις κακουργηματικές πράξεις α) της απάτης από κοινού, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι κατά εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ παραπέμπεται να δικασθεί, σε σχέση με την πράξη της απάτης, σε βαθμό κακουργήματος, ενώ έπρεπε να παραπεμφθεί σε βαθμό πλημμελήματος, διότι μετά την μερική καταβολή στην εγκαλούσα 36.000 ευρώ συνολικά, η ζημία αυτής ανέρχεται πλέον σε 68.130 ευρώ και όχι σε 104.130 ευρώ, που ήταν η αρχική της ζημία. Από το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή καθ' ολοκληρία παραπομπή στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, προκύπτει, σε σχέση με το παραπάνω ζήτημα, ότι αυτό δέχθηκε τα εξής: "Σημειώνεται ότι ο εκκαλών στις 12-3-2005 κατέβαλε στη εγκαλούσα εταιρεία ποσό 18.000 ευρώ και στις 10-3-2006 ίδιο ποσό χρημάτων για την απόσβεση της ζημίας που αυτή έχει υποστεί. Η εν λόγω όμως επιγενόμενη συμπεριφορά αυτού δεν συνιστά (εν μέρει έστω) έμπρακτη μετάνοια, αφού δεν υπήρξε προϊόν οικείας ελεύθερης βουλήσεως, δεδομένου ότι εκδηλώθηκε μετά την υποβολή της εγκλήσεως, μετά την παραγγελία για διεξαγωγή προκαταρκτικής εξετάσεως και μάλιστα (η δεύτερη καταβολή) μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως, ούτε προσωπικό λόγο, εν μέρει έστω, απαλλαγής από την ποινή, αφού η πράξη της απάτης φέρει τον χαρακτήρα κακουργήματος".Με τις σκέψεις αυτές ορθώς το προσβαλλόμενο βούλευμα αξιολόγησε τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί ικανοποιήσεως εν μέρει της ζημιωθείσας παθούσας ότι προτείνεται με αυτόν έμπρακτη μετάνοια. Στη συνέχεια τον απέρριψε, διότι δεν συνέτρεχαν κατ' ουσίαν οι κατά νόμο προϋποθέσεις, δηλαδή ότι η ικανοποίηση δεν έγινε με τη θέληση του αναιρεσείοντος και πριν ακόμη εξετασθεί αυτός με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές. Η τελευταία αυτή κρίση του Συμβουλίου διαφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα. Εξάλλου δεν υπάρχει διάταξη νόμου, ούτε άλλωστε ο αναιρεσείων επικαλείται τέτοια, κατά την οποία η μερική ικανοποίηση του ζημιωθέντος από το έγκλημα της απάτης εξαλείφει από μόνη της το αντίστοιχο μέρος του εγκλήματος αυτού. Επομένως, ο πρώτος από το άρθρο 484 εδ. 1β ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Σύμφωνα με τα άρθρα 218 και 219 ΚΠΔ ο μάρτυρας ορκίζεται τόσο στο ακροατήριο, όσο και στην προδικασία. Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, η διαδικασία είναι άκυρη. Η δόση δε του όρκου πρέπει να βεβαιούται στα πρακτικά συνεδριάσεως ή την έκθεση εξετάσεως του μάρτυρα αν αυτή γίνεται στην προδικασία. Όμως από καμία διάταξη του ΚΠΔ προκύπτει ότι απαιτείται να βεβαιούται στο βούλευμα ή την απόφαση ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων, που γενικά στο προοίμιο του σκεπτικού του το Συμβούλιο ή το Δικαστήριο έλαβε υπόψη, λήφθηκαν ενόρκως. Μόνον αν συγκεκριμενοποιείται ότι εξέταση μάρτυρα λήφθηκε κατά παράβαση των άρθρων 218 και 219 ΚΠΔ, γεγονός το οποίο πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως ή την έκθεση εξετάσεως μάρτυρα, τίθεται ζήτημα ακυρότητας της διαδικασίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προοίμιο του σκεπτικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος αναφέρεται σ' αυτό ότι "από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν στη δικογραφία τόσο κατά την κυρία ανάκριση, όσο και κατά την προηγηθείσα προανακριτική εξέταση, δηλαδή την έγκληση, τις μαρτυρικές καταθέσεις που λήφθηκαν, τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και την απολογία του κατηγορουμένου, καθώς και τις έγγραφες εξηγήσεις του κατά την προκαταρκτική εξέταση, προκύπτουν με σαφήνεια τα εξής ουσιώδη περιστατικά". Επομένως ο δεύτερος από τα άρθρα 484 παρ. 1 και 171 παρ. 1δ'ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα από το ότι αναφέρεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος "τις μαρτυρικές καταθέσεις που λήφθηκαν" και όχι τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, υπάρχει όταν διαλαμβάνονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο χώρησε η παραπομπή, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κρίθηκε ότι τα ρηθέντα πραγματικά περιστατικά αποτελούν αποχρώσες ενδείξεις για τη στήριξη της κατηγορίας στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση για να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Περαιτέρω, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για να έχει το παραπεμπτικό βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτό ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία η ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Στην προκείμενη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενη βούλευμά του, δέχθηκε ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, προκέκτψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι φαρμακοποιός και διατηρεί επιχείρηση φαρμακείου στη ... με την εταιρική μορφή υπό την επωνυμία Χ Ε.Ε. -Φαρμακευτική Εταιρεία". Υπό την εν λόγω ιδιότητα του συνεργαζόταν από το έτος 1999 με την εγκαλούσα εταιρεία, η οποία διατηρεί μεγάλη φαρμακαποθήκη στο ..., προμηθευόμενος από αυτήν διάφορες ποσότητες φαρμάκων. Στις αρχές του θέρους ο εκκαλών κατηγορούμενος εμφανίστηκε στις εγκαταστάσεις της εγκαλούσας εταιρείας και ειδικότερα στο νόμιμο εκπρόσωπο της Ξ, συνοδευόμενος από πρόσωπο που συνέστησε ως Λ, Γάλλο υπήκοο και ως νόμιμο εκπρόσωπο της γαλλικής εταιρείας φαρμάκων με την επωνυμία "PHARMA LAB S.A" που εδρεύει στο .... Περαιτέρω, ο εκκαλών - συνεπικουρούμενος από, τον Λ - παρέστησε στον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι η γαλλική εταιρεία ενδιαφερόταν να αγοράσει από αυτήν μεγάλες ποσότητες των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων "STANOZOL" και "OXYBOLONE". Τα εν λόγω φαρμακευτικά προϊόντα είναι αναβολικά και απαγορεύεται η διάθεση τους στην ελληνική αγορά. Επιτρέπεται όμως η παραγωγή και η εξαγωγή τους στο εξωτερικό, μέσω φαρμακαποθηκών, όπως αυτή που διατηρεί η εγκαλούσα εταιρεία, η οποία δεν είχε συνεργαστεί ποτέ στο παρελθόν με τη γαλλική εταιρεία. Όμως ο εκκαλών κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι ο ίδιος είχε συνεργαστεί πολλές φορές με αυτήν δια του παριστάμενου - φερόμενου ως εκπροσώπου της - Λ, με επικερδή αποτελέσματα. Έτσι, ο Ξ συμφώνησε στη συγκεκριμένη αγοραπωλησία. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε η πώληση στη γαλλική εταιρεία 27.600 δισκίων STANOZOL και 10.700 δισκίων OXYBOLΟΝΕ, αντί συνολικού τιμήματος 204.130 ευρώ.
Ωστόσο, οι ανωτέρω παραστάσεις του εκκαλούντα κατηγορουμένου και του Λ προς τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας Ξ ήταν εν γνώσει τους ψευδείς και απατηλές. Ειδικότερα, η ως άνω γαλλική εταιρεία (υπαρκτή μεν και εδρεύουσα στο ...) ουδόλως είχε ενδιαφερθεί για τη συγκεκριμένη αγοραπωλησία και είχε πλήρη άγνοια για τη συναλλαγή. Ο δε Λ ουδεμία σχέση (και μάλιστα εκπροσωπήσεως) είχε με την αλλοδαπή εταιρεία.
Περαιτέρω, η εγκαλούσα εταιρεία σε εκτέλεση της συμφωνηθείσας συναλλαγής - απότοκης των προεκτεθεισών απατηλών παραστάσεων - στις 28/7/2003 παρέδωσε στον εκκαλούντα κατηγορούμενο α) 23.000 δισκία STANOZOL, σε κουτιά των 30 δισκίων, συνολικής αξίας 76.360 ευρώ και β) 6.700 δισκία OXYBOLONE, σε κουτιά των 20 δισκίων, συνολικής αξίας 71.690 ευρώ. Κατά τη συναλλαγή ο εκκαλών συνοδευόταν από άγνωστο άνδρα, τον οποίο συνέστησε ως εκπρόσωπο της εταιρείας κούριερ "ACS", που θα αναλάμβανε τη μεταφορά των φαρμακευτικών εμπορευμάτων στην έδρα της γαλλικής εταιρείας στο .... Το εν λόγω άγνωστο πρόσωπο μάλιστα εξέδωσε και την υπ' αριθμ. ... απόδειξη παραλαβής για μεταφορά επί εντύπου με το λογότυπο και τα λοιπά στοιχεία της εταιρείας κούριερ "ACS". Σημειώνεται ότι και η εγκαλούσα από την πλευρά της εξέδωσε το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο πώλησης και το αντίστοιχο ... δελτίο αποστολής. Μετά δεκαήμερο, εξάλλου - και για την ολοκλήρωση της όλης συναλλαγής -στις 8-8-2003, ο εκκαλών κατηγορούμενος, συνοδευόμενος από τον φερόμενο ως Λ και τον ως άνω άγνωστο άνδρα, φερόμενο ως υπάλληλο της "ACS", εμφανίστηκε εκ νέου στις εγκαταστάσεις της εγκαλούσας εταιρείας και παρέλαβε 4.000 δισκία STANOZOL (σε κουτιά των 30 δισκίων) αξίας 13.280 ευρώ και 4.000 δισκία OXYBOLONE (σε κουτιά των 20 δισκίων) αξίας 42.800 ευρώ. Και για τη συναλλαγή αυτή η εγκαλούσα εταιρεία εξέδωσε το υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο πώλησης και το αντίστοιχο υπ' αριθμ. ... δελτίο αποστολής, ο δε φερόμενος ως υπάλληλος της "ACS" εξέδωσε την υπ" αριθμ. ... απόδειξη παραλαβής για μεταφορά, επίσης με το λογότυπο και τα λοιπά στοιχεία της ταχυμεταφορικής εταιρείας. Για την εξόφληση του ισόποσου της αξίας των παραδοθέντων φαρμακευτικών εμπορευμάτων τιμήματος που ανήλθε συνολικά σε 204.130 ευρώ (= 76.360 + 71.690 + 13.280 + 42.800 ευρώ), ο εκκαλών κατέβαλε ο ίδιος σε μετρητά (για την ακρίβεια με επιταγές εκδόσεως του που πληρώθηκαν αμέσως) 50.000 ευρώ στις 28-7-2003 και ίδιο ποσό στις 8-8-2003. Για το υπόλοιπο δε του συνολικού τιμήματος ο εκκαλών κατηγορούμενος παρέδωσε και μεταβίβασε (με οπισθογράφηση) στην εγκαλούσα τέσσερις μεταχρονολογημένες επιταγές συνολικού ποσού 100.000 ευρώ, τις οποίες παρέστη σε ως έγκυρες και ισχυρές. Ειδικότερα μεταβίβασε στην εγκαλούσα α) τις υπ' αριθμ. ... και ... δύο επιταγές της Αγροτικής Τράπεζας, ποσού 20.000 ευρώ η καθεμία, εκδόσεως της εταιρείας "ΡΟΙΝΤ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." και β) τις υπ' αριθμ. ... και ... δύο επιταγές της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 30.000 ευρώ η καθεμία, εκδόσεως της εταιρείας "TEXT COLOR ΑΕ". Το δε υπολειπόμενο ποσό (4.130 ευρώ) συμφωνήθηκε να καταβληθεί όταν ο εκκαλών θα εξοφλείτο από τη γαλλική εταιρεία.
Ωστόσο, οι ανωτέρω παραστάσεις του εκκαλούντα κατηγορουμένου αναφορικά με τον ως άνω άγνωστο άνδρα, φερόμενο ως υπάλληλο - εκπρόσωπο της "ACS" και την εγκυρότητα και ισχύ των προαναφερθεισών επιταγών ήταν εν γνώσει του ψευδείς και απατηλές. Ειδικότερα, ο ως άνω άγνωστος άνδρας δεν ήταν υπάλληλος της ταχυμεταφορικης εταιρείας, οι δε αποδείξεις παραλαβής που είχε εκδώσει είναι πλαστές και τα οικεία έντυπα προέρχονταν από μπλοκ της ταχυμεταφορικης εταιρείας που είχε κλαπεί. Στην κατάρτιση και υπογραφή των πλαστών αυτών αποδείξεων ο άγνωστος δράστης προέβη αφού πείστηκε από τον εκκαλούντα και τον Λ, οι οποίοι μετήλθαν πειθώ, επίμονες προτροπές και υποσχέσεις για παροχή χρηματικών ωφελημάτων, με τελικό σκοπό να πειστεί ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας να τους παραδώσει τις ανωτέρω ποσότητες των φαρμακευτικών σκευασμάτων και να ωφεληθούν παράνομα την αξία των ποσοτήτων που θα παρέμενε ανεξόφλητη, ανερχόμενη στο ποσό των 104.130 ευρώ, βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας. Οι ανωτέρω, εξάλλου, επιταγές είχαν καταστεί ανίσχυρες διότι είχαν ανακληθεί στις πληρώτριες Τράπεζες από τις εκδότριες εταιρείες και μάλιστα οι δύο πρώτες (εκδόσεως "ΡΟΙΝΤ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.") είχαν ανακληθεί λόγω κλοπής.
Με τις προεκτεθείσες απατηλές παραστάσεις και τεχνάσματα ο εκκαλών κατηγορούμενος και ο Λ ωφελήθηκαν παράνομα - όπως είχαν προαποφασίσει - την αξία των φαρμακευτικών εμπορευμάτων, που παρέμεινε ανεξόφλητη - ανελθούσα στο ποσό των 104.130 ευρώ - βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία της εγκαλούσας εταιρείας.
Από την πλευρά του ο εκκαλών κατηγορούμενος διατείνεται ότι δεν είχε εκ δόλου συμμετοχή στις αξιόποινες πράξεις, διότι, όπως ισχυρίζεται, εξαπατήθηκε και ο ίδιος από τον συγκατηγορούμενό του Λ. Ωστόσο, από την αξιολόγηση των προεκτεθέντων περιστατικών - με βάση τη λογική και την κοινή πείρα - οι ισχυρισμοί του εκκαλούντα προκύπτουν ως προδήλως αβάσιμοι και αντίθετα προκύπτει ότι αυτός είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τέλεση των εν προκειμένω αξιόποινων πράξεων, δεδομένου ότι: Αυτός έκανε τις διαπραγματεύσεις με την εγκαλούσα εταιρεία, αυτός συνέστησε τον Λ ως δήθεν εκπρόσωπο της γαλλικής εταιρείας (ισχυριζόμενος μάλιστα ότι έχει συνεργαστεί μαζί της πολλές φορές κατά το παρελθόν), αυτός παρουσίασε τον ανωτέρω άγνωστο άνδρα ως δήθεν υπάλληλο της "ACS", αυτός κατέβαλε τα μετρητά χρήματα για την εξόφληση μέρος του τιμήματος και αυτός μεταβίβασε τις (ανίσχυρες) μεταχρονολογημένες επιταγές στην εγκαλούσα εταιρεία. Σημειώνεται ότι ο εκκαλών στις 12-3-2005 κατέβαλε στην εγκαλούσα εταιρεία ποσό 8.000 ευρώ και στις 10-3-2006 ίδιο ποσό χρημάτων για την απόσβεση της ζημίας που αυτή έχει υποστεί. Η εν λόγω όμως επιγενόμενη συμπεριφορά αυτού δεν συνιστά (εν μέρει έστω) έμπρακτη μετάνοια - σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στο νομικό μέρος της παρούσας - αφού δεν υπήρξε προϊόν οικείας ελεύθερης βουλήσεως, δεδομένου ότι εκδηλώθηκε μετά την υποβολή της εγκλήσεως, μετά την παραγγελία για διεξαγωγή προκαταρκτικής εξετάσεως και μάλιστα (η δεύτερη καταβολή) μετά την άσκηση της ποινικής διώξεως, ούτε προσωπικό λόγο - εν μέρει έστω - απαλλαγής από την ποινή, αφού η πράξη της απάτης φέρει τον χαρακτήρα κακουργήματος. Κατ' ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, καθίσταται πρόδηλο ότι υφίστανται περισσότερο από επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντα κατηγορουμένου για τις αποδιδόμενες σε αυτόν κακουργηματικές πράξεις: α) της απάτης από κοινού, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ". Με αυτές τις παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της απάτης από κοινού, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρ. 45 και 386 παρ. 1 και 3 περ. β του ΠΚ) και της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (αρθρ. 45, 46 παρ. 1 περ. α'και 216 παρ. 1 και 3 εδ. α'του ΠΚ). Ειδικότερα ειδικώς αιτιολογείται ο δόλος του αναιρεσείοντος στην τέλεση των παραπάνω πράξεων, ενώ, περαιτέρω, αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα (με πειθώ, επίμονες προτροπές και υποσχέσεις για παροχή χρηματικών ωφελημάτων) που αυτός ως ηθικός αυτουργός προκάλεσε την απόφαση, στον φυσικό αυτουργό να εκτελέσει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας και, τέλος, αναφέρονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε ότι ο αναιρεσείων παρήγαγε την απόφαση στο φυσικό αυτουργό να εκτελέσει την προαναφερόμενη άδικη πράξη. Επομένως, ο τρίτος από το άρθρο 484 παρ. 1 δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος, τα όσα αναφέρονται στον τέταρτο λόγο αναιρέσεως συνιστούν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά, και, επομένως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 134/18-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου Ρόδου, κατά του 916/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Επιβάλλεται τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, σε βάρος του αναιρεσείοντος.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή