Θέμα
Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία. Τρόποι - μέσα προκλήσεως της αποφάσεως από τον ηθικό αυτουργό.
ΑΡΙΘΜΟΣ 465/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Παπαηλιού - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Σχινά, περί αναιρέσεως της 1339, 1362/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, συζ. ..., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Βγόντζα.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1122/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 46 §1 εδ.α' του ΠΚ, κατά την οποία "με ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με τον φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί τον φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος, εκτός αν για την αντικειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού, όπως στα εγκλήματα της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρ. 229 §1 ΠΚ) και συκοφαντικής δυσφήμισης (άρθρ. 363 ΠΚ). Εξάλλου, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη 1339, 1362/2009 απόφασή του καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, που είναι δικηγόρος, σε φυλάκιση συνολικά 3 ετών, την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ για α) ηθική αυτουργία σε ψευδή καταμήνυση και β) ηθική αυτουργία σε συκοφαντική δυσφήμιση. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της παραπάνω προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με τα διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο όλο, το Πενταμελές Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία κατ' είδος προσδιορίζει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
Κατά το έτος 1997 εκδόθηκε από το Πολεοδομικό Γραφείο ... στο όνομα της Ζ, η ...οικοδομική άδεια, που αφορούσε την ανέγερση οικοδομής σε ένα οικόπεδο που βρισκόταν στην οδό ..., στο .... Μετά από σχετικό έλεγχο όμως, διαπιστώθηκε από την ίδια υπηρεσία ότι η ανωτέρω οικοδομική άδεια είχε εκδοθεί με βάση αναληθή στοιχεία και γι' αυτό ανακλήθηκε. Μετά την ανάκληση της αδείας η Ζ επιχείρησε να επιτύχει την αναθεώρηση της αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό, διότι, όπως διαπιστώθηκε από σχετική αυτοψία, στην οικοδομή εκτελούνταν αυθαίρετες και κατεδαφιστέες εργασίες. Μετά από αυτά ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ1, δικηγόρος και σύζυγος της Ζ, επισκέφθηκε το ανωτέρω Πολεοδομικό Γραφείο και απείλησε την εγκαλούσα Ψ1, προϊσταμένη του γραφείου, λέγοντάς της "θα σας διαλύσω, δεν θα το αντέξεις από τις μηνύσεις που θα σας κάνω". Από τότε άρχισε η υποβολή σε βάρος της εγκαλούσας σωρείας μηνύσεων (τουλάχιστον δεκαέξι από τη Ζ και δύο από το δεύτερο κατηγορούμενο σύζυγο της) για διάφορα αδικήματα (πλαστογραφία, παράβαση καθήκοντος, υπεξαγωγή εγγράφων, κ.λ.π), για τα οποία εκδίδονταν απαλλακτικά βουλεύματα ή οι μηνύσεις ετίθεντο στο αρχείο κατά τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ. ή οι εγκλήσεις απορρίπτονταν κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.1 του ίδιου κώδικα. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος Χ2, αρχιτέκτων μηχανικός, στον οποίο η Ζ είχε αναθέσει τη σύνταξη μελέτης για την αναθεώρηση της αδείας, άρχισε να υποβάλλει και αυτός κατά της εγκαλούσας σωρεία μηνύσεων (περί τις εξήντα έξι). Έτσι στις 13-11-2001 υπέβαλε κατά της εγκαλούσας ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών καταγγελία (μήνυση) στην οποία διαλαμβάνονταν τα αναλυτικά αναφερόμενα στο διατακτικό περιστατικά και συνοπτικά με αυτήν απέδιδε στην εγκαλούσα τις αξιόποινες πράξεις: α) της παραβάσεως καθήκοντος, β) της υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο στον οποίο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, ο δε τελευταίος είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον αθέμιτο όφελος, βλάπτοντας παράνομα τρίτον και το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, γ) της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσης από δράστη ο οποίος είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον αθέμιτο όφελος, βλάπτοντας παράνομα τρίτον και το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, δ) της πλαστογραφίας με χρήση από δράστη ο οποίος είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον αθέμιτο όφελος, βλάπτοντας παράνομα τρίτον και το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και ε) της ηθικής αυτουργίας στην τελευταία πράξη της πλαστογραφίας. Στη συνέχεια, στις 20-3-2002, ο πρώτος κατηγορούμενος υπέβαλε ενώπιον του ίδιου εισαγγελέα συμπληρωματική καταγγελία (μήνυση) με το ίδιο περιεχόμενο με την προηγούμενη. Οι δύο αυτές μηνύσεις ενώθηκαν και σχημάτισαν την ποινική δικογραφία με τα στοιχεία ..., που ενιαία διερευνήθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Περαιτέρω στις 14-9-2002 ο ίδιος υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών νέα μήνυση κατά της εγκαλούσας για τα πιο πάνω, με αποτέλεσμα να σχηματισθεί σε βάρος της η ποινική δικογραφία με τα στοιχεία .... Οι ανωτέρω μηνύσεις του πρώτου κατηγορουμένου ήταν ψευδείς και γι' αυτό το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το 702/2004 βούλευμα του κατά του οποίου δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, αφού διέταξε τη συνένωση των σχετικών δικογραφιών λόγω συνάφειας, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά της τότε κατηγορουμένης και ήδη εγκαλούσας για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις τις οποίες της απέδιδε με τις μηνύσεις αυτές ο τότε μηνυτής και ήδη πρώτος κατηγορούμενος, μάλιστα δε επέβαλε σε βάρος του τελευταίου τα δικαστικά έξοδα, με την αιτιολογία ότι η μήνυση ήταν εντελώς ψευδής. Ο πρώτος κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των ανωτέρω μηνύσεων του, αφού με αυτές φέρεται ότι δήθεν έχει ιδία αντίληψη αναληθών περιστατικών, τις υπέβαλε δε με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της εγκαλούσας για τις αναφερόμενες σ' αυτές αξιόποινες πράξεις. Εξάλλου τα ανωτέρω αναληθή γεγονότα τα οποία ισχυρίστηκε για την εγκαλούσα ο πρώτος κατηγορούμενος εν γνώσει της αναληθείας τους ενώπιον τρίτου, ήτοι του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της, αφού με αυτά της αποδίδονταν αξιόποινες πράξεις, τις οποίες δεν είχε διαπράξει. Την απόφαση να τελέσει τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ' εξακολούθηση, προκάλεσε στον πρώτο κατηγορούμενο με πειθώ και φορτικότητα ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ενδιαφερόταν προσωπικά για την αναθεώρηση της οικοδομικής αδείας της συζύγου του και, όπως ήδη έχει εκτεθεί, είχε απειλήσει την εγκαλούσα ότι "θα την διαλύσει" με την υποβολή μηνύσεων, επί πλέον δε υπέβαλε ο ίδιος κατ' αυτής τουλάχιστον δύο μηνύσεις και η σύζυγός του τουλάχιστον δεκαέξι. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος κατηγορούμενος στην πρώτη από τις πιο πάνω ψευδείς μηνύσεις του (από 13-11-2001), της οποίας το ουσιώδες περιεχόμενο παρατίθεται στο διατακτικό, επανειλημμένα αναφέρει ως ιδιοκτήτη του ακινήτου, όχι τη σύζυγο του δευτέρου κατηγορουμένου Ζ, αλλά και τον ίδιο το δεύτερο κατηγορούμενο, ο οποίος επιδείκνυε έντονο προσωπικό ενδιαφέρον και κινούσε τα νήματα όλων των μηνύσεων σε βάρος της εγκαλούσας. Σαφής και κατηγορηματική για όλα τα πιο πάνω είναι η κατάθεση της εγκαλούσας, η οποία δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά αντίθετα ενισχύεται από την κατάθεση του ετέρου μάρτυρα κατηγορίας ... και από το αναγνωσθέν 702/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο προαναφέρθηκε. Άλλωστε ακόμα και οι ίδιοι οι παρόντες αυτοπροσώπως πρώτος και τρίτος κατηγορούμενοι, με τις απολογίες τους εμμέσως αλλά σαφώς αποδέχονται την αναλήθεια των μηνύσεών του ο πρώτος και της καταθέσεώς του ο τρίτος (η οποία εν πάση περιπτώσει τεκμαίρεται όσον αφορά την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 366 §2 ΠΚ) και προσπαθούν μόνο να αμφισβητήσουν το δόλο τους, επιρρίπτοντας αποκλειστικά τις ευθύνες ο μεν πρώτος στο δεύτερο κατηγορούμενο, ο δε τρίτος στον πρώτο". Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα προαναφερόμενα επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τον τρόπο και τα μέσα (με πειθώ και φορτικότητα λόγω προσωπικού του ενδιαφέροντος), με τα οποία ο αναιρεσείων δικηγόρος, προκάλεσε ως ηθικός αυτουργός τον φυσικό αυτουργό Χ2, αρχιτέκτονα μηχανικό, να εκτελέσεις τις άδικες πράξεις που αυτός διέπραξε, δηλ. της ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας, προϊσταμένης του πολεοδομικού γραφείου ..., πράξεις που σχετίζονται με την ανάκληση και στη συνέχεια αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας, που αφορούσε την ανέγερση οικοδομής από τη σύζυγο του αναιρεσείοντος Ζ, στην οποία οικοδομή ενεργούνται αυθαίρετες και κατεδαφιστέες εργασίες, και εναντίον της οποίας πολιτικώς ενάγουσας, εκτός του παραπάνω φυσικού αυτουργού, στον οποίο είχε ανατεθεί η σύνταξη μελέτης για την αναθεώρηση της πιο πάνω οικοδομικής άδειας, είχαν υποβληθεί δύο μηνύσεις από τον αναιρεσείοντα και δέκα έξι μηνύσεις από τη σύζυγό του. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο αναιρεσείων παρήγαγε με πειθώ και φορτικότητα λόγω του προσωπικού του ενδιαφέροντος στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει τις παραπάνω πράξεις που αυτός διέπραξε, ενώ, ειδικότερα, εκτός των άλλων αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρει προς τούτο, σημειώνει ότι και ο φυσικός αυτουργός δέχθηκε στην απολογία του, εμμέσως πλην σαφώς, την αναλήθεια των μηνύσεών του, επιρρίπτοντας αποκλειστικά την ευθύνη στον αναιρεσείοντα. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 510 §1 στοιχ.δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, που υποστηρίζει την έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα προαναφερόμενα στοιχεία, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, και η κρινόμενη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 §1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρ. 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-7-2009 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., για αναίρεση της 1339, 1362/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ