Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Λόγοι Αναίρεσης: 1) Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. 2) Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 375 § 1-2 Π.Κ. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2310/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2755/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 210/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 228/6.5.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την αριθμ. 9/17-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, η οποία ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον ίδιο και στρέφεται κατά του αριθμ. 2755/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το αριθμ. 147/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, καθώς και τον συγκατηγορούμενό του Χ2στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν αντίστοιχα ο μεν Χ για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, ο δε συγκατηγορούμενός του Χ2 για απλή συνέργεια στην παραπάνω πράξη, σε πλημμεληματική μορφή (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 47, 375 παρ. 2α-1β-α ΠΚ). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το αριθμ. 2755/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως.
Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 17-1-2008 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 ΚΠοινΔ, στη συνέχεια δε επιδόθηκε την 19-1-2008 και στον διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Αθανάσιο Κανελλόπουλο, η δε αίτηση ασκήθηκε την 17-1-2008 ενώπιον της Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών ....., συνετάγη δε από εκείνη η αριθμ. 9/17-1-2008 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη της παραγ. 1 του άρθρου 375 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και κατά την διάταξη της παραγ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/96, αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο, στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη και υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δευτέρα παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων και εκείνης που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και ε) το πράγμα κατά τον χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιανδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία. Το ζήτημα αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας με βάση τον χρόνο τελέσεως της πράξης και αναλόγως της αξίας που έχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το υπεξαιρεθέν αντικείμενο και δεν προσδιορίζεται από το νόμο κάποιο συγκεκριμένο ποσό ως μέτρο για το χαρακτηρισμό της αξίας ως ιδιαίτερα μεγάλης (ΑΠ 1846/1997 ΠΧ, ΜΗ, 619). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή προκαταβλήθηκε, κατ'άρθρο 721 ΑΚ σ'αυτόν από τον εντολέα για την εκτέλεσή της ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων που έλαβε ή προκαταβλήθηκαν σ'αυτόν για την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά λήφθηκαν σε μετρητά είτε με κατάθεση σε προσωπικό λογαριασμό του. Γι'αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή προκαταβλήθηκαν σ'αυτόν και δεν διατέθηκαν προς τούτο διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ (ΑΠ 1426/2004 ΠΧ, ΝΕ, 610, ΑΠ 614/1998 ΠΧ, ΜΘ, 60, ΑΠ 367/88 ΠΧ, ΛΓ, 43).
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης αυτής (375 παρ. 2 ΠΚ) σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 713 ΑΚ προκύπτει ότι για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης την ιδιότητα του εντολοδόχου, πρέπει μεταξύ του παθόντος και του δράστη της υπεξαίρεσης να έχει συναφθεί σύμβαση εντολής (ΑΠ 1258/98 ΠΧ, ΜΘ, 691).
Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστικά ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου αλλά και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΓ' σελ. 638, ΑΠ 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ', 978, ΑΠ 348/1996 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΜΖ, 33).
Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή, παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις καταθέσειςτων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Χ διατηρούσε επί σειρά ετών στην Αθήνα (.....) επιχείρηση πωλήσεως και αγοράς δημόσιας χρήσης επιβατικών αυτοκινήτων (ταξί), στα πλαίσια της οποίας αναλάμβανε να μεσολαβεί, υποδεικνύοντας ευκαιρίες ή παρεμβαίνοντας για την σύναψη συμβάσεων αγοραπωλησίας τέτοιων αυτοκινήτων καθώς και των σχετικών αδειών κυκλοφορίας αυτών. Η πολιτικώς ενάγουσα Ψ ενδιαφερόταν για την απόκτηση ενός καινούριου ταξί αυτοκινήτου μετά της σχετικής αδείας κυκλοφορίας του και για τον λόγο αυτό ήρθε σε επαφή με τον κατηγορούμενο Χ, τον οποίο βρήκε τυχαία ο πατέρας της, κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2004, καθώς αυτός θα δώριζε στην κόρη του και ήδη πολιτικώς ενάγουσα το απαιτούμενο για την αγορά του Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου χρηματικό ποσό. Στις αρχές Οκτωβρίου 2004, ο κατηγορούμενος ειδοποίησε τον πατέρα της πολιτικώς ενάγουσας ότι είχε εντοπίσει διαθέσιμη μια άδεια ΔΧΕ αυτοκινήτου, περίπτωση που θεωρούσε συμφέρουσα, και του ζήτησε 5.000 ευρώ ως προκαταβολή για να προσυμφωνήσει την αγορά. Με το από 26-10-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό (μεσιτείας) ο κατηγορούμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεσολαβήσει για την αγορά από την εντολέα του Ψ μιας άδειας Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου αντί συνολικού τιμήματος, συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής του, 113.000 ευρώ. Εξ αυτών, ποσό 63.500 ευρώ θα καταβαλλόταν ως αρραβώνας την ίδια ημέρα, εις χείρας του κατηγορουμένου ως μεσολαβούντος, ποσό 5.000 ευρώ είχε ήδη καταβληθεί την 19-10-2004 (βλ. αντίγραφο σχετικού φύλλου βιβλιαρίου εκ του υπ' αριθμ. ..... τραπεζικού λογαριασμού Ε.Τ.Ε. κοινού των δεύτερου και τρίτης κατηγορουμένων, Χ2 και Χ3 όπου φαίνεται η κίνησή του και το απομένον ποσό των 44.500 ευρώ θα καταβαλλόταν την ημέρα υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, η οποία πάντως δεν θα απείχε όπως ρητά και εγγράφως συμφωνήθηκε πάνω από 15 ημέρες από την ημέρα υπογραφής του ανωτέρω συμφωνητικού. Την 27-10-2004, πράγματι η πολιτικώς ενάγουσα κατέβαλε δια του πατέρα της, Α, ποσό 63.500 ευρώ καταθέτοντας αυτό στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσαν οι ως άνω δεύτερος και τρίτη κατηγορούμενοι με αριθμό ..... στην Εθνική τράπεζα Ελλάδος. Το ανωτέρω χρηματικό ποσό καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό των δευτέρου και τρίτης κατηγορουμένων καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου, ο οποίος δήλωσε στον πατέρα της πολιτικώς ενάγουσας ότι οι συνδικαιούχοι (β'-γ' κατηγορούμενοι) ήταν ο λογιστής του και η γυναίκα του (βλ. σχετική από 27-10-2004 απόδειξη καταθέσεως ποσού 63.500,30 ευρώ στον ανωτέρω λογαριασμό). Πράγματι, όπως φαίνεται από το αντίγραφο του σχετικού φύλλου του βιβλιαρίου εκ του υπ' αριθμ. ..... τραπεζικού λογαριασμού Ε.Τ.Ε. κοινού των δεύτερου και τρίτης κατηγορουμένων, το ανωτέρω χρηματικό ποσό. ανέλαβε ολόκληρο αυθημερόν ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 και το παρέδωσε στην κατοχή του κατηγορούμενου. Ωστόσο, η υπογραφή του οριστικού συμβολαίου αναβλήθηκε δύο φορές (την 27-10-2004 και την 19-11-2004, οπότε και είχε παρέλθει εξάλλου η 15ήμερη προθεσμία για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου), χωρίς εμφανή και συγκεκριμένο λόγο, με αποτέλεσμα η πολιτικώς ενάγουσα να απωλέσει την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του κατηγορουμένου-μεσίτη και να καταγγείλει την μεταξύ τους σύμβαση μεσιτείας με δύο εξώδικες δηλώσεις της, από 28-11-2004 και 17-1-2005 αντιστοίχως, με την δεύτερη από τις οποίες έταξε στον κατηγορούμενο τριήμερη προθεσμία από της επιδόσεως σε αυτόν της δηλώσεως της για να της αποδώσει το ποσό των 63.500 ευρώ. Η δήλωση δε αυτή επιδόθηκε στον κατηγορούμενο την 21-1-2005, ώστε το ανωτέρω χρηματικό ποσό των 63.500 ευρώ έπρεπε να αποδοθεί μέχρι την 24-1-2005. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε το οφειλόμενο χρηματικό ποσό εντός της ταχθείσας προθεσμίας αλλά ούτε και μέχρι σήμερα το έχει επιστρέψει, κατακρατώντας το χωρίς νόμιμη αιτία. Όπως προκύπτει, ο κατηγορούμενος ο οποίος είχε καταστεί εντολοδόχος, ήταν υποχρεωμένος να προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως αγοράς της αδείας του Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου, εντός μάλιστα της συμφωνηθείσας προθεσμίας και να καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενο πωλητή το ευρισκόμενο στην κατοχή του χρηματικό ποσό των 63.500 ευρώ. Η μη υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και η επανειλημμένη αναβολή της, σε συνδυασμό με τις ασαφείς και αόριστες υπεκφυγές του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν κατονόμαζε τον πωλητή ούτε τον αριθμό κυκλοφορίας του Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου, οδήγησαν την εντολέα του στην καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως μεσιτείας, η οποία είχε ως περαιτέρω συνέπεια την υποχρέωση του κατηγορουμένου να αποδώσει ό,τι είχε λάβει για την διεκπεραίωση της εντολής. Παρά το γεγονός, ότι το ποσό των 63.500 ευρώ περιήλθε στην κατοχή του με τον ανωτέρω τρόπο, ο ίδιος δεν εκτέλεσε την δοθείσα προς αυτόν εντολή καταβολής του ποσού στον υποδειχθέντα από τον ίδιο πωλητή ούτε σε τυχόν αντιπρόσωπο του. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κατέβαλε περαιτέρω το χρηματικό ποσό στον αντιπρόσωπο του πωλητή Β την 27-10-2004 και ότι δεν το κατέχει έκτοτε κρίνεται αβάσιμος και παρελκυστικός καθόσον: Α) Από τον συνδυασμό των από 26-10-2004 και 27-10-2004 ιδιωτικών συμφωνητικών και του υπ'αριθμ. ..... υποπληρεξουσίου δεν προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας μεταξύ τους αντιστοιχία δηλαδή δεν προκύπτει αβίαστα ότι τα χρήματα αυτά προορίζονταν για την αγορά του συγκεκριμένου οχήματος και μάλιστα μόνο της αδείας αυτού. Κι αυτό γιατί: αα) το από 26-10-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό αναφέρεται σε άδεια "σκέτη" και αυτοκίνητο "καινουργές", χωρίς καμία άλλη εξειδίκευση, αν και λεπτομέρειες δεν μπορεί παρά να ήταν γνωστές στον κατηγορούμενο, μια και υποδείκνυε συγκεκριμένη διαθέσιμη άδεια. Περαιτέρω, με το από 28-9-2004 με αριθμό ..... (υπο)πληρεξούσιο, ο Β εξουσιοδοτείται τον αρχικώς πληρεξούσιο του Γ, φερομένου ως πωλητή, Δ να πωλήσει, μεταβιβάσει κλπ. το αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Β 1577 και όχι μόνο την άδεια, ββ) Με το από 27-10-2004 συμφωνητικό φαίνεται να καταβάλλεται ποσό 60.000 και όχι 63.500 ευρώ ενώ και το απομένον υπόλοιπο συμφωνείται στις 55.000 ευρώ και όχι στις 44.500 ευρώ, όπως ορίζει το από 26-10-2004 συμφωνητικό. Μόνη εγγύτητα των ημερομηνιών δεν είναι βέβαια αρκετή για να καταδείξει την αντιστοιχία, δεδομένου μάλιστα ότι ο κατηγορούμενος ήταν επιχειρηματίας επί 30 έτη, με έδρα στο κέντρο της πόλης των Αθηνών, ώστε μετά βεβαιότητας καθημερινά θα συνήπτε πλείονες συμβάσεις μεσιτείας, ενώ παράλληλα δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής και το γεγονός ότι η αγοραία τιμή ενός αυτοκινήτου ή της αδείας αυτού είναι συγκεκριμένη σε δεδομένη χρονική στιγμή με μικρές μόνο αποκλίσεις, δικαιολογούμενες από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πωλούμενου οχήματος. Β) Στο από 27-10-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό το ποσό των 60.000 ευρώ αναφέρεται μεν ως καταβληθέν, πλην όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να πείσει ότι πράγματι καταβλήθηκε δεδομένου ότι και στο από 26-10-2004 συμφωνητικό μεταξύ της πολιτικώς ενάγουσας και του πρώτου κατηγορουμένου το ποσό των 63.500 ευρώ αναφέρεται μεν ως καταβληθέν, καταβλήθηκε όμως πράγματι την επόμενη ημέρα ήτοι την 27-10-2004. Γ) Η αξιοπιστία του μάρτυρα Β κρίνεται μειωμένη, καθώς αυτός επικαλείται αόριστα ότι "με βάση ένα συμφωνητικό που κάναμε, μου κατέβαλε ο κατηγορούμενος γύρω στις 60.000 ευρώ για να τα δώσω στον Γ, πράγμα που έκανα [...]", χωρίς ωστόσο να λάβει απόδειξη ότι τα παρέδωσε καθώς όπως ισχυρίζεται: "Δεν πήρα απόδειξη από τον Γ γιατί δεν πίστευα ότι κάτι θα πήγαινε στραβά [...]". Σημειωτέον δε ότι ο φερόμενος ως πωλητής, Γ έχει αποβιώσει. Μετά τα ανωτέρω κατηγορούμενος ουδέποτε επέστρεψε το ποσό τούτο στην εγκαλούσα, παρ' ότι η τελευταία επανειλημμένως τον όχλησε επιδίδοντας του μάλιστα την από 17-1-2005 εξώδικη πρόσκληση με την οποία τον καλούσε εντός τριών ημερών από της επιδόσεως να της επιστρέψει το ανωτέρω ποσό, ήτοι έως την 24-01-2005, αλλά αντιθέτως το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. (βλ την από 14-06-2006 έκθεση ένορκης εξέτασης του Β, την από 17-01-2005 εξώδικη πρόσκληση-διαμαρτυρία και την από 21-1-2005 έκθεση επίδοσης).
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και για τον λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 147/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1-2 ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου Ειδικότερα η αιτιολογία η οποία γίνεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, επιτρεπτά με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση καλύπτει και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή και δεν απαιτείται χωριστή αναφορά στο βούλευμα των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Περαιτέρω είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που στηρίζεται στο λόγο ότι δεν στοιχειοθετείται σε βάρος του το έγκλημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας , που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, διότι αυτός παρέδωσε το ποσό των 63.500 €, που είχε προκαταβάλει σ'αυτόν η εντολέας του Ψ, στον πωλητή του ΔΧΕ αυτοκινήτου με σκοπό την πραγματοποίηση της αγοραπωλησίας και συνεπώς ελλείπει το στοιχείο της παράνομης ιδιοποίησης του πράγματος από τον δράστη, καθόσον πλήρως αιτιολογείται από το Συμβούλιο Εφετών η παράνομη ιδιοποίηση από μέρους του κατηγορουμένου του παραπάνω χρηματικού ποσού και αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ο ισχυρισμός του αυτός, ότι δηλαδή κατέβαλε το ανωτέρω χρηματικό ποσό στον αντιπρόσωπο του πωλητή Β την 27-10-2004, κρίνεται αβάσιμος και παρελκυστικός.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 375 παρ. 1-2 ΠΚ με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αβάσιμοι. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠοινΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί η με αριθμό 9/17-1-2008 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ κατά του αριθμ. 2755/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 24 Απριλίου 2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο) η υπ' αριθ. 9/17-1-2008 αίτηση αναίρεσης κατά του υπ' αριθ. 2755/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η υπ' αριθ. 178/2007 έφεση του ανάιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ κατά του υπ' αριθ. 147/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με το βούλευμα αυτό (147/2007) παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, καθώς και ο ΧΧ, προκειμένου να δικασθούν, αντίστοιχα, ο μεν πρώτος για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που του είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, ο δε δεύτερος για απλή συνεργεία στην παραπάνω πράξη.
Η αίτηση αυτή ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ.1, 474 και 482 παρ.1 και 3 ΚΠΔ, περιέχει δε ως λόγους αναίρεσης: α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε. Επομένως είναι τυπικά παραδεκτή (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ. ΙΑ στοιχ.α' και 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ).
Σύμφωνα με το αρ. 375 Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 375 αντικατάστ. με το αρ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 ως εξής "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 2 του αρθ. 98 Π.Κ., όπως αυτή συμπληρώθηκε με το αρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999, σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα, υπό την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση ότι οι μερικότερες πράξεις έλαβαν χώρα μετά την 3.6.1999, όταν δηλαδή άρχισε να ισχύει ο Ν. 2721/1999 (Ολ. Α.Π. 5/2002). Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχείο Γ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστικά ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου ούτε και τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΓ' σελ. 638, ΑΠ 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ', 978, ΑΠ 348/1996 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΜΖ, 33). Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή, παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Χ διατηρούσε επί σειρά ετών στην Αθήνα (.....) επιχείρηση πωλήσεως και αγοράς δημόσιας χρήσης επιβατικών αυτοκινήτων (ταξί), στα πλαίσια της οποίας αναλάμβανε να μεσολαβεί, υποδεικνύοντας ευκαιρίες ή παρεμβαίνοντας για τη σύναψη συμβάσεων αγοραπωλησίας τέτοιων αυτοκινήτων καθώς και των σχετικών αδειών κυκλοφορίας αυτών. Η πολιτικώς ενάγουσα Ψ ενδιαφερόταν για την απόκτηση ενός καινούριου ταξί αυτοκινήτου μετά της σχετικής αδείας κυκλοφορίας του και για τον λόγο αυτό ήρθε σε επαφή με τον κατηγορούμενο Χ, τον οποίο βρήκε τυχαία ο πατέρας της, κατά το μήνα Σεπτέμβριο 2004, καθώς αυτός θα δώριζε στην κόρη του και ήδη πολιτικώς ενάγουσα το απαιτούμενο για την αγορά του Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου χρηματικό ποσό. Στις αρχές Οκτωβρίου 2004, ο κατηγορούμενος ειδοποίησε τον πατέρα της πολιτικώς ενάγουσας ότι είχε εντοπίσει διαθέσιμη μια άδεια ΔΧΕ αυτοκινήτου, περίπτωση που θεωρούσε συμφέρουσα, και του ζήτησε 5.000 ευρώ ως προκαταβολή για να προσυμφωνήσει την αγορά. Με το από 26-10-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό (μεσιτείας) ο κατηγορούμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεσολαβήσει για την αγορά από την εντολέα του Ψ μιας άδειας Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου αντί συνολικού τιμήματος, συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής του, 113.000 ευρώ. Εξ αυτών, ποσό 63.500 ευρώ θα καταβαλλόταν ως αρραβώνας την ίδια ημέρα, εις χείρας του κατηγορουμένου ως μεσολαβούντος, ποσό 5.000 ευρώ είχε ήδη καταβληθεί την 19-10-2004 (βλ. αντίγραφο σχετικού φύλλου βιβλιαρίου εκ του υπ' αριθμ. ..... τραπεζικού λογαριασμού Ε.Τ.Ε. κοινού των δεύτερου και τρίτης κατηγορουμένων, Χ2 και Χ3 όπου φαίνεται η κίνηση του) και το απομένον ποσό των 44.500 ευρώ θα καταβαλλόταν την ημέρα υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, η οποία πάντως δεν θα απείχε όπως ρητά και εγγράφως συμφωνήθηκε πάνω από 15 ημέρες από την ημέρα υπογραφής του ανωτέρω συμφωνητικού. Την 27-10-2004, πράγματι η πολιτικώς ενάγουσα κατέβαλε δια του πατέρα της, Α, ποσό 63.500 ευρώ καταθέτοντας αυτό στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσαν οι ως άνω δεύτερος και τρίτη κατηγορούμενοι με αριθμό ..... στην Εθνική τράπεζα Ελλάδος. Το ανωτέρω χρηματικό ποσό καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό των δευτέρου και τρίτης κατηγορουμένων καθ' υπόδειξη του κατηγορουμένου, ο οποίος δήλωσε στον πατέρα της πολιτικώς ενάγουσας ότι οι συνδικαιούχοι (β'-γ' κατηγορούμενοι) ήταν ο λογιστής του και η γυναίκα του (βλ. σχετική από 27-10-2004 απόδειξη καταθέσεως ποσού 63.500,30 ευρώ στον ανωτέρω λογαριασμό). Πράγματι, όπως φαίνεται από το αντίγραφο του σχετικού φύλλου του βιβλιαρίου εκ του υπ' αριθμ. ..... τραπεζικού λογαριασμού Ε.Τ.Ε. κοινού των δεύτερου και τρίτης κατηγορουμένων, το ανωτέρω χρηματικό ποσό. ανέλαβε ολόκληρο αυθημερόν ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 και το παρέδωσε στην κατοχή του κατηγορούμενου. Ωστόσο, η υπογραφή του οριστικού συμβολαίου αναβλήθηκε δύο φορές (την 27-10-2004 και την 19-11-2004, οπότε και είχε παρέλθει εξάλλου η 15ήμερη προθεσμία για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου), χωρίς εμφανή και συγκεκριμένο λόγο, με αποτέλεσμα η πολιτικώς ενάγουσα να απωλέσει την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του κατηγορουμένου-μεσίτη και να καταγγείλει την μεταξύ τους σύμβαση μεσιτείας με δύο εξώδικες δηλώσεις της, από 28-11-2004 και 17-1-2005 αντιστοίχως, με την δεύτερη από τις οποίες έταξε στον κατηγορούμενο τριήμερη προθεσμία από της επιδόσεως σε αυτόν της δηλώσεως της για να της αποδώσει το ποσό των 63.500 ευρώ. Η δήλωση δε αυτή επιδόθηκε στον κατηγορούμενο την 21-1-2005, ώστε το ανωτέρω χρηματικό ποσό των 63.500 ευρώ έπρεπε να αποδοθεί μέχρι την 24-1-2005. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε το οφειλόμενο χρηματικό ποσό εντός της ταχθείσας προθεσμίας αλλά ούτε και μέχρι σήμερα το έχει επιστρέψει, κατακρατώντας το χωρίς νόμιμη αιτία. Όπως προκύπτει, ο κατηγορούμενος ο οποίος είχε καταστεί εντολοδόχος, ήταν υποχρεωμένος να προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως αγοράς της αδείας του Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου, εντός μάλιστα της συμφωνηθείσας προθεσμίας και να -καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενο πωλητή το ευρισκόμενο στην κατοχή του χρηματικό ποσό των 63.500 ευρώ. Η μη υπογραφή του οριστικού συμβολαίου και η επανειλημμένη αναβολή της, σε συνδυασμό με τις ασαφείς και αόριστες υπεκφυγές του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν κατονόμαζε τον πωλητή ούτε τον αριθμό κυκλοφορίας του Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου, οδήγησαν την εντολέα του στην καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως μεσιτείας, η οποία είχε ως περαιτέρω συνέπεια την υποχρέωση του κατηγορουμένου να αποδώσει ό,τι είχε λάβει για την διεκπεραίωση της εντολής. Παρά το γεγονός, ότι το ποσό των 63.500 ευρώ περιήλθε στην κατοχή του με τον ανωτέρω τρόπο, ο ίδιος δεν εκτέλεσε την δοθείσα προς αυτόν εντολή καταβολής του ποσού στον υποδειχθέντα από τον ίδιο πωλητή ούτε σε τυχόν αντιπρόσωπο του. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κατέβαλε περαιτέρω το χρηματικό ποσό στον αντιπρόσωπο του πωλητή Β την 27-10-2004 και ότι δεν το κατέχει έκτοτε κρίνεται αβάσιμος και παρελκυστικός καθόσον: Α) Από τον συνδυασμό των από 26-10-2004 και 27-10-2004 ιδιωτικών συμφωνητικών και του υπ'αριθμ. ..... υποπληρεξουσίου δεν προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας μεταξύ τους αντιστοιχία δηλαδή δεν προκύπτει αβίαστα ότι τα χρήματα αυτά προορίζονταν για την αγορά του συγκεκριμένου οχήματος και μάλιστα μόνο της αδείας αυτού. Κι αυτό γιατί: αα) το από 26-10-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό να φέρεται σε άδεια "σκέτη" και αυτοκίνητο "καινουργές", χωρίς καμία άλλη εξειδίκευση, αν και λεπτομέρειες δεν μπορεί παρά να ήταν γνωστές στον κατηγορούμενο, μια και υποδείκνυε συγκεκριμένη διαθέσιμη άδεια. Περαιτέρω, με το από 28-9-2004 με αριθμό ..... (υπο)πληρεξούσιο, ο Β εξουσιοδοτείται τον αρχικώς πληρεξούσιο του Γ, φερομένου ως πωλητή, Δ να πωλήσει, μεταβιβάσει κλπ. το αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ..... και όχι μόνο την άδεια, ββ) Με το από 27-10-2004 συμφωνητικό φαίνεται να καταβάλλεται ποσό 60.000 και όχι 63.500 ευρώ ενώ και το απομένον υπόλοιπο συμφωνείται στις 55.000 ευρώ και όχι στις 44.500 ευρώ, όπως ορίζει το από 26-10-2004 συμφωνητικό. Μόνη εγγύτητα των ημερομηνιών δεν είναι βέβαια αρκετή για να καταδείξει την αντιστοιχία, δεδομένου μάλιστα ότι ο κατηγορούμενος ήταν επιχειρηματίας επί 30 έτη, με έδρα στο κέντρο της πόλης των Αθηνών, ώστε μετά βεβαιότητας καθημερινά θα συνήπτε πλείονες συμβάσεις μεσιτείας, ενώ παράλληλα δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής και το γεγονός ότι η αγοραία τιμή ενός αυτοκινήτου ή της αδείας αυτού είναι συγκεκριμένη σε δεδομένη χρονική στιγμή με μικρές μόνο αποκλίσεις, δικαιολογούμενες από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πωλούμενου οχήματος. Β) Στο από 27-10-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό το ποσό των 60.000 ευρώ αναφέρεται μεν ως καταβληθέν, πλην όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να πείσει ότι πράγματι καταβλήθηκε δεδομένου ότι και στο από 26-10-2004 συμφωνητικό μεταξύ της πολιτικώς ενάγουσας και του πρώτου κατηγορουμένου το ποσό των 63.500 ευρώ αναφέρεται μεν ως καταβληθέν, καταβλήθηκε όμως πράγματι την επόμενη ημέρα ήτοι την 27-10-2004. Γ) Η αξιοπιστία του μάρτυρα Β κρίνεται μειωμένη, καθώς αυτός επικαλείται αόριστα ότι "με βάση ένα συμφωνητικό που κάναμε, μου κατέβαλε ο κατηγορούμενος γύρω στις 60.000 ευρώ για να τα δώσω στον Γ, πράγμα που έκανα. [...]", χωρίς ωστόσο να λάβει απόδειξη ότι τα παρέδωσε καθώς όπως ισχυρίζεται: "Δεν πήρα απόδειξη από τον Γ γιατί δεν πίστευα ότι κάτι θα πήγαινε στραβά [...]". Σημειωτέον δε ότι ο φερόμενος ως πωλητής, Γ έχει αποβιώσει. Μετά τα ανωτέρω τηγορούμενος ουδέποτε επέστρεψε το ποσό τούτο στηνεγκαλούσα, παρ1 ότι η τελευταία επανειλημμένως τον όχλησε επιδίδοντας του μάλιστα την από 17-1-2005 εξώδικη πρόσκληση με την οποία τον καλούσε εντός τριών ημερών από της επιδόσεως να της επιστρέψει το ανωτέρω ποσό, ήτοι έως την 24-01-2005, αλλά αντιθέτως το ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. (βλ την από 14-06-2006 έκθεση ένορκης εξέτασης του Β, την από 17-01-2005 εξώδικη πρόσκληση-διαμαρτυρία και την από 21-1-2005 έκθεση επίδοσης). Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου και για τον λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 147/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1-2 ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα η αιτιολογία η οποία γίνεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, επιτρεπτά με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση καλύπτει και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή και δεν απαιτείται χωριστή αναφορά στο βούλευμα των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Περαιτέρω είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που στηρίζεται στο λόγο ότι δεν στοιχειοθετείται σε βάρος του το έγκλημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου, διότι αυτός παρέδωσε το ποσό των 63.500 €, που είχε προκαταβάλει σ'αυτόν η εντολέας του Ψ, στον πωλητή του ΔΧΕ αυτοκινήτου με σκοπό την πραγματοποίηση της αγοραπωλησίας και συνεπώς ελλείπει το στοιχείο της παράνομης ιδιοποίησης του πράγματος από τον δράστη, καθόσον πλήρως αιτιολογείται από το Συμβούλιο Εφετών η παράνομη ιδιοποίηση από μέρους του κατηγορουμένου του παραπάνω χρηματικού ποσού και αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ο ισχυρισμός του αυτός, ότι δηλαδή κατέβαλε το ανωτέρω χρηματικό ποσό στον αντιπρόσωπο του πωλητή Β την 27-10-2004, κρίνεται αβάσιμος και παρελκυστικός.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 375 παρ. 1-2 ΠΚ, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αβάσιμοι. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμό 9/17-1-2008 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως του με αριθμό 2755/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Σεπτεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ