Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Χρόνος τέλεσης πράξης, Συνέργεια.
Περίληψη:
Άμεση συνέργεια σε απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Χρόνος τέλεσης απάτης εκείνος κατά τον οποίο έγινε η παράσταση των ψευδών γεγονότων και παραπλανήθηκε ο παθών. Αδιάφορος ο χρόνος που επήλθε η ζημία. Απορρίπτει λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και έλλειψη αιτιολογίας.
Αριθμός 1484/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 1026, 1027/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Με συγκατηγορούμενο τον ... και με πολιτικώς ενάγουσα την Ομόρρυθμη Εταιρεία με την επωνυμία "... Ο.Ε.", που εδρεύει στο Δ.Δ. ..., που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπήλιο Πουλακίδα.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 254/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους του αναιρεσείοντα και της πολιτικώς ενάγουσας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη, ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Η παράσταση των ψευδών γεγονότων μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, προφορικώς ή εγγράφως αρκεί, συνεπεία αυτής, να προξενήθηκε η πλάνη και από την παραπλάνηση αυτή να οδηγήθηκε ο παραπλανηθείς σε πράξη ή παράλειψη, ένεκα της οποίας επήλθε περιουσιακή βλάβη σ' αυτόν ή τρίτο. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς κατάστασης, από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Ως χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστη, με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την παραπλανητική συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξ αιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος, είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1β ΠΚ, άμεσος συνεργός είναι αυτός που με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της άδικης πράξεως που εκείνος διέπραξε. Προϋπόθεση, όμως, για τη θεμελίωση της ευθύνης του άμεσου συνεργού είναι ο δόλος του, ο οποίος έγκειται στην ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση άδικης πράξεως και στη γνώση ότι η συνδρομή παρέχεται κατά την εκτέλεση άδικης πράξεως. Στην περίπτωση κατά την οποία για την πραγμάτωση αυτής απαιτείται και υπερχειλής δόλος, πρέπει και ο συνεργός τέτοιας πράξεως να πράττει με τον ίδιο δόλο. Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών αυτών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ συντρέχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχτεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο που την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιουλίου 2001, ο πρώτος κατηγορούμενος, αφού μετέβη στο εργοστάσιο, το οποίο διατηρεί η εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ".... Ο.Ε" στο χωριό ...., συνοδευόμενος από το δεύτερο κατηγορούμενο, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς προς τον Δ1, νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσας εταιρίας τα ακόλουθα: Ότι δήθεν διατηρεί σύγχρονο κατάστημα (μηχανουργείο κατασκευής μηχανημάτων στα ..., όπου έχει εγκαταστήσει και το εργαστήριο του, ότι από την εργασία του αυτή αποκερδαίνει πολλά χρήματα και ότι έχει αποκτήσει σημαντική ακίνητη και κινητή περιουσία, ότι έχει κατασκευάσει πολλά μηχανήματα για λογαριασμό άλλων, εκτός από την εγκαλούσα, εταιριών και ότι έχει ως εκ τούτου τη δυνατότητα, την υλικοτεχνική υποδομή και την τεχνογνωσία, ώστε να κατασκευάσει για λογαριασμό της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας ένα μηχάνημα "διάτρησης σωλήνων" (φιλτρομηχανή 6000/6-12). Έτσι, παρέπεισε τον προαναφερθέντα διαχειριστή της εγκαλούσας εταιρίας Δ1 να προβεί στις 16 Ιουλίου 2001, εντός του χώρου του εργοστασίου της εταιρίας στα ..., στην κατάρτιση του από ...ιδιωτικού συμφωνητικού(έγγραφης σύμβασης έργου), δυνάμει της οποίας ο πρώτος κατηγορούμενος ανέλαβε, ως εργολάβος, την υποχρέωση να κατασκευάσει, με δικά του υλικά, για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας "... Ο.Ε.", ως εργοδότριας, ένα μηχάνημα φιλτρομηχανή 6000/6-12, με αμοιβή, ποσού 27.000.000 δραχμών, με χρόνο παράδοσης του μηχανήματος μετά από έξι (6) μήνες, δηλαδή το αργότερο μέχρι τις 16-1-2002. Χάριν καταβολής του ανωτέρου ποσού της αμοιβής, ο πρώτος κατηγορούμενος παρέλαβε αυθημερόν (στις 16-7-2001) πέντε (5) μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, οι οποίες εκδόθηκαν από την εγκαλούσα εταιρία "..." επί της "ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ" σε διαταγή του πρώτου κατηγορουμένου, συνολικής αξίας 8.000.000 δραχμών ή 23.477,62 ευρώ και οι οποίες (επιταγές) εισπράχθηκαν κανονικά από τον πρώτο κατηγορούμενο. Όμως η αλήθεια ήταν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν διατηρούσε κατάστημα ούτε βιοτεχνικό εργοτάξιο-μηχανουργείο κατασκευής μηχανημάτων στα ..., ούτε ασχολείτο συστηματικά και επαγγελματικά με την κατασκευή τέτοιων μηχανημάτων, ούτε είχε επ' ονόματι του ακίνητη ή κινητή περιουσία, ούτε ήταν συνεπής στην επιχειρηματική του δραστηριότητα, είχε δε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης με την 528/27-4-2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με ορισθείσα ημέρα παύσεως των πληρωμών την 16 Αυγούστου 1999. Περαιτέρω, στις 8 Ιουλίου 2002, ο πρώτος κατηγορούμενος μετέβη εκ νέου στο εργοστάσιο της εγκαλούσας εταιρίας στα ... και παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς προς το νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσας Δ1 ότι δήθεν είχε αρχίσει την κατασκευή του προαναφερόμενου μηχανήματος (φιλτρομηχανής), ενώ η αλήθεια ήταν ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πραγματοποιηθεί ούτε αρχή εκτελέσεως του συμφωνηθέντος έργου, καίτοι το μηχάνημα έπρεπε να είχε παραδοθεί το αργότερο μέχρι τις 16-1-2002, όπως προαναφέρθηκε. Έτσι, παρέπεισε τον ανωτέρω νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρίας αφενός μεν να προβεί στη σύνταξη και υπογραφή του από 8 Ιουλίου 2002 ιδιωτικού συμφωνητικού, δυνάμει του οποίου παρασχέθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο συμπληρωματική προθεσμία για να κατασκευάσει και να παραδώσει το εν λόγω μηχάνημα σε πλήρη λειτουργία μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου 2002, αφετέρου δε να εκδώσει, για λογαριασμό της εταιρίας "... Ο.Ε.", σε διαταγή αυτού (πρώτου κατηγορουμένου) και να του παραδώσει τρεις (3) μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές για το ποσό των 2.934,70 ευρώ εκάστη, συρόμενες επί του με αριθμό ... λογαριασμού, τον οποίο διατηρούσε η εκδότρια εταιρία "...", στην Γενική Τράπεζα της Ελλάδος. Λόγω, όμως, του ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν παρέδωσε το μηχάνημα μέχρι τις 10-9-2002, όπως είχε συμφωνηθεί, η εγκαλούσα εταιρία ανακάλεσε τις ανωτέρω τρεις (3) επιταγές με αριθμούς ...,... και ..., οι οποίες δεν πληρώθηκαν στους εξ οπισθογραφήσεως κομιστές αυτών. Αποτέλεσμα της προαναφερόμενης συμπεριφοράς του πρώτου κατηγορουμένου ήταν να υποστεί η εγκαλούσα εταιρία συνολική περιουσιακή βλάβη 32.281,72 ευρώ {23,477,62 ευρώ+(2934,70 ευρώ Χ 3)],δηλαδή ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, όση και η συνολική αξία των εκδοθεισών σε διαταγή του πρώτου κατηγορουμένου οκτώ (8) επιταγών, με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του πρώτου κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ο δεύτερος κατηγορούμενος, στα ..., κατά το πρώτο 10ήμερο του μηνός Ιουλίου 2001, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο, κατά τη διάρκεια της πρώτης μερικότερης πράξης της απάτης, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και στην εκτέλεση της κύριας αυτής πράξης, την οποία ο πρώτος διέπραξε ως αυτουργός, κατά το πρώτο 10ήμερο του μηνός Ιουλίου του έτους 2001, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, και συγκεκριμένα κατά τον προαναφερόμενο χρόνο, μετέβη, συνοδεύοντας τον πρώτο κατηγορούμενο, στο εργοστάσιο σωληνουργίας, που διατηρεί η εγκαλούσα εταιρία "... Ο.Ε." Στα ..., όπου επιβεβαίωσε τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του πρώτου κατηγορουμένου προς το νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσας εταιρίας Δ1, οι οποίες αναφέρονται αναλυτικά πιο πάνω, αποκρύπτοντας μάλιστα και αυτός (δεύτερος κατηγορούμενος) αθέμιτα το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης με την 528/27-4-2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, στην πράξη του δε αυτή προέβη ο δεύτερος κατηγορούμενος, με σκοπό να παράσχει άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο κατά την εκτέλεση της κύριας αυτής μερικότερης πράξης της απάτης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος διατηρεί και εκμεταλλεύεται στο χωριό .... επιχείρηση, ομοεϊδή με τη βιοτεχνία κατασκευής και πώλησης σωλήνων επένδυσης γεωτρήσεων, την οποία διατηρεί η εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία και ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του δεύτερου κατηγορουμένου είχε ως αποτέλεσμα, όπως ο διαχειριστής της εγκαλούσας εταιρίας δώσει μεγαλύτερη πίστη στις διαβεβαιώσεις του. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο πρέπει να κηρύξει ενόχους τους κατηγορουμένους για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, που τους αποδίδονται και ειδικότερα τον πρώτο για απάτη αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ' εξακολούθηση και το δεύτερο για άμεση συνέργεια στη μερικότερη πράξη απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τελεσθείσας κατά το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου του έτους 2001.". Με αυτά που δέχθηκε, το Εφετείο, ως προς τον αναιρεσείοντα, Χ1 (άμεσο συνεργό σε μερικότερη πράξη απάτης), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχτηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α,27παρ.1-2, 46 παρ.1β. και 386 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, τις οποίες προβάλλει με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι:1) υπάρχει αντίφαση μεταξύ των παραδοχών α) η παραπλάνηση του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας από τον πρώτο κατηγορούμενο (αυτουργό) επήλθε στις 16-07-2001, κατά την οποία υπογράφηκε η με την ίδια χρονολογία σύμβαση έργου και επήλθε η περιουσιακή βλάβη της, και β) η αξιόποινη συμπεριφορά του ίδιου, ως άμεσου συνεργού, εκδηλώθηκε πριν από την τέλεση της πράξεως της απάτης και ειδικότερα κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιουλίου 2001, δίχως μάλιστα να αιτιολογείται και η επίδραση της συμπεριφοράς αυτής στην πράξη της απάτης 2) γίνεται δεκτό ότι η άμεση συνδρομή του εκδηλώθηκε α)με την εν γνώση παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών (επιβεβαίωσε τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του πρώτου κατηγορουμένου προς το νόμιμο εκπρόσωπο και διαχειριστή της εγκαλούσας) και β) με την αθέμιτη απόκρυψη και παρασιώπηση αληθινών γεγονότων (αποκρύπτοντας μάλιστα αθέμιτα ο 2ος κατηγορούμενος Χ1 ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε ήδη κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως), δίχως να ποσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του να ανακοινώσει το γεγονός αυτό, και 3)το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του δεν έλαβε υπόψη του την 608/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών και την 375/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες διότι:1)όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Δικαστήριο, σαφώς, δέχεται ότι ο αυτουργός της αξιόποινης πράξεως της απάτης προέβη στις ψευδείς παραστάσεις κατά τον ίδιο χρόνο(πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου 2001), κατά τον οποίο επιβεβαίωσε αυτές και ο αναιρεσείων, κατά τον οποίο και παραπλανήθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος, κατά τον οποίο, σύμφωνα με την παραδοχή της απόφασης, υπογράφηκε η σύμβαση έργου και επήλθε η ζημία. Περαιτέρω με την απόφαση αιτιολογούνται, επαρκώς, η γνώση του αναιρεσείοντος για το ψευδές των περιστατικών, ο σκοπός του να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ο αυτουργός της απάτης και η επίδραση της παράνομης συμπεριφοράς του στην πράξη της απάτης, με την παραδοχή ότι " Δεδομένου μάλιστα ότι ο 2ος κατηγορούμενος διατηρεί και εκμεταλλεύεται στο χωριό ... επιχείρηση ομοεϊδή με τη βιοτεχνία κατασκευής και πώλησης σωλήνων γεωτρήσεων, την οποία διατηρεί η εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία είναι προφανές ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του είχε ως αποτέλεσμα όπως ο διαχειριστής της εγκαλούσας εταιρίας Δ1 παράσχει αυξημένη αξιοπιστία στις διαβεβαιώσεις του, δηλαδή στις διαβεβαιώσεις του 2ου κατηγορουμένου" 2)Προσδιορίζεται σαφώς στην απόφαση ο τρόπος συνδρομής του αναιρεσείοντος στην παραπλάνηση από τον αυτουργό του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας, συνιστάμενος στην επιβεβαίωση των ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η παράθεση δε στο σκεπτικό και το διατακτικό αυτής της φράσεως "αποκρύπτοντας μάλιστα και αυτός (δεύτερος κατηγορούμενος)αθέμιτα, το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε ήδη κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης" έγινε διηγηματικά, προκειμένου να τονιστεί το αποτέλεσμα της δόλιας ενέργειας του αναιρεσείοντος και δεν δημιουργεί αντίφαση ή ασάφεια στην αιτιολογία της απόφασης. 3) Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται ρητή μνεία ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του "όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου" στα οποία περιλαμβάνονται και η 608/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών και η 375/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών, από το όλο δε περιεχόμενο της απόφασης, δίχως αμφιβολία συνάγεται, ότι το Δικαστήριο, για να σχηματίσει την καταδικαστική κρίση του, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και συνεπώς και τις παραπάνω αποφάσεις, το γεγονός δε ότι απέδωσε διαφορετική αποδεικτική αξία σ' αυτές δεν σημαίνει ότι τις αγνόησε. Επομένως οι παραπάνω λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχουν για έρευνα άλλοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας (176,183 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ τους ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Ιανουαρίου 2009 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της με αριθμό 1026,1027/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία "...Ο.Ε." την οποία προσδιορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ