Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 367 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Απάτη, Κλητήριο θέσπισμα.




Περίληψη:
Απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 386 παρ. 1β, α ΠΚ). 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β', Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για σχετική ακυρότητα μη καλυφθείσα, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Νόμιμη η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, ως άγνωστης διαμονής και άρα νόμιμη η αναστολή της πενταετούς παραγραφής. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση (ΑΠ 79, 137, 168/2011, 359/2010).




Αριθμός 367/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Π. Π. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Καρύπογλου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 8118/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1297/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία έτη.
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, είτε με τη χωρίς εναντίωση εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της κατ' αυτού υπόθεσης. Αν η επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία και δεν επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση "ως αγνώστου διαμονής", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε "γνωστή διαμονή". Εξάλλου, κατά το άρθρο 174 παρ.2 ΚΠΔ, η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, καθώς και η ακυρότητα της επίδοσης ή της κοινοποίησής τους στον κατηγορούμενο καλύπτεται, αν αυτός που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, αρχίζει η κύρια διαδικασία και επέρχεται αναστολή της παραγραφής από την ημέρα της επίδοσης, μόνον εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στο ακροατήριο και δεν προτείνει, κατά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, την ακυρότητα αυτή, εναντιούμενος στην πρόοδο της δίκης, γιατί στην περίπτωση αυτή, καλύπτεται η ακυρότητα, η κλήση θεωρείται έγκυρη και από την επίδοση αυτού αρχίζει η κύρια διαδικασία. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, ως διαδικαστικής πράξεως ή η ακυρότητα της επίδοσης, που κατ' ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της παραδεκτώς ασκηθείσης εφέσεως, έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του λόγου αυτού. Αν δε ο κατηγορούμενος παρασταθεί στον πρώτο βαθμό και προβάλλει ακυρότητα της προς αυτόν επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος και το δικαστήριο απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό ως αβάσιμο, πάλιν ο κατηγορούμενος μπορεί να επαναφέρει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον ίδιο ισχυρισμό ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, με ειδικό λόγο εφέσεως, που πρέπει να ερευνηθεί κατά τη δευτεροβάθμια δίκη. Αν στη συνέχεια κριθεί άκυρη η προς τον κατηγορούμενο γενόμενη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, η επίδοσή του αυτή δεν έχει διακόψει την παραγραφή, επανέρχεται η υπόθεση στο στάδιο της προδικασίας, η αναστολή της παραγραφής, που επήλθε με την επίδοση του άκυρου κλητηρίου θεσπίσματος ανατρέπεται και επομένως, το Εφετείο, και χωρίς ακόμα να υποβληθεί εκ μέρους του κατηγορουμένου ειδικό αίτημα παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής, οφείλει να ερευνήσει αυτεπάγγελτα την τυχόν επελθούσα παραγραφή, που αρχίζει πλέον, χωρίς αναστολή, από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Διαφορετικά, αν παραλείψει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του αυτή, καίτοι συντρέχει νόμιμη προς τούτο περίπτωση, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ, ως άγνωστης διαμονής, θεωρείται, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για την δικαστική - εισαγγελική αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν είναι γνωστή σε τρίτους, όπως ακόμη και σε άλλη εισαγγελική ή αστυνομική αρχή, διότι το όργανο που έλαβε την εντολή να ενεργήσει την επίδοση, δεν έχει υποχρέωση να προσφύγει σε αυτές ή σε άλλες τυχόν πηγές πληροφοριών για να ανακαλύψει τη νέα διαμονή του αποδέκτη του εγγράφου και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς αυτόν γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. δ του ΚΠΔ προσώπων, προς τον Δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο Δήμαρχος της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση (ΑΠ 79, 137, 168/2011, 359/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας σχετικού λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, με την 14692/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκε σε πρώτο βαθμό, εκπροσωπούμενος δια δικηγόρου, σε φυλάκιση δύο ετών, για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, πράξη που φέρεται ότι τέλεσε την 25-4-2005, αφού απορρίφθηκε ως αβάσιμος, ο σχετικός υποβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός αυτού περί ακυρότητας της γενόμενης προς αυτόν την 3-4-2009, ως αγνώστου διαμονής, επιδόσεως του 1432/2009 κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ ήταν γνωστής διαμονής. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα την υπ' αριθ. 765/7-3-2012 έκθεση εφέσεως, με σαφή ειδικό λόγο εφέσεως τον οποίο, πρότεινε ότι του επιδόθηκε ακύρως, ως άγνωστης διαμονής, το άνω 1432/2009 κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύθηκε στο ακροατήριο, για να δικασθεί για την ως άνω αξιόποινη πράξη της απάτης, ως άγνωστης διαμονής, για το λόγο ότι αναζητήθηκε και δε βρέθηκε στην οδό ... αρ.6 της ... διεύθυνση, όπου ήταν η έδρα της επιχείρησής του, η οποία όμως είχε παύσει τις εργασίες της από 31-7-2007, ενώ η κατοικία του ήταν στις ..., στην οδό ... αρ.5, όπου μόνιμα κατοικούσε, προ της άνω επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, διεύθυνση ήδη γνωστή και στις Εισαγγελικές και Αστυνομικές Αρχές από άλλες υποθέσεις του, και επομένως ήταν άκυρη η επίδοση, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει η κυρία διαδικασία και να μην έχει επέλθει αναστολή της πενταετούς παραγραφής επί τριετία, η οποία πενταετία είχε ήδη συμπληρωθεί κατά την εκδίκαση της εφέσεως την 10-10-2012. Επί του λόγου αυτού της εφέσεως, που επανέφερε ο κατηγορούμενος και στο ακροατήριο, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη 8118/10-10-2012 απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, αφού ανέγνωσε όλα τα επικληθέντα από τον εκκαλούντα προς απόδειξη της επικαλούμενης ακυρότητας της επίδοσης έγγραφα, δέχθηκε εγκυρότητα της παραπάνω με χρονολογία 3-4-2009 επιδόσεως στον κατηγορούμενο του άνω κλητηρίου θεσπίσματος ως άγνωστης διαμονής, και αφού απέρριψε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό και το λόγο εφέσεως του κατηγορουμένου, λόγω αναστολής της παραγραφής επί τριετία με την ανωτέρω έγκυρη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος εντός πενταετίας, προχώρησε σε εκδίκαση της υποθέσεως και σε καταδίκη αυτού για απάτη τελεσθείσα την 25-4-2005, με την παρακάτω, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: "Από τα παραπάνω έγγραφα, που αναγνώστηκαν προέκυψαν τα εξής: Σύμφωνα με το από 3-4-2009 αποδεικτικό επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος ο εκκαλών-κατηγορούμενος, ως κάτοικος ... (οδός ... αριθμ. 6) κλητεύθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως άγνωστης διαμονής. Στην ως άνω διεύθυνση είχε την έδρα της η ατομική επιχείρηση του, με αντικείμενο την "κατεδάφιση κτιρίων εκτέλεση χωματουργικών εργασιών", η οποία άρχισε τη λειτουργία της στις 12-7-2005 και διαγράφηκε στις 22-7-2011, όπως αποδεικνύεται από το 5722/22-7-2011 πιστοποιητικό του Επιμελητηρίου Κοζάνης, το οποίο ο ίδιος προσκόμισε -δια του συνηγόρου του- και αναγνώστηκε, συνομολογεί δε και ο ίδιος στο ανωτέρω έγγραφο των αυτοτελών ισχυρισμών του. Τη μεταβολή της διεύθυνσης του, ουδέποτε δήλωσε, ως όφειλε, κατά νόμο, ενώπιον των αρμοδίων εισαγγελικών αρχών, ούτε ακόμη και ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στο οποίο εμφανίστηκε -εκπροσωπούμενος από το συνήγορο του- δις και ζήτησε την αναβολή της δίκης, κατ' άρθρο 349 του ΚΠΔ. Έτσι, δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του κατηγορουμένου για πρόσβαση στο δικαστήριο και την ακρόασή του απ' αυτό (άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ). Αντίθετα, η εναντίωσή του κατηγορουμένου σχετικά με τη μη νόμιμη κλήτευσή του προβλήθηκε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, το πρώτο, απ' αυτόν (κατηγορούμενο), στις 6-3-2012, δια του συνηγόρου, που τον εκπροσώπησε, δυνάμει της από 24-2-2012 εξουσιοδοτήσεως. Και ναι μεν η προβολή του παραπάνω ισχυρισμού δεν τυγχάνει απαράδεκτη, πλην όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του (14692/6-3-2012), ορθώς απέρριψε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό, ως ουσία αβάσιμο, καθόσον, έτσι αποτρέπεται η παρέλκυση της δίκης, με άμεση συνέπεια τη συμπλήρωση της παραγραφής. Συνακόλουθα, πρέπει ν' απορριφθούν κατ' ουσίαν ο ίδιος αυτοτελής ισχυρισμός (περί ακυρότητας της κλητεύσεως) καθώς και ο παραγραφής τοιούτος".
Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης 8118/2012 αποφάσεως, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμος, ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός του εκκαλούντος κατηγορουμένου, περί ακυρότητας της προς αυτόν ως αγνώστου διαμονής επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος και εντεύθεν περί πενταετούς παραγραφής της αξιόποινης πράξης της απάτης, που καταδικάστηκε, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού σε αυτήν εκτίθενται όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν και είναι αναγκαία για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή στην εγκυρότητα της επίδοσης στον κατηγορούμενο του με αρ. 1432/2009 κλητηρίου θεσπίσματος ως αγνώστου διαμονής και διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης, το από 3-4-2009 αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση του άνω θεσπίσματος στις 3-4-2009 και το από 13-1-2011 αποδεικτικό κλήσεως του κατηγορουμένου στο ακροατήριο επίσης ως άγνωστης διαμονής. Εφόσον δε ο εκκαλών δεν προέβαλε με τον αυτοτελή ισχυρισμό και με την έφεση ότι είχε καταστήσει γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή της Κοζάνης που είχε παραγγείλει την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή τη διεύθυνση της μόνιμης κατοικίας του στις ..., στην οδό ... 5, λόγω παύσης λειτουργίας της ατομικής επιχειρήσεώς του στην ... στις 31-7-2007, όπως διατείνεται, η δε επιχείρησή του αυτή στην ... που άρχισε τη λειτουργία της στις 12-7-2005, διέκοψε τις εργασίες της και διαγράφηκε από το Επιμελητήριο της Κοζάνης μόλις στις 22-7-2011, νομίμως αυτός αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη διεύθυνση της επιχειρήσεως που αυτός εκπροσωπούσε στην ..., στην οδό ... 6, που αναφέρεται στη μήνυση, ως τελευταία γνωστή διαμονή του, τούτου ουδέποτε εμφανισθέντος κατά την προδικασία, ούτε δηλώσαντος τη διεύθυνση μόνιμης κατοικίας του στις ... στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή που προέβη στην επίδοση του άνω κλητηρίου θεσπίσματος ως άγνωστης διαμονής. Το γεγονός δε της μόνιμης κατοικίας του κατηγορουμένου στις ..., δεν ήταν γνωστό στις αρμόδιες για την επίδοση του άνω κλητηρίου θεσπίσματος αρχές, ούτε ήταν δυνατόν το ως άνω αρμόδιο όργανο επιδόσεως, επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιμέλεια, να πληροφορηθεί ότι αυτός διαμένει στις ..., καθόσον περί τούτου δεν υπήρχε κανένα δηλωτικό στοιχείο και συνεπώς η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο εκκαλούντα ως άγνωστης διαμονής είναι νόμιμη. Εφόσον δε ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν προέβαλε ότι είχε καταστήσει γνωστή και στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή, την κατά τα άνω μόνιμη διεύθυνση της κατοικίας του στις ... και περιορίζεται στην αναφορά ότι αυτή "ήταν γνωστή στην αστυνομική και εισαγγελική αρχή της Κοζάνης", νομίμως αυτός αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη μόνη γνωστή διεύθυνση της επιχειρήσεώς του στην ... που αναφέρεται στη μήνυση, ως τελευταία γνωστή κατοικία του και δεν υπεχρεούτο το δικαστήριο να διαλάβει αιτιολογία, σε σχέση με το αν αυτός διέμενε ή όχι στην παραπάνω διεύθυνση στις ... . Περαιτέρω, λόγω έγκυρης επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο την 3-4-2009, με χρόνο τελέσεως της άνω πλημμεληματικής απάτης την 25-4-2005, επήλθε νόμιμα αναστολή της πενταετούς παραγραφής επί τρία έτη και όταν εκδικάστηκε η υπόθεση στο άνω Εφετείο την 10-10-2012, δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία και άρα δεν είχε παραγραφεί το πλημμέλημα αυτό, για το οποίο νόμιμα καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Το Εφετείο δε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ρητά αναφέρει ότι συνεκτίμησε και όλα τα προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενα έγγραφα, τα οποία και ανέγνωσε. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' του ΚΠΔ συναφείς, πρώτος και δεύτερος, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας προταθείσα και μη καλυφθείσα και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την οποία απορρίφθηκε ο περί ακυρότητας της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος και ο περί πενταετούς παραγραφής αυτοτελής ισχυρισμός του, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Η γενόμενη δε επίκληση ακυρότητας, για τον ίδιο παραπάνω επικληθέντα λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, και της από 13-1-2011 κλήσεως του κατηγορουμένου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως άγνωστης διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την τυπική δε παραδοχή της εφέσεώς του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και ερευνήθηκε η παραγραφή της αξιόποινης πράξεώς του που προβλήθηκε, η οποία κατά τα παραπάνω και δεν επήλθε, απορριφθέντος του σχετικού ισχυρισμού του κατηγορουμένου.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, αδιάφορα αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Ως βλάβη νοείται και η χειροτέρευση της περιουσίας, έστω και αν υπάρχει ενεργός αξίωση κατά του δράστη ή τρίτου προς αποκατάσταση της βλάβης. Το έγκλημα της απάτης συντελείται, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά στοιχεία αυτού, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με αθέμιτη πράξη ή παρασιώπηση αληθινών, εφόσον αυτή υπήρξε η παραγωγός αιτία της παραπλανήσεως του απατωμένου. Αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων, συνιστά η απατηλή συμπεριφορά που πραγματώνεται και με παράλειψη, την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει σ' αυτόν, είτε από το νόμο, είτε από την σύμβαση, είτε από την προηγούμενη συμπεριφορά του. Εντεύθεν έπεται, ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και με παραπλάνηση, όταν ο δράστης παραλείπει να ανακοινώσει σε αυτόν αληθινά γεγονότα, τούτου συνιστώντος αθέμιτη παρασιώπηση, αν από το νόμο ή τη σύμβαση τάσσεται αντίθετη υποχρέωση ανακοινώσεως αυτών. Τέτοια υποχρέωση ανακοινώσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 ΑΚ επιβαλλόμενη συμπεριφορά στον συναλλασσόμενο κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, η δε εξαπάτηση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, έγγραφο ή προφορικά, ρητά ή σιωπηρά. Ψευδές γεγονός συνιστούν και οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις του κατηγορουμένου. Το γεγονός πρέπει να υπήρξε στο παρελθόν ή να έχει διαμορφωθεί και υπάρχει στο παρόν όταν γίνεται η βεβαίωσή του και δεν μπορεί να ανάγεται στο μέλλον.
Επίσης, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 8118/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, για απάτη αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων γενικώς κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή αντιγραφή, πραγματικά περιστατικά: "Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα και τα παραπάνω έγγραφα, που αναγνώστηκαν αποδείχθηκαν τα εξής: Κατά τον επίδικο χρόνο, ο μηνυτής διατηρούσε στα ... επιχείρηση (κατάστημα) εμπορίας λιπαντικών. Περί το μήνα Απρίλιο 2005, πελάτες του συνέστησαν σ' αυτόν τον κατηγορούμενο, τον οποίο εμφάνισαν ως νέο και φερέγγυο επιχειρηματία (εργολάβο), που δραστηριοποιείτο στην ..., ότι είχε στη διάθεση του σαράντα (40) φορτηγά αυτοκίνητα και είχε αναλάβει έργα της ΔΕΗ. Τα ίδια επανέλαβε ο κατηγορούμενος κατά τη συνάντησή του με το μηνυτή, που έλαβε χώρα στις 25-4-2005, στο κατάστημα του τελευταίου. Με τον τρόπο αυτό τον έπεισε να του πωλήσει και να του παραδώσει εμπορεύματα (λιπαντικά, φίλτρα και ανταλλακτικά φορτηγών συνολική αξίας 16.715,55 €, με πίστωση του τιμήματος. Σε εξόφληση τούτου, ο κατηγορούμενος μεταβίβασε με οπισθογράφηση τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές και συγκεκριμένα τις ..., ... και ... της τράπεζας American Bank of Albania, ποσών 5.000, 6.216,55 και 5.500 €, αντίστοιχα, με ημερομηνίες 10-8-2005, 25-8-2005 και 10-9-2005, αντίστοιχα. Περί τις συμβάσεως πωλήσεως, του ύψους του τιμήματος και της μεταβιβάσεως των παραπάνω επιταγών δεν αντέλεξε ο κατηγορούμενος. Πλην όμως, στη συνέχεια, παρότι εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα, οι παραπάνω επιταγές δεν πληρώθηκαν και σφραγίστηκαν από την πληρώτρια τράπεζα, ενώ ο κατηγορούμενος δεν ανευρίσκετο στη δηλωθείσα απ' αυτόν διεύθυνση. Μετά ταύτα, ο μηνυτής ερεύνησε την υπόθεση και διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος ούτε διέθετε τα παραπάνω φορτηγά ούτε είχε συνάψει σύμβαση έργου με τη ΔΕΗ ή τα ορυχεία Κοζάνης, ενώ, μέχρι σήμερα, δεν έχει έλθει σε επικοινωνία με το μηνυτή, προκειμένου να διευθετηθεί η διαφορά. Από τα παραπάνω περιστατικά αποδεικνύεται ότι αυτός (κατηγορούμενος), ενεργώντας με δόλια προαίρεση, εξαπάτησε το μηνυτή, αφού εμφανίστηκε ως δήθεν φερέγγυος επιχειρηματίας, με μεγάλη περιουσία και σοβαρή επιχειρηματική δραστηριότητα, με σκοπό να επιτύχει -όπως και επέτυχε- την αγορά και την παραλαβή των ως άνω εμπορευμάτων, μεγάλης οικονομικής αξίας, προκαλώντας του έτσι σοβαρή οικονομική ζημία, ισόποση της αξίας τους, ενώ ο ίδιος (κατηγορούμενος) ωφελήθηκε αντίστοιχα, χωρίς να έχει το προς τούτο δικαίωμα, όφελος, στο οποίο, άλλωστε, απέβλεπε, εξαρχής. Περί αυτών κατέθεσε, μετά λόγου, ο ίδιος ο μηνυτής, η κατάθεση του οποίου δεν κλονίστηκε από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, ο οποίος, μάλιστα, δεν εξέτασε μάρτυρα τόσον πρωτοδίκως όσον και στη δευτεροβάθμια δίκη. Εξάλλου, από το προαναφερόμενο πιστοποιητικό του Επιμελητηρίου Κοζάνης, το οποίο προσκόμισε, δια του συνηγόρου του, αποδεικνύεται ότι, κατά την επίδικη ημερομηνία, ο κατηγορούμενος δεν είχε δηλώσει καν την έναρξη της επιχείρησης του. Μετά ταύτα, αυτός πρέπει να κηρυχθεί ένοχος του εγκλήματος της απάτης, από την οποία προξενήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη 8118/2012 απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά την τέλεση από τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο της πράξεως της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 386 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, σε σχέση με τη δολία ψευδή παράσταση στο μηνυτή της φερεγγυότητας του κατηγορουμένου και της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχειρήσεώς του στην ..., αφορούν την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'(κατ' εκτίμηση) και Ε' του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-11-2012 αίτηση- δήλωση αναιρέσεως του Π. Π. του Α., περί αναιρέσεως της 8118/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή