Θέμα
Νομή, Οριζόντια ιδιοκτησία, Πιλοτή (Pilotis).
Περίληψη:
Άρθρα 974, 981, 976,989 ΑΚ. Νομή, άσκηση νομής, πράξεις νομής, απόκτηση νομής, απόκτηση νομής επί πλειστηριασμού, διατάραξη νομής αρθρ. 559 αρ. 1 και 19. Δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 λόγος ότι ο φερόμενος ως παραβιασθείς κανόνας αναφέρεται διηγηματικά και με πλεοναστικές και μη στηρίζουσες το διατακτικό αιτιολογίες. 559 αρ. 8. Τι είναι "πράγματα". Στον αλυσιτελή λόγο δεν ήταν υποχρεωμένο το δικαστήριο να απαντήσει. 559 αρ. 9 περ. β και γ'. Τι θεωρείται ως αίτηση αφεθείσα αδίκαστη 559 αρ. 10 και 11 γ.
Αριθμός 835/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. συζ. Μ. Π., 2) Μ. Π. του Ε., 3) Μ. Κ. του Ν., 4) Σ. Κ. συζ. Μ., το γένος Κ. Ν., 5) Δ. Κ. του Σ., 6) Γ. Κ. του Δ., και 7) Έ. Κ. συζ. Δ., το γένος Γ. Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Γεωργόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Μ. του Α. και 2) Α. Μ. του Δ., κατοίκων ... . Ο 1ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Χαραλάμπους, χωρίς να καταθέσει προτάσεις και ο 2ος δεν παραστάθηκε.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 25/6/2008 (με αριθμούς κατάθεσης 6660/2008, 6662/2008 και 6664/2008) αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1418/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 3446/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19/10/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 12/1/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 3362Γ'/20.12.2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., με τη συνημμένη σ' αυτή βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής, ακριβές αντίγραφο της από 19.10.2010 αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 25-1-2012, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσείοντες, προς τον δεύτερο αναιρεσίβλητο Α. Δ. Μ.. Νέα κλήτευση του διαδίκου αυτού, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (μετ' αναβολή) δικάσιμο, δεν χρειαζόταν, καθόσον η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 575 και 226 παρ. 4 Κ.Πολ.Δικ.) - ΑΠ 495/2013, ΑΠ 181/2013 -.
Συνεπώς εφόσον ο διάδικος αυτός δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτού (αρθρ. 576 Κ.Πολ.Δικ.). Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, που ορίζει ότι "όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου", συνάγεται ότι η νομή συγκροτείται από δύο στοιχεία, το σωματικό (CORPUS) και το πνευματικό (ANIMUS DOMINI). Το μεν σωματικό εκδηλώνεται με τη φυσική εξουσίαση (κατοχή) του πράγματος κατά τρόπο που αποκλείει άλλον από αυτήν, το δε πνευματικό εξωτερικεύεται με τη μεταχείριση του πράγματος κατά τρόπο που προσιδιάζει σε κύριο αυτού. Ειδικότερα υπάρχει φυσική εξουσίαση, όταν ασκούνται πάνω στο πράγμα πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, έτσι ώστε το πράγμα, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 991/2012 ΑΠ 110/2011, ΑΠ 1613/2010). Υπάρχει επίσης φυσική εξουσία και όταν ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, έχει όμως την εποπτεία και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 976 εδ. α' ΑΚ, για την απόκτηση της νομής πράγματος που βρίσκεται στη νομή άλλου απαιτείται παράδοση του πράγματος στον αποκτώντα, η οποία γίνεται με τη βούληση του έως τώρα νομέα. Ειδικότερα, επί πλειστηριασμού ακινήτου η νομή του εκπλειστηριασθέντος δεν μεταβιβάζεται με την κατακύρωσή του στον υπερθεματιστή ΕΟ IPSO, αλλά απαιτείται παράδοση της νομής στον υπερθεματιστή, είτε εκουσίως από τον μέχρι τούδε νομέα του, σύμφωνα με το άρθρο 976 ΑΚ, είτε με αναγκαστική εκτέλεση της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1005 παρ. 2 και 943 Κ.Πολ.Δικ. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 989 του ιδίου Κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι "ο νομέας που διαταράχθηκε παράνομα, έχει δικαίωμα να αξιώσει την παύση της διαταράξεως, καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον", για την παροχή της προβλεπόμενης από αυτήν προστασίας απαιτείται α) νομή του ενάγοντος κατά τη διατάραξη και την άσκηση της αγωγής και β) διατάραξη κατά την ενάσκηση της νομής του από τον εναγόμενο κατά τρόπο παράνομο, δηλαδή χωρίς να το επιτρέπει ο νόμος και παρά τη βούληση του νομέα (ΑΠ 210/2011). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή τους, καθώς και όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 568/2013). Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΑΠ 483/2013, ΑΠ 567/2013). Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 567/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013 ΑΠ 481/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ.) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του .../14.7.1977 προσυμφώνου και εργολαβικού συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Εμμανουήλ Μπρουλιδάκη, οι μη διάδικοι στην παρούσα δίκη Σ. Ο., το γένος Κ. Β. και ο Μ. Β. του Κ., ανέθεσαν εργολαβικώς στην Κοινοπραξία των εταιρειών με τις επωνυμίες "Εταιρεία Μελετών και Κατασκευών Α. Τ. και Ν. Ι. ΟΕ" και "Δ. Ζ. και Σια Ε. Ε.", ως εργολήπτρια, την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής επί οικοπέδου τους ευρισκομένου στην Αθήνα επί της οδού ... αρ 41-43, με το σύστημα της αντιπαροχής, στην οποία κοινοπραξία οι πιο πάνω εταιρείες συμμετείχαν με ποσοστό 20% και 80% εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα. Την εν λόγω μέλλουσα να ανεγερθεί πολυκατοικία οι ανωτέρω οικοπεδούχοι και εργολήπτρια υπήγαγαν στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας, δυνάμει της νομίμως μεταγραφείσας .../3-3-1978 Πράξεως Συστάσεως Οριζοντίου Ιδιοκτησίας και Κανονισμού Πολυκατοικίας, σύμφωνα με την οποία η πολυκατοικία αυτή θα αποτελείτο από Υπόγειο, Πυλωτή, Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Ζ' ορόφους. Από αυτούς ο Υπόγειος όροφος θα περιλάμβανε εκτός από τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους και τις εξής αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες α) τον Υ-1 χώρο 12,40 τμ, β) τον Υ-2 χώρο 10 τμ γ) τον Υ-3 χώρο 10 τμ και 4) τον Υ-4 χώρο 444,85 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 30/οοο. Κατά τα μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνηθέντα, με την παραπάνω πράξη, στην εργολήπτρια Κοινοπραξία περιέρχονταν ως εργολαβικό αντάλλαγμα, εκτός των άλλων οριζόντιων ιδιοκτησιών, και η με στοιχεία Υ-4 ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία του Υπογείου. Αποδεικνύεται ακόμη ότι η εργολήπτρια εταιρεία το Φεβρουάριο του 1980 είχε αποπερατώσει την ως άνω πολυκατοικία, οι δε οικοπεδούχοι μεταβίβασαν σε τρίτα πρόσωπα, που αυτή τους υπέδειξε, τις περιελθούσες σε αυτήν, ως εργολαβικό αντάλλαγμα, οριζόντιες ιδιοκτησίες, εκτός από εκείνη του Υπογείου Ορόφου με στοιχεία (Υ4). Της εν λόγω οριζόντιας ιδιοκτησίας διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση, κατόπιν αιτήσεως των ιδιοκτητών οκτώ διαμερισμάτων (οι οικοπεδούχοι παραιτήθηκαν του δικογράφου) με την 17564/1982 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για την εξασφάλιση απαιτήσεώς τους 400.000 δραχμών, από ελαττώματα (κακοτεχνίες), που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπήρχαν στους κοινόχρηστους χώρους της εν λόγω πολυκατοικίας, χωρίς όμως οι τελευταίοι να ασκήσουν αγωγή για την κύρια απαίτησή τους, ούτε εξάλλου ενέγραψαν, με βάση την απόφαση αυτή, συντηρητική κατάσχεση επί της οριζόντιας αυτής ιδιοκτησίας. Αποδεικνύεται επίσης ότι οι οικοπεδούχοι, αφότου η εργολήπτρια κοινοπραξία αποπεράτωσε την πιο πάνω πολυώροφη οικοδομή, παρέδωσαν σε αυτήν την νομή του πιο πάνω υπογείου χώρου (Υ4), έκτοτε δε οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εταιρειών, που την αποτελούσαν, άρχισαν να νέμονται αυτόν, ασκώντας συνεχώς και αδιαλείπτως, εμφανείς πράξεις φυσικής εξουσιάσεώς του, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του με διάνοια συγκυρίων, με τη θέληση δηλαδή να τον έχουν δικό τους κατά ποσοστό 20% και 80% εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα. Ειδικότερα οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας "Δ. Ζ. και ΣΙΑ ΕΕ" τον επισκέπτονταν και τον χρησιμοποιούσαν ως αποθηκευτικό χώρο ενώ έστω και αν δεν βρίσκονταν σε διαρκή σωματική επαφή με το ακίνητό τους, είχαν πάντοτε στραμμένη την προσοχή τους σ' αυτό και κάθε στιγμή μπορούσαν να ενεργήσουν πράξεις εξουσιάσεώς του. Ωστόσο, ως μη έχουσα η εν λόγω εταιρεία αποκτήσει συγκυριότητα σε αυτόν, παρά μόνο συννομή και δυνάμενη ως εκ τούτου να τον αξιοποιήσει, επέτρεπε στους ενοίκους της άνω πολυκατοικίας να τον χρησιμοποιούν είτε για τη φύλαξη πραγμάτων τους είτε για τη στάθμευση των αυτοκινήτων τους. Πρέπει να σημειωθεί, ότι τα δικαιώματα της εργολήπτριας στον εν λόγω Υπόγειο χώρο (Υ4) ποτέ δεν αμφισβήτησαν οι οικοπεδούχοι, αλλά και οι κληρονόμοι τους, οι οποίοι όμως, επιδεικνύοντας αδιαφορία, δεν συνέπρατταν στην κατάρτιση του οικείου συμβολαίου, για τη μεταβίβασή του σε αυτήν. Ειδικότερα, η Σ. Ο. στην από 28.2.1994 εξώδικη απάντηση, που επέδωσε στις 1.3.1994 στους νομίμους εκπρόσωπους των πιο πάνω εταιρειών, απαντώντας σε σχετική εξώδικη πρόσκληση - δήλωση των τελευταίων προκειμένου να προσέλθει ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρέα Μπρουλιδάκη για τη σύνταξη του συμβολαίου μεταβίβασης του υπογείου χώρου (Υ4), δήλωσε πρόθυμη προς τούτο, χωρίς όμως τελικά να ανταποκριθεί. Εξάλλου, μετά το θάνατό της, που συνέβη το 2001 οι κληρονόμοι της στις σχετικές με αριθμούς ..., ... και .../22-11-2002 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών Φωτεινή Δριλάρη, δεν συμπεριέλαβαν τον ως άνω υπόγειο χώρο (Υ4) μεταξύ των κληρονομιαίων. Αλλά και οι κληρονόμοι του έτερου οικοπεδούχου Μ. Β., ο οποίος απεβίωσε στις ΗΠΑ το 1982, όπου μόνιμα διέμενε με την οικογένειά του, δεν προέβησαν στις απαραίτητες ενέργειες για τη μεταβίβασή του, αφού μέχρι σήμερα δεν έχουν ρυθμίσει τα σχετικά με την κληρονομιά του πατέρα τους. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι στις 19.10.2000 οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εταιρειών της πιο πάνω Κοινοπραξίας, επικαλούμενοι ότι δια χρησικτησίας έχουν καταστεί αυτές συγκύριες της προαναφερόμενης Υ4 οριζόντιας ιδιοκτησίας, αφού από το 1980 και εφεξής νέμονται αυτήν, ασκώντας δικαίωμα που προβλέπονταν από την ως άνω .../1978 πράξη συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας (άρθρο 16 αυτής), προέβησαν μονομερώς στην κατάργηση της εν λόγω αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας και αντί αυτής δημιούργησαν 15 αυτοτελείς ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες (χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων) με ανακατανομή των ανηκόντων σε αυτήν ποσοστών επί του οικοπέδου (30/οοο εξ αδιαιρέτου), δυνάμει της νομίμως μεταγραφείσας .../19-10-2000 πράξεως της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαυρέττας Πολίτη. Συγκεκριμένα δημιούργησαν τις με στοιχεία Υ4/1, Υ4/2, Υ4/3, Υ4/4, Υ4/5, Υ4/6, Υ4/7, Υ4/8, Υ4/9, Υ4/10, Υ4/11, Υ4/12, Υ4/13, Υ4/14 και Υ4/15 θέσεις στάθμευσης, όπως αυτές εμφανίζονται στο από Αυγούστου 2000 σχέδιο κάτοψης του αρχιτέκτονα μηχανικού Α. Τ., την πώληση των οποίων μάλιστα προς τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας διαπραγματεύτηκαν, χωρίς όμως αποτέλεσμα, καθόσον δεν συμφώνησαν ως προς το τίμημα. Αποδεικνύεται ακόμη ότι για οφειλές της πιο πάνω εταιρείας με την επωνυμία "Δ. Ζ. και ΣΙΑ ΕΕ" κατασχέθηκαν αναγκαστικά κατά το ποσοστό συγκυριότητάς της (80% εξ αδιαιρέτου) οι πιο πάνω Υ4/1 έως και Υ4/12 θέσεις στάθμευσης και από αυτές εκπλειστηριάσθηκαν σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Στυλιανής Δημητρέλλου, δυνάμει της .../27-2-2008 εκθέσεως της ίδιας συμβολαιογράφου, οι με στοιχεία Υ4/1, Υ4/2, Υ4/3 και Υ4/4. Κατά τον εν λόγω πλειστηριασμό αναδείχθηκαν υπερθεματιστές κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι στις με στοιχεία Υ4/1, Υ4/2 και Υ4/3 θέσεις, που είναι οι επίδικες. Ακολούθως, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος εξέδωσε την αριθμ. .../27-2-2008 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ποσοστού 80% εξ αδιαιρέτου οριζόντιων ιδιοκτησιών, που νόμιμα μεταγράφηκε, σε εκτέλεση της οποίας οι εφεσίβλητοι εγκαταστάθηκαν στη συννομή τούτων, κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της .../18-3-2008 εκθέσεως αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθήνας ..., όμως επισκεπτόμενοι μετά τον πλειστηριασμό τις ιδιοκτησίες τους διαπίστωσαν ότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες είχαν σταθμευμένα τα αυτοκίνητά τους σε αυτές. Συγκεκριμένα, παρά τις διαμαρτυρίες των εφεσιβλήτων ο δεύτερος από τους εκκαλούντες Μ. Π., ιδιοκτήτης του με στοιχεία Ε3 διαμερίσματος εξακολουθεί να σταθμεύει εναλλάξ με τη σύζυγό του Χ. Π. πρώτη των εκκαλούντων το αριθμ κυκλ. ... ΙΧΕ αυτοκίνητο της τελευταίας μάρκας MAZDA, στην με στοιχεία Υ4/3 θέση στάθμευσης, οι τρίτος και τέταρτη των εκκαλούντων Μ. Κ. και Σ. Κ. αντίστοιχα συνιδιοκτήτες του με στοιχεία Β1 διαμερίσματος σταθμεύουν το με αριθμό κυκλ. ... ΙΧΕ αυτοκίνητο του πρώτου μάρκας VOLKSWAGEN στη με στοιχεία Υ4/2 θέση στάθμευσης και η έβδομη από τους εκκαλούντες Έ. Κ., ιδιοκτήτρια του με στοιχεία Ε2 διαμερίσματος από κοινού με το σύζυγό της Δ. Κ., πέμπτο από τους εκκαλούντες και τη θυγατέρα τους Γ. Κ. έκτη από τους εκκαλούντες από κοινού σταθμεύουν εναλλάξ τα με αριθμούς κυκλ. ... και ... ΙΧΕ αυτοκίνητά τους μάρκας Alfa Romeo και Huyndai αντίστοιχα στη με στοιχεία Υ4/1 θέση στάθμευσης. Με τον προαναφερόμενο τρόπο οι εκκαλούντες διαταράσσουν τους εφεσιβλήτους-ενάγοντες στην άσκηση της σύννομης τους επί των ένδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών (θέσεων σταθμεύσεως) παράνομα και χωρίς τη θέλησή τους, αν και οι τελευταίοι επανειλημμένα τους ζήτησαν να παύσουν να προσβάλουν τη συννομή τους με τις ενέργειές τους αυτές, καθιστώντας γνωστό σε αυτούς ότι είναι πλέον συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι τούτων κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει της πιο πάνω περίληψης κατακυρωτικής εκθέσεως. Πρέπει να αναφερθεί ότι ούτε οι ίδιοι οι εκκαλούντες δεν προβάλλουν δικαίωμα νομής στους επίδικους χώρους, αλλά ισχυρίζονται ότι κάνουν χρήση τούτων με την ανοχή των οικοπεδούχων. Για το κρίσιμο ζήτημα, εάν η δικαιοπάροχος των εναγόντων ετερόρρυθμη εταιρεία "Δ. Ζ. και ΣΙΑ ΕΕ" ασκούσε πράξεις νομής στις επίδικες θέσεις στάθμευσης, η κατάθεση της μάρτυρας των εναγόντων Γ. Μ., η οποία αναφέρει ότι η εν λόγω εταιρεία διά των νομίμων εκπροσώπων της ασκούσε τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις νομής, κρίνεται αξιόπιστη. Η κατάθεση της μάρτυρας αυτής δεν αναιρείται αλλά αντίθετα ενισχύεται από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων Κ. Β., σύμφωνα με την οποία η αποθήκη ανήκε στην εταιρεία, η οποία το έτος 2000 διαπραγματεύτηκε με τους ιδιοκτήτες της πιο πάνω πολυκατοικίας την πώληση σε αυτούς των θέσεων σταθμεύσεως που συνέστησε, χωρίς όμως να καταλήξουν σε οριστική συμφωνία, καθόσον διαφώνησαν ως προς το τίμημα. Πρέπει, εξάλλου, να αναφερθεί ότι οι ενάγοντες μόλις αντιλήφθηκαν τις πιο πάνω ενέργειες των εναγομένων, άσκησαν εναντίον τους τις από 2-4-2008 τρεις αιτήσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων προστασίας της σύννομης τους, λόγω διατάραξης, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Επί των αιτήσεων αυτών, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η 2798/2008 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγιναν δεκτές ως βάσιμες κατ' ουσίαν οι αιτήσεις, αναγνωρίστηκαν οι αιτούντες προσωρινά συννομείς των επίμαχων Υ4/1, Υ4/2 και Υ4/3 θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων, υποχρεώθηκαν οι καθ' ων οι αιτήσεις και κάθε τρίτος που έλκει από αυτούς δικαίωμα, να απομακρύνουν κάθε όχημά τους από τις εν λόγω θέσεις και να παύσουν να διαταράσσουν τους αιτούντες στην άσκηση της συννομής τους επ' αυτών, ενώ με την 1497/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν η έφεση των καθ' ων οι αιτήσεις.
Συνεπώς με βάση όλα όσα πιο πάνω προεκτέθηκαν στις επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες ασκούσαν πράξεις νομής η δικαιοπάροχος των εναγόντων εταιρεία με την επωνυμία "Δ. Ζ. και Σία ΕΕ" από τις αρχές του 1980 και εφεξής μέχρι τον πλειστηριασμό τους, έκτοτε δε εγκαταστάθηκαν στη νομή τους οι ενάγοντες - υπερθεματιστές πλην όμως οι εναγόμενοι παράνομα, δηλαδή χωρίς τη θέλησή τους και χωρίς προς τούτο δικαίωμά τους διαταράσσουν, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο στην άσκηση της συννομής τους".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε τις συνεκδικασθείσες τρεις αγωγές των αναιρεσιβλήτων, περί προστασίας της νομής λόγω διαταράξεως, ως και ουσιαστικά βάσιμες και, στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις των άρθρων 974 και 981 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Επομένως ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, έτσι, όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ' αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστικά βασιμότητα των ένδικων αγωγών των αναιρεσιβλήτων και συνακόλουθα για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974 και 981 ΑΚ, τις οποίες και εφάρμοσε.
Συνεπώς ο έκτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκειών και αντιφατικών αιτιολογιών, ως προς το ζήτημα της νομής των επιδίκων εκ μέρους των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που με αυτόν οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με το γεγονός της νομής των επιδίκων ιδιοκτησιών εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων, είναι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη, απαράδεκτος. Επειδή, ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν υφίσταται παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον ο κανόνας αυτός απετέλεσε την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει όταν ο φερόμενος ως παραβιασθείς κανόνας, διηγηματικά μόνο αναφέρεται στην απόφαση και μάλιστα με πλεοναστικές και μη στηρίζουσες το διατακτικό αιτιολογίες (ΑΠ 1738/2012, ΑΠ 255/2010, ΑΠ 1542/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως και με την επίκληση της προλαβούσας διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ δέχθηκε ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εταιρειών της Εργολήπτριας Κοινοπραξίας, μπορούσαν μονομερώς και χωρίς τη σύμπραξη των οικοπεδούχων να προβούν στην κατάρτιση της νόμιμα μεταγραφείσας υπ' αριθμ. .../19-10-2000 πράξεως της συμβ/φου Αθηνών, Μαυρέττας Πολίτη, με την οποία αυτοί (νόμιμοι εκπρόσωποι) προέβησαν στην κατάργηση της Υ4 οριζόντιας ιδιοκτησίας και στην δημιουργία αντί γι' αυτής 15 αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών (χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτου), με ανακατανομή των ποσοστών του οικοπέδου, που ανήκαν στις εν λόγω εταιρείες. Ακόμη με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. και με το τρίτο μέρος του ίδιου αναιρετικού λόγου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι κατά παραβίαση των οικείων περί κτήσεως κυριότητας διατάξεων του Αστικού Κώδικα, δέχθηκε ότι η προαναφερθείσα Εργολήπτρια Κοινοπραξία, έγινε κυρία της αρχικής Υ4 οριζόντιας ιδιοκτησίας με χρησικτησία και στη συνέχεια κυρία των από μετατροπή της αρχικής προκυψάντων, μαζί με άλλες, επιδίκων οριζοντίων ιδιοκτησιών, δυνάμει της ως άνω υπ' αριθμ. .../2000 πράξεως της συμ/φου Αθηνών Μαυρέττας Παυλή. Οι αιτιάσεις όμως αυτές δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο λόγο αναιρέσεως, γιατί αφορούν σε θέματα που διηγηματικά αναφέρονται στην απόφαση και δεν στηρίζουν το διατακτικό της, αφού η απόφαση αυτή έκρινε επί αγωγών νομής και όχι κυριότητας. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο και τρίτο μέρος του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ.β' Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, που δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της τον προβληθέντα από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμό ότι η μεταβίβαση (της κυριότητας) της επίδικης Υ4 αποθήκης στην εργολήπτρια Κοινοπραξία ή σε τρίτους που αυτή θα υπεδείκνυε, τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρους αποπερατώσεως της πολυκατοικίας, η οποία όμως δεν πληρώθηκε, αφού το αναληφθέν έργο δεν ολοκληρώθηκε. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, γιατί ο παραπάνω ισχυρισμός, είναι ενόψει του αντικειμένου της προκειμένης δίκης, που αφορά σε διατάραξη νομής (και όχι σε κυριότητα) αλυσιτελής και συνακόλουθα δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σ' αυτόν. Επειδή, κατά 559 αρ. 9 περ. β' και γ' Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της, που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία ήτοι εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής, τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου (ΟλΑΠ 25/2003). Ως "αίτηση" επίσης νοείται και κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και συντελεί έτσι στην εξέλιξη της διαδικασίας, για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης, εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης. Έτσι δεν νοείται "αίτηση" με την έννοια του παρόντος άρθρου, ο λόγος εφέσεως, η ένσταση ή αντένσταση και γενικά εκείνη που αναφέρεται σε κάθε είδους "πράγματα" με την έννοια του αριθμού 8 (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 946/2012). Το σφάλμα μπορεί να προτείνει μόνο ο διάδικος του οποίου έμεινε αδίκαστο το αίτημα και όχι ο αντίδικός του, ο οποίος δεν έχει έννομο συμφέρον για την προβολή του παρόντος λόγου, ενώ ακόμη δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, εάν το αίτημα ήταν δικονομικά απαράδεκτο ή μη νόμιμο ή αλυσιτελές (ΑΠ 946/2012, ΑΠ 805/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τη διάταξη του αριθμού 9 περ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια, ότι αναγνώρισε τους αναιρεσιβλήτους κυρίους των ενδίκων οριζόντιων ιδιοκτησιών, ενώ η δίκη αφορούσε σε νομή αυτών. Επίσης με τον ίδιο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από περ. γ' της ίδιας διατάξεως πλημμέλεια και ειδικότερα ότι δεν έκρινε περί της εγκυρότητας της υπ' αριθμ. .../2000 τροποποιητικής πράξεως της συμβ/φου Αθηνών Μαυρέττας Πολίτη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και μάλιστα κατά το πρώτο μέρος του ως αβάσιμος, αφού με την προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρεσίβλητοι αναγνωρίσθηκαν συννομείς και όχι συγκύριοι των ενδίκων οριζοντίων ιδιοκτησιών, κατά δε το δεύτερο μέρος του, - που σημειωτέον αντιφάσκει με το παραπάνω δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου - ως απαράδεκτος, καθόσον ο οικείος ισχυρισμός, που σε κάθε περίπτωση ως εκ του αντικειμένου της αφορώσας σε νομή ένδικης διαφοράς δεν αφορά σε κεφάλαιο δίκης, δεν υποβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες στο δικαστήριο της ουσίας ως "αίτημα" με την αναφερομένη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά ως αρνητικός ισχυρισμός, που μάλιστα για τον ίδιο λόγο, ήτοι ως εκ του αντικειμένου της δίκης, ήταν αλυσιτελής, μη ιδρυομένου ως εκ τούτου, ούτε του ερευνωμένου λόγου, αλλά ούτε και εκείνου του άρθρου 8, αφού δεν πρόκειται για "πράγμα" με την απαιτουμένη στη διάταξη αυτή έννοια. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δικ. συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται να αξιολογεί η απόφαση τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 87/2013 ΑΠ 567/2013, ΑΠ 1738/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διάταξης του αριθμού 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχθηκε ότι η εργολήπτρια Κοινοπραξία απέκτησε την κυριότητα των επιδίκων οριζοντίων ιδιοκτησιών, χωρίς να έχει προς τούτο γίνει επίκληση κάποιου εγγράφου, ενώ ακόμη οι αναιρεσίβλητοι δεν επικαλέσθηκαν κάποια μαρτυρική κατάθεση που να αποδεικνύει τη νομή της εργολήπτριας Κοινοπραξίας και ότι αντίθετα από την προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωση του Δ. Μ. δεν προέκυπτε η νομή αυτή. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον στην προσβαλλομένη απόφαση προσδιορίζονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, από τη συνεκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ενώ κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν χρειαζόταν να αξιολογεί κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013). Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 483/2013). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κλπ) - ΑΠ 197/2013 - . Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 495/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που αυτοί νόμιμα μεταξύ άλλων, προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, από τα οποία προέκυπτε το ουσιαστικά αβάσιμο των ένδικων αγωγών και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη τις αποδείξεις περί επισκευών και συντηρήσεως της επίδικης Υ4 αποθήκης του υπογείου, καθώς και την κατάθεση του μάρτυρα Κ. Β.. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχομένη σ' αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το εκτιθέμενο παραπάνω περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής, δεν γεννιέται καμία απολύτως αμφιβολία ότι τα ως άνω αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του εξαχθέντος αποδεικτικού πορίσματός της. Ενόψει τούτων πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αυτός και συνακόλουθα η αναίρεση στο σύνολό της. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος αναιρεσίβλητου (Δ. Α. Μ.) - άρθρ. 183 και 176 Κ.Πολ.Δικ. - και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Εξάλλου το υποβαλλόμενο με το υπόμνημα των αναιρεσειόντων αίτημα περί αναστολής εκδόσεως της αποφάσεως (αναστολής της δίκης) εωσότου εκδοθεί απόφαση επί συναφούς υποθέσεως και δη αγωγής του διαχειριστή της πολυκατοικίας, στην οποία βρίσκονται οι ένδικες ιδιοκτησίες κατά της Εργολήπτριας Κοινοπραξίας, για ακύρωση της αναφερομένης παραπάνω υπ' αριθμ. .../2000 πράξεως της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαυρέττας Πολίτη είναι απαράδεκτη, καθόσον η διάταξη του άρθρου 249 Κ.Πολ.Δικ. δεν εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη, όπως τούτο συνάγεται εξ αντιδιαστολής από τη διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., που ορίζει τις διατάξεις που εφαρμόζονται στην ενώπιον του Αρείου Πάγου δίκη (ΑΠ 1733/2012).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα περί αναστολής της δίκης, κατά το άρθρο 249 Κ.Πολ.Δικ.
Απορρίπτει την από 19.10.2010 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ. 3446/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος αναιρεσιβλήτου (Δ. Α. Μ.), την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ