Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1226 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παράβαση καθήκοντος.




Περίληψη:
Παράβαση καθήκοντος. Έννοια. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 ΠΚ. Ο επιμελητής δικαιούται για κάθε ενέργεια να λάβει από τον εντολέα του τη νόμιμη αμοιβή, δικαιούται δε να αξιώσει πριν από κάθε ενέργεια προκαταβολή ολόκληρης ή μέρους της αμοιβής του. Αναιρεί διότι υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις του σκεπτικού σε σχέση με το διατακτικό και έτσι στέρησε το Δικαστήριο τη νόμιμη βάση της προσβαλλομένης. Παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1226/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Απριλίου 2010, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κοτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ζαφείρη περί αναιρέσεως της 8171/2009 αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 39/10.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο έτη, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2318/ 1995 περί "Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών", ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ενεργεί ως όργανο της πολιτείας σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου και στην περίπτωση αυτή είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 του ΠΚ. Εξάλλου δε κατά τη διάταξη του άρθρου 49 του άνω νόμου ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται για κάθε ενέργεια να λάβει από τον εντολέα του τη νόμιμη αμοιβή, καθώς και κάθε δαπάνη που απαιτείται για την πραγματοποίηση της εντολής. Περισσότεροι του ενός εντολείς ευθύνονται εις ολόκληρο. Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να αξιώσει πριν από κάθε ενέργεια προκαταβολή ολόκληρης ή μέρους της αμοιβής του, την απαιτούμενη δαπάνη και την αναγκαία κατά περίπτωση τεχνική συνδρομή για κάθε πράξη. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 Κ.Πολ.Δ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως βαρύνοταν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλονται από εκείνον που την επισπεύδει. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχτηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. Ι στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 8171/ 2009 απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, από όλα τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος προσδιορίζονται δέχτηκε ανελέγκτως ότι ο κατηγορούμενος (αναιρεσείων) Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2005 ο εγκαλών Ξ και η Β χήρα Ω , κάτοικοι ..., μέσω του πληρεξουσίου τους Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου, δικηγόρου Αθηνών, έδωσαν εντολή στον κατηγορούμενο δικαστικό επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χ να προβεί σε εκτέλεση της τελεσίδικης υπ' αριθ. 8435/1997 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση υποχρεωνόταν ο Ζ να καταβάλει από τους πιο πάνω επισπεύδοντες στο μεν πρώτο 674.000 δραχμές (1.977,98 ευρώ) και στη δεύτερη 599.000 δραχμές (1.757,88 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και με προσωπική κράτηση του οφειλέτη διάρκειας δύο (2) μηνών. Την 30-9-2005 ο κατηγορούμενος, με τη συνδρομή και του μηνυτή, συνέλαβε τον πιο πάνω οφειλέτη στον ..., προκειμένου να υλοποιηθεί η εκτέλεση της διατάξεως της πιο πάνω αποφάσεως περί προσωπικής κρατήσεως. Αρχικά ο ως άνω οφειλέτης ζήτησε μέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου του διακανονισμό της οφειλής, αλλά στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν πρόκειται να καταβάλεν κανένα ποσό και ότι θα ασκήσει αντιρρήσεις κατά της γενόμενης εκτελέσεως. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τη μηνυτή ζήτησε το ποσό των 2.000 ευρώ για αμοιβή του και τροφεία, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ο τελευταίος πρόβαλε αντιρρήσεις για το ύψος του ποσού αυτού, αλλά τελικά δέχθηκε, πιεζόμενος και από το ότι οι προσπάθειας του για τον εντοπισμό του οφειλέτη είχαν διάρκεια περίπου έξι (6) ετών. Στη συνέχεια κατέβαλε προσπάθειες για την ανεύρεση των αιτηθέντων χρημάτων, πλην όμως κατόρθωσε να ανεύρει μόνο ποσό 1.200 ευρώ. Μετά ταύτα ο κατηγορούμενος, συνοδεύοντας το οφειλέτη, μετέβη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου ο προσωποκρατούμενος οφειλέτης υπέβαλε αντιρρήσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν με την υπ' αριθ. 7538/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων). Έπειτα ο εγκαλών προσέφερε στον κατηγορούμενο ποσό 1.000 ευρώ και του εξήγησε ότι εντός πέντε ημερών θα του κατέβαλε και τα υπόλοιπα 800 ευρώ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο μεταξύ χρονικό διάστημα ο μηνυτής είχε καταβάλει ιδιοχείρως για τροφεία στο Δημόσιο Ταμείο στο Κτίριο 12 των Δικαστηρίων της πρώην Σχολής Ευελπίδων το ποσό των 153,60 ευρώ (βλ. Νο ... διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. ...). Τότε ο παριστάμενος σε όλη τη διαδικασία ως άνω δικηγόρος του εγκαλούντος Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος προσφέρθηκε να συμπληρώσει το ποσό των 1.000 ευρώ με άλλα 300 ευρώ, που είχε εις χείρας του τη στιγμή εκείνη, με τη ρητή υπόσχεση τόσο του ίδιου όσο και του πρώτου (εγκαλούντος) ότι εντός πέντε ημερών θα καταβάλλονταν και το υπόλοιπο ποσό των 500 ευρώ. Πλην όμως ο κατηγορούμενες αρνήθηκε και πάλι να δεχθεί το ανωτέρω ποσό των 1.300 ευρώ και στη συνέχεια άφησε ελεύθερο τον πρόσωποκρατηθέντα οφειλέτη. Για τα παραπάνω ο κατηγορούμενος συνέταξε την υπ' αριθ. 1172/30-9-2009 έκθεση προσωποκράτησης, στην οποία αναφέρει ότι ο μηνυτής του πρότεινε να του καταβάλει μόνο 1.200 ευρώ (από το συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ) και αυτά τις επόμενες ημέρες και του δήλωσε ότι δεν πληρώνει άλλα και να τον αφήσει (τον προσωποκρατηθέντα) ελεύθερο. Παρόμοιο ισχυρισμό επανέλαβε ο κατηγορούμενος και κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα όμως ουδόλως αποδείχθηκε η βασιμότητα του ισχυρισμού του αυτού. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι ο εγκαλών ουδέποτε έδωσε εντολή στον κατηγορούμενο να αφήσει ελεύθερο τον προσωποκρατηθέντα οφειλέτη. Όλες οι επίπονες και μακροχρόνιες ενέργειες του εγκαλούντος κατέτειναν ακριβώς στο να πραγματωθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως με την υλοποίηση της προσωπικής κράτησης του διαφεύγοντος για πολλά έτη οφειλέτη του και σε καμία περίπτωση δεν ήταν δυνατόν ο πρώτος να δώσει εντολή στον κατηγορούμενο να αφήσει ελεύθερο τον τελευταίο. Για τούτο σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που ενισχύονται και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, τα παραπάνω δεν αναιρούνται από τις ασαφείς και αόριστες καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, οι οποίες κρίνονται από το Δικαστήριο μη πειστικές. Με τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος κατά παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων του άφησε ελεύθερο τον ως άνω προσωποκρατηθέντα οφειλέτη, προέβη δε σ' αυτήν τη μη νόμιμη ενέργεια του με σκοπό να προσπορίσει στον τελευταίο παράνομο όφελος, συνιστάμενο στην αποφυγή καταβολής της οφειλής του, που προέκυπτε από την προαναφερόμενη τελεσίδικη απόφαση εις βάρος του. Επιπλέον, με την ως άνω ενέργεια του ο κατηγορούμενος είχε σκοπό και επέφερε βλάβη στον εγκαλούντα, με τη ματαίωση της αναγκαστικής εκτελέσεως που επέσπευδε σε βάρος του πιο πάνω οφειλέτη του και τη μη είσπραξη του οφειλόμενου σ' αυτόν ποσού. Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ότι η πιο πάνω υπηρεσιακή παράβαση του κατηγορουμένου ήταν αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει στην ωφέλεια του οφειλέτη και στη βλάβη του εγκαλούντος με το συγκεκριμένο τρόπο που σχεδιάστηκε και τελέστηκε από τον πρώτο (κατηγορούμενο), ο οποίος και γνώριζε την εν λόγω προσφορότητα. Κατόπιν αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, όπως αυτή ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της παράβασης καθήκοντος και του επέβαλε φυλάκιση έξι (6) μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία με το ακόλουθο διατακτικό: ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι στον ... στις 30-9-2005, ενώ ήταν υπάλληλος με πρόθεση-παρέβη τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον παράνομο όφελος και να βλάψει άλλον και ειδικότερα υπό την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή και επομένως υπαλλήλου κατά την έννοια του αρθρ. 13 στοιχ. α'του ΠΚ, ενώ συνέλαβε, σε εκτέλεση της υπ' αριθ. 8435/1997 αποφάσεως του Πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών, τον Ζ, κάτοικο ..., οφειλέτη του εγκαλούντος Ξ και παρότι ο τελευταίος του κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής αυτού (κατηγορουμένου) και τα τροφεία του ανωτέρω προσωποκρατηθέντος, ήτοι εκ του συνολικού ποσού των 2.000 ευρώ, του κατέβαλε 1.300 ευρώ με τη ρητή υπόσχεση ότι εντός πέντε ημερών θα του καταβάλει τα υπόλοιπα 500 ευρώ, ο κατηγορούμενος, παρά την εντολή του εγκαλούντος να συνεχίσει και ολοκληρώσει την αναγκαστική εκτέλεση της ανωτέρω δικαστικής απόφασης, κατά παράβαση των καθηκόντων του, άφησε ελεύθερο τον ως άνω προσωποκρατηθέντα οφειλέτη, προέβη δε σ' αυτήν τη μη νόμιμη ενέργεια του με σκοπό να προσπορίσει στον τελευταίο παράνομο όφελος, βλάπτοντας τον εγκαλούντα. Με τις παραδοχές όμως αυτές το Δικαστήριο της ουσίας στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση διότι υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις του σκεπτικού σε σχέση με το διατακτικό που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Συγκεκριμένα ενώ στο σκεπτικό η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων, δικαστικός επιμελητής, αρνήθηκε να δεχτεί το ποσό των 1.300 ευρώ που ο εγκαλών δανειστής προσέφερε σε αυτόν έναντι της αμοιβής του των 2.000 ευρώ που είχε ζητήσει για να προχωρήσει στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (προσωποκράτησης του οφειλέτη), στο διατακτικό αναφέρεται ότι ο εγκαλών δανειστής κατέβαλε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής του και τα τροφεία του οφειλέτη και συγκεκριμένα από το συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ του κατέβαλε 1.300 ευρώ.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων ως αλυσιτελούς, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση σε νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 8171/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση σε νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή