Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Αναιρέσεως πρόσθετοι λόγοι, Αναίρεση μερική, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Αναβολής αίτημα, Ψευδορκία μάρτυρα, Δόλος, Ένορκη βεβαίωση.
Περίληψη:
Απόρριψη αιτήματος αναβολής για λόγο ανώτερης βίας (αποχή δικηγόρων) λόγω επικείμενης παραγραφής αξιόποινης πράξεως. Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, συκοφαντική δυσφήμηση και ηθική αυτουργία σε συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία εγκλημάτων. Ψευδορκία που τελέστηκε με ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη. Απαραίτητη η αναφορά της Αρχής ενώπιον της οποίας επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί η βεβαίωση, καθώς και αν είχε προηγηθεί κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου, με επιμέλεια του οποίου δόθηκε αυτή. Αναίρεση εν μέρει (για τις καταδικαστικές διατάξεις για την ψευδορκία που τελέστηκε με τον τρόπο αυτό και την ηθική αυτουργία σ" αυτήν, καθώς και για την επιβολή των σχετικών ποινών και τον καθορισμό συνολικής ποινής) και παραπομπή. Επαρκής αιτιολογία ως προς τις λοιπές διατάξεις. Ενδεχόμενη απαλλαγή, με εισαγγελική διάταξη ή με δικαστική απόφαση, του ψευδομηνυτή από την καταβολή των δικαστικών εξόδων δεν παράγει καμιά δέσμευση και δεν ασκεί επιρροή ως προς τον δόλο αυτού στη δίκη για την ψευδή καταμήνυση, γιατί η ύπαρξη δόλου ερευνάται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Αόριστη προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ. Παρά ταύτα, απορρίφθηκε αιτιολογημένα. Απόρριψη της αιτήσεως και των προσθέτων αυτής λόγων κατά τα λοιπά.
Αριθμός 1180/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδων Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειουσών-κατηγορουμένων: 1) Ε. Φ. του Ε., κατοίκου ... και 2) ’. Λ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Λάσση, για αναίρεση της υπ' αριθ. 8768/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Θ. Τ. του Η., κατοίκου ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείουσες-κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Μαΐου 2013 αίτησή τους αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 2 Σεπτεμβρίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 606/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειουσών, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ. 1 και 7 του ΚΠοινΔ, οι οποίες μπορούν να εφαρμοσθούν και στην αναιρετική διαδικασία, το δικαστήριο, με αίτημα κάποιου από τους διαδίκους, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγο ανώτερης βίας, οποίον αποτελεί και η αποχή των δικηγόρων. Όμως, η εμμονή του δικηγόρου στην άσκηση του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει, όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως και ματαιώσεως της αξιώσεως της Πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα του, να υποχωρήσει. Οπωσδήποτε δε, πρέπει ο δικηγόρος να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι ζήτησε άδεια από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για να παραστεί στη δίκη και αυτός δεν του το επέτρεψε, λαμβανομένου υπόψη και του ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, όπως είναι οι υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει κίνδυνος παραγραφής.
Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων - αναιρεσειουσών, εμφανίστηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ιωάννης Λάσσης και υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης για λόγο ανώτερης βίας, ο οποίος συνίστατο στο ότι απείχε από τα καθήκοντά του, σε συμμόρφωση προς σχετική απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσείουσες καταδικάσθηκαν, μεταξύ άλλων, η ’. Λ. για ψευδορκία μάρτυρα και η Ε. Φ. για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα, πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 24.10.2005, παραγράφονται, δηλαδή, μετά πάροδο 36 ημερών από τη σημερινή δικάσιμο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε στο ακροατήριο την από 17.9.2013 αίτησή του προς το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών για χορήγηση αδείας για παράσταση κατά τη συζήτηση της κρινόμενης υποθέσεως, η οποία απορρίφθηκε. Πλην, όπως από την αίτηση προκύπτει, δεν δηλώθηκε ότι οι ως άνω πράξεις αντιμετωπίζουν κίνδυνο παραγραφής. Κατόπιν αυτών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ενόψει του άμεσου κινδύνου παραγραφής των προαναφερομένων πράξεων, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αναβολής και να προχωρήσει το Δικαστήριο στη συζήτηση της υποθέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτή ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του από αυτήν προβλεπόμενου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, με την έννοια της βεβαιότητας - επιγνώσεως, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Από την ίδια διάταξη προκύπτει, επίσης, ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας δίδεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας, θεωρείται δε ως αρμόδια αρχή εκείνη, ενώπιον της οποίας είναι δυνατόν, κατά διάταξη νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί, στη συνέχεια, να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από Αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Από δε το άρθρο 1 του ν. 1540/1944 "περί ενόρκων βεβαιώσεων", κατά το οποίο "κατά πάσαν περίπτωσιν καθ' ην επιτρέπεται η χρησιμοποίησις ενόρκου βεβαιώσεως, αύτη δύναται να γίνη ενώπιον του Ειρηνοδίκου ή ενώπιον ενός των Συμβολαιογράφων της περιφερείας του Ειρηνοδικείου της κατοικίας ή διαμονής του ενδιαφερομένου ή των μαρτύρων", προκύπτει ότι δεν είναι ελευθέρως επιτρεπτή η σύνταξη ενόρκων βεβαιώσεων από τους ειρηνοδίκες ή συμβολαιογράφους, αλλά εάν δεν υπάρχει διάταξη νόμου που ρητά να επιτρέπει την χρησιμοποίηση της ένορκης βεβαιώσεως, τέτοια ούτε ενώπιον του ειρηνοδίκη μπορεί αν συνταχθεί. Επομένως, εφόσον οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν, δυνάμει ρητής διατάξεως νόμου, παραδεκτώς ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα, ο ειρηνοδίκης είναι αρμόδια προς ένορκη εξέταση Αρχή, οπότε, εάν τα ενώπιόν του κατατεθέντα και περιληφθέντα στην ένορκη βεβαίωση γεγονότα είναι ψευδή, συγκροτείται το έγκλημα της ψευδορκίας. Πρέπει, όμως, για να μπορούν οι ένορκες βεβαιώσεις να ληφθούν υπόψη ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 του ΚΠολΔ, νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, γιατί διαφορετικά δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για όσα περιστατικά περιέχονται σ' αυτές, εκτός εάν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων στην οποία δεν προβλέπεται, όπως στην τακτική διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή στις ειδικές διαδικασίες (άρθρα 650 παρ. 1, 671 παρ. 1, 681 Α και 681 Β ΚΠολΔ), το αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αλλά ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες ως προς την απόδειξη, την συγκέντρωση των αποδεικτικών μέσων και την εν γένει διαδικασία συζητήσεως της αιτήσεως (ΚΠολΔ 690 και 691), και, επομένως, λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, ήτοι και ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη τού άλλου. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. "Τιμή" δε είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ' αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς α) πρόκληση στον αυτουργό της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης, με πειθώ ή φορτικότητα, κ.λπ., αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που προβλέπονται από τα άρθρα 229§1, 224§2 και 362 σε συνδυασμό με 362 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως των οποίων απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι τα καταμηνυθέντα, ενόρκως κατατεθέντα, ισχυριζόμενα ή διαδιδόμενα είναι ψευδή. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Όταν δε πρόκειται για ψευδορκία μάρτυρα κατά τη λήψη ένορκης βεβαιώσεως ενώπιον ειρηνοδίκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας απαιτείται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη, να περιέχεται στην καταδικαστική απόφαση, αφενός η κατά νόμο αρμοδιότητα του ειρηνοδίκη, ενώπιον του οποίου δίδεται η κατάθεση, και αφετέρου, η Αρχή ενώπιον της οποίας είναι επιτρεπτή, κατά νόμο, η χρησιμοποίηση της βεβαιώσεως αυτής και η λήψη υπόψη της, ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο, προς διάγνωση της διαφοράς. Ακόμη, πρέπει να αναφέρεται σ' αυτήν και η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας ότι η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, με επιμέλεια του οποίου έχει ληφθεί η ένορκη βεβαίωση, εκτός αν επρόκειτο αυτή να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, οπότε δεν απαιτείται να εκτίθεται και αυτό. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 8768/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχες τις αναιρεσείουσες, την Ε. Φ. ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση, ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση σε βάρος των Σ. Φ. και Θ. Τ. και ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος της Θ. Τ., και την ’. Λ. ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος των αυτών παθόντων, και τις καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και ενός (1) μηνός την πρώτη και δεκαπέντε (15) μηνών τη δεύτερη, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η κατηγορουμένη Ε. Φ. είναι αδελφή του Σ. Φ. και είχε με αυτόν αστικής φύσεως διαφορά για τη νομή της πατρικής τους οικίας, που ανήκε στην κληρονομία της αποθανούσας μητέρας τους. Η πολιτικώς ενάγουσα Θ. Τ. είναι φίλη και συνάδελφος του Σ. Φ., ενώ η δεύτερη κατηγορουμένη είναι φίλη της πρώτης. Από αφορμή την ανωτέρω αστική διαφορά δημιουργήθηκαν πλείστες αστικές δίκες μεταξύ της 1ης κατ/νης και του Σ. Φ.. Πυρήνας της υποθέσεως που δικάζεται σήμερα είναι το εξής γεγονός: Ο Σ. Φ. είχε επιτύχει να εκδοθεί από το Ειρηνοδικείο Ν. Ιωνίας η υπ' αριθ. 194/05 απόφαση, που του επιδίκασε την νομή της πατρικής οικίας του ίδιου και της 1ης κατ/νης. Την απόφαση επιχείρησε να την εκτελέσει με Δικ. Επιμελητή την 9-5-2005, οπότε ο τελευταίος έβγαλε εκτός της οικίας διάφορα κινητά της κατ/νης και άλλαξε την κλειδαριά της εξωτερικής θύρας, ενώ συγχρόνως η κατ/νη είχε επιτύχει να εκδοθεί προηγουμένως από το ίδιο Ειρηνοδικείο προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως της προηγούμενης αποφάσεως του ίδιου που δικαίωνε τον Σ. Φ.. Το βράδυ της 10-5-2005 η 1η κατ/νη επισκέφθηκε την πατρική οικία και όταν διαπίστωσε ότι είχε αλλαχθεί η κλειδαριά και τα πράγματά της ήταν στο δρόμο επακολούθησε φραστικό επεισόδιο με τον αδελφό της. Ακολούθως και ενώ αυτή αποχωρούσε με το αυτ/τό της ισχυρίζεται ότι ο αδελφός της από κοινού με την ήδη πολιτικώς ενάγουσα της επιτέθηκαν, την έδειραν, την εξύβρισαν, την απείλησαν, βλασφήμησαν και προκάλεσαν φθορές με πρόθεση στο αυτοκίνητό της και στα πράγματά της. Μετά από το επεισόδιο αυτό η 1η κατ/νη υπέβαλε μηνύσεις κατά του αδελφού της και της πολιτικώς ενάγουσας στις 11/5/05 στο ΑΤ Ν. Κόσμου, στις 12/5/05 στην Εισαγγελία Πρωτ/κών Αθηνών, στις 13/5/05 στο ΑΤ Καματερού και στις 17/5/05 στο ΑΤ Αιγάλεω, τις οποίες βεβαίωσε ενόρκως για το ότι τελέσθηκαν σε βάρος της οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, καθώς και εκείνες της κλοπής, αξίας άνω των 73.000 ευρώ και υπεξαγωγής εγγράφων. Συγχρόνως έπεισε την 2η κατ/νη να καταθέσει ενόρκως ως μάρτυρας για την αλήθεια των ανωτέρω περιστατικών στις 24/10/05 με ένορκη βεβαίωση και στις 14/11/08 με ένορκη κατάθεση στον 9ο Τακτ. Ανακριτή Αθηνών. Η πολιτικώς ενάγουσα προσκόμισε βεβαίωση ότι εκείνες τις ημέρες, 9-12/5/2005 που έλαβε χώρα το κρίσιμο περιστατικό νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο "Κοργιαλένειο - Μπενάκειο, όπου και εργάζεται και επομένως δεν ήταν δυνατόν να μετάσχει σε επεισόδιο με την ήδη κατ/νη όπως αυτή το έχει περιγράψει στις μηνύσεις της, παρά το γεγονός ότι η ίδια έχει αγοράσει την πατρική κατοικία των αδελφών Φ. από τον Σ.. Οι κατηγορούμενοι στις δίκες εκείνες, Σ. Φ. και η ήδη πολ. ενάγουσα, έχουν αθωωθεί, (βλ. απόφαση Μον. Πλημ/κείου Αθηνών 106291/08 Εισαγγελικές Διατάξεις: υπ' αριθ. 153/07 και 101/08 των Εισαγγελέων Πλημ/κών και Εφετών Αθηνών, αντίστοιχα). Ανεξάρτητα, όμως, από το γεγονός αυτό, δεν αποδείχθηκε στην παρούσα δίκη ότι η πολ. ενάγουσα δεν είχε νοσηλευθεί τις ημέρες εκείνες, καθόσον περί του αντιθέτου ήταν σαφής ο μάρτυρας - ιατρός Κων/νος Μπακόπουλος, που είναι αμερόληπτος και αξιόπιστος τρίτος. Επίσης το επεισόδιο δεν αποδείχθηκε ότι έγινε όπως το έχει περιγράψει η 1η κατ/νη με σκοπό την ενοχοποίηση των αντιδίκων της. Η ίδια υπέπεσε σε αντιφάσεις και κενά στην απολογία της, ενώ οι δύο μάρτυρες, θείος και θεία της, που κατέθεσαν υπέρ της δεν βεβαίωσαν ότι την είδαν χτυπημένη μετά το περιστατικό, αλλά ότι η ίδια τους είπε ότι χτυπήθηκε. ’λλωστε αυτή δεν προσκομίζει σχετική ιατρική γνωμάτευση. Επίσης η 2η κατ/νη δεν αποδείχθηκε ότι ήταν παρούσα και ότι είχε άμεση αντίληψη του περιστατικού. Με τα δεδομένα αυτά και οι δύο κατηγορούμενες πρέπει να κηρυχθούν ένοχες όπως κατηγορούνται. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που είχε προτείνει δια μακρών η 1η κατ/νη, δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση, αλλά ολόκληρη την αστική / ποινική αντιδικία των αδελφών Φ. από την έναρξή της και στο βαθμό που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση αποτελούν αρνήσεις της κατηγορίας, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, πρέπει ν' απορριφθούν". Στο δε διατακτικό, το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, αναφέρεται και ότι α) η κατηγορουμένη Ε. Φ. παρακίνησε τη συγκατηγορουμένη της "με πειθώ, φορτικότητα, προτροπές και παρακλήσεις" να τελέσει τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, β) η συκοφαντική δυσφήμηση τελέσθηκε με τα ψευδή γεγονότα που κατατέθηκαν στις 14.11.2008 ενώπιον του Ανακριτή, "των οποίων έλαβαν γνώση ο Ανακριτής, η Γραμματέας, δικηγόροι και ο Εισαγγελέας που χειριζόταν την υπόθεση και τα οποία μπορούσαν να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας", την οποία η κατηγορουμένη ’. Λ. "παρουσίαζε ως άτομο το οποίο είχε προβεί σε αξιόποινες πράξεις", γ) η ένορκη βεβαίωση δόθηκε στις 24.10.2005 ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας και έλαβε τον αριθμό 1876/2005.
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, όσον αφορά τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως κατ' εξακολούθηση, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα που φέρεται ότι τελέστηκε στις 14.11.2008 και της ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση που αποδίδονται στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ε. Φ. και της ψευδορκίας μάρτυρα που φέρεται ότι τελέστηκε στις 14.11.2008 και της συκοφαντικής δυσφημήσεως που αποδίδονται στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ’. Λ., διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εν λόγω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1, 224 παρ.2, 363 - 362, 98 και 46 παρ. 1α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειουσών είναι αβάσιμες, αφού: α) Το γεγονός ότι η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την υπ' αριθ. 153/2007 διάταξή της (που επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 101/2008 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών), απέρριψε την από 17.5.2005 έγκληση της αναιρεσείουσας Ε. Φ., στο περιεχόμενο της οποίας (φερόμενο ως ψευδές) στηρίζεται η ποινική δίωξη και η καταδίκη της αναιρεσείουσας για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα που τελέστηκαν με την κατάθεση της εγκλήσεως αυτής, έκρινε ότι δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος της εγκαλούσας (αναιρεσείουσας) (τα οποία, κατ' άρθρο 585 παρ. 4 του ΚΠοινΔ, επιβάλλονται σε βάρος του εγκαλούντος αν ο εισαγγελέας πειστεί ότι η έγκληση ήταν εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο) δεν ασκεί έννομη επιρροή στη δίκη επί της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα ως προς το αν η αναιρεσείουσα, κατά την υποβολή της εγκλήσεως, τελούσε σε δόλο. Το Δικαστήριο της ουσίας δεν δεσμεύεται από την όποια εισαγγελική κρίση, αλλά συνεκτιμά το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, όπως έπραξε και το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση ότι η αναιρεσείουσα τελούσε σε δόλο, μαζί με τις εισαγγελικές διατάξεις, τις οποίες ειδικώς μνημονεύει στο σκεπτικό, και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. β) Ομοίως, καμιά δέσμευση για το Δικαστήριο της ουσίας δεν γεννάται ως προς την κρίση για το ότι η αναιρεσείουσα όταν, στις 12.5.2005, προέβη σε ψευδή καταμήνυση των Σ. Φ. και Θ. Τ., τελούσε σε δόλο, από το ότι, με την 106291/2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αθωώθηκαν οι τότε κατηγορούμενοι ως άνω παθόντες για απλή σωματική βλάβη και φθορά ξένης ιδιοκτησίας από κοινού σε βάρος της εγκαλούσας Ε. Φ., χωρίς να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της εγκαλούσας (τα οποία, κατ' άρθρο 585 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, επιβάλλονται σε βάρος του εγκαλούντος, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν η έγκληση έγινε από δόλο), γιατί η σχετική κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται στο σύνολο του αποδεικτικού υλικού. γ) Με το 835/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που επικυρώθηκε με το 1609/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιβλήθηκαν έξοδα σε βάρος της τότε εγκαλούσας Ε. Φ. γιατί η μήνυσή της, επί της οποίας στηρίζεται η ποινική δίωξη για την ψευδή καταμήνυση που έλαβε χώραν στις 11.5.2005, ήταν εντελώς ψευδής και έγινε τουλάχιστον από βαριά αμέλεια. Όμως, και τα βουλεύματα αυτά συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, χωρίς να ασκεί επιρροή ότι επιβλήθηκαν σε βάρος της εγκαλούσας - αναιρεσείουσας έξοδα ούτε αν η επιβολή των εξόδων αιτιολογήθηκε ή όχι. Ακόμη, δεν ασκεί επιρροή για την κρίση επί της επίμαχης ψευδούς καταμηνύσεως αν το ανωτέρω 1609/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών έχει καταστεί αμετάκλητο. δ) Όλα τα εκτιθέμενα ως άνω είχαν προταθεί στο Τριμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως αυτοτελής ισχυρισμός, πλην, στην πραγματικότητα αποτελούν τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό ότι η αναιρεσείουσα Ε. Φ., κατά την υποβολή των ως άνω εγκλήσεων, δεν τελούσε σε δόλο (και, επομένως, δεν στοιχειοθετούνται οι αποδιδόμενες σ' αυτήν πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα) και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, τοσούτω μάλλον, καθόσον ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν νόμιμος, γιατί οι ως άνω διατάξεις, βουλεύματα και απόφαση δεν αποτελούσαν οποιαδήποτε δέσμευση για το Δικαστήριο. Παρά ταύτα, απάντησε, ως εκ περισσού, και τον απέρριψε με την αιτιολογία ότι αποτελεί άρνηση της κατηγορίας, αλλά και με τις παραδοχές ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ενήργησε ευρισκόμενη σε δόλο και με σκοπό την ενοχοποίηση των αντιδίκων της. Μάλιστα, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, οι σχετικοί με τα ψευδή γεγονότα ισχυρισμοί θεμελιώνονται σε προσωπική αντίληψη της ίδιας της αναιρεσείουσας Ε. Φ., οπότε, δεν απαιτείτο να παρατίθενται και άλλα περιστατικά ως προς τον δόλο αυτής, όσο και της συγκατηγορουμένης της ’. Λ.. δ) Προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ε. Φ. προκάλεσε στη συγκατηγορουμένη της την απόφαση να τελέσει τις ένδικες αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως (πειθώ, φορτικότητα, προτροπές, παρακλήσεις), δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η παράθεση περαιτέρω περιστατικών. ε) Το Τριμελές Εφετείο, ως εκ περισσού, στο σκεπτικό αναφέρεται ρητώς στην απολογία της κατηγορουμένης Ε. Φ. και επισημαίνει ότι αυτή υπέπεσε σε αντιφάσεις και κενά, δεν είχε δε υποχρέωση να προσδιορίσει ειδικότερα ποιες ήταν οι αντιφάσεις αυτές και τα κενά. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, δεύτερος ως προς την αναιρεσείουσα Ε. Φ., λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως, και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του (που αφορά τον ισχυρισμό περί ελλείψεως δόλου), από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 2.9.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Ο ως άνω πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου, κατά το μέρος που στηρίζεται και στο στοιχ. Α της παρ. 1 του άρθρου 510 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ του ΚΠοινΔ, είναι απαράδεκτος, γιατί δεν γίνεται επίκληση καμιάς παραβιάσεως των οποιονδήποτε δικονομικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Φ. που προβλέπονται από το νόμο ή την ΕΣΔΑ (ως προς την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπισή της), την οποία δεν συνιστά η ενδεχόμενη έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως ή η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Ο τέταρτος, ως προς την αναιρεσείουσα Ε. Φ., λόγος του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο επισημαίνονται αντιφάσεις μεταξύ του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως και του περιεχομένου της καταθέσεως των μαρτύρων Γ. Φ. και Β. Φ. και υποστηρίζεται ότι το Τριμελές Εφετείο εσφαλμένως εξετίμησε τις καταθέσεις αυτές, καθώς και ότι δεν έλαβε υπόψη του την υπ' αριθ. πρωτ. 956/17.5.2005 ιατροδικαστική έκθεση κλινικής εξετάσεως του Ιατροδικαστή του Πανεπιστημίου Αθηνών Π. Κ. με τα σχετικά έγγραφα, καθώς και ο πέμπτος πρόσθετος λόγος περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των καταθέσεων των ως άνω μαρτύρων, είναι απαράδεκτοι, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Όσον αφορά, όμως, τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ’. Λ. και φέρεται ότι τελέστηκε στις 24.10.2005 με την ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας και την ηθική αυτουργία σ' αυτήν που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη Ε. Φ., το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 224 παρ. 2 και 46 παρ. 1 α του ΠΚ. Συγκεκριμένα, ούτε στο σκεπτικό, ούτε στο διατακτικό της αποφάσεως γίνεται μνεία αν η εν λόγω υπ' αριθ. 1876/2005 ένορκη βεβαίωση λήφθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της εγκαλούσας Ε. Φ., με επιμέλεια της οποίας δόθηκε αυτή, ούτε ενώπιον ποιας Αρχής επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί αυτή, ενόψει και του ότι, όπως αναφέρθηκε, μόνο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτή χωρίς να προηγηθεί κλήτευση των αντιδίκων της εγκαλούσας. Έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται, κατά το σημείο αυτό, της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως αξιώνουν οι ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ και πρέπει, κατά παραδοχήν των σχετικών τρίτου, ως προς την αναιρεσείουσα Ε. Φ., μοναδικού, ως προς την αναιρεσείουσα ’. Λ., λόγων του κυρίου δικογράφου της ένδικης αιτήσεως και πρώτου, κατά το δεύτερο σκέλος του, προσθέτου λόγου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, να αναιρεθεί, κατά το σημείο αυτό, παρέλκει δε η έρευνα των λόγων αυτών κατά το μέρος που στηρίζονται και στο στοιχ. Ε περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Απαιτείται, όμως, επίκληση περιστατικών και δεν αρκεί απλώς η αναφορά της διατάξεως ή απλώς η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχείο α', ήτοι το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική αυτή περίσταση, πρέπει ο έντιμος βίος του υπαιτίου να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες, μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της ενοχής τους, ζήτησαν, δια του συνηγόρου τους, να τους αναγνωρισθεί "το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ", χωρίς να αναφέρουν οποιοδήποτε περιστατικό που να στοιχειοθετεί την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού. Το Δικαστήριο, λοιπόν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό για την αναγνώριση του εν λόγω ελαφρυντικού με την αιτιολογία ότι "το προταθέν ελαφρυντικό πρέπει ν' απορριφθεί, διότι οι κατηγορούμενες έχουν εκδηλώσει ιδιαίτερη φιλοδικία και εμπάθεια και μάλιστα η 1η έναντι στενού συγγενούς της, (αδελφού), και μάλιστα επίμονα και επανειλημμένα". Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τελευταίος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, είναι αβάσιμος. Ο αυτός λόγος, κατά το μέρος που πλήττει την απόφαση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου βίου παρά το ότι οι κατηγορούμενες είχαν λευκό ποινικό μητρώο και αναφέρθηκε στον αδελφό της Ε. Φ. που δεν ήταν διάδικος στη δίκη, είναι απαράδεκτος, γιατί η απόρριψη, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, αυτοτελούς ισχυρισμού δεν συνιστά υπέρβαση εξουσίας, πολύ περισσότερο αν το Δικαστήριο, λόγω του ότι ο ισχυρισμός προβλήθηκε απαραδέκτως, δεν είχε υποχρέωση να τον απορρίψει αιτιολογημένα. Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη ως προς τις καταδικαστικές της διατάξεις για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα Ε. Φ. και φέρεται ότι τελέστηκε στις 24.10.2005, και για την ψευδορκία μάρτυρα, που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα ’. Λ. και φέρεται ότι τελέστηκε με την υπ' αριθ. 1876/2005 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας κατά τον αυτό ως άνω χρόνο, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τις ποινές που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, αντιστοίχως, και τον καθορισμό συνολικής ποινής, καθώς και την εκδίκαση στην πολιτικώς ενάγουσα του ποσού των 44 ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (το οποίο έχει επιδικασθεί για όλες τις πράξεις), να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, να απορριφθούν δε η αίτηση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι κατά τα λοιπά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα αναβολής.
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 8768/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών και δη α) ως προς τις καταδικαστικές της διατάξεις για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα Ε. Φ. και φέρεται ότι τελέστηκε στις 24.10.2005, και για την ψευδορκία μάρτυρα, που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα ’. Λ. και φέρεται ότι τελέστηκε με την υπ' αριθ. 1876/2005 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας κατά τον αυτό ως άνω χρόνο, β) ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινών στις αναιρεσείουσες για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ' εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ' εξακολούθηση, αντιστοίχως, γ) ως προς τις διατάξεις της περί καθορισμού συνολικής ποινής και δ)ως προς τη διάταξή της για την επιδίκαση στην πολιτικώς ενάγουσα Θ. Τ. χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και για τις δύο αναιρεσείουσες - κατηγορούμενες.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 2 Μαΐου 2013 αίτηση (με αριθ. πρωτ. 3430/2013) των Ε. Φ. του Ε. και ’. Λ. του Σ. μετά των από 2 Σεπτεμβρίου 2013 προσθέτων αυτής λόγων, για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ